Η σοφία της ηλικίας/part 2
Vymeria στο αφιερώνω γιατι χαρη σε εσενα συνεχιζω
Ο ίδιος ψυχρός και αλαβάστρινος πρίγκιπας ωστόσο, είχε λάβει την άμορφη φιγούρα του στοιχειού στον ύπνο μου, παρά το ρόφημα της βαλεριάνας που είχα πιει μονορούφι, ελπίζοντας να φτάσει πιο γρήγορα στα εγκεφαλικά μου κύτταρα που είχαν κηρύξει τον πόλεμο της αϋπνίας. Τι θα έλεγα στον Ρις για το φιάσκο αυτό; Τι δικαιολογία θα έβρισκα πέραν της ρηχής και χιλιοειπωμένης ατάκας ΄΄δεν είναι αυτό που νομίζετε;΄΄ Το χάραμα με βρήκε να κοιτάζω μαγνητισμένα το ξυπνητήρι και να το παρακαλώ για πρώτη φορά στη ζωή μου, να ανακοινώσει βίαια το σήκωμά μου από το κρεβάτι.
Δέκα λεπτά αργότερα, βρέθηκα να σέρνω τον ταλαιπωρημένο σκελετό μου στο μπάνιο και να ρίχνω άψυχα νερό δροσερό στο πρόσωπό μου. Η πετσέτα έτριβε απαλά το δεξί μου μάγουλο, όταν άκουσα το τηλέφωνό μου να χτυπά. Τα πόδια μου ευθύς λύγισαν, έτοιμα να τρέξουν, μα όταν αντίκρισα το όνομα στην οθόνη, ευχήθηκα από μέσα μου να πάθαινα λουμπάγκο και να μην έφτανα ποτέ να το σηκώσω.
«Δεσποινίς, σας θέλω στο γραφείο μου σε μισή ώρα» ήρθε η διαταγή από τον Ρις και το τηλέφωνο έκλεισε αμέσως. Καμία άλλη κουβέντα δεν ειπώθηκε και η καρδιά μου ξεκίνησε να βροντοχτυπά.
Την απόλυση την είχα κερδίσει επάξια και το παραδεχόμουν. Τώρα απλώς παρακαλούσα να μην ακολουθήσει καμιά μήνυση και έφτανα στο σημείο, αντί να εκδικηθώ, να χαροποιήσω τους γονείς μου και το εξαίσιο πλάσμα που μου έριξαν στο διάβα μου για γαμπρό. Καθώς όμως τότε δεν είχα παραβιάσει μία από τις δέκα εντολές, ο Θεός με είχε λυπηθεί και τον είχε αποσύρει κακήν κακώς. Στημένη στο ημίφως, καθώς από την βιασύνη να ετοιμαστώ δεν πάτησα ούτε τον διακόπτη του φωτός, ντύθηκα και χτενίστηκα στο σκοτάδι και αρπάζοντας την τσάντα μου, βγήκα από το διαμέρισμα τρέχοντας.
Στη διαδρομή, το ρίγος είχε αρχίσει να αγκαλιάζει το κορμί μου με χάρη και σαγήνη. Είχα πει ψέματα και είχα μπλέξει με τους Κρειν. Δεν λέω, στην ουσία εγώ προσωπικά δεν είχα τίποτε εναντίον τους, ωστόσο απέφευγα όλη μου τη ζωή την συσχέτιση με ανθρώπους που ανήκαν στον δικό μου οικονομικό κύκλο. Οι Κρειν και ο χρυσός Κρειν όπως ονόμαζαν τον Αλεξάντερ, τον πατέρα τους, είχαν κακή φήμη σε ό,τι αφορούσε την προσωπική τους ζωή, καθώς από επαγγελματική άποψη, όλοι έλεγαν τα καλύτερα. Το να μπλεχτώ λοιπόν μαζί τους, ήταν σαφώς μία ανώριμη κίνηση απελπισίας, πασπαλισμένη με αυτοκαταστροφικές τάσεις και ιδού το λαμπρό αποτέλεσμα. Φαντασιωνόμουν να βρίσκομαι γονυπετής στο ακριβό χαλί του Ρις και να ζητώ παθιασμένα να δείξει έλεος. Ποιος; Εκείνος με την ανελέητη ματιά που θα πάγωνε ακόμη και την έρημο στη χερσόνησο της Σαουδικής Αραβίας ή ακόμη χειρότερα την ίδια την Κόλαση. Καθώς όμως ο χρόνος ήταν άτεγκτος και προχωρούσε μονάχα μπροστά, εγώ βρέθηκα να στέκομαι στις πολυτελείς πόρτες που στεγάζονταν τα γραφεία των Κρειν.
Μπαίνοντας και εξαιτίας των τύψεων, διατηρούσα το βλέμμα μου χαμηλωμένο, φοβούμενη πως αν κοιτάξω τριγύρω, θα έρθω αντιμέτωπη με την σκληρή και αποδοκιμαστική ματιά των εργαζόμενων. Ο ανελκυστήρας μετρούσε τους ορόφους, ο ιδρώτας μου έσταζε σαν να ήμουν κερί που το είχαν εκθέσει στον καύσωνα και το γραφείο του Ρις ξεπρόβαλε θεόρατο μπροστά μου, αφού εγώ ένιωθα είδη αρκετά μικρή. Με τρεμάμενο χέρι, χτύπησα την πόρτα και ένα μουγκρητό εκ μέρους του νεανία από μέσα, μου έδωσε το πράσινο φως για να βαδίσω στην αγχόνη. Μπροστά μου, ο Ρις φορούσε ένα υπέροχο κοστούμι και τα μαλλιά του φαίνονταν φρεσκοκουρεμένα.
«Κύριε Κρειν...» ψέλλισα άνευρα για να δω το χέρι του να υψώνεται και να με σταματά.
«Καθίστε, μην στέκεστε, δεν έχω βάλει πινέζες στις καρέκλες» μου είπε σοβαρά και εγώ άφησα τον εαυτό μου να πέσει άτσαλα σαν τον κουβά που κατέρρεε χύνοντας όλο το βρομερό περιεχόμενό του «Αρχικά θα ήθελα να μου εξηγήσετε, γιατί είπατε ψέματα» ξεκίνησε και εγώ είχα επικεντρωθεί στο μήλο του Αδάμ που ανεβοκατέβαινε με νευρικότητα.
«Γιατί αν σας έλεγα την αλήθεια, δεν θα με προσλαμβάνατε» μου βγήκε αυθόρμητα η πρώτη σκέψη την οποία ευθύς και μετάνιωσα. Ο άνδρας απέναντί μου στένεψε τα μάτια του, ενώ θα ορκιζόμουν πως ένα ελαφρύ μειδίαμα εμφανίστηκε για κλάσματα του δευτερολέπτου στα χείλη του προτού χαθεί για πάντα.
«Είναι αλήθεια και νομίζω πως είναι λογικό. Και οι δύο γνωρίζουμε καλά πως εκτός από ανταγωνιστές στον επαγγελματικό χώρο, οι οικογένειές μας ποτέ δεν τα πήγαν καλά. Αυτό είναι ένα κομμάτι. Το άλλο είναι πως δεν βρίσκεστε σε δυσμενή οικονομική θέση, επομένως δεν θα καταλάβαινα τον λόγο που θα ζητούσατε δουλειά σε εμένα από όλες τις επιχειρήσεις του Σικάγο. Ξέρετε, ο πατέρας σας, έχει παίξει μαζί μας αυτό το χαρτί παλαιότερα. Είχε στείλει δικό του άνθρωπο και για την ακρίβεια την κυρία που εργαζόταν στο σπίτι σας. Μήπως θυμάστε το περιστατικό;» ξεκίνησε η δίκη μου και εγώ κοιτούσα δεξιά και αριστερά αναζητώντας μάταια δικηγόρο υπεράσπισης.
Ο Ρις όμως είχε απόλυτο δίκαιο. Ο πατέρας μου είχε πράγματι χρησιμοποιήσει το χαρτί, όταν αναζητούσαν και εκείνοι κάποια κυρία για να καθαρίζει τους χώρους των γραφείων τους. Ο πατέρας μου ήταν ένα ζωντανό κάθαρμα και υπόδειγμα αντιεπαγγελματισμού.
«Έχετε δίκαιο» ψέλλισα.
«Και τι να το κάνω; Σας ακούω λοιπόν» με παρότρυνε να συνεχίσω και εγώ ξεκίνησα να αφηγούμαι την αιώνια ιστορία της εκδίκησης. Όταν πλέον είχα τελειώσει, η μάσκα του Ρις παρέμεινε άθικτη και αμετατόπιστη στο πρόσωπό του «Ο μόνος λόγος που ειλικρινά δεν σας πετώ έξω, είναι ο αδερφός μου. Για κακή μου τύχη, είστε ο μοναδικός άνθρωπος που κατόρθωσε να δεχτεί ο ίδιος, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να σας συνοδέψει στο ίδιο σας το σπίτι. Ειλικρινά, λυπάμαι που με θεωρείτε τόσο ρηχό άνθρωπο, σε σημείο να πάρω από εσάς τις προσφορές του πατέρα σας για το έργο που περιμένουμε και οι δύο να κερδίσουμε. Δεν θα δεχόμουν καμία σπιουνιά και καμία βοήθεια. Έχω την περηφάνια μου και το φιλότιμο οδηγούς στη ζωή μου και αυτό μου αρκεί. Ωστόσο, μέσα από όλα αυτά, οφείλω να παραδεχτώ ένα πράγμα. Πως κρατήσατε για τον εαυτό σας την εξομολόγησή μου σχετικά με το πρόβλημα του Ελάιζα. Ήταν η μοναδική, τίμια κίνηση εκ μέρους σας» έκανε μία παύση και τον λόγο πήρα εγώ μαζεύοντας από το πάτωμα κυριολεκτικά όσο κουράγιο και υπόληψη μου είχαν απομείνει.
«Τον αδερφό σας τον έχω συναντήσει στο παρελθόν σε ένα φιλανθρωπικό Γκαλά. Ήταν εκείνο που καταστρέψαμε μαζί ταράζοντας τα γαλήνια νερά της υψηλής κοινωνίας. Ήμουν πάντοτε ένα άτομο που ζούσε στη σκιά του ονόματος της οικογένειας. Είχε φτάσει όμως η ημέρα να τινάξω από επάνω μου τον τίτλο και να ακολουθήσω το δικό μου μονοπάτι. Όταν ήρθα εδώ, πράγματι ήμουν άνεργη και αποφασισμένη να μην επιστρέψω ποτέ ξανά στον πατέρα μου. Ομολογώ πως έμμεσα ήθελα να τους εκδικηθώ και να τους τρίψω στο πρόσωπο, την φθονερή αποκάλυψη πως εγώ εργάζομαι για τους αιώνιους ανταγωνιστές τους. Τελικά, αναζητώντας την δική μου ισορροπία, κατέληξα να πέσω στην παγίδα της εκδίκησης. Όμως η όποια συμπεριφορά μου απέναντι στον Ελάιζα ήταν αληθινή. Κάλεσα τον αδερφός σας, προκειμένου να με συνοδεύσει σε μία βόλτα, στην μεγάλη ρόδα. Τον είδα να πονά ψυχικά μπροστά στον θόρυβο των πυροτεχνημάτων. Μακάρι να μπορούσα να κάνω αληθινά κάτι για να τον βοηθήσω και αυτή τη φορά με ειλικρίνεια. Είναι δύσκολος, μα τον καταλαβαίνω. Οι απώλειες ήταν πολλές και όχι μόνο σωματικές» τελείωσα και για πρώτη φορά, είδα το πρόσωπο του Ρις να χαλαρώνει.
«Στον πόλεμο σκοτώθηκαν οι καλύτεροί του φίλοι και ο Ελάιζα κατηγορεί τον εαυτό του πως δεν μπόρεσε να τους σώσει. Ήταν την ίδια στιγμή που είδε και ένιωσε το πόδι του να κομματιάζεται. Έκτοτε, έχει παλέψει να επικοινωνήσει με την οικογένειά τους, αλλά ακόμη δεν τον δέχονται. Τους θυμίζει εκείνους που έχασαν και τον απορρίπτουν. Αυτό τον θλίβει περισσότερο, όπως και η εγκατάλειψή του από τον πρώτο του έρωτα, όσο έλειπε στον πόλεμο και επειδή πλέον δεν είναι αρτιμελής, αντιμετωπίζοντας τρομερές δυσκολίες. Σου μιλώ γιατί σε αυτό το κομμάτι, παρά την απογοήτευση και τον θυμό μου, σε εμπιστεύομαι» μου είπε και δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια μου.
«Αν το επιθυμούσε και ο Ελάιζα, θα ήθελα να συνεχίσω αφιλοκερδώς να τον βοηθώ. Φυσικά αν με δέχεστε και αν με δεχτεί και εκείνος μετά από όλα αυτά» ψέλλισα και τον είδα να το σκέφτεται.
«Δεν ξέρω αν αυτό θα ήταν το μεγαλύτερό μου λάθος, ή ό,τι πιο σωστό έχω αποφασίσει. Θα μιλήσω μαζί του και θα το σκεφτώ. Με απογοήτευσες, ωστόσο το ένστικτό μου μου λέει, πως δεν είσαι κακό άτομο και δεν μοιάζεις στους γονείς σου. Ευτυχώς. Θα είμαστε σε επικοινωνία» πρόφερε κοφτά και σηκώθηκα με κόπο.
Ήθελα να τον αγκαλιάσω για το ποιόν του. Ήταν ένας εξαιρετικός άνθρωπος και του άξιζαν τα καλύτερα. Άλλος στη θέση του θα με είχε προσβάλει και διώξει με τον χειρότερο δυνατό τρόπο.
«Να είστε καλά..» πρόφερα και σηκώθηκα μαγκωμένα για να πέσω επάνω στο στέρνο του Μάριο.
«Η ατμόσφαιρα μυρίζει μπαρούτι» είπε παιχνιδιάρικα «Μην μου πεις πως ο αδερφός μου μεταμορφώθηκε σε λυκάνθρωπο; Το συνηθίζει...» τον πείραξε και ο Ρις κοκκίνισε από θυμό.
«Μάριο! Σοβαρέψου. Η δεσποινίδα έφευγε...» μου έκανε νόημα και εγώ με ένα ανεπαίσθητο μειδίαμα έκλεισα την πόρτα πίσω μου.
-----------------------
Ο Ελάιζα καθόταν μονάχος του στο γραφείο του, μπροστά από μία οθόνη υπολογιστή και πάλευε να ρίξει μία ματιά στα αρχιτεκτονικά σχέδια της εταιρείας. Θυμόταν πως από τότε που ακόμη ήταν μικροί, ο ζήλος του πατέρα τους για το επάγγελμα, ήταν τεράστιος. Αποκαλούσε συχνά τους αρχιτέκτονες ΄΄οραματιστές΄΄ και υποστήριζε πως ίσως ήταν το μοναδικό επάγγελμα που άφηνε την σφραγίδα ενός ανθρώπου επί της γης ακόμη και μετά τον θάνατό του. Η αρχιτεκτονική όσο δύσκολη και αν ήταν, συνδύαζε πολλά. Έπρεπε κάποιος, να έχει πολλές σφαιρικές γνώσεις και προσωπικό στυλ ώστε να μπορεί να συνεννοηθεί με διαφορετικά συνεργεία και ανθρώπους ταυτόχρονα. Ο Ελάιζα, διέθετε αυτόν τον αέρα του οραματιστή, μονάχα που τα δικά του μάτια δεν έχτιζαν κτήρια. Είχε επιλέξει την πορεία του παππού του. Ήταν πάντοτε γενναίος και αντισυμβατικός. Ήθελε να ακολουθήσει έναν δικό του δρόμο, μακριά από την ταμπέλα του οικογενειακού τους ονόματος.
Αυτή τη στιγμή, οι γραμμές μπροστά στην οθόνη, του φάνταζαν θολές. Αδυνατούσε να συγκεντρωθεί, καθώς στο μυαλό του τριγυρνούσε η στιγμή της απόλυτης ντροπής για τον ίδιο, όταν έθιξαν την ιδιαιτερότητά του. Μολαταύτα, το ένστικτό του, του ψιθύριζε πως η Μόργκαν δεν ήταν το άτομο που θα ασκούσε κριτική και ο ίδιος σκεφτόταν τώρα έντονα, το όνειρό του να ανοίξει την κλινική για να βοηθήσει τόσες τραυματισμένες ψυχές, σαν την δική του. Χρειαζόταν ωστόσο βοήθεια. Πέντε λεπτά αργότερα, χτύπησε το τηλέφωνό του και στην οθόνη είδε το όνομα του μεγάλου του αδερφού. Ο Ρις Κρέιν ένας από τους πιο συζητημένους άνδρες του Σικάγο, είχε κατορθώσει να δεσμευτεί μετά από χρόνια ατελείωτα αλλαγής συντρόφων, στέλνοντας μετά από κάθε συνάντηση τον προσωπικό του οδηγό να τους αφήνει ένα μπουκέτο με λουλούδια και μία ευγενική, δακρύβρεχτη συγγνώμη. Σήκωσε το τηλέφωνο ανόρεχτα και άκουσε τη φωνή του Ρις ελαφρώς βραχνιασμένη.
΄΄Θα συναντηθούμε επιτέλους σε εξωτερικό χώρο; Σε ένα καφέ, ας πούμε;΄΄ τον ρώτησε περιμένοντας ακόμη μία αρνητική απάντηση, μα προς μεγάλη του έκπληξη είχε πέσει έξω.
΄΄Εντάξει. Λέγε μέρος΄΄ άκουσε τον αδερφό του και για μία στιγμή τρόμαξε να το πιστέψει.
΄΄Στο Goddess and the Baker΄΄ ήρθε η τυπική απάντηση του Ρις και ένα αχνό, στραβό χαμόγελο, σχηματίστηκε στο πρόσωπο του Ελάιζα.
Ο αδερφός του το αγαπούσε τρομερά γιατί του θύμιζε τα χρόνια που το επισκέπτονταν με όλη την οικογένεια. Όσο σκληρός και ατσάλινος και αν έδειχνε, μην εκφράζοντας σχεδόν ποτέ το θυμό ή κάποιο άλλο ανθρώπινο συναίσθημα έντονα, ο Ελάιζα ήξερε πως στον Ρις έλειπε πολύ η μητέρα τους και η αιτία ήταν ξανά ο ίδιος και η απόφασή του να καταταγεί στο στρατό.
Το συγκεκριμένο καφέ, είχε έναν αέρα μοντέρνο, με ζωηρά χρώματα και γκουρμέ επιλογές για ό,τι ποθούσε ο καθένας. Φυσικά ανάλογα με την εποχή, άλλαζαν και οι επιλογές στα φαγητά, ωστόσο τα δύο αδέρφια εκτιμούσαν τον καλό καφέ και ο Ελάιζα τα χορτοφαγικά γεύματα. Μπαίνοντας, απέφυγαν τα τραπέζια εκείνα που βρίσκονταν προς την μεριά της τζαμαρίας και αποφάσισαν να καθίσουν προς τα μέσα, σε ένα γωνιακό τραπέζι για δύο άτομα. Φυσικά, καθώς άπαντες τους αναγνώριζαν, οι σερβιτόροι σχεδόν σκίστηκαν να τους εξυπηρετήσουν, καρφώνοντας ελαφρώς αδιάκριτα το βλέμμα τους στον Ελάιζα. Όλοι γνώριζαν για την επιλογή του και όλοι είχαν καταλάβει πως κρυβόταν από την κοινωνία.
«Έπρεπε να φορέσω περούκα και γυαλιά ηλίου» μόρφασε ο Ελάιζα έχοντας δώσει την παραγγελία με μισή και κρύα καρδιά.
«Μάθε να μην νοιάζεσαι για τον κόσμο. Ξεχνάς τις χρυσές εποχές που σχολίαζαν τα ΄΄προσόντα΄΄ μου; Τα χαμηλού επιπέδου κουτσομπολίστικα περιοδικά, είχαν μπει κυριολεκτικά μέσα στο παντελόνι μου» γέλασε για λίγο ο Ρις και ο Ελάιζα συνειδητοποίησε πως ίσως υπήρχαν και χειρότερα.
«Πώς είσαι εσύ;» ρώτησε τον μεγάλο του αδερφό, ωστόσο τον είδε να αποφεύγει ακόμη και την οπτική επαφή.
«Εδώ αν και ήρθαμε με εμένα, δεν ήρθαμε για εμένα. Ελάιζα, θέλω να μιλήσουμε σχετικά με την Μόργκαν. Γνωρίζω πως έπρεπε να είμαι πιο προσεκτικός και να την παρατηρήσω καλύτερα, ωστόσο μέσα στην αγωνία μου για να σου βρω βοήθεια, δεν έδωσα την σημασία που έπρεπε με αποτέλεσμα να σου στείλω την κόρη των αντιπάλων μας» μουρμούρισε ο Ρις με τα χέρια του να περνάνε αμήχανα μέσα από τα καστανά του μαλλιά.
«Η αλήθεια, ποτέ μου δεν κατάλαβα αυτή σου την ανάγκη να μου βρεις γραμματέα. Σου έχω εξηγήσει μυριάδες φορές, πως δεν θέλω να μπλεχτώ με τη δουλειά. Για εσένα μπορεί να ήταν όνειρο ζωής, μα δεν ισχύει το ίδιο και για εμένα. Έχω περάσει πολλά στη ζωή μου και αυτό που επιθυμώ είναι να ξεκινήσω από το σημείο μηδέν του εαυτού μου. Υποφέρω από πολλά πράγματα και από κάπου πρέπει να ξεκινήσω. Έκανα μεγάλο λάθος που πήγα στο σπίτι της Μόργκαν, ωστόσο απόλαυσα το βλέμμα των γονιών της και του επιφανειακού πρώην της. Σκοπεύω να ασχοληθώ με την δημιουργία κλινικής για την αποκατάσταση ανθρώπων σαν...εμένα. Χρειάζομαι βοήθεια σαν γραμματειακή υποστήριξη και σκεφτόμουν πως ίσως...Η Μόργκαν βοηθούσε. Είναι η μόνη που έχω ανεχτεί δίχως να την έχω σκοτώσει ή διώξει με βίαιο και λίαν αντιεπαγγελματικό τρόπο από το σπίτι. Η τελευταία έφυγε υπό την απειλή σουγιά, ενώ οι υπόλοιπες αδυνατούσαν να συγκεντρωθούν, είτε γιατί τις έλκυα όπως είπαν σαν μαγνήτης, είτε γιατί επιδίδονταν σε ακατάλληλες ερωτήσεις σχετικά με τα ελλιπή μέλη του σώματός μου» πρόφερε με δυσκολία και ο Ρις τον κοίταξε με σοβαρότητα.
«Παρά το γεγονός πως σιχαίνομαι αυτήν την οικογένεια, θα επιτρέψω στην μικρή να συνεχίσει να δουλεύει για εσένα, αλλά θέλω να προσέχεις. Ελάιζα το τελευταίο διάστημα είναι και για εμένα δύσκολο. Αν επιθυμείς να την έχεις για γραμματέα στο νέο σου έργο, καλώς. Όμως θέλω να σκεφτείς και το ενδεχόμενο να έρθεις στη δουλειά μας παράλληλα. Πρόσεχε την Μόργκαν. Μακάρι να αποδειχτώ λάθος και να έχει ανοσία σε όλα τα κακά γονίδια της οικογένειας. Επίσης, καλό θα είναι να γνωρίζεις πως μία τέτοια σχέση, έστω και επαγγελματική, θα σε φέρει στο προσκήνιο των ρεπόρτερ. Δεν γνωρίζω αν είσαι έτοιμος για κάτι τέτοιο. Οι δημοσιογράφοι ξεσκίζουν σάρκες» προσπάθησε να πει προτού τα φλας τους τραβήξουν την προσοχή. Ο Ρις ετοιμάστηκε να σηκωθεί, μα ο φωτογράφος είχε γίνει καπνός και ο νεαρός άνδρας ήδη γνώριζε την επόμενη επικεφαλίδα στην εφημερίδα.
Αναστενάζοντας, σηκώθηκαν και οι δύο, με τον Ελάιζα να επιστρέφει στο σπίτι του και τον Ρις να αποφασίζει να πάει στη δουλειά καθώς η οικοδομική άνοιξη που επικρατούσε, τον ανάγκαζε να εργάζεται μέχρι αργά. Ευτυχώς είχε αφήσει τον Μάριο στο πόστο του, αν και ποτέ δεν μπορούσε να είναι βέβαιος για τα μυαλά του συγκεκριμένου του αδερφού. Με αμήχανες κινήσεις, κοιτούσε τακτικά την οθόνη του κινητού του, μήπως και είχε κάποια απάντηση από τη γυναίκα του.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top