Ο άνθρωπος είναι ένα ον πολυδιάστατο που αποτελείται εκτός από το σώμα του, και από την ψυχή του. Είναι πολύ σημαντικό για τον καθένα ξεχωριστά σε αυτή τη ζωή, να κατορθώσει να πετύχει μία ισορροπία σώματος, μα και ψυχής. Αυτά τα δύο κομμάτια συνδέονται απόλυτα μεταξύ τους, σαν δύο ρυάκια που έρχονται για να ανταμώσουν στον ίδιο ποταμό. Αρκετές φορές, η καλή ψυχολογία έχει βοηθήσει στην ίαση, ή γρηγορότερη αντιμετώπιση μίας ασθένειας. Υπάρχουν άνθρωποι που για χρόνια αναζητούν αυτή τη λεπτή γραμμή, ανάμεσα στη χαώδη καθημερινότητα. Η επίτευξη αυτού του στόχου όμως, γίνεται με διαφορετικά μέσα για τον καθένα. Στην περίπτωση του Ελάιζα, τα μέσα αυτά ήταν ακόμη θολά και δυσδιάκριτα. Το σώμα του εξακολουθούσε να αιμορραγεί, εξαιτίας της απώλειας ενός σοβαρού μέλους του και της μερικής των δαχτύλων του ενός χεριού. Αποτέλεσμα αυτής της απώλειας και του πένθους, ήταν και η αιμορραγία της ψυχής του. Η ίαση στη δική του περίπτωση, έπρεπε να ξεκινήσει από τον ψυχικό του κόσμο, ο οποίος επιβαλλόταν να ενδυναμωθεί για να σηκώσει επιτέλους τα βάρη του σώματος.
Το ίδιο ίσχυε και για τον Ρις Κρέιν καθώς ο μεσαίος αδερφός, ο Μάριο, είχε βρει αυτό που αναζητούσε στα ταξίδια. Τα ταξίδια του πρόσφεραν ψυχική πληρότητα. Αυτή τη στιγμή, πάλευε να καταλάβει πού βρισκόταν με την γυναίκα του. Η σιωπή της τον εξόργιζε και τον τάραζε, ενώ προτού καν φτάσει στο γραφείο του, έδωσε εντολή στον οδηγό του να τον μεταφέρει στο σπίτι. Σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής έπαιζε αμήχανα με τα δάχτυλα του χεριού του. Όταν έφτασε πλέον στο σπίτι, την βρήκε να μαζεύει τα πράγματά της.
«Γιατί δεν μου είπες τίποτε;» την ρώτησε σαν την είδε να αναπηδά στη θέα του «Για τω Θεώ Ολίβια, γνωριζόμαστε τόσα χρόνια. Δεν χρειάζεται να με φοβάσαι» μειδίασε πικραμένος.
«Άκουσέ με. Όλο αυτό, θεωρώ πως δεν έχει κάτι άλλο να δώσει»
«Η τσέπη μου έχει, μη σκας. Για πες μου τώρα, ποιος είναι; Ποιον βρήκες για να εκμεταλλευτείς και ταυτόχρονα να σε ελκύει ερωτικά;» της γρύλισε.
«Αυτά που λες είναι ανοησίες! Δεν σου επιτρέπω!»
«Έχω φωτογραφία! Επομένως, εγώ δεν σου επιτρέπω να με ξεφτιλίζεις! Είμαι πολύ γνωστός στον κόσμο και εσύ δίνεις τροφή στις εφημερίδες και όλα τα επιφανειακά περιοδικά! Θες διαζύγιο; Θα το έχεις! Μάζεψέ τα όλα και φύγε από εδώ μέσα!» κοπάνησε το χέρι του στο γυάλινο τραπέζι.
«Δε υπάρχει καμία φωτογραφία που...»
«Ολίβια, απλώς μάζεψέ τα και φύγε. Θα μιλούν οι δικηγόροι μας. Ο Θεός με φύλαξε και δεν απέκτησα παιδί μαζί σου. Ούτε αυτό το επιθυμούσες όμως. Είσαι φτιαγμένη για άλλη ζωή και εγώ ο ανόητος, ήμουν αρκετά τυφλός ή ερωτευμένος μαζί σου για να το δω. Φτάνει όμως...»
Τίποτε άλλο δεν ειπώθηκε. Γιατί πίστεψε πως κάποια γυναίκα, ήταν ικανή να σταθεί δίπλα του γι'αυτό που ήταν και όχι για την αμύθητη περιουσία που κουβαλούσε η οικογένειά του και ο ίδιος; Οι δυο τους, προτού να φανούν οι ρωγμές, είχαν περάσει πολλά μέχρι να της πει το ΄΄ναι΄΄ και να σταθεί δίπλα της σαν τον επίσημο άνδρα της. Ετοιμάστηκε να σπάσει το κινητό του στον τοίχο, μέχρι που συλλογίστηκε πως λίγο πριν, είχε στην ουσία προσπαθήσει να πείσει τον αδερφό του να ανοιχτεί στον κόσμο. Ο κόσμος όμως ήταν σκληρός και ο Ρις μεγάλωσε μέσα σε αυτόν. Μπορεί ως εκατομμυριούχος να είχε λύσει πολλά προβλήματα, ωστόσο η μοναξιά και η πίεση μέσα στον κόσμο της ελίτ, αν ήσουν άνθρωπος με τα βασικά αισθήματα, ήταν μεγάλη. Κάθε γυναίκα σε ήθελε για την πολυτελή ζωή. Σίγουρα υπήρχαν εξαιρέσεις, ωστόσο πόσες πιθανότητες υπήρχαν να τις γνωρίσει; Τελικά το κόλπο της αλλαγής παρτενέρ που εφάρμοζε κάποτε, ήταν το καλύτερο και τώρα που το σκεφτόταν και με πιο καθαρό μυαλό, δεν υπήρχε κανένας λόγος να στέλνει λουλούδια, ώστε να τους χρυσώνει το χάπι της εγκατάλειψης.
Με τη θλίψη να διαφαίνεται στο πρόσωπό του, της ανακοίνωσε πως θα έστελνε άνθρωπο να πάρει τα κλειδιά, μόλις απομάκρυνε και το τελευταίο, προσωπικό της αντικείμενο. Εγκαταλείποντας το σπίτι, ένιωσε σαν να είχε μόλις απελευθερωθεί από μία αγχόνη. Τώρα βάδιζε στην Μagnificent Mile που διέτρεχε το επιχειρηματικό και οικονομικό κέντρο αυτής της πόλης. Της πόλης που γέννησε τους ουρανοξύστες και που χάρισε την αίγλη της στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης. Έναν φαρδύ δρόμο, με υπέροχα, καθαρά και περιποιημένα πεζοδρόμια, που αν ακολουθούσες όλο ευθεία, θα σε οδηγούσε στα δεξιά σου σε μία παραλία. Ο Ρις αποφάσισε να αλλάξει. Ετσι, φορώντας γυαλιά ηλίου και τα πιο πρόχειρα ρούχα του, καθώς και έναν σκούφο προκειμένου να μην τον αναγνωρίσουν, ξεκίνησε να κατευθύνεται με το αυτοκίνητο στην γνωστή, λαμπρή λεωφόρο. Σταθμεύοντάς το σε έναν ιδιωτικό χώρο και με τους υπεύθυνους να θαυμάζουν το ακριβό μοντέλο παλεύοντας να ξεχωρίσουν τον ιδιοκτήτη, κατέβηκε σε εκείνη τη μικρή παραλία και κάθισε οκλαδόν στην υγρή άμμο. Για καλή του τύχη, κανένας δεν φαινόταν να ασχολείται μαζί του, μήτε να τον αναγνωρίζει. Τα κατάλληλα τηλεφωνήματα είχαν ήδη πέσει για την υπόθεση της γυναίκας του και σύντομα, θα την ανάγκαζε να υπογράψει τα χαρτιά του διαζυγίου. Ένα από τα καλά του να σου ανήκει το Σικάγο, ήταν πως μπορούσες να σηκώσεις κάθε πέτρα του με ευκολία.
Λίγο πιο πέρα, μία κοπέλα έπαιζε μαζί με το μικρό της σκυλάκι. Δυστυχώς, το μπαλάκι της ξέφυγε και το χνουδωτό πλάσμα κατέληξε να ψαχουλεύει το παιχνίδι του στα πόδια του Ρις. Η Ρεβέκκα κάλεσε την Σούγκαρ πολλές φορές, ωστόσο εκείνη συνέχιζε να παίζει κοντά στον νεαρό, τρίβοντας τα πόδια της με μανία στην άμμο.
«Χίλια συγγνώμη» απολογήθηκε αρπάζοντας το ζώο από κοντά του.
«Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα» ψέλλισε εκείνος όταν συνειδητοποίησε πως η χροιά της φωνής της κοπέλας του ήταν γνωστή. Γυρνώντας ελαφρώς προς το μέρος της, αντίκρισε την τίμια κομμώτρια που τον είχε εξυπηρετήσει τις προάλλες. Παρόλα αυτά, η διάθεσή του ήταν φρικτή και ο θυμός της εκμετάλλευσης νωπός.
«Έρχεστε συχνά εδώ;» την ρώτησε δίχως να την κοιτάζει και φυσικά δίχως να έχει πρόθεση να της αποκαλύψει την ταυτότητά του.
«Φυσικά, όποτε έχω χρόνο από τη δουλειά. Ο ήχος της θάλασσας είναι υπέροχος και η σκυλίτσα έχει μία ευκαιρία να παίξει» απάντησε εκείνη ζεστά.
«Με τι ασχολείστε; Αν επιτρέπετε..» την ρώτησε ξανά ευγενικά.
«Εργάζομαι σε ένα κομμωτήριο στην παλαιά πόλη. Μου αρέσει αυτό που κάνω και καθώς η μισή μου μέρα περνά εκεί, νομίζω πως είναι μεγάλο προσόν αυτή η βόλτα» πρόφερε η Ρεβέκκα.
«Ασφαλώς. Εγώ είμαι αρχιτέκτονας» της είπε και εκείνη μειδίασε.
«Αχ, τι θα τραβάτε και εσείς. Όλη η δουλειά βρίσκεται συγκεντρωμένη σε μία κυρίως οικογένεια. Τους Κρέιν».
Κάπου εκεί, ο Ρις ύψωσε ελαφρώς το δεξί του φρύδι.
«Τι γνώμη έχετε για τους Κρειν εσείς;» την ρώτησε και εκείνη γέλασε.
«Τι να σας πω; Οι άνθρωποι ανήκουν στην ελίτ της κοινωνίας. Δεν έχω ιδέα και πώς θα μπορούσα άλλωστε, καθώς η θέση μου βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με τις σόλες των παπουτσιών τους. Τυχαία γνώρισα τον μεγάλο γιό των Κρειν και μου φάνηκε ευγενικός άνθρωπος, αλλά ως εκεί. Ο υπόλοιπος κόσμος, θαρρώ πως δεν τους απασχολεί, έχουν τους κύκλους τους δικούς τους και τα αμύθητα πλούτη» σχολίασε και ο Ρις αναστέναξε.
«Ξέρετε, μερικές φορές τα πλούτη δεν φέρνουν την ευτυχία. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν μάθει να ζουν σε μία γυάλα. Να συμπεριφέρονται όπως αρμόζει και όχι όπως θα ήθελαν οι ίδιοι, χάνοντας την αυθεντικότητα των στιγμών. Τα λεφτά σου προσφέρουν ανέσεις. Σου προσφέρουν σαφώς μία καλή θέση στο σύστημα υγείας, ταξίδια, εμπειρίες, μα τι να τα κάνεις, αν δεν έχεις με ποιον να τα μοιραστείς;» μίλησε σχεδόν σαν να τα έλεγε στον εαυτό του.
«Δεν έχετε και άδικο. Μερικοί άνθρωποι παντρεύονται για το χρήμα, μα ζουν μία ζωή δυστυχισμένοι. Τελικά πράγματι οι πλούσιοι και διάσημοι δεν κολυμπάνε στην ευτυχία, παρά μόνο στο χρήμα» έκανε μία παύση κοιτάζοντας την ώρα. «Θα πρέπει να πηγαίνω. Ωστόσο, δεν συστηθήκαμε τόση ώρα, έστω και προς χάρη της συζήτησης. Είμαι η Ρεβέκκα»
«Άλεξ, χάρηκα» άπλωσε το χέρι του τυπικά και έσφιξε το δικό της.
«Χάρηκα Άλεξ και ελπίζω να σε ξαναδώ για ακόμη ένα γύρο συζητήσεων με νόημα και βάθος» τον χαιρέτησε χαμογελώντας. Καθώς αποχωρούσε, ο Ρις έβγαλε τα γυαλιά του ηλίου και την κοίταξε. Το κινητό του χτύπησε και ήξερε πολύ καλά πως τα κατορθώματα της γυναίκας του είχαν μαθευτεί και σύντομα, θα μοιραζόταν τις προσωπικές του αποτυχίες με όλο το Σικάγο. Η θλίψη και η δυστυχία των χτύπησαν. Τίποτε δεν ήθελε αυτή τη στιγμή, ή ίσως τελικά να επιθυμούσε να χαθεί από τον κόσμο και να περάσει σε εκείνη την αθέατη και τόσο ευλογημένη πλευρά της ασημότητας. Η βόλτα με το αγαπημένο κατοικίδιο, ο αυθορμητισμός...Όλα για εκείνον είχαν χαθεί ή ποτέ τελικά δεν ήταν κτήμα του.
-------------
Ο Ελάιζα είχε νιώσει την ανάγκη να επισκεφτεί τον παππού του για ακόμη μία φορά. Η σημερινή μέρα είχε ξημερώσει επίπονα, καθώς το κομμένο και κατακρεουργημένο πόδι του, τον πονούσε πολύ στο σημείο όπου άλλοτε κρεμόταν και το άλλο μισό. Συνήθως, του είχαν πει, πως ο σωματικός πόνος του συνδεόταν με εκείνον της ψυχής. Το σώμα έμοιαζε να αναζητά μάταια, θρηνώντας το χαμένο του μέλος. Σταθμεύοντας το αυτοκίνητο, βρήκε τον παππού του να κουρεύει τον κήπο του, μονάχα που το σώμα του έμοιαζε τώρα πια υπερβολικά κουρασμένο. Κάθε λίγο σταματούσε και κοντοστεκόταν για να πάρει μία ανάσα και έπειτα πάλι από την αρχή, ξεκινούσε. Ο Ελάιζα τον χαιρέτησε και το γεροντικό του πρόσωπο, αυλακώθηκε περισσότερο με τις ρυτίδες να μοιάζουν πιο έντονες από ποτέ. Ο νεαρός του είχε αδυναμία, ίσως περισσότερο από όλους, μα το ίδιο ίσχυε και για τον Όσκαρ. Θεωρούσε τον μικρό δικό του κομμάτι, αυτοί οι δύο έμοιαζαν εξάλλου και στην εμφάνιση και στην ξεροκεφαλιά, μα και στην αντισυμβατικότητα.
«Καλώς τον!» αναφώνησε και ο εγγονός του κουτσαίνοντας, πέρασε μέσα και κάθισε μαζί του στο σαλόνι «Θα σου ετοιμάσω έναν γαλλικό. Ξέρω πώς τον πίνεις» πρόφερε γλυκά και απομακρύνθηκε με προορισμό την κουζίνα.
Οι κινήσεις του έμοιαζαν ασταθείς και σφιγμένες. Ο Ελαιζα αναγνώριζε το δίχως άλλο, την λεβεντιά σε όλα τα μέλη της οικογένειάς του, μα μπροστά του τώρα, ο αλλοτινός αρχοντικός Όσκαρ, έμοιαζε με ένα απλό γεροντάκι που είχε επιτρέψει για τα καλά στον χρόνο να τον παρασύρει σε μία δύνη που δεν του ταίριαζε. Το χέρι του, κινήθηκε αργά προς το στήθος του πιέζοντάς το. Τη στιγμή εκείνη, ο Ελαιζα ευθύς σηκώθηκε και τον πλησίασε αγωνιώντας.
«Παππού, δεν πειράζει. Κάθισε και σήμερα θα σου φτιάξω εγώ ότι θέλεις»
«Θέλω να μου φτιάξεις την καρδιά σου» του απάντησε κοιτάζοντάς τον και για λίγο ο Ελάιζα, έκανε μία παύση από τις ασχολίες του.
«Τι εννοείς;»
«Έλι μου, κάθισε και πρέπει να μιλήσουμε» πρόφερε και ο νεαρός παράτησε ό,τι έκανε και τον ακολούθησε στον καναπέ πειθήνια.
«Εδώ και χρόνια, σε βλέπω να ταλαιπωρείσαι, παλεύοντας να βρεις τον δρόμο σου. Γνωρίζω πως η ζωή της οικογένειας και η έκθεσή σου στην σκληρότητα της κοινής γνώμης, σε έκανε να απομακρυνθείς από εκείνους, βαδίζοντας λανθασμένα στο δικό μου μονοπάτι. Έναν δρόμο που δεν έκρυβε όμως κανέναν ηρωισμό, καμία τόλμη. Ποτέ μου δεν σου μίλησα για τις συνέπειες. Τις συνέπειες των απωλειών και δεν εννοώ μονάχα των σωματικών. Γνωρίζεις πως είμαι βετεράνος πεζοναύτης του Βιετνάμ και ένας άνθρωπος που πενήντα χρόνια και περισσότερα μετά, ακόμη υποφέρω από μετατραυματικό στρες. Η ψυχή αποσυναρμολογείται και έπειτα, παλεύει άνισα να εντοπίσει τα ραγισμένα της κομμάτια, κάπου ανάμεσα στα αποκαΐδια. Είναι μία συνεχής πάλη με τον εαυτό σου και με τις αξίες σου, με τη φρίκη που έζησες. Σε αυτήν την πάλη ηττήθηκα Έλι μου. Η ψυχή μου δεν άντεξε και το βάρος της βρήκε το σώμα μου» έκανε την εισαγωγή και ο Ελαιζα άλλαξε αιφνιδιασμένος στάση σώματος.
«Τι εννοείς παππού;» τον ρώτησε.
«Έχω καρκίνο στον πνεύμονα, τελικού σταδίου. Η πίκρα η συσσωρευμένη, κάπου έπρεπε να ξεσπάσει, παιδί μου». Ως και η φωνή του έτρεμε. Τα χέρια του τα γερασμένα, γύρεψαν τα νεανικά του εγγονού του. Η καρδιά του ήταν πνιγμένη στις τύψεις για το πρότυπο που υπήρξε για τον Ελάιζα « Είμαι υπερήφανος που υπήρξα πεζοναύτης, αλλά όχι για τον τρόπο που μας χρησιμοποίησαν στο Βιετνάμ. Δυστυχώς, τα στρατεύματα δεν είχαν ιδέα, για το τι συνέβαινε πραγματικά. Ήταν ένα παράξενο πείραμα, από την αρχή μέχρι το τέλος του. Για μένα, η όλη εμπειρία ήταν εξωπραγματική και δεν είχε καμία απολύτως σχέση με όσα είχα διδαχθεί ως πεζοναύτης και 'υπερασπιστής της Δημοκρατίας. Ο πόλεμος στηρίχτηκε σε ένα ψέμα, στο περίφημο "ψήφισμα του Κόλπου Τόνκιν". Οι Βιετναμέζοι ήταν ο πιο αποφασιστικός και χωρίς καμία αμφιβολία, ο πιο θαρραλέος λαός που έχω συναντήσει. Πολεμούσαν για την ανεξαρτησία τους και δεν αποτελούσαν απειλή για τη δημοκρατία μας. Ήταν ένας εχθρός αδίστακτος και αποφασισμένος και τους αντιμετωπίσαμε έτσι, ώστε να επιβιώσουμε. Δεν γνωρίζαμε τίποτα για την κουλτούρα τους, για τους ίδιους τους ανθρώπους. Μόνο το πώς να τους σκοτώνουμε και να καταστρέφουμε τον πολιτισμό τους, τον οποίο αντικαταστήσαμε με έναν άλλον, εξωγήινο. Κάναμε έναν πόλεμο, γενοκτονία των Βιετναμέζων κι εκείνοι αντιστάθηκαν και επικράτησαν. Μέσα σε όλη αυτή τη φρίκη όμως, γνώρισα εκείνη» έκανε ξανά μία παύση, καθώς η σκέψη του πέταξε μακριά, αναγκάζοντάς τον να ανακαλέσει στη μνήμη του, στιγμές έντονες. Πάθους, απώλειας, έρωτα και πολέμου «Αγάπησα την γιαγιά σου, σίγουρα. Ανέχτηκε πολλά ξεσπάσματά μου, πολλές δυσκολίες. Όμως ο πραγματικός μου έρωτας, ήταν η Φουόνγκ. Αγωνίστρια για την πατρίδα της, είχε παρεισφρήσει με κάποιον τρόπο στα λημέρια μας, για να συλλέξει πληροφορίες, έχοντας αναγκαστεί να ικανοποιεί τον λοχαγό. Ήταν η πιο όμορφη γυναίκα που έχω δει. Όνειρό της, ήταν να ζήσει στο Μπαλί. Την ερωτεύτηκα από την πρώτη στιγμή. Ευχή μου μοναδική θα ήταν, να μπορούσα να την ξαναδώ, αν ζει πλέον και έπειτα ας κλείσω τα μάτια μου. Δεν υποβιβάζω την σχέση μου με τη γιαγιά σας. Μου χάρισε παιδιά και αργότερα εγγόνια, μου χάρισε όλους εσάς, την οικογένειά μου. Ίσως τελικά, αυτό που σου αφηγήθηκα, να είναι η επιθυμία ενός γεροξεκούτη. Μη δίνεις σημασία. Αυτό που θέλω από εσένα, είναι να βρεις την ευτυχία. Μην επιτρέψεις στον πόλεμο να σου την κλέψει. Γαλήνεψε την ψυχή σου, αναζήτησε την ισορροπία σου αλλιώς κάποια στιγμή, δεν θα αντέξεις»
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top