Η Αγάπη με πολλούς τρόπους / part 1
η παραλια Τζιμπαραν με τα θαλασσινά
Υπάρχει κάτι στον κόσμο αυτόν, ίσως κάποια ενέργεια, ίσως το συναίσθημα που λέγεται ΄΄αγάπη΄΄, το οποίο βοηθά να γιατρευτούν όλες οι πληγές, ή τουλάχιστον οι περισσότερες. Η ζωή είναι μικρή, δεν είναι αιώνια. Αρκεί όμως ο γύρος της για να γνωρίσουμε την απόλαυση, την αγάπη, την γαλήνη και την ισορροπία. Τα ταξίδια, μας βοηθούν να γεμίσουμε την ψυχή μας με εικόνες καινούργιες, με χαμόγελα καινούργια και να γευτούμε την φιλοξενία, ή τον πλούτο που έχει να μας προσφέρει μία ξένη χώρα.
Το Μπαλί, ήταν ένας προορισμός σωτηρίας, με στόχο την αγάπη. Όχι απαραίτητα, ούτε αποκλειστικά, την ερωτική. Η αγάπη εξάλλου έχει πολλά πρόσωπα και εκφράζεται μέσα από πολλούς τρόπους. Μέσα από προσευχές, μέσα από το χαμόγελο ή μέσα από την ευχή ενός παππού για τον εγγονό του, ώστε να κατορθώσει να γιατρέψει την ψυχή του, αφήνοντας πίσω τα τραύματα του πολέμου. Μπορεί εκείνος να μην κατόρθωσε να το κάνει, ήταν βέβαιος όμως, πως είχε στείλει τον Ελάιζα στο κατάλληλο μέρος, την κατάλληλη στιγμή και με αποστολή του, την εύρεση του έρωτα. Στην προκείμενη περίπτωση, η σημασία ήταν διττή, το νόμισμα είχε δύο όψεις και ο νεαρός βετεράνος θα το αντιλαμβανόταν πολύ αργότερα, όταν το νερό θα είχε μπει πλέον στο αυλάκι. Μπαλί λοιπόν. Το σημείο του επίγειου Παράδεισου, με τους απλούς, φιλοσοφημένους ανθρώπους του, με τον ποταμό Ayung, που σημαίνει ΄΄όμορφος΄΄ στα μπαλινέζικα, τις χρυσές αμμουδιές, τις ιδιόμορφες μουσικές και την προσευχή του. Το Μπαλί είναι ο τόπος που τον γνωρίζεις με όλες τις αισθήσεις σου, όπως συμβαίνει και με την αγάπη.
Ένα ακόμη ξημέρωμα, βρήκε τον Ρις Κρειν να έχει κοιμηθεί μονάχα δύο ώρες. Ρίχνοντας μία πλάγια ματιά στο κινητό του, ανακάλυψε τρεις αναπάντητες κλήσεις από τον πατέρα του. Με ένα ελαφρύ αγκομαχητό σηκώθηκε και η πρώτη του κίνηση, ήταν να βάλει μπρος την καφετιέρα του. Στο σπίτι αυτό, ακούγονταν μονάχα τα δικά του βήματα καιρό τώρα ή χρόνια. Ποιος ήξερε;. Προτού πάρει την απόφαση να παντρευτεί, του άρεσε η εργένικη ζωή, με τις νύχτες πάθους να διαρκούν μονάχα λίγες ώρες και τις υπόλοιπες να τις ζει όπως εκείνος επιθυμούσε. Πλέον, ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση έπρεπε να είναι προσεκτικός, καθώς όπως και στο επεισόδιο με τη Ναστάζια, δεν ήταν βέβαιο πως δεν κρυβόταν κάποια δολερή παγίδα. Έχοντας πλυθεί και ντυθεί κομψά για την δουλειά του, ο Ρις τηλεφώνησε τελικά στον πατέρα του, του οποίου οι φωνές θα έφταναν στα σίγουρα μέχρι τη Χρυσή Ακτή. Προκειμένου να αποφύγει τον πονοκέφαλο που βρισκόταν προ των πυλών, ο Ρις τον συμβούλεψε να καρτερά την άφιξή του στα πολυτελή γραφεία τους με θέα τον παγωμένο ποταμό.
Πράγματι, μία ώρα αργότερα εξαιτίας της κίνησης, ο νεαρός κατόρθωσε επιτέλους να διαβεί το απαστράπτον κατώφλι της εταιρείας, μονάχα για να νιώσει βαθιά μέσα του, πως το κλίμα είχε αλλάξει. Μερικές τσαχπίνικες ματιές από κάποιους υπαλλήλους, ένα τυχαίο βήξιμο, όλες αυτές οι μαζεμένες συμπτώσεις, είχαν αρχίσει να τον αγχώνουν. Με βήμα ταχύ, εισήλθε στον ανελκυστήρα και ξεκίνησε να μετρά τους ορόφους, ώσπου να βρεθεί στο γραφείο του. Εκεί φυσικά, στην άλλοτε αδειανή του θέση, καθόταν ο πατέρας του με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά στο στήθος του και βλέμμα φλογερό εξαιτίας των νεύρων.
«Ρις Κρέιν, μπορείς να μου εξηγήσεις τι ακριβώς συμβαίνει με τη ζωή σου;» τον ρώτησε κοφτά, καρτερώντας την απάντηση από τον μεγάλο του γιο.
«Πάνω σε τι ακριβώς χρειάζεσαι εξήγηση;» απόρησε με την σειρά του και εκείνος.
«Πάνω σε πολλά πράγματα. Ξεκινώντας από το διαζύγιο, συνεχίζοντας με το ξυλοκόπημα ενός δημοσιογράφου και καταλήγοντας με εσένα μεθυσμένο, να ερωτοτροπείς ξεδιάντροπα στις τουαλέτες, ακόμη δεν έληξε ο γάμος σου. Γνωρίζεις πως έχεις ένα πρόσωπο σε αυτήν την πόλη και πως οι επενδυτές και οι πελάτες των μεγάλων έργων, θα προτιμήσουν τελικά τους Έβανς, γιατί θα πάψουν να μας εμπιστεύονται. Εξάλλου, ποιος θα ήθελε να συνεργαστεί με έναν διευθυντή που απασχολεί κάθε λίγο και λιγάκι την επικαιρότητα; Τι γύρευες έξω από ένα κομμωτήριο, όπου και ξυλοκόπησες τον δημοσιογράφο;» γαύγισε ο πατέρας του και ήταν η σειρά του Ρις να σφίξει τις γροθιές του.
«Υπερασπιζόμουν μία κοπέλα που παραλίγο να πέσει θύμα κακοποίησης από τον εργοδότη της. Είναι τόσο κακό αυτό; Ο δημοσιογράφος ήταν εκεί για να τραβήξει σκηνές και εγώ αρχικά, του ζήτησα ευγενικά, να σβήσει τις φωτογραφίες. Όταν αρνήθηκε πεισματικά να το κάνει, κατέληξε...Σε αυτό που κατέληξε τελοσπάντων» του απάντησε ο νεαρός.
«Και το μπαράκι όπου εθεάθεις να ξεσπάς τις ορμές σου;» ρώτησε ο πατέρας του όσο πιο ήρεμα μπορούσε.
«Ήταν στημένο από τους Έβανς. Είμαι σίγουρος» γρύλισε ο Ρις.
«Ναι καημένε! Και εσύ είσαι νήπιο, ας πούμε και δεν γνωρίζεις σε τι κόσμο ζεις!» ξεκίνησε να φωνάζει ο μεγάλος Κρέιν μέχρι που το πρόσωπο το γυάλινο του Ρις, άρχισε να συσπάται εξαιτίας της οργής.
«Λυπάμαι πατέρα αν σου διέλυσα μόλις την τέλεια εικόνα, ωστόσο, ξέρεις κάτι; Βαρέθηκα! Η εταιρεία έχει πέσει όλη πάνω μου και ήμουν αναγκασμένος να ζω την άψογη ζωή, να καταπιέζω διαρκώς τα συναισθήματά μου, να νοικοκυρευτώ, μήπως και έτσι αρέσω σε πελάτες και επενδυτές!» του φώναξε.
«Αυτή είναι η ζωή σου όμως Ρις! Είσαι διευθυντής ενός κολοσσού! Είσαι πρόσωπο που απασχολεί την επικαιρότητα με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Δέξου το πια και πορεύσου έτσι! Σε δύο βδομάδες, θα γίνει ένα γκαλά, όπου θα είμαστε όλοι καλεσμένοι. Γνωρίζω πως ο μικρός λείπει, ωστόσο εσύ και ο Μάριο, φροντίστε να έρθετε, αν είναι δυνατόν με κάποια συνοδό. Όταν ο άντρας είναι νοικοκυρεμένος και κόσμιος, σαφώς αρέσει καλύτερα στον επιχειρηματικό κόσμο. Εμπνέει ασφάλεια. Δείξε τους πως δεν είσαι ένας αλήτης, όπως διαφημίζεις τελευταία!» ήταν και το τελειωτικό χτύπημα που δέχτηκε ο Ρις, όταν άκουσε την πόρτα του γραφείου του να κλείνει με έναν πάταγο.
Αυτοί οι άθλιοι οι Έβανς, από τότε που μπήκαν στη ζωή τους, τους είχαν φέρει τα πάνω κάτω. Ήταν βέβαιος επίσης πως θα ήταν και καλεσμένοι στο γκαλά της συμφοράς, στον χορό με τις μάσκες λογής-λογής. Όλοι ψεύτικοι ήταν εξάλλου.Το χέρι του κοπάνισε στο γραφείο του με μίσος. Φυσικά και ήθελε να κρατήσει την εταιρεία, χτίζοντας όσο πιο γερά θεμέλια μπορούσε. Σε αντίθεση με τον Έλι, εκείνος αγαπούσε την δουλειά, μα τελευταία, απειλούσε να τον μετατρέψει σε κάποιον που δεν ήταν. Ο πατέρας του αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα και αυτό ο Ρις το κατανοούσε. Ήταν πάντοτε ο άνδρας του καθήκοντος, δίχως αυτό να αποκλείει την αγάπη του για την οικογένειά του. Από την ημέρα όμως που ο Έλι τους ανακοίνωσε την απόφασή του να πολεμήσει, η οικογενειακή γαλήνη κατέρρευσε σαν τραπουλόχαρτο και οι ισορροπίες χάθηκαν. Η ψυχολογία της μητέρας του ακροβατούσε διαρκώς σε ένα τεντωμένο σχοινί και εκείνος ήταν ο καπετάνιος, που όφειλε να κυβερνήσει έναν Τιτανικό, παρά την τρικυμία και την απειλή του παγόβουνου. Από την άλλη όμως, ήταν και άνθρωπος και αυτό του έδινε το δικαίωμα της αδυναμίας ή του λάθους. Μπορεί όλοι να τον θεωρούσαν ψυχρό και αυστηρό, μα αυτή τη μάσκα έπρεπε να φορά αν ήθελε να επιβιώσει στον κόσμο της ελίτ. Κοίταξε ελαφρώς αδιάφορα το ρολόι του τοίχου και διαπίστωσε πως η μέρα του είχε μπροστά της αρκετές ώρες, μέχρι να φτάσει στο τέλος της.
Νωρίς το απόγευμα, η Ρεβέκκα επέστρεφε από μία ακόμη κουραστική συνέντευξη. Δεν είχε κατορθώσει να σπουδάσει και αυτό θεωρούνταν εμφανές μειονέκτημα, το οποίο όμως αντιμαχόταν το πλεονέκτημα της εμπειρίας. Επιθυμούσε να ανοίξει κάτι δικό της, ωστόσο δεν υπήρχαν ακόμη τα οικονομικά αποθέματα για να ξεκινήσει την προσπάθεια. Με την αγωνία των απαντήσεων από τους πιθανούς, μελλοντικούς της εργοδότες, αποφάσισε να φορέσει τα αθλητικά της ρούχα και να πάει για τρέξιμο. Τα αγαπημένα της τραγούδια έπαιζαν στα αφτιά της και επιτάχυναν ρυθμικά το βήμα της, όταν ο δρόμος της, της φανέρωσε για ακόμη μία φορά την αγαπημένη της παραλία. Δεν το είχε κάνει επίτηδες να κατευθυνθεί προς τα εκεί. Ίσως ήταν η μοίρα που την τραβούσε με τα αόρατα χέρια της και η βαθιά της επιθυμία, να συναντήσει εκείνον τον μυστηριώδη νεαρό που ατένιζε πάντοτε μονάχος του τον ωκεανό, βυθισμένος στα προβλήματά του. Το τρέξιμό της κόπασε ελαφρώς, έγινε τώρα πιο αργό και τα μάτια της σάρωσαν επίμονα την περιοχή. Η ώρα είχε περάσει και η ροδαλή λάμψη του ήλιου βυθιζόταν αργά στον ορίζοντα.
Η Ρεβέκκα ετοιμάστηκε να φύγει ελαφρώς απογοητευμένη, όταν τον είδε. Ήταν εκεί για ακόμη μία φορά, καθισμένος, μόνος του μακριά από όλους. Με την καρδιά της να βροντοχτυπά, κατευθύνθηκε προς το μέρος του και μόλις έφτασε μία ανάσα μακριά του, τον σκούντησε ελαφρώς στον ώμο. Ο νεαρός Άλεξ γύρισε το πρόσωπο και όταν την είδε, ένα πονηρό χαμόγελο σχηματίστηκε.
«Ήλπιζα ο δρόμος σου να σε έφερνε εδώ απόψε» της είπε.
«Με έφερε» του απάντησε και εκείνος σηκώθηκε αμήχανα.
«Κάθε φορά που σε κοιτάζω, ακόμη και αν φοράς γυαλιά και καπέλο, νιώθω οικεία μαζί σου, σαν να σε έχω κάπου ανταμώσει, μα δεν γνωρίζω πού» του είπε και ο Ρις κατέβασε το κεφάλι. Αρκετά με τα παιχνίδια, απόψε ο Άλεξ θα πέθαινε.
«Λοιπόν, σου δίνω μία ευκαιρία να με ανακαλύψεις, δίχως να βγάλω τα γυαλιά ή το καπέλο» της είπε παιχνιδιάρικα και η Ρεβέκκα σούφρωσε την μύτη της αποφασιστικά.
«Δέχομαι!» του απάντησε και ξεκίνησε να κόβει κύκλους γύρω του παρατηρώντας τον.
Ψηλάφισε ελαφρώς την πλάτη του, τα χέρια του, μα ακόμη δεν ήταν βέβαιη ή την σταματούσε η ίδια της η λογική. Έκανε ένα βήμα πιο κοντά του και ξεκίνησε να χαϊδεύει το πρόσωπό του χαμογελώντας. Οι κινήσεις της ήταν απαλές, σχεδόν βελούδινες και η καρδιά του Ρις έχανε τον ένα χτύπο πίσω από τον άλλο. Προτού της λυθεί η απορία, εκείνος έσκυψε μπροστά για να ξεκλέψει μία γεύση από τα γεμάτα χείλη της. Τα χέρια της κοπέλας τυλίχτηκαν γύρω από τον λαιμό του αυτόβουλα, τη στιγμή που τον άφηνε να την γευτεί πλήρως και επιδέξια. Η ανάσα του μύριζε μέντα και φρεσκάδα και ο Ρις βάθυνε το φιλί του, μην αντέχοντας λεπτό να την αποχωριστεί. Όταν ένα κρύο αεράκι έκανε τα σώματά τους να αναριγήσουν, τα χείλη τους αργά χωρίστηκαν, η τελευταία ηλιαχτίδα χάθηκε και ο Ρις αποκάλυψε το πρόσωπό του, μπροστά στα έκπληκτα μάτια της Ρεβέκκα.
«Ρις Κρειν; Δεν είσαι ο Άλεξ, δεν σε λένε καν έτσι! Μου είπες ψέματα!» του φώναξε και εκείνος προσπάθησε να της εξηγήσει, ωστόσο η Ρεβέκκα πισωπάτησε.
«Δεν θέλω τίποτε να ακούσω. Σου μιλούσα τόσο καιρό για εσένα τον ίδιο και εσύ παρίστανες έναν ξένο. Θεέ μου τι ντροπή...» του είπε.
«Ρεβέκκα, μισό λεπτό...» προσπάθησε να την σταματήσει όταν εκείνη απομακρύνθηκε περισσότερο.
«Καμία σχέση που ξεκινά με ψέμα, δεν έχει καλή κατάληξη. Λυπάμαι κύριε Κρέιν» πρόφερε ελαφρώς πληγωμένα και ξεκίνησε να φεύγει μακριά του.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top