Στοχασμός και Αναστοχασμός/part 1

Το κουτάλι μου στριφογυρνούσε με περισσή ανία, στην βελουτέ μπισκ αστακού σούπα μου. Βρισκόμασταν στα τέλη του φθινοπώρου και η μαγική λίμνη Μίσιγκαν είχε ξεκινήσει να παγώνει, χαρίζοντάς απλόχερα μία μαγική πινελιά χειμερινής διάθεσης. Εγώ πάλι, ήμουν κλεισμένη στο υπνοδωμάτιό μου, έχοντας καθίσει οκλαδόν στη λευκή γούνα από πρόβατο, που στόλιζε το καλογυαλισμένο μου παρκέ. Όσοι με γνώριζαν, θα ζήλευαν στα σίγουρα την πολυτελή μου ζωή, η οποία εκτός από πολυτελής ήταν και μοναχική. Οι γονείς μου με είχαν αναθρέψει σύμφωνα με τα δικά τους λανθασμένα πρότυπα, σαν να πάλευαν απελπισμένα να δημιουργήσουν μία αναγκαστική συνέχεια του εαυτού τους, η οποία, εκτός του ότι θα τους έμοιαζε εμφανισιακά, θα επιθυμούσε επιπλέον να βαδίσει εργασιακά στο δικό τους μονοπάτι. Μου είχαν εμμέσως δηλαδή επισημάνει, πως ήμουν υποχρεωμένη να συνεχίσω τον νικητήριο, στρωμένο με δάφνες δρόμο τους, χρυσώνοντάς μου ελάχιστα το χάπι, μάλλον για να αποφύγουν τις πολύωρες και παιδαριώδεις ικεσίες μου και επιτρέποντάς μου να σπουδάσω εσωτερική διακόσμηση μόνο για να αφισοκολλήσω το πτυχίο μου στον τοίχο, σαν φθηνή διαφήμιση προϊόντος.

Σήμερα ωστόσο, καθώς βρισκόμουν ολομόναχη στο διαμέρισμά μου, αναλογιζόμενη την μαύρη λίστα των μελλοθάνατων και απολαμβάνοντας την αίσθηση της βελουτέ σούπας να προκαλεί εκρήξεις στον ουρανίσκο μου, αποφάσισα να ενημερώσω την κολλητή μου για το σατανικό μου σχέδιο. Η Ρεβέκκα ήταν κομμώτρια στην παλαιά πόλη του Σικάγο, ενώ για τους γονείς μου είχε την ίδια σημασία και αξία με τις κατσαρίδες. Κοινώς, όσες προσπάθειες και αν είχαν κάνει στο παρελθόν να μας απομακρύνουν, η φιλία μας επιβίωνε, το ίδιο και η Ρεβέκκα, η οποία είχε αποδειχθεί ιδιαιτέρως ανθεκτική απέναντι στην τοξικότητα των γονιών μου καταλήγοντας να αποκτά ανοσία. Η αγάπη μου για την παλαιά πόλη μας είχε φέρει κοντά και ένας σχολικός χορός. Είχα αποφασίσει να επισκεφθώ το κομμωτήριό της και από τότε μαγεύτηκα. Η Ρεβέκκα εργαζόταν από πολύ μικρή ηλικία. Ήταν πάντοτε γλυκιά και ντροπαλή, άριστη επαγγελματίας, ένα παιδί φιλότιμο. Ποτέ της δεν ζήτησε πολλά από τη ζωή. Η ευτυχία την άγγιζε ακόμη και με τα λίγα.

«Ρεβέκκα;» ακούστηκε η φωνή μου και η κολλητή μου μούγκρισε.

«Θεέ μου Μόργκαν, τι ώρα είναι;» ψιθύρισε νυσταγμένα.

«Έχω ήδη φάει για μεσημεριανό Ρεβ. Κάτι πρέπει να κάνεις με τα ωράριά σου. Η άδεια από την δουλειά σε χάλασε. Ωστόσο, σου τηλεφωνώ για να έρθεις από εδώ. Έχουμε να συζητήσουμε σοβαρά περί της μαύρης λίστας των πολλαπλών εκδικήσεών μου» πρόφερα με νόημα και την άκουσα να χαχανίζει.

«Εύχομαι όλο αυτό να μας βγει σε καλό και τοποθετώ και τον εαυτό μου μέσα, σαν συνήγορος δικός σου, σε όποιο δικαστήριο μας οδηγήσει η τρέλα σου. Παρόλα αυτά, θα σε συμβούλευα απλώς να ξεχάσεις όσα διαδραματίστηκαν και να πας παρακάτω. Δεν έχεις την ανάγκη κανενός. Σε άλλο θέμα τώρα, τι καλό έφαγες σήμερα;» με ρώτησε με ενδιαφέρον.

«Μπισκ αστακού» απάντησα.

«Σε απλή, αγγλική μετάφραση;» ήρθε η ερώτηση.

«Σούπα με αστακό ολίγον πηχτή σαν κρέμα και με ένα ελαφρύ άρωμα λαδιού τρούφας. Ξέρεις, εκείνου του μανιταριού που στα καλά εστιατόρια στο σερβίρουν αφού πρώτα το ζυγίσουν σαν πολύτιμο πετράδι; Αυτό!» εξήγησα χασκογελώντας.

«Ακούστηκε συναρπαστικό και συνάμα δελεαστικό. Φέρε και λίγο ψωμάκι να το φουσκώσω μαζί με την σούπα, αλλιώς προβλέπω σε μία ώρα να παραγγέλνουμε πίτσα» ήταν και οι τελευταίες της κουβέντες, προτού κλείσουμε το τηλέφωνο.

Όπως προείπα, λάτρευα την Ρεβέκκα για πολλούς λόγους. Αν υπήρχε στην ανθρωπότητα αυτό που αποκαλούμε αδερφή ψυχή, ήταν ο δεσμός που είχα μαζί της. Γνωριζόμασταν σχεδόν από έφηβες. Η ζωή της Ρεβέκκας ωστόσο είχε ανατραπεί μέσα σε μία στιγμή, όταν έχασε τους γονείς της και αναγκάστηκε να συνεχίσει να εργάζεται μόλις ολοκλήρωσε τις σχολικές σπουδές. Αγαπούσε την τέχνη της κομμωτικής από μικρό παιδί όπως μου είχε εξηγήσει. Δυστυχώς για εκείνη, δεν κατόρθωσε να σπουδάσει και εγώ, δεν είχα στα χέρια μου τα χρήματα που απαιτούνταν για να την βοηθήσω. Οι γονείς μου δεν το δέχτηκαν ποτέ αυτό. Ήταν πάντοτε σκληροί με τους γύρω τους και σφιχτοί με τα συναισθήματά τους και τις οικονομίες τους, λες και θα τις έπαιρναν μαζί τους στην επόμενη ζωή, η οποία με τόσο φορτωμένο με αρνητική ενέργεια κάρμα, θα τους μεταμόρφωνε σε αρθρόποδα τελευταίας κατηγορίας, ή σε ανθεκτικές κατσαρίδες.

Μία ώρα αργότερα, εγώ και η Ρεβέκκα βρισκόμασταν στον βελούδινο καναπέ των στοχασμών. Έτσι είχαμε ονομάσει το αναπαυτικό έπιπλο, το οποίο αποτελούσε σιωπηλό ακροατή όλων των σκέψεων και σχεδίων μας ανά τα χρόνια. Η Ρεβέκκα βαστούσε στο χέρι της την κούπα με την αχνιστή σοκολάτα, ενώ στα πόδια της βρισκόταν το περιοδικό Elle ,με την τελευταία τάση της μόδας στα χτενίσματα του φετινού χειμώνα.

«Είμαι όλη αυτιά» μου είπε ξεφυλλίζοντας ανέμελα το περιοδικό, μα τη στιγμή που άκουσε από τα χείλη μου να βγαίνει η λέξη, παραίτηση, τα μάτια της γούρλωσαν και στράφηκαν μονομιάς πάνω μου. «Τι εννοείς με αυτό;» με ρώτησε.

«Εννοώ πως παραιτήθηκα. Δεν άντεξα την συμπεριφορά των γονιών μου, μήτε την αντιμετώπισή τους στο θέμα του Ταγκ. Θεωρώ αδιανόητο το να γνωρίζουν την απάτη του συγκεκριμένου και να συνεχίζουν να τον σιγοντάρουν, σαν να ήταν ο μοναχογιός τους ο κακομαθημένος. Δεν πίστεψαν ούτε λέξη μου και στο τέλος μου έριξαν και το φταίξιμο, πως δήθεν ήμουν ψυχρή μαζί του ωθώντας τον έτσι μοιραία, στην αναζήτηση παρηγοριάς» πρόφερα και την είδα να παγώνει.

Αφήνοντας με τρόπο το φλιτζάνι της στο τραπεζάκι, γύρισε τον κορμό του σώματός της προς το μέρος μου, ως ένδειξη απόλυτης σοβαρότητας και ευλαβικής προσοχής απέναντί μου.

«Τελικά η στάση των γονιών σου, κάνουν ως και τα δικά μου τα μαλλιά να σηκωθούν επαναστατικά, όρθια! Είσαι κόρη τους. Πότε επιτέλους θα σου φερθούν με αυτόν τον τρόπο; Θεέ μου, ορισμένες φορές συλλογίζομαι πως κάποιοι γονείς δημιουργήθηκαν με σκοπό να βασανίζουν τα παιδιά τους» αναστέναξε στην δική μου θέση.

«Γι'αυτό και εγώ παραιτήθηκα, ωστόσο το σχέδιό μου δεν σταματά εκεί. Ήδη πέρασα το βράδυ μου συντάσσοντας το βιογραφικό μου και μάλιστα, σκοπεύω να το στείλω άμεσα στους Κρέιν» της ανακοίνωσα και είδα το στόμα της να ανοίγει, απελευθερώνοντας ένα γέλιο, που λίγο έλειψε να μετατραπεί σε ουρλιαχτό τρόμου.

«Δεν γίνεται να μιλάς σοβαρά» κατέληξε στο τέλος, μα η δική μου έκφραση φανέρωνε κάθε αλήθεια των λεγομένων μου «Εκτός του ότι τα αδέρφια Κρέιν, αποτελούν τους ορκισμένους εχθρούς του πατέρα σου, ε, δεν ακούγονται και τα καλύτερα. Αν εξαιρέσεις τον μεγαλύτερο που είναι παντρεμένος, τον Ρις, και μάλιστα άπαντες σχολιάζουν πως είναι ένας ψυχρός και απότομος επαγγελματίας, ο μεσαίος, ο Μάριο είναι ορκισμένος εργένης με ταξίδια και παραμονή στις σκηνές τις πέτσινες, παρέα με τους Βεδουίνους στις ερήμους της Αραβίας, ενώ ο μικρότερος, ο Ελάιζα είναι σχεδόν άφαντος από την υπόλοιπη οικογένεια και την δουλειά στην εταιρεία. Είμαι πραγματικά περίεργη σε ποιόν από τους τρείς θα πέσεις» έκανε μία παύση η φίλη μου με εμένα να κρατώ σημειώσεις.

«Λοιπόν, από ό,τι κατάλαβα ο μεγαλύτερος, ο Ρις είναι η κεφαλή της εταιρείας και εκείνος που οργανώνει τις συνεντεύξεις. Ανακάλυψα την αγγελία και γράφει πως χρειάζεται μία κοπέλα για βοηθό προσωπική του αδερφού του, του Ελάιζα ωστόσο δεν αναλύει τη θέση όσο θα έπρεπε. Θαρρώ πως θα μου τα εξηγήσει όλα από κοντά. Όπως και να έχει, όποια θέση και αν μου παρείχαν στην εταιρεία ή και εκτός, χρήσιμη θα φαινόταν για τους σκοπούς μου και το σχέδιο να διαρρεύσω τις πληροφορίες που θα κάψουν τους γονείς και τη δουλειά τους. Μη σκεφτείς ειλικρινά ούτε λεπτό πως εγώ προσωπικά συμπαθώ ανθρώπους σαν και εκείνους. Όλοι οι μεγαλοεπιχειρηματίες της πόλης μας, από τα ίδια υλικά είναι φτιαγμένοι»

Η κολλητή μου έσπευσε να συμφωνήσει.

«Ακριβώς αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο, εγώ προσωπικά, θα κρατούσα τις αποστάσεις μου. Τόσα ακούγονται για την ελίτ. Στην θέση σου, μιας που παραιτήθηκες, θα φρόντιζα να πραγματοποιήσω κάποιο μακρινό ταξίδι. Θυμάσαι τον χάρτη μας;» με ρώτησε.

Φυσικά και τον θυμόμουν. Επάνω του ήταν καρφιτσωμένα άτσαλα όλα τα όνειρά μας. Σκόπευα να τα πραγματοποιήσω, μα πρώτα, επιθυμούσα να βάλω τη ζωή μου σε μία τάξη. Ίσως το να εργαστώ για τους Κρέιν να ήταν μία λύση απελπισίας, μία κίνηση που την χαρακτήριζαν βαριά συναισθήματα θυμού. Έβλεπα το χαμόγελο τα Ρεβέκκα, το πάντοτε πράο και το ένστικτό μου, μου ψιθύριζε πως όλα θα πήγαιναν καλά. Είχα ήδη στείλει το βιογραφικό μου και είχα γίνει αποδεκτή στα κεντρικά γραφεία της εταιρείας τους, προκειμένου να περάσω από συνέντευξη.

Η αλήθεια ήταν πως η συγκεκριμένη οικογένεια και οι δουλειές της είχαν γνωστές σε όλο το Σικάγο και όχι μόνο. Τις περισσότερες φορές τα σχέδιά τους με έβρισκαν αντίθετη, μιας που ήταν αφαιρετικά θα μπορούσα να πω, εντελώς μοντέρνα και κοφτά, ενώ εγώ ήμουν λάτρης του κλασσικού και της καμπύλης. Όπως και να είχε φυσικά, λόγος δεν θα μου έπεφτε, μα θα φρόντιζα να κάνω τα πάντα για να χάσει ο πατέρας μου την μεγάλη ευκαιρία. Να νιώσει έστω και στο ελάχιστο, το πόσο επώδυνη είναι η αίσθηση του να βλέπεις τα όνειρά σου και τα σχέδιά σου να διαλύονται, ή ακόμη χειρότερα, να σου τα διαλύουν τα πρόσωπα που αγαπάς.

Το ίδιο βράδυ, αποφάσισα να κάνω μία σεβαστή έρευνα που αφορούσε τα πρόσωπα της υψηλής κοινωνίας που άκουγαν στον επίθετο Κρέιν. Δίχως καμία αμφιβολία, κρίνονταν αυτομάτως και οι τρείς αυστηρώς ακατάλληλοι για εργοδότες, μα τι να έκανα που είχα πέσει στην καταραμένη την ανάγκη. Το μαρτυριάρικο διαδίκτυο, μου έκανε μία σύντομη παρουσίαση και των τριών. Ο καθένας είχε την δική του, ιδιαίτερη εμφάνιση, με τον μεσαίο να έχει μακριά, ανεμοδαρμένα μαλλιά και γένια, τον Ρις να μοιάζει με πλαστική κούκλα βυθισμένη στην κατάντια της τελειότητάς της και των αψεγάδιαστων χαρακτηριστικών της, ενώ ο Ελάιζα, αν και εξίσου όμορφος, είχε μία όψη πιο ανθρώπινη, με κυανά σκούρα μάτια και καστανά κοντοκουρεμένα μαλλιά. Για τον χαρακτήρα τους, το μόνο που γνώριζα, ήταν πως και οι τρεις θεωρούνταν η αφρόκρεμα του Σικάγο, με την γυναίκα του Ρις να κατορθώνει να γευτεί τελικά αυτήν την νόστιμη σαντιγί και να παντρεύεται τον νεαρό εκατομμυριούχο. Λίγο πριν κλείσω και το τελευταίο φως του δωματίου μου, έριξα μία τελευταία, γρήγορη μάτια στο βιογραφικό μου. Τα πάντα ήταν έτοιμα και καλομαγειρεμένα, ώστε να μην φαίνεται πουθενά η εμπειρία μου στην εταιρεία του πατέρα μου, αλλά σε μία τυχαία που είχα βρει στην Νέα Υόρκη, η οποία θα εμπλούτιζε και το παραμύθι μου με επιπλέον πληροφορίες, ώστε να δέσει το ψέμα καλά. Αναστενάζοντας μία φορά, πάλεψα να κλείσω τα μάτια μου, μόνο για να βρεθώ ξύπνια, από τις πέντε η ώρα τα χαράματα.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top