Στοχασμός και Αναστοχασμός/part 3
Για λίγο ανασκουμπώθηκα και προσπάθησα να κάνω θετικές σκέψεις μολονότι τίποτε θετικό δεν πλανιόταν στην ατμόσφαιρα. Η αλήθεια ήταν πως ο αδερφός του με είχε προειδοποιήσει για τον πόλεμο νεύρων που θα δεχόμουν και έπρεπε να το περιμένω, ακόμη και να το υποστώ. Από την άλλη, η λίστα της εκδίκησης κρεμόταν πάνω από το κεφάλι μου σαν του Χάρου το δρεπάνι, πιέζοντάς με ακόμη περισσότερο. Κοινώς, δεχόμουν πίεση από παντού και ένας χώρος έκτακτης αποσυμπίεσης, φάνταζε ιδανικός για να μην πω, απαραίτητος. Έστρεψα το απελπισμένο μου βλέμμα προς την μεριά του μπαλκονιού και η θέλησή μου να απελευθερώσω μία κραυγή, φάνταζε πιο ισχυρή από ποτέ. Με γρήγορες δρασκελιές άνοιξα την πόρτα και ξεκίνησα να ουρλιάζω, αναστατώνοντας και ένας σμήνος από αγριόχηνες, που πέταξαν τρομοκρατημένες στον ορίζοντα. Ήταν εκείνη η στιγμή που άκουσα την πόρτα ενός εσωτερικού δωματίου να ανοίγει και να κατευθύνεται προς την μεριά μου μία φιγούρα με αργούς ρυθμούς, σαν να πάλευε με το κάθε της βήμα. Το κεφάλι μου στράφηκε απότομα προς την μεριά της, για να έρθω αντιμέτωπη με δύο υπέροχα, σκούρα κυανά μάτια που μέσα τους έκρυβαν καθαρή οργή και τίποτε περισσότερο. Το βλέμμα μου κατηφόρισε διστακτικά λίγο χαμηλότερα, σε ένα χέρι που βαστούσε με δυσκολία ένα βοήθημα, προκειμένου αυτός ο άνθρωπος να μπορεί να βαδίσει. Τα δύο δάχτυλα του αριστερού του χεριού, έμοιαζαν βίαια αποκομμένα, ενώ το δεξί του πόδι, ημιτελές, είχε ως τελική κατάληξη το γόνατο. Ασυναίσθητα, απέσυρα την ματιά μου λίγο πιο γρήγορα από το συνηθισμένο. Ο άνδρας το αντιλήφθηκε αμέσως. Τον είδα να οπισθοχωρεί αργά και κατόπιν, να μου κάνει σήμα να τον ακολουθήσω.
«Αυτά είναι όλα;» με ρώτησε ψυχρά.
«Όλα;» έθεσα την ερώτηση.
«Όλα όσα μπορείς να κάνεις ή να εφεύρεις τελοσπάντων, προκειμένου να δελεάσεις την περιέργειά μου, αναγκάζοντάς με να βγω και να σε δω. Ε, λοιπόν τα κατάφερες και βγήκα. Σε είδα, συνεχίζω να σε κοιτάζω για την ακρίβεια ,μα δεν μου λες τίποτε απολύτως μήτε σαν σπιρτάδα μήτε σαν εμφάνιση. Θα ήθελα να φύγεις. Στο ζητώ σαν χάρη εδώ που φτάσαμε» πρόφερε με εμφανή πικρία και ένιωσα πως στην φωνή του εκτός από θυμός, ελλόχευε στα σίγουρα και μία απόγνωση ή ίσως...αμηχανία.
«Κύριε Κρέιν, λυπάμαι, μα ήρθα για να μείνω. Ότι παράτολμο ή ταπεινωτικό και να κάνετε, εγώ θα είμαι η βοηθός σας. Γνωρίζω πως ο αδερφός σας στέλνει κάποια χαρτιά σχετικά με την αρχιτεκτονική εταιρεία και...» έκανα μία παύση καθώς παρατήρησα τους πίνακες γύρω μας. Ήταν πραγματικά εκπληκτικοί. Αριστουργήματα, με την διαφορά πως οι περισσότεροι είχαν σχεδόν το ίδιο περιεχόμενο. Απεικόνιζαν μία κοπέλα με μακριά, ξανθά μαλλιά και υπέροχα μαύρα μάτια. Μια αντίθεση της φύσης που πραγματικά ξεχώριζε και ήταν αδύνατον να μην προκαλέσει θαυμασμό και σαγήνη σε όποιον τη συναντούσε «Και εσείς ζωγραφίζετε υπέροχα. Καταλαβαίνω τώρα γιατί σας χρειάζεται στο σχέδιο ο αδερφός σας. Εσείς δεν φτιάξατε τους πίνακες;» τον ρώτησα δειλά και είδα το πρόσωπό του για δευτερόλεπτα να μαλακώνει, προτού γεμίσει ξανά με θυμό.
«Και τι σημασία έχει τι θέλει εκείνος; Προθυμοποιήθηκα πράγματι να σχεδιάσω μερικά πράγματα, ωστόσο στην εταιρεία εργάζονται ακόμη δύο. Τα αδέρφια μου. Μπορούν να τα βγάλουν πέρα. Από τη στιγμή ωστόσο που ακόμη δεν αποφάσισες να φύγεις, κάνε μου έναν καφέ τότε και φέρε τον μέσα» μου απάντησε ψυχρά και δάγκωσα τη γλώσσα μου για να μην μπω στον πειρασμό να τον στολίσω με κοσμητικά επίθετα.
«Καλώς κύριε» απάντησα πειθήνια και τον είδα να κοντοστέκεται.
«Από αύριο θα έρχεσαι με αθλητικά, αν δεν έχεις μετανιώσει δηλαδή. Σιχαίνομαι τους θορύβους και γι'αυτό μετακόμισα εδώ, στο εξοχικό μας, μακριά από το κέντρο. Μου δημιουργούν μία φοβία και με ταράζουν. Επομένως για την ώρα, καθώς το πάτωμα είναι καθαρό και γυαλισμένο, βγάλε τις γόβες και συνέχισε να κάνεις αυτό για το οποίο σε έστειλαν» ολοκλήρωσε και δίχως να μου ρίχνει ούτε μισή ματιά παραπάνω, αποχώρησε κουτσαίνοντας και κλείστηκε μέσα στο γραφείο του.
Στο θέαμά του η καρδιά μου ράγισε ελαφρώς. Είχα καταλάβει πως κάποιο ατύχημα του είχε συμβεί και πως η κοπέλα στις ζωγραφιές του, είχε άμεση σχέση με τον ίδιο και την ιστορία που κουβαλούσε στην τραυματισμένη του ψυχή. Από την μεριά μου, θα έκανα τα πάντα για να μείνω, ακόμη και αν το περιβάλλον εργασίας μου, εμφανώς με άγχωνε. Δεν είχαν καμία σημασία αυτά τα πλουσιόπαιδα για εμένα, μονάχα ήθελα να δω τον πατέρα μου να αλλάζει δέκα χρώματα την ημέρα που θα αποχαιρετούσε τη δουλειά του για πάντα. Θα ήταν μία ήττα που θα τον πονούσε και ίσως τον έκανε να μετανιώσει για όλες τις δικές μου για τις οποίες ευθυνόταν.
Στάθηκα για λίγο μπροστά από το μικρό τραπεζάκι. Το τζάκι σιγόκαιγε δημιουργώντας την ψευδαίσθηση ενός ζεστού και φιλόξενου περιβάλλοντος. Ένιωσα τότε τον εαυτό μου να πεισμώνει και να παίρνει τελικά την απόφαση να ανοίξει την τσάντα για να βγάλει τις πρώτες σημειώσεις. Μιας που κανένας τους δεν γνώριζε για την ταυτότητά μου, αισθανόμουν ασφαλής για την ώρα. Έριξα μία ματιά στα εισερχόμενα μηνύματα που μου είχε στείλει ο Ρις και τα οποία έπρεπε να προωθήσω με την σειρά μου στο κτήνος, που βρισκόταν κλεισμένο στο γραφείο του. Έπρεπε λοιπόν να πάρω την απόφαση και να νιώσω το σθένος του να σηκωθώ και να κατευθυνθώ στον προσωπικό του χώρο εργασίας. Έχοντας αφαιρέσει αναγκαστικά τις γόβες μου, τοποθέτησα τις πατούσες μου σε δύο μικρά πετσετάκια που ανακάλυψα στην μικρή, πρόχειρη κουζίνα του χώρου, τσουλώντας με δυσκολία στο παρκέ. Κατόπιν, χτύπησα την πόρτα σιγανά, μιας που οι θόρυβοι αποτελούσαν εμφανώς κόκκινο πανί, ωστόσο ακόμη και έτσι, δεν πήρα απολύτως καμία απάντηση. Προσπάθησα να την ανοίξω, μα κατάλαβα πως ήταν κλειδωμένη.
«Κύριε Κρέιν, σας παρακαλώ, ανοίξτε μου αν μπορείτε» του φώναξα και δύο λεπτά αργότερα, άκουσα την πόρτα να ξεκλειδώνει με αργές κινήσεις.
«Για λίγο επικρατούσε απόλυτη ησυχία και το ηθικό μου αναπτερώθηκε πως είχες φύγει» μούγκρισε.
«Ούτε το όνομά μου δεν έχετε ρωτήσει...» διαμαρτυρήθηκα.
«Γιατί να το ρωτήσω; Εσύ αν δεις στον δρόμο έναν περαστικό, θα τον σταματήσεις για να τον ρωτήσεις πώς ονομάζεται; Μάλλον όχι. Και εσύ, περαστική θεωρείσαι. Κατανοείς τον συσχετισμό ελπίζω» μούγκρισε στο τέλος.
«Δίχως καμία αμφιβολία. Ωστόσο, μιας που διαθέτω την στοιχειώδη ακόμη ευγένεια, θα συστηθώ από μόνη μου. Γκρέις Μάθιου» πρόφερα, καθώς αν έλεγα Έβανς, που ήταν και το αληθινό μου, θα βρισκόμουν σε κλάσματα φυτεμένη παρέα με τα κακοτράχαλα κυπαρίσσια του βουνού.
«Η επωνυμία σας μου είναι αδιάφορη να ξέρετε» μου ήρθε η απάντηση και ειλικρινά ένιωσα τα δόντια μου να τρίζουν, καθώς το επόμενο τρίξιμο από αυτά, θα ήταν στα σίγουρα το κάθετο άνοιγμα στο κρανίο του.
«Καλώς κύριε. Θα ήθελα να μου σημειώσετε, ακόμη και αν εμφανώς δεν έχετε την καλοσύνη, την ηλεκτρονική σας διεύθυνση. Ο αδερφός σας μου στέλνει κάποια μηνύματα, τα οποία ξεχωρίζω και όσα είναι επείγοντα καταλήγουν σε εσάς. Για να καταλήξουν ωστόσο τα ευλογημένα, δώστε μου τη διεύθυνση!» ύψωσα τη φωνή και ο Ελάιζα το φρύδι του.
«Προκειμένου για την ώρα να σε ξεφορτωθώ, ευχαρίστως. Γράφε» μου είπε και σημείωσα.
Αποχώρησα ευθύς αμέσως και αφού ετοίμασα έναν καφέ στον εαυτό μου, συνέχισα την μελέτη μου και την επικοινωνία με τον Ρις σε ό,τι χρειαζόταν. Η ατμόσφαιρα στον χώρο ήταν ηλεκτρισμένη. Ολοφάνερα και δίχως καμία αμφιβολία, ο Ελάιζα δεν με ήθελε. Του ήμουν βάρος, αν και είχα ξεκινήσει να πιστεύω πως γενικά η ανθρώπινη επαφή τον έκανε δύσθυμο και δυσλειτουργικό. Αποφάσισα λοιπόν, όσο αυτό ήταν εφικτό και μου επιτρεπόταν, να πηγαίνω με τα νερά του και να προσπαθώ να αποφεύγω τις περιττές διενέξεις. Ο Ελάιζα δεν ήταν ένας τυπικός άνδρας. Οι ιδιαιτερότητες που πιθανότατα είχαν προκληθεί από ατύχημα, του είχαν στοιχίσει τρομερά. Φαινόταν από μακριά πως όλους τους αντιμετώπιζε με καχυποψία, καθώς πίστευε πως βαθιά μέσα τους τον έκριναν για την εμφάνισή του. Κάπου εδώ, μπορούσα να τον καταλάβω. Όλοι εμείς που έχουμε γεννηθεί σε εύπορες οικογένειες, κληρονόμους μεγάλης περιουσίας, αντιμετωπίζουμε σχεδόν πάντα το ίδιο πρόβλημα που ονομάζεται δημόσια κριτική. Ο κόσμος περιμένει στην γωνία για ένα λάθος μας, προκειμένου να το βγάλει στη φόρα και να το αποδοκιμάσει.
Είχε το προτέρημα, σε σχέση πάντοτε με τον Ελάιζα, να μην ανήκω σε μία τόσο γνωστή οικογένεια, σε σημείο που να γίνομαι αντικείμενο σχολιασμού ολόκληρου του Σικάγο. Ωστόσο, είχα περάσει μία ζωή ολόκληρη να δέχομαι αποδοκιμαστική κριτική και μάλιστα από την ίδια μου την οικογένεια. Πάντοτε μου απαριθμούσαν όλα όσα δεν ήμουν ικανή να κάνω. Για τα ιδιαίτερα προσόντα μου, ούτε λόγος. Ακριβώς την ίδια λογική, είχε ακολουθήσει και ο Ταγκ. Όλοι αναζητούσαν απλώς το κατάλληλο καλούπι για να με τοποθετήσουν. Ήταν η πρώτη φορά που έκανα το βήμα να ανεξαρτητοποιηθώ. Ήξερα πως από στιγμή σε στιγμή, οι δικοί μου θα μάθαιναν για ποιους εργάζομαι. Αυτό θα ήταν μία υπέροχη έκπληξη. Βυθισμένη στις σκέψεις μου, δεν παρατήρησα πως τόση ώρα, μία φιγούρα, στεκόταν σιωπηλή μπροστά μου και δεν ήταν άλλη από εκείνη του Ελάιζα.
«Στέκομαι εδώ και πέντε λεπτά και παρατηρώ τον τοίχο απέναντί σου, παλέυοντας να καταλάβω, τι το ξεχωριστό διαθέτει για να τον κοιτάς με λατρεία και αφοσίωση» ακούστηκε η ενοχλητική του φωνή.
«Θαρρώ πως τίποτε. Αφαιρέθηκα και ζητώ συγγνώμη» ψέλλισα.
«Από τώρα; Υποτίθεται πως θέλεις να κρατήσεις και την θέση. Κοίτα, ας μη το κουράζουμε άλλο. Πήγαινε στο σπίτι σου και πες στον αδερφό μου να μην ασχοληθεί ξανά μαζί μου» τελείωσε όταν ακούσαμε το κουδούνι του σπιτιού και είδα τον Ελάιζα να ξεφυσά «Ο Ντέιμον είναι. Δουλεύει στην εταιρεία και πιθανότατα έχει έρθει για να μου αφήσει έγγραφα» τελείωσε όταν άνοιξε η πόρτα και μέσα μπήκε ένας ξανθός και ευγενικός νεαρός.
«Έλι καλησπέρα! Αυτά είναι από την εταιρεία» του είπε καλοσυνάτα και γύρισε προς το μέρος μου «Είστε η καινούργια βοηθός; Χάρηκα, Ντέιμον» πρόφερε απλώνοντας το χέρι του ευγενικά.
«Γκρέις. Χάρηκα πολύ και εγώ» απάντησα εξίσου καλοσυνάτα.
«Θα τα πετούσα στην ανακύκλωση αυτά, αλλά τελοσπάντων» άκουγα από το βάθος της Κολάσεως την μουρμούρα του Ελάιζα.
«Σε λυπάμαι. Ο Έλι είναι καλό παιδί ωστόσο» μου είπε ο Ντέιμον σε μία προσπάθεια να με παρηγορήσει.
«Και εσένα καλός ο μισθός σου μάλλον, για να διαδίδεις τις ψευδείς πληροφορίες» συμπλήρωσα και γέλασε.
«Αλήθεια σου λέω» με πείραξε, ωστόσο, ένα προειδοποιητικό βηχαλάκι από την πλευρά του Ελάιζα, ήταν αρκετό για να τον κάνει να εξαφανιστεί.
Μείναμε και πάλι οι δυο μας, με την αμήχανη σιωπή ανάμεσά μας. Το κλίμα ήταν βαρύ και τεταμένο.
«Νομίζω πως θα ήταν καλύτερα να πηγαίνεις. Σε αυτό το μέρος, όταν πέφτει η νύχτα τα πράγματα γίνονται περίεργα. Δεν βρίσκεσαι στο κέντρο του Σικάγο» μου είπε και ένιωσα τις τρίχες μου να ορθώνονται σε στρατιωτικό χαιρετισμό.
Τον είδα να αποχωρεί, ενώ εγώ ξεκίνησα να μαζεύω τα πράγματά μου. Έξω, ο ήλιος είχε ήδη βυθιστεί πίσω από τα πυκνά δάση που περιτριγύριζαν το οίκημα, το οποίο συνειδητοποίησα πως δεν ήταν εντελώς μόνο του. Σε μεγάλες σχετικά αποστάσεις, η γειτονιά είχε ακόμη μερικές βίλες, χωμένες και εκείνες πίσω από τα πυκνά δέντρα. Βγήκα από τον ανελκυστήρα και ο παγωμένος άνεμος με ανατρίχιασε, καθώς μούγκριζε παλεύοντας να συρθεί μέσα από τα τσιμεντένια κουφάρια που αποτελούσαν το ισόγειο. Ψύχραιμη ακόμη, προσπάθησα να εντοπίσω τα κλειδιά μου, όταν ένιωσα μία φιγούρα να κινείται αστραπιαία και να εξαφανίζεται. Πισωπάτησα τρομαγμένη, όταν συνειδητοποίησα πως το αυτοκίνητό μου ετοιμαζόταν να ξεκινήσει από μόνο του. Παλεύοντας να το φτάσω, είδα έναν άνδρα να έχει γείρει προς το τιμόνι, έχοντας φυσικά σπάσει το τζάμι του οδηγού. Οι φωνές μου, προκειμένου να τον τρομοκρατήσω, έφτασαν στα σίγουρα μέχρι το Σικάγο, μα αυτό που ακολούθησε, με άφησε να στέκομαι άνευρα στη θέση μου, με το αίμα μου να έχει αδειάσει. Ένα μαχαίρι, με προσπέρασε και με τρομερή ευθυγράμμιση και ακρίβεια, χώθηκε στο πλάι του επίδοξου ληστή, πιάνοντας την μπλούζα του και καρφώνοντάς τη στη λαμαρίνα. Πίσω μου, ο Ελάιζα στεκόταν πιο σκοτεινός από ποτέ.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top