Τα θραύσματα του πολέμου/part 3
Σχετικά κοντά στον περίφημο ομφαλό της Γης, τη Μητέρα όλων των ναών, βρισκόταν ένα αρχαίο χωριό, το Τενγκανάν, στην επαρχία Καρανγκασέμ στα ανατολικά του νησιού. Η Φουόνγκ, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Όσκαρ, ήθελε να μυηθεί και να γίνει ένα με το νησί των ονείρων της. Το συγκεκριμένο χωριό λοιπόν, θεωρήθηκε το καταλληλότερο, μιας που κατοικούσαν εκεί, οι περίφημοι Μπαλί Αγκά, κοινώς οι γνήσιοι Μπαλινέζοι. Ευτυχώς για εμάς, θα είχαμε πρόσβαση μέσω του Ντούι, καθώς οι κάτοικοι αυτών των περιοχών δεν ήταν ιδιαιτέρως δεκτικοί. O Ελάιζα βγήκε για να ετοιμαστεί, βαστώντας το βοήθημά του. Τη στιγμή που έμεινα μονάχη μου, άφησα το σώμα μου να πέσει βαρύ στο κρεβάτι που είχε τη μυρωδιά του. Εκείνη του φρέσκου, αντρικού αρώματος, καθώς και την προσωπική του. Αυτό σήκωνε τηλεφώνημα στη Ρεβέκκα. Μου είχε λείψει και επιθυμούσα όσο τίποτε να την ακούσω. Όταν το σήκωσε, η φωνή της πρόδιδε και την συναισθηματική της κατάσταση.
΄΄Είναι όλα καλά;΄΄
΄΄Όχι. Δεν ξέρω πώς το κάνεις εσύ. Ίσως και να είσαι συνηθισμένη περισσότερο από εμένα στις κοινωνίες αυτές, μα φοβάμαι. Ο Ρις με προσκάλεσε στα γενέθλια του πατέρα του. Αρνήθηκα. Θα με χλευάσουν. Θα είναι εκεί δημοσιογράφοι και...Θεέ μου, Μόργκαν. Δεν σε ρώτησα ούτε τι κάνεις΄΄
΄΄Μην ανησυχείς. Αρχικά, θα πρέπει να πάψει να σε απασχολεί η γνώμη των άλλων. Ξέρω πως είναι δύσκολο, ειδικά όταν αναφερόμαστε στην κοινωνική ελίτ. Με τον καιρό όμως θα το καταφέρεις. Ο Ρις θεωρώ πως σε αγαπά και πως θα σε προστατέψει. Όσο για εμένα, είμαι μία χαρά. Μπορεί να μην έχουμε βρει ακόμη τη Φουόνγκ...΄΄
Άκουσα τότε τη φίλη μου να αναστενάζει.
΄΄Αχ, Μόργκαν. Νομίζω πως ο κύριος Όσκαρ δεν σας έστειλε για να βρείτε ένα πρόσωπο, αλλά όλα όσα αντιπροσωπεύει΄΄
Τότε δεν την κατάλαβα. Ήλπιζα να ανακαλύψω πράγματι ένα πρόσωπο, μα στην πορεία αντιλήφθηκα, πως είχε βρει πολλά περισσότερα. Αυτό το ταξίδι θα με άλλαζε. Δεν ήμουν βέβαιη αν θα ήταν προς το καλύτερο, μα σίγουρα θα με άλλαζε. Στο κινητό μου, βρήκα κλήσεις από τους θείους και μέχρι πρότινος γονείς μου. Τους έστειλα ένα μήνυμα πως ήμουν στο εξωτερικό για δουλειά και πως όταν επέστρεφα, οι τρεις μας θα μιλούσαμε σοβαρά. Ήταν ένα κεφάλαιο που έπρεπε να κλείσει για πάντα. Το άλλο κεφάλαιο όμως που παρέμενε μετέωρο, ήταν εκείνο της καρδιάς μου. Με το αφεντικό μου, είχαμε διανύσει μία μεγάλη απόσταση σε ένα μικρό χρονικό διάστημα. Είχα δει την ψυχή του και ας ήταν τρομακτικός και αφόρητος στην αρχή. Είχα φτάσει στο σημείο να τον δω γυμνό στα κρυφά και να σκέφτομαι απλώς πως ήθελα να τον αγκαλιάσω σφιχτά, διώχνοντας μεμιάς τον πόνο. Τα αισθήματά μου θέριευαν μέρα με τη μέρα. Αισθανόμουν την καρδιά μου να χτυπά παράξενα, παρά την θέλησή μου. Η λογική ωστόσο, στεκόταν καμαρωτά στον αντίποδα, υπενθυμίζοντάς μου πως βρισκόμουν εδώ για ένα σκοπό.
Έπειτα, ήταν και η κλινική. Αναρωτιόμουν αν ο Ελάιζα θα άντεχε τα εγκαίνια. Το είχα σκεφτεί και παλαιότερα, απλώς η είδηση διά στόματος των θείων μου πως δεν ήμουν δικό τους παιδί, με είχε ταράξει και αποπροσανατολίσει. Φορώντας ένα μακρύ φόρεμα, σχετικά καθημερινό, βγήκα από το δωμάτιο για να δω τον Ελι να περιμένει. Υπήρχε μία αμηχανία στην ατμόσφαιρα, ιδίως τη στιγμή που τα μάτια μου έπεφταν στη χακί του μπλούζα και το μακρύ, σχεδόν λινό παντελόνι. Σπανίως φορούσε κοντά. Μου χαμογέλασε και ήμουν βέβαιη πως είδα ένα ελαφρύ κοκκίνισμα να διατρέχει τα μάγουλά του για δευτερόλεπτα.
«Έτοιμη;» με ρώτησε και ένευσα θετικά.
Ο Ντούι μας καλημέρισε, κοιτάζοντάς μας με θαυμασμό. Διέκρινα ομολογώ την πονηρία στο βλέμμα του, μα δεν θα του έδινα λαβή για περαιτέρω σχολιασμούς.
«Στο Μπαλί πιστεύουμε, πως οι Θεοί κατοικούν στα βουνά και το σύμπαν χωρίζεται σε τρείς διαστάσεις. Των Θεών, των δαιμόνων και των ανθρώπων. Ο Ινδουισμός μιλά για την δοτικότητα και την αφθονία. Υπεύθυνοι για ό,τι μας συμβαίνει, είμαστε εμείς. Στο Μπαλί έχουμε ναούς αφιερωμένους τόσο στο καλό, όσο και στο κακό. Οι προσφορές ισχύουν και για τα δύο, ώστε να κρατάμε την ισορροπία και το κακό ήρεμο» μας εξηγούσε ο Ντούι και εγώ έκανα σκέψεις, πως στη ζωή ό,τι δίνεις, παίρνεις. Αν δώσεις κάτι καλό, κάποια μέρα θα σου επιστραφεί.
Το χωριό ήταν στα σίγουρα βγαλμένο από άλλη εποχή. Οι καλύβες και οι αυτοσχέδιοι χωματόδρομοι, οι μικροί και μεγάλοι ναοί, οι γυναίκες και οι άνδρες με τα σαρόνγκ, τη θρησκευτική φορεσιά τους, όλα θύμιζαν ένα παρελθόν αλλιώτικο, σαφώς πιο ευτυχισμένο. Ο Ντούι κατέβηκε μαζί μας και με την φωτογραφία στο χέρι, ρωτούσε τους ηλικιωμένους. Η πληροφορία που πήραμε, ήταν τρομερά ενδιαφέρουσα και έδειχνε πως ο παππούς του Έλι, γνώριζε τελικά πολύ καλά τη ψυχή αυτής της γυναίκας. Η Φουόνγκ λοιπόν, ήταν παντρεμένη και μάλιστα είχε και μία κόρη. Έζησε εδώ πολλά χρόνια, μέχρι που ο άνδρας της πέθανε και εκείνη μετακόμισε. Κοινώς, είχαμε ακόμη ένα στοιχείο, την ύπαρξη της κόρης της. Και πάλι όμως, έμοιαζε να βαδίζουμε στα τυφλά, μιας που κανένας δεν γνώριζε τον τελικό προορισμό. Έχοντας τη βαθιά επιθυμία να δω τη θάλασσα, κατευθυνθήκαμε νότια, στην περιοχή Σεμινιάκ. Ο δρόμος ο παραλιακός ήταν υπέροχος και με τον Ελάιζα, κάναμε στάση για να απολαύσουμε μαζί με τους Μπαλινέζους το ηλιοβασίλεμα, μιας που νύχτωνε νωρίς και είχαμε φάει αρκετή ώρα στη διαδρομή.
Τα κύματα στις παραλίες ήταν άγρια και εγώ έχοντας πάντα μαγιό φορεμένο, αποφάσισα να ρίξω μία βουτιά.
«Μόργκαν, άστο καλύτερα» άκουσα τον Έλι να μουρμουρίζει.
«Ω, έλα τώρα, μη φοβάσαι. Θα είμαι μία χαρά» τον καθησύχασα.
«Ναι, αλλά νυχτώνει και νιώθω ανασφάλεια. Τα κύματα είναι μεγάλα» συνέχισε, μα δεν τον άκουσα. Άφησα το φόρεμά μου να γλιστρήσει και εγώ χαρωπά αποφάσισα να βουτήξω. Οι γνώσεις μου στο κολύμπι ήταν μέτριες, μα η αλήθεια ήταν πως καθώς το κύμα ερχόταν πάνω μου και οι θάλασσες ήταν άγνωστες, τρομοκρατήθηκα με αποτέλεσμα να καταπιώ νερό. Αυτό τροφοδότησε τον πανικό μου και άξαφνα, ο Ελάιζα με έχασε από τα μάτια του.
Ήταν τότε που ο δικός του πανικός βγήκε στην επιφάνεια. Τότε, που το τοπίο στριφογύρισε γύρω του και ο φόβος εκείνος απείλησε να τον καθηλώσει. Έσφιξε τα χέρια του, και ο δικός του προσωπικός πνιγμός αγκίστρωσε το σώμα του. Τα συναισθήματα όμως ήταν ισχυρότερα και η φωνή του ανωτέρου του που τον αποκαλούσε ΄΄λέοντα΄΄ στη μάχη, ήχησε στην καρδιά του. Δίχως σκέψη, άφησε το βοήθημά του στην άκρη και τρέχοντας σχεδόν με ταχύτητα, έπεσε άτσαλα στα αγριεμένα νερά. Ο κόσμος έσπευσε σε βοήθεια και ευτυχώς, το κίτρινο μαγιό μου, φάνηκε χρήσιμο, αφού κατόρθωσε να με εντοπίσει. Αρπάζοντάς με, συρθήκαμε στην ακρογιαλιά. Ντόπιοι και τουρίστες μαζεύτηκαν γύρω μας, δίνοντάς του συγχαρητήρια. Ο Έλι όμως ήταν φανερά οργισμένος, με εμένα και την ανυπακοή μου. Διέταξε ελαφρώς απότομα τους πάντες να φύγουν και κατόπιν με κοίταξε στα μάτια.
«Μόργκαν, ανάθεμα! Τι σου είπα; Σε παρακάλεσα να μείνεις εδώ! Θα είχες πνιγεί και ειλικρινά, υπήρχε πιθανότητα να σε αφήσω. Το σώμα μου μούδιασε, η καρδιά μου κόντεψε να σπάσει! Ήσουν πολύ τυχερή που κατόρθωσα να το ξεπεράσω και να τρέξω! Η ψυχολογία μου είναι παράξενη, θα μπορούσε και να με μαρμαρώσει στη θέση μου» μου φώναζε και είχε δίκιο.
«Συγγνώμη γι' αυτό» ψέλλισα και για κλάσματα, τα μάτια μας στράφηκαν στο ηλιοβασίλεμα. Ήταν υπέροχο. Τα μαλλιά του είχαν μουσκέψει, οι αλμυρές σταγόνες έπεφταν στα χείλη και στο πρόσωπό μου αργά. Αργά ανασηκώθηκε και κάθισε στην άμμο, προσπαθώντας να συνέλθει. Στο βλέμμα του εξακολουθούσε να κατοπτρίζεται ο θυμός.
«Μόργκαν μην με παρακούσεις ξανά. Μερικές φορές, απλώς μπορώ να βλέπω τον κίνδυνο πριν έρθει. Στρατιωτική εκπαίδευση, βλέπεις» μούγκρισε και του χαμογέλασα παλεύοντας να εξιλεωθώ «Δεν πιάνει ο αντιπερισπασμός» διαμαρτυρήθηκε.
«Ούτε στο ελάχιστο;» χαμογέλασα ξανά κοιτάζοντας τα μάτια του.
«Ίσως...» ψιθύρισε και τον είδα να εστιάζει πιο χαμηλά, το βλέμμα του ανάμεικτο με οργή και ένα συναίσθημα διαφορετικό. Έλξη, έρωτα, ποιος ήξερε, όμως το έβλεπα. Ελλόχευε πίσω από τους τερατώδεις φόβους του, πίσω από την φαινομενική του σκληρότητα. Τα βρεγμένα του δάχτυλα, χάιδεψαν τα χείλη μου με ένα τρέμουλο αδιευκρίνιστο. «Μόργκαν...»ψιθύρισε και τον είδα να δαγκώνει αμήχανα το κάτω χείλος του. Το χαμόγελό μου καθώς τον κοιτούσα, ήταν η κρυφή επιβεβαίωση που αναζητούσε. Τον ένιωσα να ορμά στα χείλη μου, σαν να ήθελε να τα καταπιεί, σαν να ήταν μία γεύση πρωτόγνωρη και μαγική τυλιγμένη με μοναδικότητα.
Ήταν έμπειρος. Αυτό φαινόταν. Έχοντάς με μέσα στην αγκαλιά του, με φιλούσε παθιασμένα, μέχρι που τον ένιωσα να με σηκώνει ελαφρώς και να με απιθώνει στην άμμο. Το στιβαρό κορμί του με σκέπασε και πίστεψα πως πράγματι, είχα αγγίξει το Θεό.
-----------------------
Το συναίσθημα που τον είχε κατακλύσει δεν έμοιαζε σε τίποτε με όλα τα υπόλοιπα. Ήταν ίσως η αδρεναλίνη της στιγμής, ο φόβος πως θα την έχανε και οι απώλειες που είχε μετρήσει στη ζωή του, με αποτέλεσμα δυσβάσταχτο. Όταν όμως επανήλθε και συνειδητοποίησε τι έκανε, αποτραβήχτηκε σχεδόν με τρόμο, βλέποντας τη Μόργκαν να κρατά τα μάτια της ακόμη σφαλισμένα από τη στιγμή.
«Έλι; Όλα καλά;» τον ρώτησε ταραγμένη, όταν είδε το βλέμμα που εκείνος είχε υιοθετήσει «Το ξέρω αυτό το βλέμμα, είναι εκείνο της μετάνοιας. Μετάνιωσες έτσι;» τον ρώτησε, ωστόσο του ήταν αδύνατον να απαντήσει.
Ό,τι και να της έλεγε, θα ήταν ψέματα αφού η αλήθεια βρισκόταν κάπου στη μέση. Όχι, δεν είχε μετανιώσει. Ήταν μία κίνηση που επιθυμούσε καιρό τώρα να κάνει, ωστόσο δεν ήταν βέβαιος πως μπορούσε να υποστηρίξει. Δεν ήταν βέβαιος πως μπορούσε να μπλεχτεί σε μία σχέση, όχι όταν οι φοβίες σύσσωμες, του χτυπούσαν αδιάκριτα την πόρτα της ψυχής του. Αισθανόταν ανεπαρκής από όλες τις πλευρές. Ψυχικά και σωματικά. Μέχρι σήμερα, όλα φάνταζαν ευκολότερα. Εκείνος είχε τη συντροφιά της, την ένιωθε δίπλα του και ταυτόχρονα δεν είχε διασχίσει το απαγορευμένο μονοπάτι. Εκείνο που επιστροφή δεν είχε. Εξάλλου, το άτομο που υποφέρει από μετατραυματικό στρες, βρίσκεται σε μία αντίδραση φυγής ή φόβου. Μία μυρωδιά, μία κίνηση, ένα χρώμα, κάτι θανάσιμα οικείο, θα μπορούσε να το φτάσει μέχρι την λιποθυμία. Το ατύχημα της Μόργκαν του διέλυσε την ψυχή και ταυτόχρονα τον κινητοποίησε να αντιδράσει, εκφράζοντας όλα εκείνα τα συναισθήματα που καταπίεζε. Στην ίδια όμως, πώς θα τα εξηγούσε;
«Όχι Μόργκαν, δεν μετάνιωσα. Απλώς...απλώς δεν μπορώ. Δεν ξέρω αν θα μπορέσω να ανταποκριθώ στις προσδοκίες σου. Ήταν λάθος, εντάξει; Συγγνώμη» της είπε απλώς, ενώ εμφανώς ο ιδρώτας, ανακατεμένος με την αλμύρα της θάλασσας, κυλούσε από το μέτωπό του. Σηκώθηκε ευθύς, αν και με λίγο κόπο, δίνοντας της το χέρι για να την βοηθήσει. Εκείνη ωστόσο αρνήθηκε και ο Έλι τη δικαιολόγησε.
«Είμαι εντάξει. Καταλαβαίνω. Εγώ συγγνώμη που...» πήγε να του πει, μα την διέκοψε.
«Μην ζητάς συγγνώμη. Δεν έκανες τίποτε κακό» τελείωσε μα η κατάσταση είχε βυθιστεί σε μία ατελείωτη αμηχανία. Κάθε κουβέντα έμοιαζε και χειρότερη. Επιστρέφοντας πίσω στο μικρό βαν, ο Ντούι ευθύς κατάλαβε την ατμόσφαιρα που επικρατούσε και σώπασε για την υπόλοιπη διαδρομή που ήταν αρκετή. Ο Έλι ωστόσο, δεν άντεχε να μείνει στο ξενοδοχείο. Του έδωσε εντολή, μόλις επέστρεφαν, να τον καρτερούσε «Μόργκαν, θα σε πείραζε να βγω;» τη ρώτησε και εκείνη ένευσε αρνητικά. Αμίλητη και αγέλαστη. Την είδε να κατεβαίνει, να αποχαιρετά τον Ντούι ευγενικά και να χάνεται στις καλύβες της ζούγκλας.
«Δύσκολη η αγάπη» του είπε όταν έμειναν οι δυο τους.
«Δεν είναι εκείνη δύσκολη, μα εγώ ανίκανος να την σηκώσω. Ξέρεις κάποιο καλό μπαρ, κοντά στην παραλία;» ρώτησε ο Ελάιζα.
«Φυσικά, αλλά είναι μακριά από εδώ. Το Κου Ντε Τα. Θα μπορούσα να σε περιμένω» προθυμοποιήθηκε.
«Θα το εκτιμούσα» απάντησε ο Ελάιζα και ειλικρινά το μέρος ήταν ένα όνειρο. 'Ένα όνειρο που έπρεπε να ζει μαζί της, αλλά το είχε αρνηθεί και το αλκοόλ ήταν εκείνος ο αιώνιος, κακός σύμβουλος.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top