Τα θραύσματα του πολέμου/ part 2

Οι φήμες κάποιες φορές, μπορεί να αποβούν καταστροφικές για έναν άνθρωπο. Στον κόσμο, οι πλείστοι θεωρούν και σε αρκετές περιπτώσεις επιβεβαιώνονται, πως όποιοι κατέχουν μεγάλη οικονομική δύναμη, αυτομάτως είναι και ρηχοί σαν χαρακτήρες. Η οικογένεια Κρέιν ήταν από τις πιο παλιές στο Σικάγο, που όμως αντιμετώπιζε προβλήματα στους κόλπους της, όπως θα μπορούσε να συμβαίνει σε κάθε φυσιολογική οικογένεια. Τα αδέρφια, αν και εντελώς διαφορετικοί χαρακτήρες μεταξύ τους, ήταν πάντοτε πολύ δεμένα. Την οικογένεια κρατούσε σε μία ισορροπία η μητέρα, που ήταν η πηγή της τρυφερότητας, καθώς ο Αλεξάντερ, ο πατέρας, ήταν ένας ψυχρός επιχειρηματίας δίχως αυτό να σημαίνει πως δεν αγαπούσε τα παιδιά του. Απλώς δυσκολευόταν να εκφράσει την αγάπη και τα συναισθήματα που συχνά τον έπνιγαν, όπως και σήμερα. Έπειτα από την συζήτηση που είχε με τον μεγάλο του γιό, ο Αλεξάντερ κατέρρευσε σε μία καρέκλα, σκεπτόμενος πως η οικογένειά του διαλυόταν μπρος στα μάτια του. Ο Ρις είχε πιεστεί από πολύ νεαρή ηλικία και αυτό το γνώριζε. Καθώς ο Ελάιζα δεν ήταν διατεθειμένος να αναλάβει την συνέχεια της εταιρείας και ο Μάριο ζούσε μία μποέμικη ζωή για τα δεδομένα της δουλειάς, ο Ρις ήταν το μόνο σοβαρό στήριγμα που θα μπορούσε να έχει. Η ψυχολογία της γυναίκας του είχε καταρρεύσει και ο Έλι είχε επιστρέψει βαριά τραυματισμένος, ψυχικά και σωματικά. Πώς θα μπορούσε να ανταπεξέλθει σε όλα αυτά μονάχος του;

Ο Ρις ωστόσο, είχε ξεκινήσει την επανάστασή του. Οι ώμοι του βάραιναν μέρα με την ημέρα και ο ίδιος επιθυμούσε να αποτινάξει επιτέλους, έστω και στο ελάχιστο, την εικόνα του τέλειου επιχειρηματία. Οι επενδυτές προτιμούσαν να εμπιστεύονται εταιρείες με το ανάλογο προφίλ διευθυντών και ο Ρις, μετά τα τελευταία γεγονότα, είχε ξεκινήσει να απομακρύνεται. Τώρα όλοι οι δημοσιογράφοι, μιλούσαν για το εκρηκτικό παιδί των Κρέιν που διέλυσε τον γάμο του και που δεν δίστασε δύο φορές, να επιτεθεί σε κάποιον συνάδελφό τους. Ο Ρις βρισκόταν κλειδωμένος στο γραφείο του, με την Ρεβέκκα καθισμένη στην αγκαλιά του.

«Είσαι βέβαιος πως μπορείς να δουλέψεις έτσι;» τον ρώτησε γελώντας.

«Το τελευταίο διάστημα, εργάζομαι με ένα σωρό σκοτούρες στο κεφάλι μου και βοήθεια από πουθενά, μονάχα τρικλοποδιές. Λες να μην μπορώ να δουλέψω εξαιτίας της αγκαλιάς σου;» την ρώτησε.

«Πού στο καλό κρυβόταν αυτή η προσωπικότητα όλο αυτό το διάστημα; Σε θυμάμαι σε συνεντεύξεις στην τηλεόραση. Ήσουν πάντοτε ψυχρός και λιγομίλητος. Το πρόσωπό σου έμοιαζε σαν μία τέλεια, αλαβάστρινη, μα άψυχη μάσκα» ξεκίνησε τις περιγραφές και τον άκουσε να ξεφυσά.

«Πολλές φορές, αυτή η αλαβάστρινη μάσκα, σώζει ζωές. Όταν βρίσκεσαι στην ελίτ της κοινωνίας, πρέπει, για την ακρίβεια οφείλεις, να προστατέψεις τον εαυτό σου. Όταν έχεις μία ολόκληρη περιουσία εκατομμυρίων, οι πιο πολλοί που βρίσκονται γύρω σου τείνουν να το εκμεταλλεύονται. Δεν βλέπουν την καρδιά σου, μα έναν πάκο χαρτονομίσματα που θα τους εξασφαλίσει την καλοζωία. Κάποιοι άλλοι σε μισούν γι' αυτό. Όσο και αν σου ακουστεί παράξενο, όταν ήμουν έφηβος, κοντά στα δεκαπέντε, είχα πέσει θύμα ξυλοδαρμού από μία παρέα αγοριών, που με έφτυναν στο πρόσωπο και κατέστρεφαν τα ρούχα μου, καθώς όπως μου τόνισαν, είχα τόσα λεφτά, που θα αγόραζα άνετα όλες τις βιτρίνες του Σικάγο. Στον πατέρα μου είπα ψέματα πως παίζαμε με την παρέα μου και γλίστρησα, μα ο Μάριο με τον Έλι δεν το έχαψαν και ειδικά ο μικρός, ξεχύθηκε στη γειτονιά με τους φίλους του, αναζητώντας τα αλητάκια. Καθώς όμως ήμουν ο μεγαλύτερος, ένιωθα πάντα πως έπρεπε να προστατεύω τους μικρότερους και να είμαι το καλό παράδειγμα. Ορισμένες φορές, νιώθω τύψεις για συναισθήματα που καλλιεργούνταν μέσα μου, βλέποντας την αφοσίωση της μητέρας μου στον Ελάιζα. Ένιωθα πως ίσως εγώ δεν ήμουν αρκετός, ή τόσο δυναμικός όπως ο μικρός που λάτρευε. Μην με παρεξηγείς, δίνω και την ζωή μου για εκείνον» τελείωσε και η Ρεβέκκα είχε σχεδόν πάψει να αναπνέει, όντας απόλυτα συγκεντρωμένη στα λεγόμενά του.

Έβλεπε τώρα μπροστά της, έναν άντρα εύθραυστο, που είχε την ανάγκη να τα βγάλει από μέσα του, να ακουμπήσει για λίγο την ψυχή του σε έναν άνθρωπο που θα μπορούσε να τον καταλάβει.

«Ρις, είσαι ένας υπέροχος άνδρας που όπως κάθε άνθρωπος, είναι απολύτως λογικό να μην μπορείς να τα σηκώσεις όλα στους δικούς σου ώμους. Είσαι απαραίτητος στην οικογένειά σου, ειδικά μετά το ατύχημα του Ελάιζα...» ξεκίνησε να πηγαίνει το θέμα εκεί που επιθυμούσε, μιας και ανησυχούσε ελαφρώς για την τύχη της φίλης της. Ο Έλι δεν ήταν και το πιο εύκολο παιδί, ειδικά μετά την επιστροφή του από τον πόλεμο.

«Η αλήθεια είναι πως νιώθω ανασφάλεια με εκείνον να βρίσκεται τόσο μακριά και γραμματέα του μία Έβανς... Δεν έχει φύγει ξανά από αυτήν την πόλη. Όχι μετά από το ατύχημα »γρύλισε ο Ρις και η Ρεβέκκα αποφάσισε να του πει μία αλήθεια.

«Η Μόργκαν, η γραμματέας του αδερφού σου, είναι κολλητή μου» πρόφερε και τον είδε να ταράζεται. Για λίγο την κοίταξε πλαγίως «Έλα τώρα Ρις! Με κοιτάς σαν να είδες φάντασμα» τον μάλωσε.

«Φταίει που το όνομα των Έβανς, με καταδιώκει από όλες τις μεριές. Είναι φρικτοί άνθρωποι και απορώ για την κόρη τους...» ψέλλισε δίχως να γνωρίζει ωστόσο το δράμα της φίλης της.

«Σου ορκίζομαι πως η Μόργκαν είναι ένα εξαιρετικό παιδί. Ο αδερφός σου; Εσύ μπορείς να μου εγγυηθείς για την ασφάλεια της φίλης μου; Γνωρίζω πως αντιμετωπίζει σοβαρά θέματα με την συμπεριφορά του» αντιγύρισε τους φόβους του και τον είδε να σκοτεινιάζει.

«Η φίλη σου δεν κινδυνεύει, ωστόσο δεν σου κρύβω, πως η ψυχολογία του Έλι είναι παράξενη. Αν γνωρίζεις καθόλου το θέμα των βετεράνων, θα καταλάβεις. Ο αδερφός μου ήταν ένα πολύ δραστήριο παιδί. Αγαπούσε τον αθλητισμό και την ελευθερία του. Ήταν όμορφος και τρυφερός. Δεν ήταν έτοιμος να πάει στον πόλεμο. Το έκανε από αντίδραση και ας μην το παραδεχτεί ποτέ του αυτό. Καταστράφηκε. Όταν επέστρεψε, ήταν μονάχα η σκιά του παλαιού του εαυτού. Θυμωμένος, κλειστός, κροτοφοβικός και πολλά ακόμη. Η Μόργκαν ίσως δυσκολευτεί, μα αν τρυπώσει στην καρδιά του, να ξέρεις θα γίνει ο προσωπικός της στρατιώτης για πάντα» τελείωσε και η Ρεβέκκα ένιωσε μία ανακούφιση.

Για λίγο σηκώθηκε, ώστε να θαυμάσει τη θέα, όταν μία νεαρή κοπέλα με αυστηρό ντύσιμο, εισήλθε έχοντας πρώτα χτυπήσει.

«Κύριε Κρέιν;» τον φώναξε.

«Παρακαλώ Έμιλι» απάντησε εκείνος.

«Ο πατέρας σας, ο κύριος Αλεξάντερ, με πληροφόρησε πως σκοπεύει να γιορτάσει τα φετινά του γενέθλια μεγαλοπρεπώς στο πατρικό σας. Θα είναι καλεσμένη όλη η οικογένεια και πολλοί ακόμη. Μου ζήτησε να ειδοποιήσω όλη τη λίστα που μου έστειλε και να σας την δώσω, ώστε να συμπληρώσετε τυχόν ονόματα που έχουν παραληφθεί. Μου τόνισε επίσης, πως μια συνοδός, θα έκανε καλή εντύπωση στους επενδυτές» Αυτό το τελευταίο το πρόφερε έναν τόνο πιο χαμηλά, βλέποντας τα γυάλινα μάτια του Ρις να σκοτεινιάζουν.

Με μία υπόκλιση, η κοπέλα αποχώρησε, αφήνοντας τον να βράζει σιωπηλά, καθώς διέτρεχε τη λίστα των καλεσμένων.

«Ανάθεμα!» βλαστήμησε. «Είναι ένα κλασσικό κόλπο του μπαμπά. Σιχαίνεται την ημέρα των γενεθλίων του και ο λόγος που αποφάσισε να τα γιορτάσει, είναι για να καλύψει τα δήθεν σκάνδαλά μου. Αλλιώς δεν θα τόνιζε την ύπαρξη συνοδού» μουρμούρισε και η Ρεβέκκα τον πλησίασε.

«Μπορεί να διαφωνώ, μα έλα στη θέση του. Είναι επιχειρηματίας που νοιάζεται για την εικόνα της οικογένειας και της επιχείρησης»

Τον είδε να σηκώνεται και να την πλησιάζει.

«Αφού λοιπόν τον υποστηρίζεις, θα δεχτείς και τις συνέπειες. Θα είσαι η συνοδός μου» της ζήτησε και την είδε να χλωμιάζει.

«Όχι, δεν μπορώ...Δηλαδή...δεν είστε οι οποιοιδήποτε. Είστε οι Κρέιν. Τι δουλειά έχω εγώ, ένα τίποτε;» ψιθύρισε σχεδόν, βλέποντάς τον να οργίζεται.

«Σε ευχαριστώ πολύ που υποτιμάς και εμένα και τον εαυτό σου. Εμένα που γουστάρω ένα τίποτε και εσένα για τον χαρακτηρισμό!» της φώναξε και την είδε να παλεύει να το μαζέψει.

«Ρις είμαι μία αφροαμερικάνα κομμώτρια! Δεν ανήκω καν σε κάποια οικογένεια της ελίτ και θα τα κάνω μούσκεμα....» ψέλλισε ξανά και τον είδε να σκοτεινιάζει.

«Δεν είσαι αφροαμερικάνα, είσαι άνθρωπος, μία πανέμορφη γυναίκα, που μόλις μου ράγισε την καρδιά πιστεύοντας πως η παρουσία της δίπλα μου, θα μου μείωνε την εικόνα. Στον Άλεξ, δεν θα αρνιόσουν ποτέ μία έξοδο, αλλά καταβάθος φοβάσαι τον Ρις. Αυτή είναι η αλήθεια. Αν πίστευες έστω και στο ελάχιστο, πως θα σε εγκατέλειπα ως βορρά στα σχόλια τυχόν γνωστών μου ή συνεργατών, τότε με ξέρεις πολύ λίγο και με εκτιμάς λιγότερο. Τη γυναίκα που θα επιλέξω να την έχω δίπλα μου, είναι γιατί την εκτιμώ και δεν την θεωρώ απλώς μία μαριονέτα για να πουλήσω επιφανειακά την εικόνα μου. Τώρα, με συγχωρείς, μα έχω δουλειά. Ίσως τα λέγαμε κάποια άλλη στιγμή» της είπε και την είδε να βουρκώνει.

«Ρις...» ψέλλισε.

«Ρεβέκκα, ίσως κάποια άλλη στιγμή» ψιθύρισε ο Ρις, αρπάζοντας άκεφα την λίστα των καλεσμένων.

-------------------------

Εκείνη η νύχτα ωστόσο, θα αποδεικνυόταν έντονη, ακόμη και για εμάς που βρισκόμασταν στην άλλη άκρη του πλανήτη. Η τροπική υγρασία χάιδευε απαλά τα κόκαλά μου και με τον Ελάιζα μπήκαμε στο βαν, όπου αφηγούμασταν στον Ντούι την πρώτη μας εμπειρία εκτός ξενοδοχείου. Οι ευχές του ξεναγού μας, ήταν να κατορθώσουμε κάποια στιγμή, να εντοπίσουμε την γυναίκα, που αποτέλεσε και τον λόγο να ταξιδέψουμε ως την άκρη της γης. Οι καλύβες μας φωτίζονταν, μοιάζοντας σαν γιγάντιες πυγολαμπίδες στη μέση της ζούγκλας. Έδαφος δεν έβλεπες ούτε στο ελάχιστο, καθώς η βλάστηση έφτανε μόλις μία ανάσα από την άσφαλτο. Παρακολουθούσα τον Ελάιζα που ήταν ελαφρώς νευρικός. Το κακό αγόρι του Σικάγο είχε μεταμορφωθεί σε έναν άντρα που πάλευε να κολλήσει τα κομμάτια του.

«Θα μπορούσες να μου στείλεις τη φωτογραφία μας;» με ρώτησε.

«Φυσικά. Γνωρίζω και τον λόγο. Για να την κάνεις κάδρο και να με βλέπεις όλο το βράδυ» γέλασα και πνίγηκε.

«Έχεις μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου, σου το αναγνωρίζω» απάντησε περιπαικτικά και του την έστειλα, επιστρέφοντας μαζί και τη ζακέτα που μου δάνεισε «Λοιπόν, καλό βράδυ και αν μπορείς, μελέτησε λίγο τον επόμενο προορισμό» μου είπε ελαφρώς αμήχανα.

Καθώς έμπαινε στο δωμάτιο, ένιωσε την καρδιά του να ανεβάζει παλμούς. Δίχως να το σκεφτεί, γδύθηκε και μπήκε κάτω από το ζεστό νερό του μπάνιου, ώστε να χαλαρώσει. Ακόμη δεν είχε ξεπεράσει τις φοβίες που φούντωναν, τα βράδια κυρίως. Καθώς το καυτό νερό έπεφτε πάνω του, οι εικόνες του πολέμου επέστρεφαν. Ένιωθε σχεδόν στο πετσί του την αγωνία των νυχτερινών περιπόλων που έκαναν, καθώς και το μοιραίο δυστύχημα. Ο ιδρώτας κυλούσε μαζί με το νερό και έτσι βγαίνοντας, αποφάσισε να ξαπλώσει καθώς ο χώρος γύρω του στένευε ξαφνικά και επικίνδυνα.

΄΄Ηρέμησε. Πέρασε όλο αυτό. Είσαι στο Μπαλί που να πάρει! Δεν θα το ξαναζήσεις, όλα καλά. Εκείνη είναι εδώ να σε προστατέψει...΄΄

Η τελευταία του σκέψη τον σόκαρε. Ένιωθε σαν ανήλικο παιδί που αποζητούσε την μητρική αγκαλιά για να κρυφτεί εκεί. Αδέξια, έβγαλε το κινητό του και εστίασε στη φωτογραφία, στο πρόσωπό της. Οι παλμοί έπεσαν, μα ο ύπνος ήταν αδύνατον να τον επισκεφτεί. Με την καρδιά ραγισμένη και τη ντροπή να ξεχειλίζει, βγήκε έξω και χτύπησε διακριτικά την διπλανή του πόρτα.

Ήταν τότε που τον είδα να στέκεται σωστό ράκος στο κατώφλι μου.

«Κύριε Ελάιζα;» τον φώναξα μήπως αλαφρύνω το κλίμα. Φορούσε ένα πρόχειρο σορτσάκι και στηριζόταν ολότελα στο μπαστούνι που είχε. Ήταν η πρώτη φορά που δεν φορούσε το τεχνητό του μέλος, αφήνοντας σε κοινή θέα το κομμένο του πόδι. Για λίγο δεν έλεγε λέξη, μέχρι που τον είδα να στρέφει το βλέμμα του στο πρόσωπό μου.

«Συγγνώμη για την ώρα, μπορώ να περάσω;» ρώτησε ψιθυριστά.

«Φυσικά» απάντησα με ένα χαμόγελο και εκείνος εισήλθε δειλά. «Ξάπλωσε λίγο αν θέλεις και πες μου, αν επιθυμείς λίγο νερό ή χυμό. Μελετούσα τον προορισμό μας, οπότε δεν κοιμόμουν» τον καθησύχασα.

«Ούτε εγώ μπορούσα. Ήρθε πάλι αυτό το συναίσθημα και φοβήθηκα. Δεν ήθελα να αποταθώ στο αλκοόλ. Θεώρησα πως η πόρτα σου είναι λιγότερο επιζήμια για την υγεία μου» αστειεύτηκε και συνέχισε «Νιώθω άχρηστος. Είμαι άντρας και αντί να σε υπερασπίζομαι εγώ, τρέχω σαν χτυπημένο τρίχρονο να κρυφτώ. Δεν ήμουν έτσι!» φώναξε απελπισμένα και το πλησίασα.

Κάθισα απέναντί του, τοποθετώντας το χέρι μου στον ώμο του.

«Ελάιζα, είσαι πολύ δυνατός. Άντεξες όλο αυτό δίχως ψυχοφάρμακα και ολική παραίτηση. Όλοι μας χρειαζόμαστε στήριξη. Μην το σκέφτεσαι» πάλεψα να τον παρηγορήσω και τον είδα να ανασηκώνεται και χώνεται στην αγκαλιά μου, κρύβοντας το πρόσωπό του στο λαιμό μου. Τα χέρια του ήταν παγωμένα, σημάδι πως μέσα του κυριαρχούσε ο φόβος και το άγχος.

«Θα μπορούσα να κοιμηθώ εδώ; Στον καναπέ φυσικά. Δεν θέλω να γυρίσω πίσω στην μοναξιά μου αυτή τη στιγμή....Εγώ....φοβάμαι...Νομίζω πως θα το νιώσω πάλι. Εκείνη τη μυρωδιά τη μεταλλική και τη σάρκα μου που είχε ξεσκιστεί. Φοβάμαι πως αν ακούσω θόρυβο ξαφνικό, θα ταραχτώ. Αν είσαι όμως εσύ εδώ, θα νιώσω καλύτερα. Μην ανησυχείς όμως, δεν θα σου γίνω βάρος, υπόσχομαι. Μόνο για απόψε» ψέλλισε.

«Θα κοιμηθείς δίπλα μου. Σε εμπιστεύομαι. Έτσι αν σε νιώσω αμήχανο, θα σε καθησυχάσω αμέσως»

Το μικρό φως του δωματίου, είχε μείνει ανοιχτό όλο το βράδυ. Ο Ελάιζα είχε αποκοιμηθεί ήσυχα και εγώ είχα καθίσει ώρες να παρακολουθώ την αναπνοή του και το στήθος του που ανεβοκατέβαινε γαλήνια. Οι εφιάλτες τον είχαν αφήσει ήσυχο και έτσι το πρωινό με βρήκε με το ηθικό μου αναπτερωμένο. Η ώρα ήταν εφτά και ένα χάδι από το κελάρυσμα του ποταμού, συνάμα με τους ήχους αλλόκοτων, τροπικών πουλιών, με ξυπνήσανε. Ο Έλι εξακολουθούσε να κοιμάται ήσυχα στο πλάι μου και εγώ σιγοπερπάτησα και άνοιξα την ξύλινη πόρτα του δωματίου μας που δέσποζε χωμένο μέσα στη ζούγκλα. Βγήκα ξυπόλητη σε ένα κατάφυτο, πολύχρωμο σύμπαν, όπου οι μυρωδιές αιθέριων ελαίων, από τα αρωματικά που ολημερίς καίγανε στους μικρούς ινδουιστικούς ναούς του ξενοδοχείου, σε συνδυασμό με τον βουνίσιο αέρα, με έκαναν να νιώσω γαλήνη. Το Μπαλί κινείται άνετα, ανάμεσα στην ουτοπία και την πραγματικότητα, στη γη και το όνειρο. Είναι ίσως η Ιθάκη που διακαώς επιθυμούσε να δει ο Οδυσσέας, σύμφωνα με τα λεγόμενα των Ελλήνων. Ακόμη όμως και αν για εμάς, Ιθάκη σημαίνει η εύρεση της Φουόνγκ, τότε σίγουρα το ταξίδι μας ως εκεί, ήταν αυτό που άξιζε περισσότερο.

Μπαίνοντας εκ νέου στο δωμάτιο, είδα το πρόσωπο του Ελάιζα να συσπάτε και τα χέρια του να σφίγγονται σε γροθιές. Ήξερα πως κινούνταν στο δικό του εφιαλτικό σύμπαν, εκείνο του πολέμου. Δίχως να μιλήσω, κάθισα δίπλα του και ταυτόχρονα ξάπλωσα, παρατηρώντας τον. Σιγανές κραυγές, σαν θρήνος δραπέτευαν από το στόμα του και το χέρι μου σύρθηκε για να χαϊδέψει το δικό του. Ασυναίσθητα, τον είδα να χαλαρώνει και η καρδιά μου ηρέμισε. Είδα το δικό του χέρι να με αρπάζει και το σώμα του να σέρνεται προς το μέρος μου. Σκέψεις κολασμένες ξεκίνησαν να παρελαύνουν και εγώ πάλεψα να τις διώξω με μία κίνηση απόγνωσης στον αέρα. Το πρόσωπό του, ήταν ένας καμβάς υπέροχων χαρακτηριστικών, μα κυρίως τα χείλη του που ηλέκτριζαν την προσοχή των ματιών μου.

«Ελάιζα...» τον σκούντησα μήπως και αποφύγω το εκούσιο ατύχημα και τον είδα να αναδεύεται, με εμένα επιτέλους να ανταμώνω με τους δύο κυανούς ωκεανούς του.

Η απόσταση που μας χώριζε ήταν ελάχιστη, τα χέρια του ελαφρώς και όσο πατούσε η γαλή, μπλεγμένα με τα δικά μου, με αποτέλεσμα να του κοπεί η ανάσα και ένα άηχο ΄΄Μόργκαν΄΄ να δραπετεύσει από τα χειλάκια που θαύμαζα εδώ και πέντε λεπτά.

«Μόργκαν! Συγγνώμη, δεν ήθελα...Έκανα κάτι απρεπές στον ύπνο μου;» με ρώτησε και χαμογέλασα ψεύτικα. ΄΄Το θέμα μας είναι να το κάνεις στο ξύπνιο σου αυτό το απρεπές που προανέφερες΄΄ σκέφτηκα, για να επανέλθω στο εδώ και τώρα.

«Μην ανησυχείς Ελάιζα, όλα καλά. Απλώς έβλεπες κάτι τώρα το πρωί και θεώρησα σωστό να σε ξυπνήσω» του είπα και καθώς ανασηκωνόταν ελαφρώς, προσέχοντας πάντοτε να καλύπτει το πόδι του, με κοίταξε με ένα ύφος, σαν να ήταν τυφλός και άξαφνα είχε βρει το φως του.

«Μπορείς να με αποκαλείς και Έλι αν θέλεις.Κάποτε έτσι με φώναζαν στην οικογένεια, μα με όσα συνέβησαν, τους το είχα κόψειεπιβάλλοντας πεισματικά το Ελάιζα. Σε ευχαριστώ για χθες. Ειλικρινά κοιμήθηκα,σαν να ήμουν απολύτως φυσιολογικός, σαν να μην μου είχε συμβεί ποτέ και τίποτε.Μπορεί να σου ακούγονται παράξενα όλα αυτά, μα το μετατραυματικό στρες καιαναλόγως το τραύμα και το βάθος του, σε παραλύει. Σου απαγορεύει με το έτσιθέλω πολλά πράγματα. Ας τα αφήσουμε όμως αυτά. Τι λέει το πρόγραμμα γιασήμερα;» με ρώτησε ευδιάθετα και κοίταξα το σχεδιάγραμμα

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top