Στην υγειά της μητρός μου/ part 3
Δεν ήξερε για πότε είχε βρεθεί μπροστά από την κακοτεχνία που ονομαζόταν σπίτι του. Ο ιδρώτας είχε μουσκέψει μέχρι και το κολάρο από το πουκάμισό του, στην προσπάθεια που είχε καταβάλει να απομακρυνθεί όσο περισσότερο μπορούσε από εκείνο το μέρος, με την φωνή της Μόργκαν να κουδουνίζει ακόμη ενοχλητικά μέσα στο κεφάλι του. Ήταν κακή η ιδέα του να δεχτεί, δεν έπρεπε. Ήξερε πως υπήρχαν πιθανότητες να ξεσκεπαστεί το μυστικό του, όσο καλά φυλαγμένο και αν πίστευε πως διατηρούταν. Ανεβαίνοντας μέχρι το σαλόνι του, αφαίρεσε με μίσος το μεταλλικό κομμάτι του ποδιού του και το εκτόξευσε στο τοίχο. Ο θυμός κόχλαζε μέσα του, τα μάτια του άνετα προσομοίαζαν με δύο πυρακτωμένα κάρβουνα. Η λύση του για να ξεχνά την ιστορία που τον είχε σημαδέψει, ήταν το αλκοόλ. Το τηλέφωνό του χτύπησε και στην οθόνη εμφανίστηκε το όνομα του Ρις.
«Τι στο ανάθεμα θέλεις Ρις;» του φώναξε.
«Σε έπιασε η γνωστή σου κρίση, αφού πρώτα τα έκανες λαμπόγυαλο στους Έβανς;» η στεντόρεια φωνή του Ρις, μαρτυρούσε και με το παραπάνω τον καταπιεσμένο θυμό του.
«Παράτα με Ρις!»του φώναξε για να πάρει μία απάντηση που ομολογουμένως τον ξάφνιασε.
«Είμαι έξω από το σπίτι σου. Βγες και άνοιξε» τον διέταξε και ο Ελάιζα με κόπο έφτασε ως την πόρτα για να ανοίξει στον αδερφό του.
Στη θέα του ανοιχτού του πουκάμισου και του μέλους του που έλειπε και που βρισκόταν πεταμένο πίσω από τον καναπέ, ο Ρις ξεφύσησε και άρπαξε το μπουκάλι του ουίσκι, για να πιεί μία γουλιά. Το ποτό του έκαψε ελαφρώς τον ουρανίσκο, ωστόσο του τόνωσε τις αισθήσεις.
«Δεν θα σε ρωτήσω τι δουλειά είχες στο κλουβί με τους τρελούς. Ήρθα κυρίως για να ζητήσω συγγνώμη, καθώς σήμερα έμεινα στο γραφείο μου μέχρι αργά και σκεφτόμουν σχετικά με την ταυτότητα της κοπέλας που είχα στείλει ως βοηθό δική σου. Και ανακάλυψα...» στο σημείο αυτό, το χέρι του Ελάιζα τον διέκοψε.
«Το γνωρίζω» του απάντησε κοφτά.
«Τι γνωρίζεις;» ρώτησε ο Ρις ταραγμένα.
«Την αλήθεια για την Μόργκαν» συνέχισε το παιχνίδι της υπομονής ο Ελάιζα.
«Και ζει; Είσαι βέβαιος πως δεν έχεις κρύψει κάπου το πτώμα; Έλι δεν είναι δυνατόν να...»πήγε να του πει μα ο αδερφός του τινάχτηκε όρθιος.
«Το όνομά μου είναι Ελάιζα και όχι Έλι. Ναι Ρις το γνώριζα. Γνώριζα πως ήταν μία αναθεματισμένη Έβανς και πως οι δυο μας κάποτε, όταν ήμασταν έφηβοι είχαμε προκαλέσει μία καταστροφή, μεγέθους τσουνάμι, σε ένα από εκείνα τα γκαλά της δυστυχίας, της ταλαιπωρίας και του ξετυλίγματος της κάλπικης προσωπικότητας. Ήταν εκείνη» του απάντησε και το ουίσκι κατέβηκε για ακόμη μία φορά στον λαιμό του Ρις.
«Μα εσύ τότε, είχες επιστρέψει ενθουσιασμένος που γνώρισες μία κοπέλα, αγοροκόριτσο, που κατέστρεψε όλα τα σατέν, πανάκριβα φορέματα της βραδιάς. Την θυμόσουν μέχρι και σήμερα!Γιατί δεν είπες κάτι;» τον ρώτησε ο αδερφός του.
«Γιατί ήθελα να δω τα μούτρα των γονιών της να λυγίζουν και να παραμορφώνονται σαν τρακαρισμένες λαμαρίνες. Όλα όδευαν καλώς, μέχρι που αυτός ο καταραμένος ο πρώην της, κάρφωσε την αιτία που είμαι έτσι ακριβώς!Ένας ανάπηρος άνδρας και τίποτε περισσότερο!» τελείωσε και το βλέμμα του Ρις κατρακύλησε στο έδαφος μελαγχολικά.
«Ελάιζα, πάει καιρός που επέστρεψες και παλεύουμε με τον Μάριο να σε πλησιάσουμε. Σου ζήτησα να μπεις στην επιχείρηση γιατί είναι της οικογένειάς μας και ανήκει και σε εσένα. Ωστόσο εσύ μισούσες από πάντα την γυαλιστερή, πλούσια ζωή. Ο πόλεμος όμως σε κατέστρεψε. Δεν μας ανοίγεσαι, δεν βγαίνεις, συμπεριφερόσουν σαν τον χειρότερο αγροίκο στις κοπέλες που σου έστελνα. Μάλιστα μία σε φοβήθηκε γιατί την πλησίασες βαστώντας ένα κουζινομάχαιρο..»
«Μήπως γιατί πήγε να μου ρίξει στον καφέ ηρεμιστικά;» πρόφερε ειρωνικά ο Ελάιζα.
«Ελάιζα σε παρακαλώ. Αν χρειάζεσαι επιπλέον στήριξη, εγώ και ο Μάριο είμαστε δίπλα σου, ο μπαμπάς το ίδιο...» προσπάθησε να ολοκληρώσει αλλά ο Ελάιζα σηκώθηκε από τον καναπέ.
«Δεν χρειάζομαι τον οίκτο σου Ρις. Είμαστε Κρέιν, η πιο διάσημη οικογένεια σε όλο το Σικάγο, με τις φήμες να τρέχουν ολόγυρά μας και να μας προλαβαίνουν. Οι γυναίκες που μας πλησιάζουν, χρειάζονται κάτι από μας. Το χρήμα μας, τη διασημότητα. Παντρεύτηκες, ωστόσο υπάρχουν σύννεφα στον Παράδεισό σου. Αν εγώ είμαι αγροίκος, εσύ είσαι ο άνδρας με την ατσάλινη ματιά. Έτσι σε ονομάζουν οι καλές οι γλώσσες και τα ελλιπή μυαλά. Πάρε το απόφαση Ρις, μόνοι μας θα μείνουμε. Ο κόσμος γύρω μας δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα. Είδα σκηνές που αδυνατώ να τις βγάλω από το μυαλό μου. Έρχονται και με στοιχειώνουν τα βράδια σαν προσπαθώ να κοιμηθώ. Φωνές, κλάματα, λυγμοί και έπειτα...το θέαμα του ποδιού μου να είναι κομματιασμένο και διαλυμένο, βουτηγμένο σε μία λίμνη αίματος. Γι'αυτό έγινα χορτοφάγος. Από την ημέρα εκείνη δεν πλησίασα ποτέ ξανά το κρέας στη ζωή μου. Ο πιο ευτυχισμένος είναι ο Μάριο. Ταξιδεύει, κλείνεται στις ερήμους του Ουάντι Ραμ στην Ιορδανία και όλα καλά. Ούτε δεσμεύσεις, ούτε τίποτε» τελείωσε και ο Ρις πέρασε τα δάχτυλά του μηχανικά μέσα από τα μαλλιά του.
«Ακόμη δεν μου είπες όμως τον λόγο που το πτώμα της Μόργκαν δεν δεσπόζει κολλημένο στον τοίχο σου σαν αφίσα» τον πείραξε ελαφρώς ο Ρις.
«Ειλικρινά δεν ξέρω. Ορισμένες φορές, με ωθεί να κάνω πράγματα, όπως το να ανέβω στη ρόδα και κατόπιν να ρεζιλευτώ, γιατί δεν άντεχα τον θόρυβο από τα πυροτεχνήματα. Επίσης, μισεί τους γονείς της όπως και εγώ» έκανε μία παύση για να δει το πρόσωπο του αδερφού του αναψοκοκκινισμένο.
«Ανέβηκες εσύ σε ρόδα; Από αυτές που γυρνάνε;»
«Όχι, τις ακινητοποιημένες. Σύνελθε αδερφέ. Ναι, στην Νέιβι Πιερ. Τελοσπάντων, η αλήθεια είναι πως δεν γνωρίζω αν θέλω να την ξαναδώ. Αδυνατώ να γυρίσω να την κοιτάξω με την συνειδητοποίηση πως όχι απλώς γνωρίζει για εμένα και το πρόβλημά μου, αλλά θα γίνομαι πάντοτε ο περίγελος όπου και αν πηγαίνω» τελείωσε και ο Ρις σηκώθηκε.
«Αυτός είσαι όμως Ελάιζα. Μην φοβάσαι να δείξεις τον εαυτό σου σε κανέναν, αλλιώς θα μείνεις μόνος, δίχως φίλους. Για ό,τι χρειαστείς, είμαι ένα τηλέφωνο μακριά. Αν και είσαι χωμένος σαν τον Μόγλη εδώ μέσα, κάτι θα κάνουμε γι'αυτό».
«Το όνειρό μου πια, έπαψε να είναι η εταιρεία. Από τότε που επέστρεψα...ακολουθώ διαφορετικό μονοπάτι. Ίσως κάποτε σου μιλήσω γι'αυτό»
Αγαπούσε τα αδέρφια του και ας ένιωθε ανασφάλειες και ας πίστευε ένα διάστημα πως κανείς δεν μπορούσε και δεν ήθελε να τον καταλάβει. Έβλεπε τον εαυτό του μέσα από τον καθρέπτη να ξεπροβάλει σκυθρωπός και καμπούρης, έχοντας χάσει την αλλοτινή του ζωντάνια και ευλυγισία και το αίσθημα της αυτολύπησης σκαρφάλωνε στην ψυχή του. Ήθελε να ανοιχτεί, μα φοβόταν. Ο κόσμος, η δημοσιότητα, το παρελθόν, όλα μαζί τον τρέλαιναν. Εκείνος είχε ως μοναδικό του στόχο, να δημιουργήσει μία κλινική για τους βετεράνους, προκειμένου να τους βοηθήσει να αποδιώξουν όλα όσα αισθανόταν και ο ίδιος. Τύψεις και ενοχές για τις αποτρόπαιες πράξεις του, καθώς και για όλα όσα βίωσε στο πεδίο της μάχης. Ήταν δύσκολο, πολύ δύσκολο να στρατολογείσαι πιστεύοντας λανθασμένα πως επιτελείς έναν δίκαιο σκοπό και στο τέλος της εποχής να αντιλαμβάνεσαι πως δεν ήσουν τίποτε άλλο, από ένας ψυχρός δολοφόνος, πιόνι των χαμένων συνειδήσεων της εκάστοτε κυβέρνησης.
Η ζωή σου όμως, έχει στρεβλώσει και έχει αλλάξει. Φίλοι έχουν χαθεί, η ανθρωπιά σου έχει πάει περίπατο και εσύ συνεχίζεις να πολεμάς για να μην λοξοδρομήσεις, αυτή τη φορά με τον ίδιο σου τον εαυτό. Αυτός ο πόλεμος όμως σε πιάνει απροετοίμαστο, άοπλο, αδαή και πολλά ακόμη. Έχεις να αντιμετωπίσεις ένα τέρας αόρατο, μα καθόλα υπαρκτό που βαραίνει τις πλάτες σου. Φλερτάρεις καθημερινά με την κατάθλιψη και τις αυτοκτονικές τάσεις, με τα ξεσπάσματα οργής. Όλα αυτά ο Ελάιζα τα γνώριζε και απλώς πάλευε να αποδιώξει εκείνες τις ερεβώδεις σκέψεις που για ακόμη μία φορά έπαιζαν με το μυαλό του. Μέσα στο ημίφως έψαξε για το κινητό του. Δεν γνώριζε γιατί αποφάσισε να κάνει αυτήν την κίνηση, ή που αποσκοπούσε. Ήθελε απλώς να δει αν είχε κάποιο μήνυμα, όταν πρόσεξε ένα ολόκληρο κατεβατό να έχει κάνει κατάληψη στην οθόνη του. Ένα κατεβατό συγγνώμης.
΄΄Δεν καταλαβαίνεις, δεν μπορείς να με καταλάβεις. Στο τέλος όμως της ημέρας σκέφτομαι, πως απλώς δεν χρειάζεται. Δεν χρειάζεται να ολισθήσεις και εσύ σε αυτόν τον σκληρό κόσμο, να δεις το τεμαχισμένο του πρόσωπο. Κρατήσου στον δυναμισμό και την ανεμελιά Μόργκαν, με την ελπίδα να διαλύσεις πολλά γκαλά στο μέλλον΄΄ σκέφτηκε χαμογελώντας.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top