Τα θραύσματα του πολέμου/ part 4
Η παραλία η απέραντη ανοιγόταν μπροστά του, ο κόσμος δεν ήταν πολύς και ο Ελάιζα διάλεξε μία ξαπλώστρα, σαν τραπέζι για να καθίσει και να παραγγείλει ουίσκι. Στην Αμερική δεν είχε ιδέα τι ώρα ήταν, μα είχε ανάγκη να κάνει ένα τηλεφώνημα. Ο πρώτος άνθρωπος που του ήρθε στο μυαλό, ήταν ο Ρις. Στο Σικάγο, λογικά ήταν νωρίς το πρωί, ίσως ξημερώματα. Ευθύς πάτησε τον αριθμό του, για να ακούσει τη νυσταγμένη φωνή του αδερφού του.
«Έλι μου! Είσαι καλά; Πόσο χαίρομαι που σε ακούω. Ανησυχούσα. Ξέρω πως δεν επικοινωνείς συχνά και θεωρώ πως δεν χρειαζόταν να σε πιέσω επιπλέον»
«Είμαι καλά. Δηλαδή καλύτερα από το Σικάγο. Όμως, δεν ξέρω. Νιώθω πως όπου και αν βρίσκομαι, αυτή η σκιά θα με κυνηγά. Θέλω να ελευθερωθώ από αυτή, μα δυσκολεύομαι» ξεκίνησε και άκουσε τον Ρις να ξεφυσά.
«Μην το σκέφτεσαι. Προσπάθησε. Πώς πάει η αποστολή; Έμαθα από τον παππού τα νέα» ρώτησε με ενδιαφέρον.
«Μέτρια. Είναι σαν να παλεύουμε να ενώσουμε τα εκατοντάδες κομμάτια ενός παζλ. Ακόμη τίποτε ιδιαίτερο, μα η Φουόνγκ έζησε εδώ πράγματι και μάλιστα έχει και μία κόρη» απάντησε στον Ρις, όταν επιτέλους ακούστηκε η επίμαχη ερώτηση.
«Με την Μόργκαν πώς τα πάτε;»
«Καλά υποθέτω» απάντησε πιο κοφτά από όσο ήθελε.
«Υποθέτεις; Έγινε κάτι; Είμαι αδερφός σου και μάλιστα ο λατρεμένος σου. Μπορείς να μου εμπιστευθείς ό,τι θελήσεις. Δεν θα σε κρίνω και το ξέρεις. Να σε βοηθήσω θέλω Ελάιζα. Και η δικοί μου ώμοι κουβαλούν βάρη πολλά, επομένως, δεν είμαι σε θέση να κρίνω κανέναν. Σε αγαπώ και μου λείπεις. Μου λείπεις πολύ. Το γέλιο σου, η ανεμελιά σου. Θα έδινα όλα τα λεφτά του κόσμου, προκειμένου να στα χάριζα πίσω. Αυτό θέλω να καταλάβεις...μόνο αυτό...» κάπου πνίγηκε και η φωνή του έτρεμε, ενώ δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια του αδερφού του.
«Ρις...να ξέρες μονάχα πόσο θα ήθελα να το αλλάξω όλο αυτό. Δεν φταίω όμως. Δεν καταλαβαίνεις πώς είναι. Δεν καταλαβαίνεις πως είναι να ζεις ακουσίως αγκιστρωμένος στο παρελθόν, να σε τρομάζει ο κόσμος, ή ένα τυχαίο άγγιγμα. Ρις, νομίζω πως, δηλαδή, φίλησα τη Μόργκαν» το έβγαλε επιτέλους από μέσα του και για λίγα δευτερόλεπτα δεν ακουγόταν τίποτε από την άλλη άκρη της γραμμής.
«Τι εννοείς; Έλι, είσαι ερωτευμένος μαζί της. Πρέπει για την ακρίβεια να είσαι τρελά ερωτευμένος, για να φτάσεις στο σημείο αυτό, όταν πριν λίγο καιρό δεν τολμούσε γυναίκα ούτε να σου μιλήσει. Πώς το χειρίστηκες αυτό;» τον ρώτησε πιο σοβαρά.
«Αισχρά. Πάγωσα μόλις συνειδητοποίησα τι έκανα. Η Μόργκαν έπαθε ένα μικρό ατύχημα και αυτό για κάποιον λόγο, πυροδότησε την αντίδρασή μου. Φοβήθηκα τόσο πολύ πως θα την έχανα, που αυτό μου έδωσε το κουράγιο να εκδηλωθώ. Αλλά η συμπεριφορά μου μετά, τα κατέστρεψε όλα. Δεν γνωρίζω αν μπορώ να είμαι μαζί της. Είναι νωρίς και εκτός από αυτό, δεν αντέχω να δει το σώμα μου. Το μισώ. Αν μπορούσα, θα κατακρεουργούσα και το υπόλοιπο. Ντρέπομαι γι' αυτό που είμαι. Ένας σακάτης» τελείωσε.
«Σταμάτα Έλι. Σταμάτα! Σε παρακαλώ. Δεν είσαι σακάτης και η Μόργκαν είμαι βέβαιος πως δεν σε βλέπει έτσι. Θέλω να μου κάνεις μία χάρη. Μίλησέ της. Ανοιχτά. Μίλησέ της για όλα όσα είσαι, γι' αυτά που νιώθεις» προσπάθησε να τον πείσει.
«Ρις, φοβάμαι πως ούτε έρωτα δεν μπορώ να κάνω. Φοβάμαι πως δεν θα τα καταφέρω και πως θα με πιάσει κρίση. Δεν της αξίζω. Η Μόργκαν δεν είναι μία Έβανς Ρις. Είναι η ανιψιά τους. Οι γονείς της δεν ζουν, μα αυτό είναι άλλη ιστορία. Όχι πως αν ήταν, θα άλλαζε κάτι στα αισθήματά μου. Είναι μία υπέροχη κοπέλα, αλλά αν μείνει μαζί μου θα καταδικαστεί σε μία ζωή μέτρια και μίζερη. Θα έχει δίπλα της κάποιον ψυχικά ανάπηρο, αν όχι και σωματικά»
«Μίλησέ της Ελάιζα. Άνοιξε την καρδιά σου. Θα σε βοηθήσει» τελείωσε και τότε ο Ελάιζα του έθεσε μία ερώτηση που περίμενε πολύ να ακούσει.
«Εσύ είσαι καλά;»
«Προσπαθώ. Πάντα προσπαθώ και το ξέρεις» ήρθε η απάντηση ενός Ρις που ποτέ δεν ήθελε να μπλέκει και τα αδέρφια του στα δικά του θέματα. Ήταν το αιώνιο ελάττωμά του. «Να προσέχεις Έλι και να ξέρεις πως για εμένα, είσαι ο τέλειος αδερφός. Όποιος σε αγαπά, δεν κάθεται να κοιτάξει τις ατέλειές σου. Κοιτάζει να στις απαλύνει απλώς, ώστε να έρθεις ένα βήμα πιο κοντά στην δική σου προσωπική τελειότητα. Ίσως κάτι να ήξερε ο παππούς που σε έστειλε εκεί. Ψάξε και θα καταλάβεις τον σκοπό»
Η κλήση τερματίστηκε και η ώρα ήταν περασμένη. Είχε πιει ένα ποτό, όταν είδε από μακριά μία γυναίκα να τον κοιτάζει έντονα. Δεν του άρεσε και ευθύς φρόντισε να κρύψει το πόδι του το σακατεμένο στις σκιές. Το έντονο βλέμμα της, πυροδότησε μία ανησυχία. Ευθύς σκέφτηκε να πληρώσει και να φύγει. Ήθελε να γυρίσει πίσω στο καταφύγιό του. Έτσι έβλεπε το ξενοδοχείο τους, το οποίο ξαφνικά είχε λατρέψει, καθώς θυμόταν την αίσθηση του να ξυπνά και να την βλέπει να του χαμογελά.
Έπειτα από εκείνο το τηλεφώνημα, ο Ρις δεν κατάφερε να κοιμηθεί και ας ήταν ξημερώματα και ας τον περίμενε μία δύσκολη μέρα. Κοιτούσε την οθόνη του κινητού του, με χιλιάδες σκέψεις να περνάνε από μπροστά του. Στο γραφείο του επάνω, βρισκόταν η λίστα των καλεσμένων, μα ελάχιστα την είχε μελετήσει. Για εκείνον, καμία λίστα δεν είχε σημασία όταν απλώς εκπροσωπούσε μία επίπλαστη πραγματικότητα, που απείχε παρασάγγας από την αλήθεια. Μπορεί οι Κρειν να είχαν εκατομμύρια, ωστόσο όλα τα λεφτά του κόσμου δεν εξασφάλιζαν την οικογενειακή θαλπωρή και γαλήνη που τόσο του έλειπαν. Η οικογένειά του, αντιμετώπιζε πολλά και σοβαρά προβλήματα. Η μητέρα τους βρισκόταν πνευματικά καθηλωμένη, από τότε που ο Ελάιζα είχε φύγει για τον πόλεμο, ο παππούς του είχε σοβαρά θέματα υγείας, ο ίδιος του ο αδερφός κινδύνευε να κατρακυλήσει και ο πατέρας του κυνηγούσε το πελατολόγιο. Πατώντας ένα πλήκτρο, αναζήτησε το τηλέφωνο της Μόργκαν. Παρά το γεγονός πως μισούσε να ανακατεύεται, ο Ελάιζα ήταν ιδιάζουσα περίπτωση. Σε κανέναν δεν είχε αναφέρει την ροπή του στο αλκοόλ και την εξάρτησή του από αυτό. Ούτε σε εκείνη θα το έλεγε φυσικά. Ήθελε απλώς να γνωρίζει τα συναισθήματά της για εκείνον. Στο δεύτερο χτύπημα, η σπασμένη της φωνή, του μαρτυρούσε πως βρισκόταν και η ίδια, σε ένα συναισθηματικό αδιέξοδο.
«Κύριε Κρέιν, καλησπέρα σας. Δεν περίμενα τηλεφώνημα από εσάς». Η φωνή της πάλευε να ισορροπήσει ανάμεσα στον επαγγελματισμό και το συναίσθημα που ξεχείλιζε από μέσα της.
«Δεσποινίς, ο λόγος που σας καλώ, είναι ο αδερφός μου» έκανε την αρχή, έτσι απλά, κοφτά δίχως καθυστερήσεις και ανούσιους προλόγους.
«Έπαθε κάτι; Ξέρω πως λείπει εδώ και ώρα...» την άκουσε ταραγμένη.
«Είναι μία χαρά για την ώρα, ωστόσο, όσο αδιάκριτο και αν ακουστεί, θα ήθελα να μου μιλήσετε ειλικρινά. Τι νιώθετε για εκείνον;» η ερώτησή του την πάγωσε.
«Εγώ; Μα, είμαι η γραμματέας του και...» πήγε να το σώσει.
«Και είσαι ερωτευμένη μαζί του, όπως και εκείνος...»πρόφερε παγώνοντας εκ νέου τη φωνή της.
«Εκείνος; Δεν καταλαβαίνω...» τραύλισε.
«Άκουσέ με Μόργκαν. Ο λόγος που σου μιλώ, είναι γιατί ο Ελι δεν μοιάζει με όλους τους υπόλοιπους. Υποφέρει καθώς ξέρεις από ένα βαθύ τραύμα και ο έρωτας μπορεί είτε να τον γιατρέψει, είτε να τον καταστρέψει. Μαζί του, πρέπει να έχεις υπομονή. Πολλές φορές θα παρουσιάζει διακυμάνσεις. Αν όμως δεν είσαι διατεθειμένη να τον αντέξεις και το κατανοώ απόλυτα, θα ήθελα να αφήσεις στην άκρη το ερωτικό κομμάτι και ίσως και τον ίδιο. Ο αδερφός μου δεν θα είναι ποτέ ξανά ο ίδιος, τουλάχιστον σωματικά και αυτό το γνωρίζει. Από μόνο του, είναι εφιαλτικό. Όλη η ζωή του ανατράπηκε. Ο θυμός και η ανασφάλεια, είναι λογικά για εκείνον. Γι' αυτό σε ρώτησα. Αν τον αγαπάς, τότε θα νιώθω σίγουρος πως δεν θα τον εγκαταλείψεις» η φωνή του Ρις στο τέλος έμοιαζε πιο ανθρώπινη.
«Μην ανησυχείς» ξαφνικά μίλησε στον ενικό « Δεν είμαι διατεθειμένη να το κάνω, τουλάχιστον για όσο με επιθυμεί και ο ίδιος. Αγαπώ τον Ελάιζα, παρά το γεγονός πως ορισμένες φορές απογοητεύομαι και εγώ. Ξεχνώ τα προβλήματά του και ίσως το ποιος είναι, μα...» πάλεψε να ολοκληρώσει.
«Αυτό ήθελα να γνωρίζω μόνο. Πως δεν θα τον εγκαταλείψεις. Για έναν βετεράνο, οι απώλειες είναι βαριές και ο Ελάιζα έχει ήδη στη λίστα του πολλές να μετρήσει. Θα του κοστίσει αφάνταστα και η δική σου, ειδικά όσο περνά ο καιρός και δένεται μαζί σου. Αν είσαι βέβαιη, τότε προχώρα. Ο Ελάιζα μοιάζει με έναν μυστικό κήπο. Μπορεί η μάντρα να φαίνεται αδιάφορη και εγκαταλελειμμένη, μα σαν μπεις στο εσωτερικό του, θαρρείς και θα βρίσκεσαι στον Παράδεισο. Μην το ξεχάσεις ποτέ σου αυτό» ήταν οι τελευταίες του κουβέντες.
Όταν έκλεισα το τηλέφωνο, η ματιά μου, θολωμένη από τη συγκίνηση της αδερφικής αγάπης, κινήθηκε στην ομίχλη που επικρατούσε εξαιτίας της βραδινής υγρασίας. Οι ήχοι των νυκτόβιων ζώων με καθησύχαζαν, όταν είδα από το παράθυρο τον Ελάιζα να κατηφορίζει σκυθρωπός και να κοντοστέκεται ολομόναχος, βαστώντας το στήθος του. Μπορεί η συμπεριφορά της ξαφνικής απόρριψης να με είχε πληγώσει, όμως γνώριζα τον λόγο. Ο Έλι πάλευε με τους σκοτεινούς του δαίμονες και εγώ δεν ήμουν διατεθειμένη να τον αφήσω μόνο. Ένας πόλεμος εξάλλου, θα ήταν καταδικασμένος δίχως συμμάχους. Αν τον άφηνα να επιστρέψει στο δωμάτιό του, πιθανότατα θα κατρακυλούσε στο αλκοόλ. Γύρω του, το περιβάλλον είχε μία απόκοσμη γαλήνη και παρακολουθούσα τον Ελάιζα να κάνει βήματα μετρημένα. Η γλώσσα του σώματος ούρλιαζε φόβο. Πάντα αυτός τον ακολουθούσε. Ο φόβος μίας πιθανής επίθεσης και ας μην υπήρχε πουθενά γύρω του ο εχθρός και ας βρισκόταν σε ένα περιβάλλον τελείως διαφορετικό. Η στάση του σώματός του μαρτυρούσε αμηχανία, η οποία μετατράπηκε σε ξάφνιασμα σαν άκουσε την πόρτα μου να ανοίγει.
«Μόργκαν» με φώναξε σαν να ήθελε να βεβαιωθεί πως ήμουν αληθινή και όχι αποκύημα της φαντασίας του. Με διαφορετική διάθεση, με πλησίασε παλεύοντας να ανοίξει συζήτηση. «Είχα πάει σε ένα υπέροχο μπαρ, δίπλα στη θάλασσα. Ευτυχώς ο κόσμος ήταν λίγος και η μουσική σχετικά χαμηλή. Ήταν πολύ ωραία, μα βαρέθηκα και επέστρεψα. Δεν είχα κάποια να εκνευρίζω δίπλα μου βλέπεις και να με θεωρεί το πιο ανυπόφορο αφεντικό του κόσμου» πήγε να με πειράξει.
«Αυτό είναι αλήθεια» μάσησα και εγώ τις κουβέντες μου. Για λίγο οι ματιές μας αντάμωσαν, σαν να άνοιξαν έναν σιωπηλό διάλογο με την ψυχή μας. «Λοιπόν, καληνύχτα υποθέτω» ψέλλισε και τον είδα να ετοιμάζεται να αποχωρήσει. Ήθελα να του φωνάξω να πλαγιάσει πλάι μου, μα η ντροπή υπερίσχυσε.
«Καληνύχτα Έλι μου» ψιθύρισα τόσο σιγανά σε σημείο που δεν κατόρθωσα να ακουστώ.
Εισήλθα στο δωμάτιό μου, κλείνοντας αργά την πόρτα πίσω μου. Το σχεδιάγραμμα για την επόμενη μέρα είχε ήδη φτιαχτεί, μα αυτή τη φορά ήμουν έτοιμη να εμπιστευθώ την κρίση του ξεναγού μας και να αφήσω το πονεμένο μου κορμάκι να χαλαρώσει στα έμπειρα χέρια των φυσιοθεραπευτών του Μπαλί, υπό το άγρυπνο βλέμμα του Βίσνου, του Θεού, του συντηρητή του σύμπαντος για τους ινδουιστές. Η αυξημένη υγρασία, με έστειλε απευθείας για ένα χαλαρό μπάνιο, με μία εξωτική διακόσμηση από μπαμπού και τον έναστρο ουρανό να αχνοφαίνεται στα δεξιά μου, μιας που υπήρχε ένα τεράστιο παράθυρο που σου έδινε πρόσβαση κατευθείαν στην ψυχή του σύμπαντος, νιώθοντας πως αιωρείσαι ανάμεσα στα άστρα και την ομιχλώδη ζούγκλα. Το δέρμα μου είχε μουλιάσει, όταν βγαίνοντας αργά, κοίταξα προς το μέρος της καλύβας του Έλι που τώρα ήταν σκοτεινή.
΄΄Ένα βήμα κάθε φορά΄΄ σκέφτηκα.
Η επόμενη ημέρα, ήταν αφιερωμένη αποκλειστικά σε εμάς. Ο Ντούι είχε στο μυαλό του ναούς μικρούς και μεγάλους, καθώς η αλήθεια ήταν πως όσους και αν έβλεπες, δεν ήταν ποτέ αρκετοί. Για αρχή όμως, οι ιαματικές πηγές Banjar, ήταν ο πρώτος μας σταθμός. Ο Ελάιζα το γνώριζε και αγχωνόταν ελαφρώς, ωστόσο, όπως μας εξήγησε ο Ντούι, ο κόσμος του Μπαλί δεν θα σε έκρινε ποτέ. Για εκείνον δεν είχε σημασία ο σωματότυπός σου, αλλά η ψυχή σου. Οι ιαματικές πηγές λοιπόν στην περιοχή Σεριρίτ, περιείχαν πλούσιο σε μέταλλα νερό και ήταν ένας δημόσιος, υπαίθριος χώρος με περίτεχνα διακοσμημένες βρύσες που θύμιζαν στόματα δράκου. Ο Ντούι φυσικά μπήκε περήφανα από τους πρώτους, ενώ πίσω μου ο Ελάιζα πάσχιζε να ξεφορτωθεί το παντελόνι του, κοιτώντας γύρω του αμήχανα. Μόλις ωστόσο συνειδητοποίησε πως κανένας δεν έδινε σημασία και διατηρώντας το προσθετικό του μέλος, μας ακολούθησε στο εσωτερικό των πηγών που το νερό ήταν χλιαρό και είχε μία παράξενη μυρωδιά.
«Έχεις σκεφτεί την περίπτωση να μην κατορθώσουμε να βρούμε τη Φουόνγκ;» με ρώτησε καθώς το κορμάκι μου μούλιαζε στα μέταλλα και τα ιχνοστοιχεία.
«Ναι, το έχω σκεφτεί, μα σημασία έχει πως το ταξίδι μας άλλαξε έστω και λίγο. Εμένα σίγουρα πάντως» απάντησα με βεβαιότητα και τον είδα να συλλογίζεται.
«Και εμένα. Ίσως σε αυτήν την κλινική, εκτός από γιατρούς ειδικούς και ψυχολόγους, να συμπεριλάβω και ένα ταξίδι αναψυχής για όλες τις κατακρεουργημένες ψυχές. Ο κόσμος πληροφορείται βλέπεις στεγνά για τις απλές απώλειες, κανείς δεν μιλά για εκείνες που δεν είναι σωματικές. Κανείς δεν επιθυμεί να βγάλει στην επιφάνεια το δράμα των βετεράνων. Αυτών των φαντασμάτων που επέζησαν και που ίσως εύχονται να είχαν πεθάνει. Έχω δει ανθρώπους να μην μπορούν να περπατήσουν εξαιτίας του σοκ. Να παραλύουν. Παλικάρι είκοσι πέντε χρονών δίπλα μου, τότε που ακόμη έκανα θεραπείες εξαιτίας της απώλειας του ποδιού μου, υπέφερε από ακαμψία εξαιτίας του διαλυμένου του ψυχισμού. Δεν έχουν όλοι Μόργκαν την ίδια τύχη, γιατί πολύ απλά δεν έχουν τη δυνατότητα. Στους βετεράνους του Βιετνάμ, όπως ο παππούς μου, δόθηκαν αποζημιώσεις για την κατάστασή τους, μονάχα αν σε ένα εξάμηνο επανέρχονταν. Αλλιώς, το δικαιολογούσαν ως εκ γενετής πρόβλημα και δεν έδιναν δεκάρα. Ξέρεις, η λογική ενός στρατιώτη που πάει σε ένα πόλεμο, όπως αυτόν που πήγα εγώ, του λέει ότι βρίσκεται εν αδίκω, γιατί τους ανθρώπους που πάει να υποτάξει και να σκοτώσει δεν τους ξέρει, ούτε έχει να χωρίσει τίποτα μαζί τους. Όμως δεν πιάνει κουβέντα με την λογική του, γιατί δεν έχει κανένα επιχείρημα να της φέρει και αν την ακούσει, πρέπει να συμφωνήσει μαζί της και να πετάξει το όπλο. Τότε όμως τον περιμένει το εκτελεστικό απόσπασμα. Και δεν του απομένει τίποτα άλλο, παρά να αποδεχτεί την αναγκαιότητα του πολέμου για να μην έχει και συνειδησιακό πρόβλημα. Παρά όλα αυτά, δεν θα τον ακούσουμε ποτέ να επαναλαμβάνει τα ιδεολογήματα και τ' ανάλογα προσχήματα που έχουν επινοήσει οι κατασκευαστές του πολέμου αυτού.
Αυτοί οι στρατιώτες έχουν αφήσει πίσω στη πατρίδα τους ένα παιδί, μια γυναίκα, ένα πατέρα, μια μάνα, κάποιους φίλους που τους περιμένουν με αγωνία και προσευχές να γυρίσουν πίσω. Ξέρουν ότι έχουν πολλές πιθανότητες να μη τους ξαναδούν. Αυτή η πιθανότητα τους δημιουργεί τεράστιο φόβο και το κύριο μέλημα τους είναι αυτό της αυτοσυντήρησης. Πρέπει με κάθε τρόπο να επιζήσουν, εξουδετερώνοντας τους κινδύνους που τους περιβάλουν. Αν υπάρχει λοιπόν ένας λόγος που θέλω να σταθώ στα πόδια μου, είναι αυτός. Γιατί με χρειάζονται. Γιατί δεν κατάφερα να σώσω τους καλύτερους μου φίλους και γιατί πρέπει να απαλύνω την ψυχή μου από αυτήν την αλήθεια. Με καταλαβαίνεις;» με ρώτησε με αγωνία και το χαμόγελό μου ήταν η απάντηση.
«Επιθυμώ να ακουμπήσεις όμως επάνω μου και να μην φοβάσαι. Η αμηχανία μεταξύ μας δυσχεραίνει την κατάσταση και δεν χρειάζεται. Μου υπόσχεσαι να ξαναγίνεις το φρικτό αφεντικό μου, έστω;» τον ρώτησα.
«Καλώς δεσποινίς. Ας αποχωρήσουμε όμως γιατί σε λίγο θα ψάχνω το δέρμα μου στο πάτωμα, εξαιτίας του μουλιάσματος»
Μεσημεριανό φάγαμε σε ένα τοπικό εστιατόριο που είχε μπουφέ και θέα στις καλλιέργειες ρυζιού, σε σημείο που αποφάσισα να δοκιμάσω σχεδόν αποκλειστικά ρύζι ατμού. Το νάσι Γκόρενγκ, ένα παραδοσιακό γεύμα, περιλάμβανε μία γενναία ποσότητα ικανοποιώντας την πείνα της οπτικής μου επαφής με αυτές τις αξιοθαύμαστες καλλιέργειες. Οι συζητήσεις μας ήταν ευχάριστες, καθώς αποφασίσαμε να κεράσουμε τον οδηγό μας και εκείνος να μας μιλήσει για την τρίχρονη κόρη του και τα κατορθώματά της. Η επιστροφή στο ξενοδοχείο για ένα διάλειμμα, φάνηκε απαραίτητη, καθώς το περιβάλλον του ήταν τρομερά ελκυστικό, απόλυτα συνυφασμένο με την εξωτική ομορφιά της φύσης. Ο Ελάιζα πάλευε να υιοθετήσει το προφίλ του πάλαι ποτέ αυστηρού εργοδότη, όταν τρία δευτερόλεπτα προτού ανοίξω την πόρτα μου με πλησίασε.
«Βάλε μαγιό στεγνό αν θέλεις και χτύπα μου την πόρτα»
Η πρότασή του ακούστηκε κάπως κοφτή, σε σημείο που αντιστεκόμουν σθεναρά στο ξέσπασμα ενός άγαρμπου γέλιου. Στην προσπάθειά του να συνδυάσει παλαιούς και νέους τρόπους, το αποτέλεσμα βγήκε υβριδικό αλλά αυτό δεν είχε καμία σημασία.
«Καλώς, κύριε Κρέιν» απάντησα παλεύοντας να καταλάβω αν ήταν διατεθειμένος να βουτήξει στην πισίνα, αντιστεκόμενος στον φόβο του παραλίγο πνιγμού του.
Αλλάζοντας ταχύτατα, έπιασα τον εαυτό μου να κοιτάζει το είδωλό μου στον καθρέπτη δις και τρις προτού περάσω το κατώφλι. Αποφεύγοντας να πέσω στην γλυκιά παγίδα του Νάρκισσου, χτύπησα επιτέλους την πόρτα του Ελάιζα. Εκείνος μου άνοιξε ευθύς, κάνοντάς μου νόημα να εισέλθω.
«Λοιπόν, δεν γνωρίζω για το δικό σου μπάνιο, μα το δικό μου είναι ένα βήμα μακριά από το πολυτελές σπα. Θεώρησα καλή ιδέα να χαλαρώσουμε λίγο, πριν ξεκινήσουμε τη βραδινή μας βόλτα. Αν επιθυμείς όμως, μπορούμε να κολυμπήσουμε και στην πισίνα. Δίχως αλκοόλ επιπλέω, σου το ορκίζομαι» με πείραξε και ένιωθα πως έκανε τεράστια προσπάθεια να ξεπεράσει την ντροπή που αισθανόταν.
«Όχι κύριε Κρέιν. Επιμένω να δω το λουτρό σας. Όχι τίποτε άλλο, μα για να διαπιστώσω κατά πόσο με υποβαθμίσατε» αντιγύρισα το πείραγμα και τον είδα να νεύει θετικά. Τα μάγουλά του είχαν αρπάξει φωτιά, όταν εισερχόμενοι, είδα ένα τεράστιο, ξύλινο βαρέλι με κατακόκκινα πέταλα τριαντάφυλλων να επιπλέουν στην επιφάνεια του νερού του.
«Το βρήκα στολισμένο» ψιθύρισε.
«Και εγώ που ετοιμαζόμουν να σας αποκαλέσω καλόγουστο...» χαμογέλασα σαρδόνια.
Με ένα βήμα, ανέβηκα στο σκαλοπάτι και κατόπιν βυθίστηκα στο θερμό νερό. Μπροστά μου, ο Ελάιζα με κοιτούσε τρυφερά. Η συμπεριφορά του άλλαξε ευθύς αμέσως και διακριτικά γύρισα από την άλλη, μέχρι να βυθιστεί και εκείνος απέναντί μου. Όταν στράφηκα ξανά προς το μέρος του, στα μάτια του ανίχνευσα ένα βαθύ συναίσθημα.
«Είσαι όνειρο, Μόργκαν» μου ψιθύρισε και τα κορμιά μας πλησίασαν για να νιώσω τα χείλη του στα δικά μου.
Με φιλούσε αρχικά διστακτικά, κατόπιν πιο κτητικά. Τα χέρια του αγκάλιασαν την μέση μου και με παρέσυρε στο κορμί του κοντά, το οποίο ένιωσα ευθύς να ανταποκρίνεται στα συναισθήματά του. Μέσα στη σιγαλιά, μπορούσα να ακούσω τις καρδιές μας να χτυπούν δυνατά και ακανόνιστα, να μην αντέχουν άλλο αυτόν τον τρελό χορό που γύρευε να εκτονωθεί. Για λίγο χωριστήκαμε, κοιτάζοντας ο ένας τα μάτια του άλλου. Δίχως να έχω οπτική επαφή με το υπόλοιπο κορμί του, έσυρα τα χέρια μου αργά, πιο χαμηλά, περιμένοντας την αντίδρασή του. Στιγμιαία τα μάτια του ακολούθησαν την κίνηση του χεριού μου, μα ευθύς το ύψωσα ξανά χαϊδεύοντας το πρόσωπό του. Ήταν η σειρά του να συνεχίσει και να κατεβάσει τα χέρια του χαμηλότερα, σμιλεύοντας την μέση μου, πάντοτε αφήνοντας τρυφερά φιλιά στα σοκάκια του λαιμού μου. Πιάνοντας τα χέρια του, τα κατηύθυνα στο μαγιό μου. Ένιωσα την ανάσα του να κόβεται και τις υπέροχες θάλασσες των ματιών του να σκουραίνουν.
«Είσαι βέβαιη;» με ρώτησε πνιχτά.
«Εσύ είσαι;» τον ρώτησα πίσω με αληθινό ενδιαφέρον. Καθώς είχε την κάλυψη του νερού, τα πράγματα για εκείνον ήταν ευκολότερα.
Τον ένιωσα να αφαιρεί το ύφασμα που τον κάλυπτε και το ίδιο έκανα και εγώ. Ο Ελάιζα με προσκάλεσε στην αγκαλιά του και εγώ τυλίχτηκα γύρω από την μέση του. Τον ένιωσα να διεκδικεί την είσοδο στο κορμί μου. Τα χείλη του έμειναν μισάνοιχτα, ενώ ένα υπόκωφο βογκητό, δραπέτευσε ταυτόχρονα από το στόμα μας, τη στιγμή που ο ανδρισμός του εισερχόταν ολοένα και πιο βαθιά στο κορμί μου. Το δικό μου στόμα στέγνωσε. Η ηδονή δεν ήταν απλώς σαρκική. Υπήρχε έρωτας και ο Έλι δεν σταμάτησε λεπτό να με φιλά σε κάθε του ώθηση. Είχε την δύναμη να με βαστά γερά, οι μύες του κορμιού του, συσπώνταν από την ένταση της στιγμής. Τον ήθελα. Ήταν δικός μου. Η στιγμή ήταν δική μας. Λίγο πριν την κορύφωση, τα μάτια του έκλεισαν, απολαμβάνοντας την απελευθέρωσή του. Τα χείλη του έτρεμαν, όπως και το κορμί μου. Όταν ολοκληρώθηκε το συναίσθημα της ανάγκης να γίνουμε ένα, το πρόσωπό του φώλιασε ήρεμα στον λαιμό μου, έχοντας παραμερίσει τα βρεγμένα μου μαλλιά. Η ανάσα του έβγαινε αργή. Το νερό είχε πλέον γίνει χλιαρό.
«Αγάπη μου...» ψιθύρισε τρυφερά κλείνοντάς με σφιχτά στην αγκαλιά του.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top