Η σοφία της ηλικίας/part 1

Ο Ρις αποχώρησε από το σπίτι του αδερφού του βαθιά προβληματισμένος. Καθώς οδηγούσε, στο μυαλό του γυρνούσαν μανιωδώς στιγμές οικογενειακής γαλήνης που είχε ζήσει με όλα του τα αδέρφια, καθώς και με την δυνατή παρουσία της μητέρας του. Ο γάμος των γονιών του ήταν λαμπερός και απολύτως πετυχημένος. Λατρεύονταν σαν ζευγάρι και αγαπούσαν τα παιδιά τους. Η περιουσία τους είχε προέλθει από την μεριά του παππού τους, κοινώς του πατέρα του πατέρα τους. Ο πατέρας τους, είχε το δυναμικό όνομα, Αλεξάντερ. Ο Όσκαρ, ο παππούς τους, ήταν περίπου ογδόντα πέντε χρονών και κάποτε, σε νεαρή ηλικία είχε λάβει μέρος στον πόλεμο του Βιετνάμ. Ίσως ο Ελάιζα που ήταν σχετικά κοντά του, θέλοντας να αποφύγει τον δρόμο της εταιρείας, να είχε αποφασίσει να ακολουθήσει τον δρόμο εκείνου. Ο παππούς του ωστόσο, διόλου περήφανος δεν ήταν για έναν πόλεμο που είχε ξετυλίξει για ακόμη μία φορά το κουβάρι της ανθρώπινης θηριωδίας. Ο Όσκαρ δεν επιθυμούσε να ακολουθήσει ο εγγονός του αυτόν τον δρόμο, μα ο Ελάιζα ήταν αρκετά ξεροκέφαλος. Ο απολογισμός αυτής της απόφασης, έπληξε για τα καλά την οικογένεια Κρέιν, με την μητέρα να πέφτει σε κατάθλιψη, τον πατέρα να αποστασιοποιείται ψυχικά από τα ίδια του τα παιδιά και τα υπόλοιπα μέλη να παλεύουν να βρουν τις αλλοτινές ισορροπίες τους.

Το ατύχημα του Ελάιζα που κάποτε του κόστισε ένα μέλος του σώματος και δύο δάχτυλα, ανέτρεψε πολλά. Ο Ρις, ο οποίος ήταν πάντοτε ένα τέρας λογικής, ψυχραιμίας και ψυχρότητας προς όλους τους υπόλοιπους πλην της οικογένειάς του, είχε κάνει κυριολεκτικά ό,τι περνούσε από το χέρι του για να βοηθήσει τον μικρό του αδερφό. Αυτή τη στιγμή έπλεε σε πελάγη αβεβαιότητας και θυμού που αποδείχτηκε ανίκανος να καταλάβει από την πρώτη στιγμή την απάτη της Μόργκαν, θέτοντας την ψυχολογία του αδερφού του σε κίνδυνο. Του αρκούσαν οι κόντρες και οι απειλές από την μεριά των Έβανς, καθώς και τα ταχυδακτυλουργικά τους προκειμένου να του αρπάξουν τυχόν δουλειές. Σε λίγο θα βρισκόταν στο σπίτι του δίπλα στην Ολίβια, με την οποία ο γάμος τους είχε υιοθετήσει τελευταίως χρώματα μουντά. Οι δυο τους έμεναν σε μία υπέροχη μονοκατοικία, φτιαγμένη όπως την είχαν ονειρευτεί.

Παρά το γεγονός πως αρχικά ο δύσκολος χαρακτήρας ήταν ο Ρις, ο οποίος φοβόταν να εμπιστευθεί, έχοντας κερδίσει και με το παραπάνω τον τίτλο του ψυχρού και ατσάλινου εκατομμυριούχου, το τελευταίο διάστημα εκείνη φαινόταν ψυχρότερη απέναντί του. Στην αρχή της γνωριμίας τους, η Ολίβια με τα εντυπωσιακά της χαρακτηριστικά, έκανε τα πάντα για τον κερδίσει. Ο Ρις δεν ήταν ο ευκολότερος άνθρωπος που υπήρχε. Φυλούσε πάντοτε την καρδιά του, προσπαθώντας να μην πληγωθεί. Στην Ολίβια χάρισε ένα κομμάτι της, το οποίο είχε ξεκινήσει ωστόσο να διαλύεται αργά και μεθοδικά. Την έβλεπε να απομακρύνεται. Την έβλεπε να νοιάζεται μονάχα για όσο ήταν διατεθειμένος να της προσφέρει, όπως όλες όσες τον είχαν πλησιάσει. Καμία προσωπική φροντίδα, καμία ψυχολογική στήριξη. Με τον Μάριο και τον Ελάιζα είχαν ελάχιστες επαφές.

Το κλειδί του γύρισε στην πόρτα αργά και παρά το γεγονός πως ήθελε να επιτρέψει στον εαυτό του να σωριαστεί στην πρώτη διαθέσιμη πολυθρόνα, εκείνος αναζήτησε την Ολίβια αποζητώντας στην ουσία τα χάδια και την αγκαλιά της. Η φωνή του συνέχισε να ηχεί στον αδειανό χώρο του σπιτιού, με μόνο σημάδι της ένα σημείωμα που του εξηγούσε πως ήθελε να παγώσει τον γάμο τους και πως ο ίδιος είχε αλλάξει όντας απών εξαιτίας κυρίως της κατάστασης του Ελάιζα. Εν συνεχεία του τόνισε πως επιθυμούσε να μείνει στους γονείς της για λίγες μέρες, προκειμένου να ηρεμήσει και να σκεφτεί το ζήτημα του γάμου τους. Είχαν απομακρυνθεί. Αυτό του καταλόγιζε και πολλά ακόμη.

Το σημείωμα μετατράπηκε σε μικρά άμορφα κομματάκια στα χέρια του άνδρα, πετώντας τα με θυμό στο πάτωμα. Τελευταία τίποτε δεν του πήγαινε καλά. Ως και ο γάμος του κατέρρεε, ωστόσο δεν ήταν η πρώτη σχέση που τον είχε σημαδέψει. Η προηγούμενη που είχε ως φοιτητής και πολύ πριν γνωρίσει την γυναίκα του, είχε καταλήξει σε φιάσκο, με την κοπέλα να αρπάζει την πιστωτική του στα κρυφά, να αδειάζει τον λογαριασμό του και να εξαφανίζεται για πάντα από την ζωή του σαν να μην σήμαινε απολύτως τίποτε. Τελικά ο καλύτερος ήταν ο Μάριο που ασχολούταν με τα ταξίδια και την καλοπέραση, συνδυασμένα με την εργασία. Ξεφυσώντας, έκατσε στην πλευρά τη δική του στο κρεβάτι, κοιτώντας την οθόνη του κινητού του απαξιωτικά και όντας σε πλήρη σύγχυση για το τι θα έπρεπε να στείλει στη γυναίκα του, ή αν άξιζε τον κόπο τελικά, μιας που εκείνη προτίμησε να φύγει αφήνοντας ένα απλό χειρόγραφο μήνυμα για ένα θέμα τόσο σημαντικό. Τελικά θα της έστελνε απλώς, ένα κοφτό μήνυμα αντάξιο της φήμης του περί σκληρότητας και ψυχρότητας και θα την αντιμετώπιζε με την πρώτη ευκαιρία που θα του δινόταν.

Η νύχτα ωστόσο ήταν εξίσου σκληρή και για τον Ελάιζα που είχε κοιμηθεί ελάχιστα. Το ξημέρωμα τον βρήκε ημίγυμνο και ξεσκέπαστο, να κοιτάζει το ταβάνι προσδοκώντας αφελώς να αλλάξει χρώματα ή σχήματα, κάτι για να του αποτραβήξει τη σκέψη από την αποκάλυψη του προβλήματός του στην Μόργκαν. Δεν ήταν απλώς σωματικά ανάπηρος, μα και ψυχικά. Ένας ταραγμένος βετεράνος, επικίνδυνος. Γυρνώντας το κορμί του αδέξια, η ματιά του καρφώθηκε σε μία οικογενειακή φωτογραφία. Τότε που ακόμη ζούσε η γιαγιά του και που η μητέρα του χαμογελούσε από καρδιάς. Προσεκτικά την πήρε στα χέρια του απιθώνοντάς την έπειτα με λατρεία στο στήθος του. Η σκέψη του τώρα φτερούγισε στον Όσκαρ και την ομοιότητά τους να έχουν υπηρετήσει στο στρατό, αποκτώντας τελικά τραυματικά βιώματα που θα άλλαζαν για πάντα τον ρου της ζωής τους. Ο ήλιος του Σικάγο είχε ανατείλει και μαζί του η καθημερινότητα που ετοιμαζόταν να ξεδιπλωθεί νωχελικά για ακόμη μία φορά.

Απρόθυμα προσάρμοσε το τεχνητό μέλος, παίρνοντας την απόφαση να επισκεφθεί τον παππού του και στέλνοντας ένα κοφτό μήνυμα στην Μόργκαν πως θα απουσίαζε από το εργασιακό περιβάλλον, το οποίο βρισκόταν ουσιαστικά εντός του σπιτιού του. Το τελευταίο πράγμα που επιθυμούσε, ήταν να δει την κρυφή αυταρέσκεια στο πρόσωπό της για την προσωπική της επιτυχία να εκδικηθεί τόσο το περιβάλλον της, όσο και τον ίδιο μέσα σε ένα βράδυ.

΄΄Γαμώτο!΄΄ αναφώνησε τρίζοντας τα δόντια του και ευχαριστημένος με την επικείμενη επίσκεψή του σε έναν άνθρωπο που ήταν επίσης βετεράνος και που τα βιώματά τους ήταν παρόμοια.

Ο Όσκαρ ήταν ένας άνθρωπος σοφός αν και μελαγχολικός. Η σοφία του είχε τις ρίζες της στα ταξίδια που είχε πραγματοποιήσει, καθώς ο ίδιος σε αντίθεση με τον Ελάιζα, λάτρευε τις νέες εμπειρίες και την επαφή του με κόσμο από όλο τον πλανήτη. Όταν τα αγόρια ήταν ακόμη μικρά, συνήθιζε να τα μαζεύει σε μία γωνιά και να τους δείχνει την παλάμη του χεριού του, λέγοντάς τους πως όλοι οι άνθρωποι βαστούσαν στα χέρια τους τον κόσμο, χαρτογραφημένο διαφορετικά για τον καθένα, ανάλογα με τις γραμμές που υπήρχαν στο δέρμα τους. Τους προέτρεπε να κάνουν ταξίδια και να μην διστάζουν ποτέ να γνωρίζουν διαφορετικούς ανθρώπους και διαφορετικές κουλτούρες ανοίγοντας τους ορίζοντές τους. Ο ίδιος όντας πολυταξιδεμένος, είχε αποκτήσει μία σοφία διαφορετική που τον είχε βοηθήσει και στηρίξει, ιδιαίτερα στην ψυχολογία του που αρκετές φορές στο παρελθόν ισορροπούσε σε τεντωμένο σχοινί.

Η μικρή του μονοκατοικία ήταν πνιγμένη στις βουκαμβίλιες, σε μία γειτονιά ολοπράσινη και ήσυχη με καλοδιάθετους γείτονες που πάντοτε υποδέχονταν, ειδικά τον Ελάιζα, με ιδιαίτερη χαρά. Σταθμεύοντας το αυτοκίνητό του μπροστά, χαιρέτησε την Λίλη που πότιζε με ζήλο τον κήπο της και στη θέα του τα μάτια της βούρκωσαν.

«Ο γλυκός μου στρατιώτης» ψιθύρισε μιας που είχε πολλούς μήνες να τον δει.

Ο Ελάιζα της χαμογέλασε πάντοτε με μία σκιά να καλύπτει τα όμορφα μάτια του. Από την αμηχανία της στιγμής, τον ελευθέρωσε ο Όσκαρ που τον πλησίασε και τον ακούμπησε στον ώμο κοφτά και αντρικά όπως έκαναν οι δυο τους. Στέλνοντας φιλιά στην Λίλη, ο Όσκαρ εισήλθε στο σπίτι μαζί με τον εγγονό του.

«Λοιπόν, θαρρώ πως πρέπει να σας ανακοινώσω τον θάνατό μου για να επισκεφθείτε το γερόσκυλο!» τον μάλωσε «Ο ανεπρόκοπος ο γιός μου και τα εξίσου ανεπρόκοπα αδέρφια σου, πού να βρουν χρόνο για τον Γεροκρέιν. Χάρηκα πολύ που επιτέλους σε είδα εσένα μικρέ. Με είχες ανησυχήσει ομολομε τη συμπεριφορά σου» τον πείραξε και ο Ελάιζα χαμογέλασε αχνά.

«Είχες πάντοτε το χάρισμα να κάνεις και την πιο δύσκολη στιγμή, μα και την πιο βαριά καρδιά να μοιάζουν φτερό στον άνεμο» πρόφερε πίνοντας μία γουλιά νερό.

«Η ζωή Έλι είναι σαν ένα καρδιογράφημα. Έχει τα πάνω της και τα κάτω της, μα αυτά είναι που σου υπενθυμίζουν πως εξακολουθείς να υπάρχεις. Όπως εσύ, έτσι και εγώ έχουμε ζήσει στιγμές φρίκης ανείπωτης. Υπήρξαμε όμως τυχεροί έχοντας πίσω μας μία οικογένεια που μας αγαπούσε και μας στήριζε, καθώς και την οικονομική άνεση για να εξασφαλίσουμε θεραπείες και ψυχολογική στήριξη. Ο γιός μου στάθηκε τυχερός και βρήκε μία υπέροχη γυναίκα, ακόμη και αν η καρδιά της δεν άντεξε την απόφασή σου. Ο γιος μου ήταν τολμηρός και πίστευε στα καλά που θα του έφερνε η ζωή, κάτι που δεν βλέπω να κάνετε εσύ και ο Ρις, με εξαίρεση τον Μάριο που ακολουθεί το δικό του μονοπάτι» έκανε μία παύση.

«Παππού, παλεύω για την εσωτερική μου ηρεμία και ισορροπία. Μία σχέση είναι αδύνατη αυτήν τη στιγμή. Θα με τάραζε περισσότερο, άσε που δεν πιστεύω βλέποντας τον Ρις,στην αληθινή αγάπη»

«Ε, δεν πειράζει. Μπορεί να πιστεύει εκείνη σε εσένα» απάντησε πρόσχαρα ο Όσκαρ κλείνοντάς του το μάτι.

Περισσότερο από κάθε άλλον, γνώριζε τι σήμαινε πραγματικά το μετατραυματικό στρες. Χιλιάδες βετεράνοι του πολέμου του Βιετνάμ, είχαν βάλει τέλος στη ζωή τους. Τα τραύματα εξάλλου που χαράζονται στις ψυχές, δεν εμφανίζονται πάντοτε αμέσως. Ο Ελάιζα εξαιτίας αυτού του τρομερού σοκ, χρειαζόταν άμεση ψυχολογική στήριξη, προκειμένου να κατορθώσει να αποδεχτεί τη φρίκη, το άγχος και την απώλεια όχι μόνο του ποδιού του, αλλά και δύο συντρόφων του στη μάχη. Η απομάκρυνσή του από το πεδίο θεωρήθηκε ατιμωτική για εκείνον και για τα χρόνια που προσπαθούσε. Ο Όσκαρ γνώριζε έναν βετεράνο του Βιετνάμ, ο οποίος επιστρέφοντας από το πεδίο της μάχης, δολοφόνησε δέκα αθώους συμπολίτες του.

Έχοντας βιώσει στο πετσί του όλη αυτή τη λανθασμένη, ανεπίτρεπτη κουλτούρα, προσπάθησε να προστατέψει τον Ελάιζα, ο οποίος ήθελε να διαφοροποιηθεί από την οικογένεια και όντας αθλητής και δραστήριος, το μόνο ΄΄μετάλλιο΄΄ που του έλειπε, ήταν εκείνο του ήρωα του πολέμου. Είχε ξεκινήσει με τρομερό ενθουσιασμό, πηγαίνοντας στην άλλη άκρη και θεωρώντας πως ήταν μία ηθική υποχρέωση. Ο πόλεμος όμως στο Ιράκ, όπως και στο Αφγανιστάν, ήταν ένα λάθος. Όλοι οι πόλεμοι, λάθος είναι. Η καθημερινότητά του, στις Αμερικανικές βάσεις, ήταν δύσκολη. Οι κλιματικές συνθήκες ήταν ανυπόφορες, ενώ στο σήμερα, θυμάται ακόμη την κρίσιμη παρέμβασή του την τελευταία στιγμή, ώστε να μην πεθάνει από τη ζέστη ένα νεαρό παιδί. Οι δικές του βάσεις, είχαν ορισμένες ανέσεις, με αίθουσες αναψυχής, ενώ κάποια βράδια τους επισκέπτονταν χορεύτριες, ώστε να εξυψώσουν το ηθικό της μονάδας. Η επιστροφή όμως, η μάχη του ίδιου σου του εαυτού με το σωστό και το λάθος, η δολοφονία ενός παιδιού ζωσμένου με εκρηκτικά, όλα αυτά, δεν ξεχνιούνται. Έρχονται στο σήμερα και σε στοιχειώνουν, σε διαλύουν αργά και μεθοδικά. 

----------------------

Όλο το βράδυ ονειρευόμουν χίλιους και διαφορετικούς τρόπους για να βασανίσω τον Ταγκ για την ασέβεια και την χοντροπετσιά που είχε επιδείξει και που ξεπερνούσε την ανοχή ακόμη και του ζωώδους ένστικτού μου. Μερικές φορές θεωρούσα πως η αδικία είχε πατήσει επάνω μου και με τα δύο της πόδια, καθώς τόσο οι γονείς μου, όσο και ο πρώην τερατώδης σύντροφός μου, δεν αντιπροσώπευαν ούτε στο ελάχιστο εμένα και τα πιστεύω μου. Κατέληγα να σκεφτώ πως αυτό που πραγματικά με ενοχλούσε, δεν ήταν το κοινωνικό στρώμα στο οποία ανήκα, μα το οικογενειακό υπόστρωμα, που αποτελούσε και τη ρίζα του κακού. Χρόνια πάλευα μέσα μου να ισορροπήσω, φλερτάροντας ουκ ολίγες φορές με την ιδέα του ψυχολόγου, καθώς ως γνωστό, στην Αμερική μετά τον κολλητό σου φίλο, θέση είχε ο ψυχολόγος. Άλλες πάλι φορές περπατούσατε και οι τρεις αγκαλίτσα ταυτόχρονα. Αυτές ήταν οι στιγμές που ζήλευα ευγενώς την κολλητή μου. Δούλευε σε ένα κομμωτήριο στην παλαιά πόλη του Σικάγο, το οποίο μάλιστα ήταν ξακουστό. Οι περισσότεροι αγαπούσαν τα βόλτες σε αυτές τις γειτονιές και το κομμωτήριο της φίλης μου είχε φιλοξενήσει σπουδαίες προσωπικότητες. Όπως μου έλεγε συχνά και η ίδια, έλα να σου πω ποιοι έχουν φαλάκρα, ποιων γυάλισα το περουκίνι και σε ποιους έχει ξεκινήσει η βαφή των μαλλιών για να δείχνουν στην κάμερα φρεσκαδούρες΄΄. Η αλήθεια ήταν πως τα σπουδαιότερα νέα, τα μάθαινες είτε από τα κομμωτήρια, είτε από τα κέντρα αισθητικής.

Το πρωινό εκείνο, έμελλε να ξημερώσει με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη Ρεβέκκα. Με τον Κας τα πράγματα έβαιναν λίαν καλώς και μάλιστα είχαν κανονίσει να συναντηθούν την ώρα του μεσημεριανού της διαλείμματος. Η Ρεβέκκα έφτασε από τις πρώτες όπως συνήθως, καθαρίζοντας λεπτομερώς σε σημείο ψυχαναγκασμού, τον χώρο που θα υποδεχόταν τους πελάτες, όταν άκουσε το καμπανάκι της πόρτας. Ρουφώντας λαίμαργα μία γουλιά καφέ για την καλύτερη δυνατή λειτουργία των εγκεφαλικών κυττάρων και σωματικών μελών, ετοιμάστηκε για την υποδοχή, όταν ο κατάλογος με τα χτενίσματα γλίστρησε αδέξια από τα χέρια της για να προσγειωθεί την τελευταία στιγμή σε δύο άλλα. Μπροστά της στεκόταν ο Ρις Κρέιν. Τα καστανά ψυχρά του μάτια, θα τα αναγνώριζε και ο τελευταίος ζητιάνος των πεζοδρομίων μιας που οι αφίσες με τις φωτογραφίες του βρίσκονταν σχεδόν παντού. Από κοντά ωστόσο, είχε μία αύρα πιο εύθραυστη, πιο ανθρώπινη και σήμερα ειδικά, τα χαρακτηριστικά του προσώπου του φαίνονταν τσακισμένα.

«Καλημέρα δεσποινίς. Θα ήθελα ένα απλό κούρεμα, αν μπορείτε» της ζήτησε ευγενικά σχεδόν δίχως να την κοιτάζει στα μάτια.

«Βεβαίως, καθίστε. Θα θέλατε μήπως ένα καφεδάκι; Έχω φροντίσει να υπάρχουν διαθέσιμες όλες σχεδόν οι γεύσεις» του είπε ευγενικά.

«Λάτρης του καφέ και εσείς;» την ρώτησε.

«Και εμείς και ποιος άλλος;» γύρισε την ερώτηση εκείνη παλεύοντας ταυτόχρονα να ξορκίσει την αμηχανία.

«Και εγώ. Θα μου χρειαστεί σήμερα ειδικά. Είμαι άυπνος και η δουλειά είναι απαιτητική...» πρόφερε σχεδόν μέσα από τα δόντια του και η Ρεβέκκα μπορούσε να αισθανθεί την αύρα της δυστυχίας του. Από μέσα της ευχαριστούσε την τύχη της που είχε κατορθώσει να φτάσει ένα τέταρτο νωρίτερα και έτσι τους έμεναν ακόμη πέντε λεπτά, μέχρι να εμφανίζονταν και οι υπόλοιποι συνάδελφοι, οι οποίοι μόλις θα αντίκριζαν τον Ρις, θα ζητούσαν στα σίγουρα φωτογραφία μαζί του.

Η δουλειά τους ήταν βουτηγμένη στη σιωπή με τη συνοδεία λίγων διακοπτόμενων αναστεναγμών.

«Έχεις αδέρφια;» την ρώτησε εκείνος στα ξαφνικά κάνοντας το πιστολάκι να τρανταχτεί για δευτερόλεπτα στα χέρια της.

«Έχω έναν αδερφό, μα βρίσκεται στη Νέα Υόρκη» του απάντησε κοκκινίζοντας ελαφρώς.

«Έχετε καλές σχέσεις;» ρώτησε ξανά.

«Ναι, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν είχαμε και τα καβγαδάκια μας» πρόφερε εκείνη κάνοντας ταυτόχρονα εικόνα τον μικρό της αδερφό και τις δυσκολίες που είχαν αντιμετωπίσει και εκείνοι σαν οικογένεια με την απώλεια των γονιών «Έχετε μήπως κάποιο θέμα με τα αδέρφια σας; Συγγνώμη που σας ρωτώ, μα τόση ώρα σας βλέπω πως βασανίζεστε, σαν να υπάρχει ένα μεγάλο αγκάθι στην ψυχή σας. Η συμβουλή μου η ταπεινή, είναι να το βγάλετε από μέσα σας σε κάποιον άνθρωπο φυσικά που εσείς εμπιστεύεστε» χαμογέλασε ντροπαλά η Ρεβέκκα και ο Ρις ξεφύσησε.

«Αμφιβάλλω αν είχα ποτέ μου αληθινούς φίλους. Ίσως οι μόνοι που είχαν υιοθετήσει αυτόν τον ρόλο, ήταν τα αδέρφια μου. Τελευταία βέβαια παλεύω να βοηθήσω τον μικρό μου αδερφό, δίχως αποτέλεσμα. Ορισμένες φορές φοβάμαι πως γίνομαι υπερβολικός ή υπερπροστατευτικός Φοβάμαι πως τείνω να πάρω έναν ρόλο που ανήκει στους γονείς μου, μα ανησυχώ για τον μικρό. Θέλω να είναι καλά και να μην πληγωθεί άλλο, όπως εγώ, όπως οι Κρέιν γενικά. Τι σας λέω όμως και εσάς; Εμφανώς γνωρίζετε από τα περιοδικά ή το ίντερνετ. Έχετε σχηματίσει την άποψή σας»

«Ίσως ο αδερφός σας να έχει ανάγκη από μία στήριξη. Επίσης να σας γνωστοποιήσω πως δεν ασχολούμαι ιδιαίτερα με όλα αυτά»

«Δεν μου φταίτε σε τίποτε να σας ζαλίζω με τα προβλήματά μου. Πρασύρθηκα, απλώς...νιώθω πως δεν έχω κάπου να μιλήσω και απλώς τα βγάζω από μέσα μου»

«Μην ανησυχείτε. Έχω κρυφό πτυχίο στην ψυχολογία. Άνθρωποι είμαστε κύριε Κρέιν. Όλοι έχουμε ανάγκη να μιλήσουμε σε κάποιον, ακόμη και άγνωστο»

Για λίγο, φάνηκε να αναπτερώνεται το ηθικό του, με αποτέλεσμα να της ανοιχτεί ακόμη λίγο.

« Ο αδερφός μου δεν θέλει να βλέπει άνθρωπο. Έχω προσπαθήσει να τον πείσω να έρθει μαζί μας, με εμένα και τον μεσαίο αδερφό μας στη δουλειά, καθώς θα του έκανε καλό. Ακόμη και με την άρνησή του ωστόσο, προσπάθησα να του βρω κάποια κοπέλα που θα τον βοηθούσε με όσα έγγραφα του έστελνα εγώ, για να κοιτάζει και να διατηρεί έστω μία τυπική επαφή με το αντικείμενο. Η αλήθεια είναι πως,η μόνη διαφορά που παρατηρώ, είναι ότι με την τελευταία, έχει αντέξει μερικά εικοσιτετράωρα, ωστόσο θα αναγκαστώ να τη διώξω» πρόφερε με δυσκολία και η Ρεβέκκα τινάχτηκε.

«Μα,γιατί; Μπορεί εκείνη η κοπέλα να του κάνει καλό. Να τον βγάλει από το καβούκι του. Εξάλλου, αν όπως ισχυρίζεστε και εσείς τον αγαπάτε και τον νοιάζεστε, ίσως θα πρέπει να το σκεφτείτε και να κάνετε μία υποχώρηση. Πού ξέρετε; Μπορεί και να βγει σε καλό» τον συμβούλεψε όταν άκουσε το κουδουνάκι και τις συναδέλφους να εισέρχονται και να παραπατούν στο θέαμα του Ρις και εκείνης να μιλούν σαν δύο καλοί γνωστοί.

«Κύριε Κρέιν;» ακούστηκε η τσιριχτή φωνή μίας ξανθιάς μικροκαμωμένης γυναίκας, ωστόσο το ατσάλινο βλέμμα του Ρις και το σκυλίσιο χαμόγελο της Ρεβέκκα, την έκαναν να μαζευτεί.

«Ο κύριος επιθυμεί ησυχία καθώς έχει λιγάκι πονοκέφαλο. Ήταν αυστηρός ακόμη και μαζί μου και μου ζήτησε να μην ενοχληθεί αν αυτό είναι εφικτό. Σας παρακαλώ να τον σεβαστείτε» τελείωσε η Ρεβέκκα.

«Αυτό που είπε η κυρία» συμπλήρωσε ο Ρις που κυριολεκτικά ήθελε να χαμογελάσει βλέποντας τις συναδέλφους να μπαίνουν σχεδόν ακροπατώντας και ψιθυρίζοντας προκειμένου να μην διαταράξουν την ηρεμία του εκατομμυριούχου.

Όταν πλέον τελείωσαν, ο Ρις κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέπτη ικανοποιημένος με το αποτέλεσμα. Φορώντας εκ νέου το σακάκι του που του έδινε έναν αέρα αλλιώτικο, πιο λαμπερό, πιο εντυπωσιακό, πλησίασε προς το ταμείο ζητώντας ευγενικά την Ρεβέκκα και δίνοντάς της ένα επιπλέον ποσό για την προσωπική της δουλειά.

«Δεσποινίς δεν ξέρω τι θα έκανα δίχως την βοήθειά σας. Συγγνώμη αλλά ούτε το όνομά σας δεν ρώτησα» ξεκίνησε και η Ρεβέκκα χαμογέλασε, ωστόσο μόλις αντίκρισε το ποσό ετοιμάστηκε να ουρλιάξει.

«Ονομάζομαι Ρεβέκκα και θεωρώ πως το ποσό είναι πολύ παραπάνω από αυτό που αξίζω κύριε Κρέιν. Ένα απλό κούρεμα ήταν δεν έκανα και τίποτε» του είπε για να δει το αλαβάστρινο και μονίμως σοβαρό πρόσωπό του να σπάει ελαφρώς και να μειδιά αχνά.

«Είστε και τίμια. Ωστόσο, με βοηθήσατε περισσότερο από όσο πιστεύετε. Είχα κυριολεκτικά ένα φριχτό βράδυ και είμαι βέβαιος πως και η μέρα που θα ακολουθήσει, θα κυμανθεί στα ίδια επίπεδα. Ωστόσο, κατόρθωσα να πατάξω τη θολούρα του μυαλού μου και να μην πάρω μία βεβιασμένη απόφαση. Ίσως πρέπει να σκεφτώ καλύτερα. Σας ευχαριστώ και πάλι για όλα και συγχωρέστε με αν σας ζάλισα. Θα προτείνω το κομμωτήριο στον κύκλο μου, να είστε βέβαιη» τελείωσε και πληρώνοντας, αποχώρησε περήφανα όπως άρμοζε άλλωστε σε έναν Κρέιν και ο Ρις, ήταν ο πρίγκιπας της οικογένειας.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top