Τα απομνημονεύματα ενός Βετεράνου/part 3
Ο Ρις βρισκόταν στο πολυτελές γραφείο του, ατενίζοντας τους ογκώδεις ουρανοξύστες που τρυπούσαν τα χαμηλά σύννεφα της καταιγίδας που πλησίαζε. Στο κατώφλι της πόρτας του, εμφανίστηκε ο Μάριο αμήχανος και κάθισε σε μία καρέκλα απέναντί του.
«Αδερφάκι;» τον φώναξε.
«Μην αρχίζεις, να χαρείς» τον πρόλαβε και ο Μάριο ξεφύσησε.
«Κοίτα, τουλάχιστον σκέψου και λίγο την θετική πλευρά της ζωής. Σε απάλλαξε και είσαι πλέον ελεύθερος να αναζητήσεις κάποια που θα σου αξίζει αληθινά» προσπάθησε να τα μπαλώσει, μα ο Ρις σηκώθηκε όρθιος και τον κοίταξε με βλέμμα που γυάλιζε.
«Ώστε, πίστευες από την πρώτη στιγμή πως δεν μου άξιζε. Μολαταύτα, επέλεξες να μην μου πεις τίποτε απολύτως»
Ο Μάριο κατέβασε τα μάτια του. Εκείνος, ήταν πάντοτε η θετική αύρα της οικογένειας, εκείνο το έμμεσο μα αποδοτικό στήριγμα, την στιγμή που όλοι οι άλλοι βούλιαζαν στην απελπισία. Με τον Ρις είχαν έναν αντίθετο χαρακτήρα που μεγαλώνοντας, δημιούργησε ένα κενό ανάμεσά τους, δίχως αυτό να σημαίνει πως δεν εκτιμούσαν ο ένας τον άλλο.
«Ρις, εσύ ειδικά δεν δέχεσαι συμβουλές από κανέναν. Αισθανόμαστε όλοι μας, ορισμένες στιγμές, πως είμαστε θλιβερά αδαείς σε σχέση με εσένα. Δεν επιθυμούσα να σου μιλήσω, καθώς αν έπεφτα έξω και κάτι πήγαινε στραβά, θα μου το κρατούσες μία ζωή»
Ο Ρις ξεφύσησε.
«Όλο αυτό είναι λυπηρό. Τα αδέρφια μου με βλέπουν σαν έναν αυστηρό πατέρα, ο πατέρας έριξε επάνω μου όλες τις ευθύνες και η μητέρα πλέον είναι ψυχικά απούσα. Ειλικρινά βαρέθηκα. Με την Ολίβια έκανα τεράστια προσπάθεια να επιτρέψω στον εαυτό μου να εμπιστευθεί ξανά. Θυμάσαι τι συνέβη με την προηγούμενη. Παρά το γεγονός πως το βασικό αφεντικό ήταν ο πατέρας μου, εγώ ερωτεύτηκα την λογίστριά μας. Την θεωρούσα μία πολύ αξιόλογη κοπέλα και είχαμε πολλά κοινά. Ήμασταν μαζί τρία χρόνια, όταν ένα απόγευμα την τσάκωσα με τον συνάδελφό της. Φυσικά απολύθηκαν αμφότεροι αμέσως, ωστόσο το γεγονός πως απλώς έχω τη δύναμη να τιμωρώ, δεν με κάνει ευτυχισμένο, μήτε αλλάζει την πραγματικότητα πως όλες μας θέλουν για την περιουσία μας» πρόφερε και ο Μάριο σέρβιρε λίγο ουίσκι σε ένα χαμηλό ποτηράκι.
«Αυτός είναι και ο λόγος που ποτέ μου δεν έχω πέσει στην παγίδα των σχέσεων και αν ακόμη το κάνω, να είσαι σίγουρος πως δεν θα είναι καν από το Ιλινόις. Θα είναι από άλλη ήπειρο για να αποφύγω αυτό ακριβώς και να της δώσω την ευκαιρία να κοιτάξει εμένα πρώτα και έπειτα να μάθει για τα περιουσιακά μου στοιχεία» έδωσε την πιο σωστή απάντηση.
«Θέλω να πάω στη μαμά» πέταξε ξαφνικά ο Ρις και ο Μάριο έχασε την αλλοτινή του ζωντάνια.
«Σου λείπει τρομερά. Ήσουν και ο μεγαλύτερος αν και η αδυναμία της ήταν ο Έλι. Γι' αυτό η καρδιά και το μυαλό της κατέρρευσαν και αναγκαστήκαμε να την πάμε στην κλινική. Πρέπει να μάθει όμως πως ο γιός της επέστρεψε και είναι καλά. Εσύ όμως δεν είσαι»
Ο Ρις τον κοίταξε πλαγίως.
«Ξέρεις πόσα χρόνια καρτερώ κάποιον από την οικογένεια να καταλάβει πως πράγματι, δεν είμαι καλά; Χαίρομαι που το διαπίστωσες. Η γιόγκα μάλλον στην οποία επιδίδεσαι τους τελευταίους μήνες, σου έχει χαρίσει ενσυναίσθηση. Όσο για τον Έλι, θα το μάθει. Θα της το πω εγώ»
Κλείνοντας τον υπολογιστή του, χαιρέτησε τον μεσαίο του αδερφό για να πάει στην κλινική που νοσηλευόταν η μητέρα του. Του είχε λείψει τρομερά και φυσικά τον κατέτρωγαν οι τύψεις καθώς είχε πολλούς μήνες να την επισκεφθεί. Ο Ελάιζα δεν είχε βρει το κουράγιο. Τον έπνιγαν εξίσου οι τύψεις και ο φόβος της εικόνας του πιο αγαπημένου του προσώπου σε αυτήν την κατάσταση.
Η μητέρα τους βρισκόταν όπως ήταν φυσικό, σε μία από τις καλύτερες κλινικές του Σικάγο. Ο Ρις κοντοστάθηκε έξω από το ψηλοτάβανο δωμάτιό της, μιλώντας αρχικά με την γυναίκα που ήταν υπεύθυνη για την εικοσιτετράωρη παρακολούθησή της. Τα νέα δεν ήταν καλά. Αρκετά βράδια εκείνη φώναζε τον γιό της τον μικρό, ενώ κάποια άλλα βυθιζόταν σε έναν ατελείωτο λήθαργο. Μπαίνοντας στο δωμάτιο, το χλωμό φως τόνιζε άνευρα το ισχνό της κορμί και εκείνη βρισκόταν καθισμένη στο κρεβάτι της κοιτάζοντας σιωπηλά έξω από το παράθυρο.
«Μητέρα;» την φώναξε τρυφερά ο Ρις και εκείνη γύρισε το κεφάλι της αποφεύγοντας την οπτική επαφή.
«Έλι μου;» ρώτησε και ο Ρις πήρε μία βαθιά ανάσα, καταπίνοντας την μικρή μαχαιριά που είχε δεχτεί.
«Ο Ρις είμαι μαμά, όμως ήρθα για να σου μιλήσω για τον μικρό» της είπε και το βλέμμα της τον περιεργάστηκε. Ο νεαρός την κοίταξε και εκείνος προσδοκώντας για ένα σημάδι τρυφερότητας εκ μέρους της. Από τότε που ο Ελάιζα έφυγε, είχε αλλάξει. Σαν να μην είχαν υπάρξει άλλα άτομα στη ζωή της εκτός από τον μικρό του αδερφό.
«Πού είναι ο Έλι;» τον ρώτησε με αγωνία σαν να ήταν ένας απλός μαντατοφόρος και τίποτε περισσότερο.
«Είναι καλά. Μπορείς να ησυχάσεις τώρα πια. Επέστρεψε και δεν θα ξαναφύγει. Αναρρώνει ψυχολογικά και υπόσχεται να έρθει να σε δει το συντομότερο δυνατόν»
«Θέλω τον Έλι μου, θέλω να τον δω, το αγοράκι μου...» ψιθύρισε και οι γροθιές του Ρις σφίχτηκαν.
«Είμαι και εγώ το αγοράκι σου!» της φώναξε για πρώτη φορά χάνοντας τον έλεγχο και ας ήξερε πως απέναντί του είχε μία γυναίκα που είχε καταρρεύσει ψυχολογικά «Έχω και εγώ προβλήματα, περνώ και εγώ δύσκολα, μα καθόλου δεν σε αγγίζει αυτό! Έχασα εσένα, έχασα σχεδόν τον αδερφό μου, μα δεν είχα κανένα στήριγμα. Ο μπαμπάς είναι καλός άνθρωπος, μα πάνω από όλα είναι επιχειρηματίας. Δεν μπορεί να με στηρίξει συναισθηματικά, όχι όπως το έκανες εσύ. Λυπάμαι που ήρθα ως εδώ με την ελπίδα να μου δώσεις λίγη σημασία. Σύντομα θα έχεις τον Ελάιζα πλάι σου, σου το υπόσχομαι μητέρα» ψέλλισε, μα ταυτόχρονα καταράστηκε τον εαυτό του.
Γιατί της είχε φωνάξει; Ήταν ψυχικά ασταθής, έπρεπε να το δεχτεί. Οι σκέψεις πυρπολούσαν το μυαλό του. Η κάτω γνάθος του σφιγγόταν διαρκώς, στην προσπάθειά του να σκεφτεί, να υπολογίσει αν έπρεπε να ξεστομίσει μία ερώτηση που τον έτρωγε. Κοίταξε ξανά το καμπουριασμένο κορμί της μητέρας του. Οι ρόλοι τους είχαν αλλάξει. Πλέον εκείνη έμοιαζε με το παιδί που είχαν μόλις μαλώσει. Δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια του.
«Με αγαπάς καθόλου;» την ρώτησε με φωνή που έτρεμε. Μέσα του, εκείνο το συναισθηματικά παραμελημένο ανήλικο αγόρι, εκλιπαρούσε για μία απάντηση επιβεβαίωσης. Τα μεγάλα της μάτια τον κοίταξαν θαρρείς με παράπονο.
«Θα έρθει ο Έλι μου;»
Ο Ρις κατάπιε το αναφιλητό του.
«Φυσικά» απάντησε κοφτά, δίχως ανάσα.
«Ευχαριστώ γιέ μου» ψιθύρισε εκείνη ντροπαλά, χαμογελώντας του. Ήταν ίσως το μόνο χαμόγελο που εισέπραξε από την ώρα που εισήλθε. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά και αμήχανη. Δεν ήθελε να παραμείνει και έτσι με αργές κινήσεις, σηκώθηκε από την ξύλινη καρέκλα που καθόταν.
Καθώς απομακρυνόταν και αφήνοντας τον εαυτό του να γείρει στο κατώφλι, την είδε να κοιτάζει μελαγχολικά έξω από το παράθυρο για ακόμη μία φορά. Ήξερε πως στην ουσία δεν υπήρχε κάτι συγκεκριμένο που της είχε τραβήξει την προσοχή. Καθώς κοιτούσε απλώς χανόταν στις δικές της σκέψεις. Σκέψεις που αφορούσαν στα σίγουρα τον αδερφό του.
«Δεν είναι πως δεν σε νοιάζεται» άκουσε την γλυκιά φωνή της γυναίκας που την πρόσεχε «Η ανθρώπινη ψυχή είναι εύθραυστη πολλές φορές. Δεν ξέρεις πότε θα πατηθεί εκείνος ο άτιμος διακόπτης. Είσαι ένας υπέροχος γιος Ρις...»πάλεψε να τον παρηγορήσει.
«Αλλά δεν είμαι ο Ελάιζα» της απάντησε πικρά.
----------------------------
Έχοντας αποχαιρετήσει κάθε όνειρο που σχετιζόταν με την διακόσμηση εσωτερικών χώρων, είχα κυριολεκτικά γονατίσει μπροστά στον βωμό της γραμματειακής υποστήριξης ενός ατόμου με ιδιαίτερες ψυχικές ανάγκες. Μπορεί ο Ελάιζα να ήταν εκατομμυριούχος, ωστόσο μία κλινική βοήθειας, θα στηριζόταν στην διαφήμιση και στην φήμη. Κάπου εκεί, η ιδέα διοργάνωσης των εγκαινίων όταν όλα θα ήταν έτοιμα, πέρασε ξυστά από το μυαλό μου, καθώς επίσης και η βαριά απόφαση να το ανακοινώσω στο μονίμως εξαγριωμένο αφεντικό μου, που εκνευριζόταν ακόμη και με τα καιρικά φαινόμενα. Από το πρωί ο άνεμος βούιζε σιγανά και η μέρα είχε εξελιχθεί σε ένα μουντό και υγρό πρωινό, καμωμένο για δυσάρεστες σκέψεις, όπως αυτές που έκανα εγώ σχετικά με την συμπεριφορά των γονιών μου και την ανταγωνιστικότητά τους. Το μόνο θετικό στοιχείο, ήταν πως ο Ταγκ κατά πώς είχε φανεί, είχε προχωρήσει παρακάτω, στο επόμενο εξιλαστήριο θύμα του. Η σκέψη της εκδίκησης ολοένα και ξεθώριαζε. Ίσως σε αυτή τη ζωή, τα ποταπά συναισθήματα απλώς να σε βαστούν δέσμιό τους. Όλα από την μαύρη μου λίστα είχαν ξεκινήσει, μα πλέον επιθυμούσα απλώς ο Ρις να κατορθώσει να πάρει με την αξία του το έργο μέσα από τα χέρια των δικών μου.
Έχοντας ντυθεί και φορέσει το απαστράπτον αδιάβροχό μου, επικοινώνησα με τον Ελάιζα, λέγοντάς του πως θα περνούσα από το παλαιό μου γραφείο στην εταιρεία του πατέρα μου, για να συλλέξω και τα τελευταία αναμνηστικά της ύπαρξής μου εκεί μέσα. Καθώς λάτρευα το περπάτημα και την αίσθηση της αμερικάνικης μεγαλούπολης, αποφάσισα να χρησιμοποιήσω τα μέσα, περνώντας από το καθιερωμένο μου γωνιακό καφέ, το οποίο είχε ήδη έτοιμη την παραγγελία μου έχοντας μάθει τα ωράριά μου. Βρέθηκα λοιπόν να βηματίζω αργά και σταθερά στα υγρά πεζοδρόμια, με τον άνεμο να παιχνιδίζει ανάμεσα από τους ουρανοξύστες και τα γοργά πρωινά σύννεφα να οργώνουν το θυμωμένο ουράνιο στερέωμα.
Σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής, η μία καταθλιπτική σκέψη, σκέπαζε την άλλη, σε σημείο να υποθέτω πως με είχε τυλίξει για τα καλά η μαβιά αύρα του Ελάιζα. Οι γονείς μου λοιπόν, μπορεί να είχαν ότι ήθελαν στη ζωή τους, μα ήμουν βέβαιη πως η ευτυχία αποτελούσε έναν στόχο απομακρυσμένο από την ακτή τους. Έμοιαζε με μία στεριά άπιαστη και απάτητη και οι γονείς μου ωσάν ναυαγοί χαροπάλευαν χρόνια ολόκληρα να αράξουν επιτέλους σε αυτό το εύφορο νησί δίχως αποτέλεσμα. Όλα αυτά τα χρόνια αισθανόμουν πως είχα τον ρόλο της πλαστικής κούκλας, στα χέρια ενός μικρού και κακομαθημένου κοριτσιού. Μίας κούκλας που αποφασίζεις πώς να ντύσεις και πώς να κινήσεις, ορίζοντας την ζωή της. Ξεφυσώντας, ανέβηκα στον όροφό μου με ευδιάκριτη την αμηχανία σε κάθε μου κίνηση. Τα μάτια μου έβρισκαν απάγκιο στο πάτωμα καθώς δεν ήθελαν να έρθουν σε επαφή με τα αντίστοιχα φαρμακερά όλων όσων εργάζονταν δουλοπρεπώς εκεί μέσα.
Έχοντας φτάσει στον όροφο των γονιών μου, είδα τον Ταγκ να πλησιάζει αγκαλιά με μία άχρηστη χαρτούρα και βλέμμα ηλιθίου σε καταβολή προσπάθειας επίδειξης οξυδέρκειας. Παλεύοντας να αποφύγω έστω και έναν τυπικό χαιρετισμό, τον προσπέρασα για να νιώσω την λαβή του να σφίγγει απότομα γύρω από τον καρπό μου.
«Τελικά έπεσες τόσο χαμηλά προτιμώντας έναν στρατιώτη ανάπηρο από εμένα; Τι δουλειά έχεις εσύ με τους Κρέιν; Χρόνια οι οικογένειές μας πασχίζουν να ανέβουν στην αγορά και να πετάξουν έξω αυτούς τους τυχάρπαστους και τώρα έρχεσαι εσύ σαν τον δήθεν σκληρό εκδικητή, να καταστρέψεις δουλειά χρόνων!» μου φώναξε και τίναξα το χέρι μου πίσω αηδιασμένη.
«Εσύ υποτίθεται πως έχεις προχωρήσει. Πάρε λοιπόν τα χέρια σου από επάνω μου και μην μου απευθύνεις πότε ξανά τον λόγο!»
«Δεν έχεις μετανιώσει;» η ποτισμένη με ειρωνεία ερώτηση με χτύπησε σαν κεραυνός.
«Για το μόνο πράγμα που έχω μετανιώσει στη ζωή αυτή, ήταν τα χρόνια που ήμουν μαζί σου. Ειλικρινά είναι αμφίβολη η ύπαρξη λογικής για μία τέτοια απόφαση εκ μέρους μου τότε. Τώρα όμως που η λογική επέστρεψε, θεωρώ πως και ως η νύφη του Χάρου, θα ήμουν πιο ευτυχισμένη» του πέταξα και τη στιγμή που ετοιμάστηκα για τον δεύτερο γύρω, κοντοστάθηκα για να βάλω και την υπογραφή μου στη συζήτηση «Μην ξαναπιάσεις στο στόμα σου τον Ελάιζα. Απέχετε παρασάγγας. Ο ένας ανήκει στην ανθρωπότητα και ο άλλος στους υπονόμους παρέα με τους μολυσμένους αρουραίους» τελείωσα και βάδισα προς την πόρτα του πατέρα μου.
Τη στιγμή που η χείρα μου ετοιμαζόταν να κρούσει την πόρτα, μία συζήτηση με πάγωσε και η δύστυχη χείρα έμεινε να αιωρείται. Ήταν η φωνή του πατέρα μου που ακουγόταν σαδιστικά και τα έψελνε στην μητέρα μου.
΄΄Δική σου ιδέα ήταν να την υιοθετήσουμε από την Μίλλυ. Έπρεπε να την αφήσουμε σε ορφανοτροφείο, αλλά βλέπεις, πληρώνω και εγώ τις αδυναμίες τις δικές σου. Ορίστε τώρα! Έχει γίνει ίδια η συγχωρεμένη η αδερφή σου! Πνεύμα επαναστατικό και έτοιμο να μου διαλύσει την αυτοκρατορία που με τόσο κόπο έχτισα! Την μεγάλωσα με όλα τα καλά του κόσμου. Έπλεε μέσα στα πλούτη και τα πλουμιστά ρούχα. Πήγε στα καλύτερα σχολεία και Πανεπιστήμια μόνο και μόνο για να καταλήξει να φτύσει στα μούτρα τους οικογενειακούς μας φίλους και τον γιό τους, πέφτοντας στα δίχτυα αυτής της διαστροφικής οικογένειας των Κρέιν. Χρόνια πασχίζω να επιβληθώ στην αγορά και τώρα η Μόργκαν τα διαλύει όλα και δεν είναι καν κόρη μου!΄΄ τσίριξε για να ακούσω λίγο αργότερα την απάντηση της μητέρας μου.
΄΄Είναι όμως ανιψιά σου. Είναι η κόρη της αδερφής μου. Όπως και να έχει δεν εδέησε ο Θεός να αποκτήσουμε δικά μας παιδιά. Θα ήταν κρίμα να μεγαλώσει σε ένα ίδρυμα. Δεν είναι ότι καλύτερο μας έχει τύχει, μα τουλάχιστον η ψυχή μου δεν θα ταλανίζεται από τις τύψεις πως εγκατέλειψα την μοναχοκόρη της΄΄ ψέλλισε και το αιωρούμενο χέρι μου κατρακύλησε στο πλευρό μου.
Σταδιακά το σώμα μου ξεκίνησε να μουδιάζει από τα κάτω άκρα μέχρι τις ρίζες του τριχωτού της κεφαλής μου. Τα πόδια μου περιήλθαν σε μία αιφνίδια αδράνεια κάνοντάς με να στέκω μαρμαρωμένη μπροστά από την πόρτα. Δεν ήξερα τι να κάνω ή τι να πω μπροστά σε μία τέτοια ομολογία. Τη δεδομένη στιγμή ο τρόμος και η πίκρα έκαναν κατάληψη, σε σημείο να παρατήσω την ιδέα μάζωξης των πραγμάτων μου και να ξεκινήσω να κατεβαίνω τους χιλιάδες ορόφους με ιλιγγιώδη ταχύτητα, προκειμένου να ξεσπάσω. Κάθε σκαλί και μία κραυγή και ένα δάκρυ απελευθερωνόταν, μέχρι που το σώμα μου κατέρρευσε και βρέθηκα να προσγειώνομαι σε ένα κεφαλόσκαλο ενός τυχαίου ορόφου. Το κτήριο με έπνιγε, σαν να με έκλεινε με το ζόρι στα μεταλλικά του σπλάχνα κόβοντάς μου τον αέρα. Η σκέψη μου σταμάτησε, σε σημείο που ξέχασα τη συνάντησή μου με τον Ελάιζα. Η οργή μου κόχλαζε, και είχα βάλει την συσκευή του κινητού μου στο αθόρυβο. Οι ώρες όμως πέρασαν, το κινητό μου είχε υποδεχτεί χιλιάδες μηνύματα και κλήσεις από τον Ελάιζα, τα οποία παρεμπιπτόντως χαρακτηρίζονταν από διάφορες διακυμάνσεις διάθεσης του αφεντικού μου, από ηρεμία σε υβριστικά μηνύματα περί λησμονιάς της συνάντησης, που υπολείπονταν σαφώς σε ευγλωττία, μέχρι κάποια ανησυχία. Τίποτε όμως από όλα αυτά δεν στάθηκε ικανό να με ξυπνήσει από τον λήθαργο της δυστυχίας μου.
Μετά από αρκετές ώρες, κατόρθωσα να σηκωθώ. Ο ήλιος είχε σχεδόν βασιλέψει, μα η ψιλή βροχή συνεχιζόταν. Βγαίνοντας πια, άφησα τις σταγόνες να μουσκέψουν αρχικά τα μαλλιά και έπειτα αργά αργά τα ρούχα μου. Σκεφτόμουν την θεία Μίλλυ και το θείο Άντριου. Είχαν σκοτωθεί σε δυστύχημα μου είχαν πει, μα από τις λιγοστές φωτογραφίες που είχα δει, μου φαίνονταν υπερβολικά αξιόλογοι άνθρωποι. Τώρα όλα έβγαζαν νόημα. Τον αληθινό μου λοιπόν πατέρα, τον αποκαλούσαν Τζόουνς στο επίθετο. Δεν ήμουν μία Έβανς λοιπόν και μέσα σε όλο το θρήνο των ψεμάτων, αυτό ήταν η μόνη λαμπερή αχτίδα ελπίδας της ζωής μου. Ούτε ήξερα ποιο μετρό είχα πάρει, ωστόσο οι μηχανικές μου κινήσεις με είχαν οδηγήσει στα σκαλοπάτια της πολυκατοικίας μου. Αυτή τη στιγμή, η όψη του διαμερίσματός μου μου δημιουργούσε το ίδιο αίσθημα πνιγμού με πριν. Αποφάσισα λοιπόν να απιθώσω το κουρασμένο μου κορμί στα σκαλιά. Έτσι και αλλιώς, τα ρούχα μου ήταν χάλια, επομένως λίγη σκόνη σε συνδυασμό με λάσπη, διόλου με ενοχλούσαν.
Το κινητό μου βρισκόταν φασκιωμένο στην τσέπη μου, όταν τα φώτα ενός διερχόμενου αυτοκινήτου με τύφλωσαν. Το ακριβό μοντέλο σταμάτησε μπροστά από το σπίτι μου και ένας Ελαιζα βγήκε με προσπάθεια από την θέση του οδηγού.Αρχικά με κοίταξε δίχως να κάνει βήμα παραπάνω. Μάλλον η άθλια κατάστασή μου τον είχε τρομάξει και αυτόν. Είδα το βλέμμα του να πνίγεται από διαφορετικά συναισθήματα, αρχικά θυμού και κατόπιν έκπληξης ενώ στο τέλος, διέκρινα και κάτι άλλο. Με πλησίασε κουτσαίνοντας όπως πάντα, με την ομπρέλα να παλεύει να σταθεί στο χέρι από όπου έλειπαν δύο δάχτυλα. Δεν είπε κουβέντα, μονάχα βαστώντας πάντα την ομπρέλα, κάθισε δίπλα μου με τεράστια δυσκολία, αφήνοντας τεντωμένο το πόδι το προβληματικό, δίχως να ζητά βοήθεια φυσικά. Τότε κατάλαβα πως εκτιμούσα τη σιωπή και ο Ελάιζα τη χειριζόταν με μαεστρία. Άναψε ενα τσιγάρο και με τη σειρά του μου πρόσφερε και μένα. Καμία κουβέντα δεν ειπώθηκε,μονάχα τον ένιωσα να με πλησιάζει, δίνοντάς μου την πρόσβαση στον ώμο του.Έγειρα εκεί και το άρωμά του με αγκάλιασε τρυφερά.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top