Στην υγειά της μητρός μου/ part 1

Κατάκοπος, κατόρθωσε να οδηγήσει μέχρι το σπίτι του. Ο Ρις βρισκόταν όλη μέρα στη δουλειά, παλεύοντας με μεγαθήρια. Η καθημερινότητά του ήταν αγχώδης και κουραστική, ενώ κάθε φορά που επέστρεφε στο σπίτι του τον τελευταίο καιρό, η Ολίβια, η γυναίκα του απουσίαζε. Μπορεί να μην ήταν υπέρ μίας παράδοσης που ήθελε τις γυναίκες κλειδωμένες στην κουζίνα, ωστόσο, επιθυμούσε έστω και μία φορά, να επιστρέψει με την μυρωδιά ενός σπιτικού φαγητού και να μην χρειαζόταν να παραγγείλει, ή να καθίσει νυσταγμένος να μαγειρέψει ο ίδιος. Δεν του άρεσε σαφώς να τα βρίσκει όλα έτοιμα και έτσι, μιας και η Ολίβια βρισκόταν μονίμως με τις φίλες της, συναγωνιζόμενη ποια θα βγάλει την καλύτερη φωτογραφία, ο Ρις αποφάσισε να μαγειρέψει μήπως κάνοντας αυτήν τη συνηθισμένη κίνηση, ξέφευγε λίγο από τις δυσάρεστες σκέψεις, οι οποίες έκλειναν μέσα τους το πρόσωπο του Ελάιζα. Ήθελε το καλύτερο για εκείνον, ήθελε να έχει μία ζωή φυσιολογική, να είναι χαρούμενος, να ονειρεύεται. Άραγε έπραξε σωστά που εμπιστεύθηκε εκείνη την κοπέλα με τόσο προσωπικά ζητήματα; Ή μήπως είχε εκθέσει παραπάνω από όσο θα έπρεπε τον αδερφό του;

----------------

Δεν είχα ιδέα για πότε βρέθηκα στο διάμερισμά μου, το οποίο είχα στολίσει και με τα ανάλογα φυτά εσωτερικού χώρου, προκειμένου να διατηρηθεί ένα καλό φενγκ σούι. Τελευταίως ωστόσο, είχα αρχίσει να πιστεύω, πως είτε είχα αφήσει τις γλάστρες μερικώς απότιστες και απεριποίητες, είτε το κάρμα και το φενγκ σούι είχαν κάνει φτερά. Με την άκρη του ματιού μου πάλεψα να εντοπίσω το κινητό μου, καθώς ήμουν πεπεισμένη πως από στιγμή σε στιγμή θα με καλούσε ο Ρις για να υποβάλει μήνυση για πλαστοπροσωπία, ψευδείς δηλώσεις, διατάραξη οικογενειακής γαλήνης και πολλά ακόμη αμαρτήματα. Το βαστούσα στα χέρια μου σαν ένα πολύτιμο και εύθραυστο αντικείμενο, όταν τελικά δονήθηκε και είδα στην οθόνη μου να εμφανίζεται το όνομα της Ρεβέκκας. Ένας λυγμός ευτυχίας δραπέτευσε υπόκωφα από μέσα μου, καθώς το σήκωνα για να απαντήσω.

«Πού σε πετυχαίνω;» με ρώτησε. Υπό άλλες συνθήκες θα ασκούσα έντονη κριτική για την παράλειψη της ΄΄καλησπέρας΄΄, ωστόσο δεδομένων των γεγονότων, την θεώρησα δικαιολογημένη.

«Σπίτι» απάντησα μονολεκτικά.

«Ωπ!Τι άλλαξε στο πρόγραμμα; Δεν είχες δουλειά με τον νεαρό απροσάρμοστο εκατομμυριούχο;» με ρώτησε και εγώ παρατήρησα με ενδιαφέρον πως όλοι της οι χαρακτηρισμοί, κούμπωναν υπέροχα στο προφίλ και την περιγραφή του Έλι. ΄΄Ελάιζα καημένη!Τι είναι τώρα αυτή η συντομογραφία και περικοπή έμμεσης οικειότητας του ονόματός του;΄΄ σκέφτηκα ακούγοντας την κολλητή μου να ωρύεται.

«Μάλλον δεν θα ξαναπάω. Αν αυτή τη στιγμή που μιλάμε δεν έχει ήδη γίνει μήνυση εναντίον μου, τότε είμαστε σε καλό δρόμο. Με θυμήθηκε. Εκείνος δηλαδή, γιατί εγώ έκοβα το χέρι μου πως οι δρόμοι μας δεν είχαν συναντηθεί ποτέ ξανά, αλλά να που βρέθηκα με ένα σωματικό μέλος λιγότερο. Θυμάσαι εκείνο το φρικτό, φιλανθρωπικό γκαλά, όταν ήμουν έφηβη και για το οποίο σου είχα μιλήσει;» την ρώτησα και την ένιωσα να το σκέφτεται.

«Στάσου! Τότε που είχες γνωρίσει έναν νεαρό και την άλλη μέρα σας είχαν κράξει πως είχατε καταστρέψει και διαφθείρει την ήδη διεφθαρμένη κοινωνία της ελίτ;»πρόφερε.

«Ακριβώς. Αυτός ο νεαρός, ήταν ο Έλι, ε, ο Ελάιζα!» πάλεψα να το διορθώσω, ωστόσο απέφυγα να κάνω αναφορά στο πρόβλημα που μου είχε εμπιστευθεί ο Ρις. Ήξερα πως κάτι τέτοιο ανήκε στα ευαίσθητα, προσωπικά δεδομένα και δεν είχα κανένα δικαίωμα να μπλεχτώ. Κλείνοντας το σύντομο τηλεφώνημα της μερικής εξομολόγησης, ξεκίνησαν τα δυσάρεστα όταν είδα το όνομα του πατέρα μου να με καλεί. Κάπου εκεί φαντασιώθηκα να διαλύω σε χίλια δύο εξαρτήματα αυτή τη βλακώδη και πολυτάραχη μικροσυσκευή, όταν το πλάνο της εκδίκησης εκτοξεύτηκε και αναδύθηκε περήφανα από την άβυσσο της ψυχής μου.

«Πατέρα; Κακώς με θυμήθηκες. Είχα μία ελπίδα να επιστρέψει το φενγκ σούι εδώ μέσα, μα μόλις μου τη σκότωσες. Τι θέλεις;» τον ρώτησα.

«Ήθελα να σε ρωτήσω, κατά πόσο η μνήμη σου βρίσκεται σε άρτια κατάσταση. Σήμερα, είναι η ημέρα των γενεθλίων της μητέρας σου και θα έχει καλεσμένους στο σπίτι. Ξέρεις πολύ καλά τι εννοώ, όταν αναφέρομαι σε καλεσμένους» γρύλισε και το φρύδι μου κύρτωσε απότομα, καθώς η ιδέα κατέβαινε, ή μάλλον ανέβαινε κατευθείαν από τα λημέρια της Κολάσεως.

«Θα είναι και η πολυαγαπημένη μου οικογένεια Ντόρις;» ρώτησα μελιστάλακτα και τον άκουσα να ξεφυσά.

«Άσε στην άκρη τις ειρωνείες και τις εξυπνάδες και πάρε τα πόδια σου και έλα!Έχω βαρεθεί να συμπεριφέρεσαι σαν να έχουμε πεθάνει. Θα είναι και ο Ταγκ εκεί και θα σου πρότεινα να το ξανασκεφτείς... Σε λίγο δεν θα σου αρκούν τα λεφτά ούτε για το ενοίκιο» μούγκρισε με μία ζωώδη υπεροχή και εγώ ξεκίνησα να θέτω νοητά το σχέδιό μου σε εφαρμογή.

«Μετά της γραμματέως του θα είναι παρών, ή μόνος; Όχι πω; μου κάνει κάποια διαφορά, ωστόσο για χάρη της μαμάς, υπόσχομαι να παραστώ στα γενέθλια» αναφώνησα πειστικά, τη στιγμή που ξεκίνησα να τρίβω τα χέρια μου. Με τον Ελάιζα είχαμε ήδη κατορθώσει να διαλύσουμε ένα πολύ καλά οργανωμένο γκαλά. Το πάρτυ γενεθλίων, ή αλλιώς η μάζωξη των ηλιθίων, θα ήταν μία πολύ εύκολη υπόθεση. Το μόνο που έπρεπε να κάνω, ήταν να σηκώσω το ανάστημά μου, να βρω το χαμένο μου κουράγιο και να ανασυνταχτώ

Ήταν αργά το απόγευμα, όταν αποφάσισα να στείλω ένα μήνυμα στον Ελάιζα, προσκαλώντας τον να τον δω, προκειμένου να συζητήσουμε. Τον είχα αφήσει σε μία πολύ άσχημη στιγμή και κάπου βαθιά μέσα μου, το αίσθημα της ανθρωπιάς με συμβούλευε να επικοινωνήσω.

΄΄Συγγνώμη για το γεγονός πως σου έκρυψα την ταυτότητά μου. Ελπίζω να νιώθεις καλύτερα και να με συγχωρέσεις. Όταν σε είδα...λοιπόν σε αυτήν την κατάσταση, ήθελα να...ξέρεις...να σε βοηθήσω΄΄ του έγραψα κοιτάζοντάς το τρεις φορές προκειμένου να σκεφτώ αν ήταν πρέπον, ελλιπές, ή ίσως υπερβολικό. Για την ακρίβεια, ελλιπές ήταν στα σίγουρα καθώς ήταν ολοφάνερο πως τραύλιζα ακόμη και στον γραπτό λόγο.

Καθώς ο χρόνος περνούσε και απάντηση δεν λάμβανα, είχα αρχίσει να πιστεύω πως κάθε προσπάθειά μου θα πήγαινε χαμένη, όταν την τελευταία στιγμή πριν το κουράγιο μου με εγκαταλείψει και φτερουγίσει μακριά, έλαβα μία σχετικά κοφτή απάντηση.

΄΄Είμαι καλύτερα. Ευχαριστώ΄΄

Τότε, για κάποιον λόγο, αποφάσισα να του θέσω μία περίεργη ερώτηση.

΄΄Έχεις πάει στη Νέιβι Πιερ;΄΄

Η απάντηση όπως ήταν λογικό άργησε να έρθει.

΄΄Όταν ήμουν μικρός΄΄ κάπου εκεί χαμογέλασα.

΄΄Θα ήθελες να ξαναπάς; Έχει και μία ρόδα. Η θέα θα είναι όμορφη και θα σε βοηθήσει να νιώσεις καλύτερα΄΄ του είπα.

΄΄Έχεις πιεί;΄΄ ήρθε απανωτά η ερώτησή του και οι σφυγμοί μου αυξήθηκαν εξαιτίας του εκνευρισμού.

΄΄Για εσάς κύριε Κρέιν, όποιος είναι ευγενικός, σημαίνει αυτόματα πως είναι υπό την επήρεια του αλκοόλ; Δεν υπάρχει πρόβλημα. Εγώ θα βρίσκομαι εκεί σε μισή ώρα και απλώς ήθελα να κάνω μία πρόταση ανακωχής΄΄ του έγραψα, ωστόσο ποτέ μου δεν πήρα καμία απάντηση.

Μέχρι το 1995 η Νέιβι Πιερ του Σικάγο, ήταν ένας άκομψος όγκος από τσιμέντο που προεξείχε στη λίμνη Μίσινγκαν και λειτουργούσε ως τερματικός για στρατιωτικά και εμπορικά πλοία. Προκειμένου όμως να προσελκύσει ντόπιους και ξένους επισκέπτες, έγινε μία τεράστια προσπάθεια και εγκαταστάθηκαν ποικίλες ατραξιόν για μικρούς και μεγάλους. Έχει ίσως την πρώτη μεγαλύτερη ρόδα στον κόσμο, με ύψος σαράντα πέντε μέτρα και φυσικά περιλαμβάνει μαγαζιά, εστιατόρια, σινεμά και στεγάζει πολλές πολιτιστικές εκδηλώσεις κατά τη διάρκεια του χρόνου. Ήταν ένας πολύς καλός τρόπος να σκοτώσω αξιοπρεπώς την ώρα μου, μέχρι να σκεφτώ καλά τις κινήσεις μου για απόψε το βράδυ. Φυσικά επέλεξα άνετα ρούχα και αθλητικά παπούτσια, καθώς ήμουν αποφασισμένη να απολαύσω στο έπακρο τη βόλτα μου.

Δίχως καθυστέρηση, ξεκίνησα παίρνοντας τα μέσα μαζικής μεταφοράς και διαβάζοντας στη διαδρομή το αγαπημένο μου βιβλίο, δραστηριότητα που εμένα προσωπικά με γαλήνευε. Φτάνοντας έως εκεί, και κατευθυνόμενη σχεδόν απευθείας προς την τεράστια αποβάθρα, προσπέρασα το μεγαλειώδες εμπορικό που δέσποζε σχεδόν στη μέση, για να φτάσω λίγο πριν τη ρόδα προς τη μεριά της λίμνης. Τη στιγμή εκείνη, ανάμεσα στο πλήθος που βάδιζε αργά, είδα μία γνώριμη φιγούρα που χάζευε τα γαλήνια και σχεδόν στάσιμα νερά. Ήταν ένας άνδρας όμορφος, με ντύσιμο μοντέρνο και άνετο και ένα υπέροχο χακί παλτό που απογείωνε μονομιάς το στυλ του. Λίγο πριν τον φτάσω, τον είδα να γυρνά αργά προς το μέρος μου και να με κοιτάζει πονηρά.

«Άργησα;»

Μου ήταν σχεδόν αδύνατο να πιστέψω, πως μπροστά στα μάτια μου βρισκόταν ο Ελάιζα. Για κάποιον λόγο ένιωθα πως είχε καταβάλει μεγάλη προσπάθεια για να βρίσκεται εδώ απόψε, κυρίως εξαιτίας της πολυκοσμίας.

«Δεν είχα ιδέα πως...» πήγα να του πω, ωστόσο με σταμάτησε.

«Φήμες λένε πως κάπου εδώ γύρω υπάρχει μία τεράστια ρόδα που σε ανεβάζει πολύ ψηλά. Ήρθα για εκείνη απόψε. Εκεί επάνω έχει πολύ ησυχία και μπορείς να δεις την πόλη ολόκληρη. Δεσποινίς Έβανς, μήπως φοβάστε τα ύψη;» με ρώτησε και ένα χαμόγελο σχηματίστηκε ευθύς στο πρόσωπό μου.

Στωικά περιμέναμε τη σειρά μας. Μέχρι τη στιγμή που καθίσαμε, ο Ελάιζα δεν είχε βγάλει άχνα, κάνοντάς με να μετανιώσω αυτήν την εκδικητική σιωπή του την οποία εγώ είχα προκαλέσει, με το να τον προσκαλέσω απόψε. Όταν πια είχε φτάσει η ώρα, ανεβήκαμε στο μικρό μας βαγόνι, το οποίο ξεκίνησε να ανυψώνεται και εγώ πάλευα να ρουφήξω τη φαντασμαγορική θέα, ξεχνώντας για λίγο τον γρουσούζη που καθόταν δίπλα μου. Πως να μην αγαπώ το Σικάγο; Την πόλη των ανέμων, των γκάνγκστερ και των μπλουζ. Όταν ήμουν μικρή και χρησιμοποιούσα τον υπέργειο σιδηρόδρομο, πίστευα πως αν έβγαζα το χέρι μου θα μπορούσα να φτάσω τα γυάλινα παράθυρα των ουρανοξυστών.

«Μοιάζεις κυριολεκτικά να το απολαμβάνεις» ακούστηκε η φωνή του Ελάιζα και εγώ τινάχτηκα στον αέρα, καθώς τόση ώρα που ήταν μουγκός, είχα απορροφηθεί στις λατρευτικές μου εκδηλώσεις για τον τόπο μου.

«Ειδικά όταν έχω καλή παρέα» μουρμούρισα και για πρώτη φορά, είδα να σχηματίζεται στο πρόσωπό του ένα χαμόγελο, ή μια γκριμάτσα που έμοιαζε με ευτυχία.

«Τώρα είμαι πεπεισμένος πως με δουλεύεις. Γνωρίζω πως είμαι η χειρότερη παρέα, ειδικά τον τελευταίο χρόνο, ωστόσο για να με καλέσεις, θα είχες τους λόγους σου. Δεν πίστεψα ούτε για μία στιγμή πως σε έπιασε ο πόνος για εμένα, καθώς τόσο καιρό με κορόιδευες δίχως τύψεις. Κανένας όμως δεν σου είπε πως είμαι αλλεργικός στα ψέματα, μιας που με έχουν κοροϊδέψει και στο παρελθόν, τόσο εμένα, όσο και τα αδέρφια μου. Για τις κοπέλες της καλής κοινωνίας του Σικάγο, είμαστε κάτι σαν μπουκέτο όμορφων ευκαιριών. Τον πατέρα μου τον αποκαλούσαν το μεγάλο κεφάλι, καθώς πάλεψε σκληρά για να δημιουργήσει αυτόν τον κολοσσό. Επομένως, δεσποινίς Έβανς, μην θεωρείτε πως ξέχασα το ψέμα που τόσο γλυκά ετοιμαστήκατε να μου πουλήσετε» πρόφερε.

«Αφού είστε πεπεισμένους για τους ποταπούς σκοπούς μου, γιατί ήρθατε;» τον ρώτησα με θάρρος.

«Ο λόγος που δέχτηκα να έρθω, ήταν γιατί αρχικά το είχα ανάγκη. Δεν βγαίνω πολύ έξω και ειδικά σε εστιατόρια και κλαμπ, σπάνια. Εδώ όμως είχα αυτήν ακριβώς τη λύση, να βρεθώ εδώ πάνω και ο καιρός ακόμη είναι γλυκός. Εν συνεχεία, ήθελα πολύ να ακούσω αυτά που έχεις να μου πεις. Πες το διαβολεμένη περιέργεια» ολοκλήρωσε και ένιωσα την καρδιά μου να χτυπά άστατα από την αγωνία.

Έπρεπε να μετρήσω πολύ καλά τα λόγια μου, αν ήθελα να παίξω σωστά τα χαρτιά μου και να μην τα κάψω.

«Νομίζω πως εμείς οι δύο κάναμε κακή αρχή» ξεκίνησα.

«Κάκιστη θα έλεγα, αλλά πώς θα μπορούσε να είναι και αλλιώς αφού οι οικογένειές μας έχουν ένα άσχημο παρελθόν αντιπαλότητας, το οποίος εσύ συνέχισες με τα ψέματά σου;»

«Ε, λοιπόν έχεις απόλυτο δίκιο. Η διαφορά είναι όμως, πως μεγαλώσαμε και δεν χαρακτηριζόμαστε πλέον σύμφωνα με τους γονείς μας. Αν κρίνω βέβαια από τα λεγόμενά σου, δεν συμπαθείς και πολύ τους δικούς μου. Όσο για τα ψέματα, έχω μετανιώσει ειλικρινά και θα έκανα τα πάντα για να επανορθώσω»ξεκίνησα να ρίχνω το δόλωμα.

«Δίχως να θελω να σε προσβάλω, αλλά όχι, δεν το νομίζω. Όσο για τους γονείς σου, μου είναι αναμφίβολα αντιπαθείς»

«Έχω μία ιδέα τότε»πέταξα στα ξαφνικά και τον είδα να προβληματίζεται.

«Αν είναι τόσο λαμπρή, όσο το να με στολίσεις με ψέματα, καλό θα ήταν να την κρατήσεις γιατί βρισκόμαστε και σε ένα ανάλογο ύψος εγκλωβισμένοι. Μάλλον γι'αυτό μου πρότεινες να ανέβουμε εδώ. Για να με στριμώξεις και να μην μπορώ να φύγω έπειτα από την ανακοίνωση της ιδέας σου» τον άκουσα να λέει και ομολογώ πως είχε πέσει μέσα.

«Εντάξει, δεν έχεις άδικο. Σήμερα, είναι τα γενέθλια της μητέρας μου..»ξεκίνησα.

«Να σου ζήσει» με διέκοψε εκείνος αλλά εγώ του έκανα νόημα να σωπάσει.

«Είμαι καλεσμένη στο πατρικό μας, ωστόσο εγώ δεν έχω καμία διάθεση να αντικρίσω τα μούτρα του πρώην μου και τα μούτρα των γονιών μου..»

«Γιατί αισθάνομαι πως η αφήγησή σου, όσο πάει και γίνεται πιο σκοτεινή και υποχθόνια;» με ρώτησε και ένα χαιρέκακο χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό μου.

«Γιατί, το νόημα είναι να πάω και να με συνοδεύσεις εσύ. Οι δικοί μου ως δήθεν άνθρωποι υψηλής κοινωνίας, δεν υπάρχει περίπτωση να σε πετάξουν έξω και να μετατραπούν σε αντικείμενο σχολιασμού των καλεσμένων τους. Η βραδιά τους ωστόσο, θα έχει καταστραφεί καθώς θεωρείται ύβρις να βρίσκεται ένας Κρέιν στον σπίτι των Έβανς και μάλιστα με την ίδια τους την κόρη. Από όλο αυτό θα βγούμε και οι δύο κερδισμένοι. Εσύ θα έχεις πάρει έμμεσα μία μικρή γεύση εκδίκησης και το ίδιο θα κάνω και εγώ» τελείωσα τη σκέψη μου, καρτερώντας με αγωνία τα αποτελέσματα. Ο Ελάιζα απέναντί μου, με κοιτούσε έκπληκτος, αν μπορούσε δηλαδή να χαρακτηρίσει κάποιος την γκριμάτσα της αλαβάστρινης μάσκας του προσώπου του ως έκπληξη.

«Θα αστειεύεσαι» πρόφερε καγχάζοντας.

«Διόλου» ήρθε η μονολεκτική μου απάντηση.

«Ούτε να το σκέφτεσαι. Εγώ εκεί μέσα δεν πατάω! Δεν υπάρχει καμία περίπτωση. Με μισούν και τους μισώ. Επίσης, έχω την εντύπωση πως δεν σε συμφέρει να μαθευτεί το ψέμα σου και να φτάσει μέχρι τον άτυχο εργοδότη σου, τον αδερφό μου τον Ρις. Δεν θα έχεις καλά ξεμπερδέματα και φυσικά αν εμφανιστούμε μαζί, οι συνέπειες ίσως είναι πιο ολέθριες από το καλό που θα έβγαινε για εμάς» μου απάντησε και για λίγο πάλεψα να ζυγίσω τις καταστάσεις.

Πράγματι, αν έφταναν τα νέα μέχρι τον Ρις, οι συνέπειες ίσως ήταν καταστροφικές. Από την άλλη, προτιμούσα να υποβάλω εγώ η ίδια την παραίτησή μου τίμια, έχοντας κερδίσει μία αξέχαστη νύχτα. Από αύριο, θα ξημέρωνε μία καινούργια μέρα και εγώ πλέον θα άνοιγα τα φτερά μου προκειμένου να ασχοληθώ με αυτό που πάντοτε αγαπούσα. Την διακόσμηση εσωτερικών χώρων. Το γραφείο το αρχιτεκτονικό, θα μου κουνούσε πλέον το μαντίλι από πολύ μακριά. Έχοντας λοιπόν σκεφτεί καλά προτού μιλήσω, στράφηκα ξανά στον Ελάιζα, όταν είδα να πέφτουν πυροτεχνήματα και την ρόδα να μας έχει σταματήσει για να τα απολαύσουμε. Δίπλα μου, ένιωσα το σώμα του άνδρα να σφίγγεται και τις αρθρώσεις των χεριών του να ασπρίζουν απότομα εξαιτίας της δυνατής του λαβής. Προσπάθησα να σκεφτώ την αιτία, όταν κατάλαβα πως υπήρχε πιθανότητα ο θόρυβος των πυροτεχνημάτων, να έμοιαζε με τους πυροβολισμούς, έστω και μακρινούς από το πεδίο της μάχης.

«Ελάιζα κοίταξέ με...» προσπάθησα να του μιλήσω ωστόσο εκείνος ψιθύρισε απλώς ένα θέλω να κατέβω.

Δίχως δεύτερη σκέψη και αδιαφορώντας για τους συνεπιβάτες μας, ζήτησα ουρλιάζοντας παρακλητικά να μας κατεβάσουν, καθώς το πρόσωπο του Ελάιζα είχε ξεκινήσει να ιδρώνει. Μπροστά μας ο ήλιος βούλιαζε και εγώ άρπαξα το χέρι του και τον οδήγησα σε μία απόμερη μεριά προκειμένου να ανασάνει.

«Δεν είμαι εγώ για τέτοια τελικά...» μου είπε στο τέλος και πάλεψα να τον καθησυχάσω.

«Δεν χρειάζεται να έρθεις απόψε. Ίσως είναι καλύτερα να επιστρέψεις σπίτι σου» του είπα και τον είδα να με κοιτάζει πλαγίως

«Θα έρθω..» τόνισε αποφασιστικά «Αν επιστρέψω τώρα, θα μου κάνει κακό. Ωστόσο, δεν έχω τίποτε να φορέσω αυτή τη στιγμή» πρόφερε και του έδειξα το εμπορικό.

«Το σκούρο μπλε, θα σου πηγαίνει πολύ. Θα θυμίζει και την απόχρωση που θα υιοθετήσει το πρόσωπο της μάνας μου και του Ταγκ μόλις σε δουν» έτριψα τα χέρια μου.

«Να είσαι έτοιμη ωστόσο, να αντιμετωπίσεις τον αδερφό μου. Θα μαθευτεί το ψέμα σου και ο Ρις ειδικά, δεν θα χαρεί καθόλου. Τελευταία έχει και εκείνος τα θέματά του» μου είπε και χαμήλωσα τα μάτια μου στη γη.

«Ας το κάνουμε λοιπόν!» φώναξα και ο δρόμος της εκδίκησης φάνηκε φωτεινός να με καθοδηγεί με ευλάβεια. 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top