Τα απομνημονεύματα ενός Βετεράνου/ part 2

Ο Ελάιζα κοιτούσε τον παππού του σαν να τον έβλεπε πρώτη φορά. Η εξομολόγηση του προβλήματος της υγείας του, τον είχε αιφνιδιάσει, τον είχε προσγειώσει ανώμαλα στην πραγματικότητα, σπάζοντας για λίγο τον δικό του προστατευτικό κλοιό που είχε χτίσει γύρω από τον εαυτό του.

«Τι εννοείς καρκίνο τελικού σταδίου; Γιατί τόσο καιρό δεν μίλησες; Θα μπορούσαμε να σε τρέξουμε παντού! Στους καλύτερους γιατρούς! Δεν γίνεται να φύγεις και εσύ! Όχι μετά από εκείνη...» δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια του, ασυγκράτητα όπως ο πόνος εκείνος βαθιά στο στέρνο του που τον επισκεπτόταν τις δύσκολες ημέρες.

«Δεν ήθελα Ελάιζα. Δεν ήθελα να το παλέψω. Στη ζωή μου έχω βρεθεί πολλές φορές στο πεδίο της μάχης και έχω αγωνιστεί μέχρι το τελευταίο λεπτό. Μου αξίζει μία ανακωχή με την μοίρα μου και ίσως μία αποδοχή. Έζησα τη ζωή μου γεμάτη. Η μόνη αληθινή μου επιθυμία, ήταν τουλάχιστον να ήξερα την μοίρα εκείνης της γυναίκας, που σαν λουλούδι άγριο είχε κατορθώσει να αναδυθεί από το άνυδρο έδαφος του μίσους και του πολέμου. Ναι, αυτό ήταν και μου υπενθύμιζε πως ο έρωτας είναι τόσο ισχυρός και απόλυτος, που μπορεί να υπερισχύσει οπουδήποτε και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες και ας μην κατορθώσει να νικήσει στο τέλος. Θα έχει όμως ανθίσει, αν όχι επιβιώσει. Αυτό λοιπόν ήθελα και για εσένα στη ζωή σου. Να νιώσεις, να δώσεις, μα και να λάβεις αγάπη. Είναι το σπουδαιότερο δώρο και το τέλειο αναμνηστικό. Ξέρεις πόσο σε αγαπώ και ίσως σε ξεχωρίζω, δίχως αυτό να σημαίνει πως δεν λατρεύω τον ψυχρό και περήφανο Ρις ή τον καλόκαρδο και ζεστό Μάριο. Εσύ όμως, είναι σαν να γεννήθηκες από εμένα, κουβαλώντας κάποτε και τα δικά μου λάθη» έκανε μία παύση και το μυαλό του ανυψώθηκε σε κόσμους αλλιώτικους, παραδεισένιους. «Στο Μπαλί λοιπόν. Εκεί ήθελε να βρεθεί, ήταν το όνειρό της»

Όταν σκέφτεται κάποιος το Μπαλί, στο μυαλό του σχηματίζεται ευθύς, η αυθόρμητη φιλοξενία και η όαση της γαλήνης. Πουθενά αλλού, η παράδοση της συλλογικής, κοινοτικής ζωής δεν είναι τόσο ισχυρή. H ινδουιστική κοινότητα θα βοηθήσει τον φτωχό που δεν έχει δουλειά, τον άρρωστο που δεν έχει κοινωνική ασφάλιση, την οικογένεια που δεν έχει χρήματα για μια αξιοπρεπή κηδεία του νεκρού της - μια κηδεία που μοιάζει με πανηγύρι, με εύθυμα τραγούδια και γιορταστικούς χορούς, για να δοξαστεί η απελευθέρωση της ψυχής από τα δεσμά της σάρκας. Κάθε σπίτι, πλούσιο ή φτωχό, έχει τον δικό του ναό. Κάθε μέρα, η νοικοκυρά θα προσφέρει λουλούδια, ρύζι και αρώματα στα καλά πνεύματα, αλλά και ρακί και καπνό στα κακά, για να τα εξευμενίσει. Ακόμη και στους παραδοσιακούς χορούς, το Καλό και το Κακό βρίσκονται σε διαρκή σύγκρουση, αλλά και ισορροπία: Και τα δύο είναι κομμάτια της ζωής, κατά κάποιον τρόπο αναγκαία. Αυτό σκεφτόταν ο Όσκαρ και καταβάθος, αυτό επιθυμούσε να δει και να κατανοήσει ο εγγονός του.

Εκείνο το απόγευμα, ο Ελάιζα αποχώρησε χειρότερα από ποτέ. Είχε στα χέρια του μονάχα μία φωτογραφία της Φουόνγκ και εκείνου,τότε που ακόμη βρίσκονταν στο Βιετνάμ. Επέστρεψε στο σπίτι του, δίχως να παίζει το ράδιο στο αυτοκίνητό του, σιωπηλός και βυθισμένος στον πόνο της επικείμενης απώλειας. Εκείνο το απόγευμα φοβήθηκε πως το μετατραυματικό στρες θα τον χτυπούσε αλύπητα και ανελέητα. Αρκετές φορές, δεν περιοριζόταν μονάχα σε εικόνες από το παρελθόν αλλά και σε οσμές. Την οσμή της καμένης σάρκας ας πούμε,της δικής του καμένης σάρκας. Κρύος ιδρώτας ξεκίνησε να λούζει το πρόσωπό του και ο πόνος στο κατακρεουργημένο του πόδι μεγάλωσε. Ο πανικός τον περιτριγύριζε, μα τότε στο μυαλό του γεννήθηκε η απόφαση να σηκωθεί και να φύγει. Δεν θα έμενε στο σπίτι, γιατί αν το έκανε, το σίγουρο ήταν πως θα τον κατάπινε το σκοτάδι.

Κατεβαίνοντας με τον ανελκυστήρα, μπήκε στο αυτοκίνητο και ξεκίνησε να οδηγεί με προορισμό το σπίτι της Μόργκαν. Δεν ήταν βέβαιος για το αν θα ήταν μία σοφή κίνηση, μα εδώ που είχαν φτάσει τα πράγματα και με την ίδια να γνωρίζει, τι χειρότερο θα μπορούσε να του συμβεί; Ίσως έτσι θα του δινόταν και η ευκαιρία να ξεσπάσει κάπου. Επάνω της ας πούμε. Μισή ώρα διαδρομής και οδηγήθηκε στο διαμέρισμά της από κάτω, μόνο για να ανακαλύψει πως η αναθεματισμένη πολυκατοικία, ήταν γεμάτη σκαλιά.

-------------------------------------------------

Ο ύπνος δεν εννοούσε να με επισκεφθεί. Σε λίγο θα παρεξηγούμουν πως ακόμη και αυτός με απέφευγε. Φορούσα μία ολόσωμη πιτζάμα- λαγουδάκι, την οποία την προόριζα συνήθως για τις κρύες νύχτες του Χειμώνα, μα κατά πώς φαινόταν η αποψινή δεν θα πήγαινε πίσω. Το κινητό μου δονήθηκε βιαίως, ενώ εγώ την στιγμή εκείνη, από την μία μασουλούσα ηδονικά ένα κομμάτι πεπερόνι, και από την άλλη πάλευα να το ανακαλύψω κάτω από τη στοίβα των μαξιλαριών. Τη στιγμή που το όνομα του Ελάιζα εμφανίστηκε στην οθόνη, πίστεψα πως οι πομπές μου βρίσκονταν έμπροσθέν μου και όχι οπίσω. Το σήκωσα διστακτικά εξασφαλίζοντας πρώτα την κατάποση του γεύματός μου για να γλιτώσω τον πνιγμό, όταν η λαχανιασμένη φωνή του Ελάιζα με υποδέχτηκε.

΄΄Είσαι σπίτι σου;΄΄ με ρώτησε αναιδέστατα, ωστόσο προσπάθησα να το προσπεράσω.

΄΄Αρχικά είμαι πολύ καλά, ευχαριστώ που ρώτησες. Ναι, είμαι σπίτι μου, γιατί; Συνέβη κάτι στη δουλειά;΄΄ ρώτησα και κάγχασε.

΄΄Βρίσκομαι μπροστά στην είσοδό σου βλαστημώντας την μαρμάρινη σκάλα σου. Μπορώ να ανέβω;΄΄

Έλα μου ντε; Μπορούσε; Πέραν της εμφανούς σωματικής δυσκολίας, διόλου χαριτωμένο δεν ήταν να αντίκριζε εμένα, ντυμένη κουνέλι να μασουλάω αντιαισθητικά το ρημάδι το πεπερόνι. Ωστόσο, μετά την τελευταία μας συνάντηση και ως επακόλουθο αυτής, την συμπεριφορά του Ταγκ, δεν άντεχα να του αρνηθώ.

΄΄Ναι έλα. Θες βοήθεια κύριε Κρέιν;» ρώτησα.

΄΄Αν τολμήσεις να με βοηθήσεις, πέθανες! Πρέπει να αποδείξω στον εαυτό μου πως δεν είμαι άχρηστος. Πως μπορώ να ανέβω μία αναθεματισμένη σκάλα!΄΄ τσίριξε και αφήνοντάς τον να διαχειριστεί ολομόναχος την ύπαρξη ή μη της αχρηστίας του, έτρεξα στο εσωτερικό του διαμερίσματος για να μαζέψω τα απομεινάρια της βουλιμίας μου.

Μισή σχεδόν ώρα αργότερα, ο Ελάιζα στεκόταν στο κατώφλι μου μούσκεμα στον ιδρώτα, ασθμαίνοντας και κοιτάζοντας αρχικά το πάτωμα και εν συνεχεία το πτώμα του λαγού που είχε κουλουριαστεί επάνω μου με την μορφή της πιτζάμας που είχα παραλείψει να βγάλω.

«Χαριτωμένο» σχολίασε μισογελώντας και εγώ του έδειξα τον πρώτο καναπέ όπου θα μπορούσε να καταρρεύσει με την ησυχία του.

«Ειλικρινά, ποιος καλός, ή μάλλον κάκιστος άνεμος σε οδήγησε στο σπίτι μου;» ρώτησα το εμφανές έχοντας πρώτα προσφέρει ένα ποτήρι με νερό.

«Ήθελα να μιλήσουμε» μου είπε.

«Και εγώ το ήθελα. Δεν είχα την ευκαιρία να σε κοιτάξω στα μάτια και να σου ζητήσω ταπεινά συγγνώμη για την φρικτή συμπεριφορά του Ταγκ. Ξεπέρασε τα όρια. Ήταν απαράδεκτος» πρόφερα.

«Ήταν πράγματι, ωστόσο έπρεπε να το περιμένω και να ήμουν προετοιμασμένος για κάτι τέτοιο. Ήταν λοιπόν και δική μου η ευθύνη» ψέλλισε και αδυνατούσα να πιστέψω πως αυτός ο άνδρας είχε ρίξει επιτέλους τον εγωισμό του κατά γης.

«Στρατιώτης λοιπόν;»

«Πεζοναύτης. Παιδί του καθήκοντος με υψηλές αξίες που με στοιχειώνουν σαν τον χειρότερο εφιάλτη μου. Στον πόλεμο έχασα το πόδι μου. Το ένιωσα να διαλύεται. Το μισό μου σώμα βρισκόταν τιναγμένο μπροστά, ενώ πίσω μου το πόδι μου φλεγόταν, κομμένο. Ονειρική εικόνα. Ο πόνος ήταν φρικτός. Με πιάνει πού και πού..» ψέλλισε δίχως να με κοιτάζει «Όπως και η ξαφνική οργή» παραδέχτηκε.

«Σε έπιασε και σήμερα;»

Δεν είχα ιδέα γιατί είχα θέσει εκείνη την ερώτηση.

«Ναι. Και φοβήθηκα πως θα με καταπιεί το σκοτάδι και δεν ήθελα. Έτσι, αποφάσισα να πάω μία βόλτα και στο ενδιάμεσο θυμήθηκα πως είχα αφήσει την υπόθεσή σου ανοιχτή» χαμογέλασε λοξά «Είσαι το μόνο άτομο που ανέχομαι δίπλα μου σαν βοηθό. Θα μου φανείς χρήσιμη στα σχέδιά μου, ενώ το ίδιο θα σου φανώ και εγώ καθώς θα έχεις μία δουλειά καλή και έναν καλό μισθό. Θα με βοηθήσεις να στήσουμε την κλινική για τους βετεράνους, μα αν φυσικά το επιθυμείς»

Τα λόγια του με έκαναν να χαμογελάσω. Καθώς ήμουν αποφασισμένη να αποκοπώ από κάθε περιουσιακό στοιχείο των γονιών μου, η προσφορά δουλειάς, ήταν κάτι παραπάνω από καλοδεχούμενη.

«Δέχομαι» απάντησα με σιγουριά.

Η Ρεβέκκα επέστρεψε στο σπίτι της εκείνο το απόγευμα, έχοντας στο μυαλό της την συζήτηση με τον παράξενο εκείνο νεαρό στην παραλία. Κατόπιν, άνοιξε την πόρτα του σπιτιού της, αφήνοντας τη Σούγκαρ ελεύθερη από το μικρό της λουράκι. Για εκείνη, η ζωή είχε δείξει ένα πρόσωπο διαφορετικό και σκληρό. Παρά το γεγονός πως είχε ξεκινήσει με τις καλύτερες προδιαγραφές, οι πολυαγαπημένοι της γονείς είχαν φύγει αιφνίδια από τη ζωή, αναγκάζοντάς την να δουλέψει για να ζήσει. Ο πατέρας της, ήταν αφροαμερικάνος και η μητέρα της είχε καταγωγή μακρινή από τη Σκωτία. Αμφότεροι όμως ήταν μεγαλωμένοι και γεννημένοι στις Ηνωμένες Πολιτείες. Κάποιες φορές, η εξωτική της εμφάνιση της προκαλούσε μπελάδες. Ήταν γνωστός ο ρατσισμός που ερπόταν σαν το φίδι, απέναντι στους έγχρωμους. Η κοπέλα ωστόσο, εγκαταλείποντας την μέχρι τότε ζωή της, αναγκάστηκε να μείνει σε ένα μικρό διαμέρισμα, σε μία όχι και τόσο όμορφη γειτονιά, καθώς το ενοίκιο αποτελούσε πάντοτε βραχνά κρυφό και πρόβλημα. Παρά τις δυσκολίες της ωστόσο, ποτέ της δεν ζήλεψε την φίλη της με την κακή έννοια. Θα ονειρευόταν να έχει μία άνετη ζωή, ωστόσο όπως σε όλες τις περιπτώσεις, όλο και κάποιο μελανό σημείο υπάρχει για όλους.

Η Ρεβέκκα αγαπήθηκε από τους γονείς της, που αποτελούσαν πάντοτε στήριγμα σταθερό για την ζωή της. Ό,τι και αν αποφάσιζε, εκείνοι θα βρίσκονταν πάντοτε στο πλευρό της. Αυτή τη στιγμή, άκουγε τον ήχο της καφετιέρας και ένα δάκρυ ετοιμαζόταν να κυλήσει στα μάγουλά της. Ήταν από εκείνες τις μουντές, στενάχωρες ημέρες, απόλυτα συνυφασμένες με άσχημες και καταθλιπτικές σκέψεις. Η Σούγκαρ βρισκόταν κουλουριασμένη στο κρεβάτι της και η Ρεβέκκα ανακάλεσε στο μυαλό της την συζήτηση που είχε διεξαχθεί ανάμεσα σε κείνη και τον παράξενο Άλεξ. Η φωνή του, η χροιά της, της ήταν απολύτως οικεία. Έπειτα, με την μορφή της σφήνας, τινάχτηκε η αψεγάδιαστη εικόνα του Ρις Κρειν, του πολυεκατομμυριούχου του Σικάγο. Η όψη του η αλαβάστρινη, έμοιαζε παγωμένη. Ήταν ευγενικός αν και απόμακρος. Άραγε να αισθανόταν και εκείνος μοναξιά στη ζωή του, όπως η ίδια και όπως και η φίλη της η Μόργκαν;

Βγαίνοντας για λίγο στο πιο κοντινό μίνι μάρκετ, έριξε μία ματιά στα περιοδικά. Στο εξώφυλλο του ενός, αναγραφόταν με κεφαλαία και έντονα γράμματα, ο χωρισμός-βόμβα για την πόλη τους, του Ρις και της Ολίβια. Το πρόσωπό της συσπάστηκε σκεφτικά, και ανοίγοντας το περιοδικό, ξεκίνησε να διαβάζει και τους λόγους του χωρισμού, όταν το βλέμμα της προσέκρουσε στις λέξεις ΄΄νέος, εκθαμβωτικός έρωτας΄΄

΄΄Καημένε Ρις. Μερικές φορές οι έχοντες τα λιγότερα, μπορεί και να είναι πιο ευτυχισμένοι. Τουλάχιστον, έχεις πιο πολλές πιθανότητες να σε προσεγγίσουν αυθεντικά γι' αυτό που είσαι και όχι γι'αυτά που έχεις. Μπορεί ο Ρις να μην καταστράφηκε οικονομικά, σίγουρα όμως του στοίχισε ψυχολογικά΄΄ συλλογίστηκε, όταν είδε ακόμη δύο κοπέλες δίπλα της να σχολιάζουν την ίδια ακριβώς είδηση, τονίζοντας πως αν τον είχαν εκείνες, θα εκμεταλλεύονταν την σχέση τους δείχνοντας άριστη διαγωγή για να τις έχει βασίλισσες.

Η Ρεβέκκα κούνησε το κεφάλι της αποδοκιμαστικά. Πόσο λίγα ήξεραν. Σε αυτή τη ζωή υπάρχεις, για να ζεις αυθεντικά, στιγμές που θα σε κάνουν ευτυχισμένο. Δεν είσαι αιώνιος. Σύντομα η νιότη θα περάσει και τότε, όταν θα κάνεις τον απολογισμό σου, θα ξέρεις πως έχεις πετύχει αν οι στιγμές που αναπολείς, σε κάνουν να χαμογελάς μέσα από την ψυχή σου.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top