Αναμνήσεις από Στάχτη / part 2
Στάθηκα ακίνητη. Αρχικά το πρόσωπο του Ελάιζα, είχε σχηματίσει μία πονηρή γκριμάτσα. Γρήγορα ωστόσο, συνειδητοποίησε πως με το ένα χέρι ακουμπούσε στον τοίχο, προκειμένου να μη χάσει την ισορροπία του. Αυτός ήταν και ο λόγος που είχε στα γρήγορα αποσυρθεί στον προσωπικό του χώρο, προκειμένου να πάψω μάλλον να κοιτάζω ή να αναρωτιέμαι για το μέλος του που έλειπε. Δεν αισθανόταν άνετα μαζί μου ακόμη. Ίσως φοβόταν βαθιά μέσα του τυχόν επικριτικούς σχολιασμούς, που θα μπορούσαν να παίρνουν σάρκα και οστά στο μυαλό μου. Δέκα λεπτά αργότερα, βρισκόμασταν στον ανελκυστήρα με προορισμό το σπίτι του Όσκαρ, του παππού του. Καθώς φτάναμε και ετοιμαζόμασταν να σταθμεύσουμε, από την διπλανή αυλή, μία γυναίκα πρόσχαρη ξεπρόβαλε και στάθηκε στην πόρτα της.
«Έλι μου!» τον φώναξε και οι τρίχες στο σβέρκο μου σηκώθηκαν μονομιάς. Στα μάτια της διαφαινόταν αγάπη αγνή και εγώ αναρωτιόμουν αν είχε ποτέ δωροδοκηθεί για να αντιδρά έτσι κάθε φορά που τον έβλεπε.
Ο Ελάιζα κατεβαίνοντας, ήρθε προς το μέρος μου και μου άνοιξε ιπποτικά την πόρτα, έχοντας ένα δαιμόνιο χαμόγελο στο πρόσωπό του.
«Άτιμες φήμες. Για να τις διατηρήσεις, χρειάζονται θυσίες» του ψιθύρισα και κάγχασε.
«Είμαι η Λίλη. Χαίρομαι πολύ που σε βλέπω» έτεινε το χέρι της προς την μεριά μου και εγώ το κράτησα χαμογελώντας πλατιά.
«Είμαι η Μόργκαν. Η ατυχής γραμματειακή υποστήριξη του κυρίου Κρέιν» απάντησα με νόημα.
«Σε παιδεύει; Να μου το πεις να τον μαλώσω. Τον γνωρίζω από νήπιο. Ο Όσκαρ του έχει παθιασμένη αδυναμία» μου είπε, ωστόσο όταν πρόφερε το όνομα του παππού του, τα χείλη της σχημάτισαν μία ανεπαίσθητη γκριμάτσα στεναχώριας.
Είδα τον Ελάιζα να προχωράει και να χτυπά ένα μικρό κουδουνάκι, όταν από το εσωτερικό, ξεπρόβαλε ένας κύριος, που αν και μεγάλης ηλικίας, είχε μία αρχοντιά, μοιάζοντας ιδιαίτερα στον γιό του.
«Καλώς τον στρατιώτη μου» του είπε και έπειτα τα μάτια του καρφώθηκαν σε εμένα «Η κοπέλα θα είναι η συνοδός σου στο ταξίδι; Να ξέρετε με συγκινείτε πολύ και λυπάμαι αν σας έβαλα σε κόπο» απολογήθηκε με ειλικρίνεια.
«Είμαι η Μόργκαν και νομίζω πως μας βάλατε στον πιο υπέροχο κόπο. Στην αναζήτηση μίας αγάπης δυνατής, στο νησί των Θεών» του χαμογέλασα και είδα το πρόσωπό του να φωτίζεται.
Καθώς καθόμασταν, ο Ελάιζα μετακινήθηκε προς την κουζίνα για να φτιάξει καφέ. Ο άνδρας απέναντί μου φαινόταν να υποφέρει σιωπηλά. Δεν είχα ιδέα μέχρι εκείνη τη στιγμή πως υπέφερε από την άτιμη αρρώστια και πως στην ουσία, η ζωή του διένυα την τελική ευθεία.
«Ξέρεις» ξεκίνησε τη αφήγηση « Σχεδόν κανένας σήμερα δεν μιλά για το Βιετνάμ. Για τα φτωχά αμερικανάκια που βρέθηκαν εκεί, θύματα και θύτες ταυτόχρονα. Ανάμεσα σε αυτά, ήμουν και εγώ. Λάσπη, αίμα, φόβος, θάνατος, ακρωτηριασμοί, κτηνωδία και ναρκωτικά. Είναι μερικές από τις λέξεις που μπορώ να χρησιμοποιήσω για να περιγράψω τα χρόνια εκείνα. Ο παραλογισμός του πολέμου σε όλο του το μεγαλείο. Κανείς δεν μιλά για τα εγκλήματα αυτά. Και όμως, μέσα σε όλη αυτή τη σκιά του τρόμου και του παράλογου, άνθισε μία σπάνια αγάπη. Συνήθως, αν παρατηρήσεις, εκείνα τα άνθη που φυτρώνουν μοναχά τους ψηλά στις πλαγιές τις άφταστες, θα αντιληφθείς πως είναι και τα πιο όμορφα και σπάνια. Το ίδιο συμβαίνει και με την αγάπη. Η Φουόνγκ ήταν ο πρώτος μου έρωτας. Ένας έρωτας που άνθισε, που ίσως δεν ολοκληρώθηκε όπως ποθούσα, μα ποτέ δεν πέθανε» τελείωσε και ειλικρινά θα ορκιζόμουν πως τα μάτια μου είχαν βουρκώσει.
«Υπόσχομαι, πως θα κάνουμε τα πάντα για να την βρούμε» του είπα και τον είδα να πλησιάζει κοντύτερα.
«Ακόμη και αν δεν την βρείτε, θα έχω βοηθήσει έστω και στην ύστατη των στιγμών μου, τον μικρό μου εγγονό. Είναι πολύ δύσκολο να ζήσεις μία φυσιολογική ζωή, έχοντας μετατραυματικό στρες. Όμως το Μπαλί είναι ένας επίγειος Παράδεισος που θα έρθει για να σβήσει τις άσχημες εικόνες, καλλιεργώντας νέες και όμορφες. Ο Έλι το είχε απόλυτη ανάγκη και ήταν ο μόνος τρόπος για να τον πείσω. Όπως είχε πει και ένας διάσημος Έλληνας συγγραφέας, την Ιθάκη ως προορισμό, μπορεί και να μην την δεις ποτέ, μα το ταξίδι σου ως εκεί, θα σου μείνει αξέχαστο. Σε ευχαριστώ που θα τον συνοδεύσεις. Σημαίνει πολλά για εμένα. Ο Ελάιζα είναι ένας υπέροχος νεαρός άνδρας» ήταν οι τελευταίες του κουβέντες προτού δούμε τον υπέροχο νεαρό άνδρα, να επιστρέφει με τα ροφήματα.
Οι δυο τους ήταν ολοφάνερο πως είχαν χημεία μοναδική και ορισμένες φορές μιλούσαν μία γλώσσα ξεχωριστή. Έχοντας στα χέρια μας τη φωτογραφία, ανασκουμπωθήκαμε, έτοιμοι να ξεκινήσουμε την αναζήτηση, έχοντας κλείσει στην καρδιά του Ούμπουντ, παραδοσιακές καλύβες με θέα την απόλυτη ζούγκλα. Στην επιστροφή μας πίσω στο σπίτι και με τον Ελάιζα να προθυμοποιείται να με γυρίσει, η σιωπή βασίλευε. Μετά τον Παράδεισο, μάλλον ερχόταν το Μπαλί, αν έκρινα από τις φωτογραφίες με τις άγριες παραλίες, όπου η άμπωτη σου έφερνε στα πόδια τα κοχύλια των βυθών της θάλασσας, με τους μαγευτικούς οριζώνες και τους υπέροχους μυστικιστικούς ναούς. Ένας από τους αγαπημένους μου, ήταν ο Τάνα Λοτ, ο ναός που στεκόταν επάνω σε ένα βράχο και αν η θάλασσα σου το επέτρεπε, μπορούσες να πας με τα πόδια. Το μυαλό μου ωστόσο, προσγειώθηκε στα φώτα του Σικάγο. Το αυτοκίνητο του Ελάιζα ήταν σταματημένο ήδη και ένιωσα το πρόσωπό μου να κοκκινίζει.
«Πόση ώρα βρισκόμαστε εδώ σταματημένοι;» ρώτησα βραχνά.
«Όχι πολύ» μου απάντησε εκείνος παλεύοντας να μην γελάσει.
«Και γιατί δεν με ειδοποίησες;» πρόφερα έτοιμη να αρπαχτώ.
«Δεν ήθελα να σου το χαλάσω. Ήσουν τόσο απορροφημένη στις σκέψεις σου, στις θετικές σου σκέψεις αν έκρινα από το χαμόγελο, που δεν μου πήγε η καρδιά να σε διακόψω»
Στο άκουσμα αυτής της απάντησης χαμογέλασα. Ήξερε μάλλον πάντοτε τι να πει για να με κατευνάσει, ή αντίστοιχα για να με απασφαλίσει σαν ωρολογιακή βόμβα.
«Τι έχει ο παππούς σου;» ρώτησα από αληθινό ενδιαφέρον ελπίζοντας να μη συγκρουστούμε για ακόμη μία φορά. Ο Ελάιζα κατέβασε τα μάτια του στη γη, σαν να τον πονούσαν πολύ οι επόμενες λέξεις.
«Πεθαίνει από καρκίνο» ψέλλισε.
«Έλι...Ελάιζα» το έσωσα «Λυπάμαι ειλικρινά. Ο παππούς σου μοιάζει υπέροχος, όση ώρα μείναμε μαζί του. Υπόσχομαι να κάνω τα πάντα, ώστε να πετύχουμε τον στόχο μας, να μάθουμε για τη Φουόνγκ»
Εκείνος χαμογέλασε.
«Σε ευχαριστώ»
«Λοιπόν, πάω να φτιάξω τα πράγματά μου και τα λέμε αύριο το μεσημέρι στο αεροδρόμιο» πρόφερα και παρατήρησα για δευτερόλεπτα τα μάτια του να φωτίζονται, σε σημείο που λίγο έλειψε να πιστέψω πως μία τρυφερότητα ξεπετάχτηκε αδέξια και πλαγίως.
«Καλό βράδυ» μου είπε και τον είδα να περιμένει με το αυτοκίνητο μέχρι να εισέλθω στο εσωτερικό της πολυκατοικίας. Μόλις η πόρτα έκλεισε πίσω μου, άκουσα την μηχανή του αυτοκινήτου του να ξεκινά.
-----------------------
Όταν άνοιξε τα μάτια του, συνειδητοποίησε πως ήταν νωρίς το πρωί. Το κεφάλι του ακόμη γυρνούσε επικίνδυνα, θα έλεγε κανείς, ενώ προσπαθούσε μάταια να βάλει σε μία τάξη τις χθεσινές αναμνήσεις. Ο Μάριο είχε σηκωθεί από τα άγρια χαράματα, ώστε να του ετοιμάσει πρωινό και έναν καφέ, απαραίτητο ώστε να μπουν οι σκέψεις του σε μία σειρά. Με κόπο σηκώθηκε από το κρεβάτι, φορώντας τα χθεσινά του ρούχα. Κατόπιν, σύρθηκε ως το μπάνιο με δυσκολία ώστε να ρίξει λίγο νερό στο χλωμό του πρόσωπο.
«Ρις είσαι καλά;» τον ρώτησε άξαφνα ο αδερφός του με μία ειλικρινή ανησυχία, που καθρεπτιζόταν ακόμη και στην χροιά της φωνής του.
Ο Ρις φάνηκε να διστάζει να δώσει μία απάντηση όταν είδε τον Μάριο να βαστά ένα περιοδικό στο χέρι. Ο νεαρός ευθύς το άρπαξε και μόλις το βλέμμα του έπεσε επάνω στο εξώφυλλο, είδε την εικόνα τη δική του και εκείνης της γυναίκας από χθες, της οποίας το όνομα του διέφευγε, σε τρυφερές και άσεμνες περιπτύξεις.
«Ανάμεθα!» φώναξε όταν ξεκίνησε να διαβάζει το άρθρο που τον ξεγύμνωνε εντελώς. Τόσο τον ίδιο, όσο και την οικογένεια Κρέιν. Για την ακρίβεια, το άρθρο περιέγραφε ξεκάθαρα την επιστροφή του Ελάιζα από τον πόλεμο, καθώς και την άρνησή του να αναλάβει την εταιρεία, εξαιτίας ψυχολογικών προβλημάτων. «Οι Έβανς...» μούγκρισε ο Ρις «Θα τους κομματιάσω. Απαγορεύω να πιάνουν στο στόμα τους την οικογένειά μας. Είμαι βέβαιος πως βρίσκονται αυτοί από πίσω».
Πέταξε το περιοδικό με φόρα στο πάτωμα και κατευθύνθηκε στην κουζίνα.
«Αδερφέ, ειλικρινά δεν σε βλέπω καλά. Ωστόσο, ανέλαβα να σου ετοιμάσω πρωινό και το αγαπημένο σου ρόφημα» πρόφερε ο Μάριο και ο Ρις άφησε τον εαυτό του να καταρρεύσει σε μία πολυθρόνα.
«Μάριο, ειλικρινά δεν γνωρίζω πλέον τίποτε. Χθες...Ανάθεμα...Ήταν μία πολύ άσχημη μέρα για εμένα. Τα έβαλα με έναν ηλίθιο δημοσιογράφο, καθώς παρά τη θέλησή μου, τραβούσε φωτογραφίες της προσωπικής μου ζωής. Κατέληξα σε ένα μπαρ, στο Λουξμπαρ για την ακρίβεια, όπου φλέρταρα με μία γυναίκα, γιατί φάνηκε και εκείνη να το αποζητά. Αποτέλεσμα, συνειδητοποίησα αργά, για την ακρίβεια μόλις τώρα, πως όλο αυτό ήταν ένα στημένο κόλπο. Με μάζεψε ο Ελάιζα. Του έβαλα τις φωνές και τον κατηγόρησα για την κατάσταση της μαμάς. Ήμουν εκτός εαυτού. Ο Ελάιζα είναι απλώς ένας βετεράνος, που για μήνες λάμβανε ψυχοφάρμακα που θα του μείωναν το στρες. Ακόμη δηλαδή παίρνει θεραπεία και εγώ αντί να το σεβαστώ, φέρθηκα ανώριμα» έβγαλε από μέσα του όλα όσα τον βασάνιζαν. «Μερικές φορές σκέφτομαι, πως σε ζηλεύω. Πως θα ήθελα και εγώ να έχω αυτήν την ανεμελιά, να μην με απασχολεί τίποτε» πρόφερε θλιμμένα και ο Μάριο τον πλησίασε και τον αγκάλιασε «Σε ευχαριστώ που έμεινες μαζί μου και για το πρωινό»
«Ο μεγάλος μου αδερφός μόλις κοκκίνισε;» τον πείραξε στην αρχή για να εισπράξει ένα σκούντημα «Είσαι άνθρωπος Ρις. Θαρρείς πως εγώ δεν τα σκέφτομαι; Ο πατέρας έκανε καλή δουλειά, μα ήταν λίγο ψυχρός επαγγελματίας και εσύ προσπάθησες να τον μιμηθείς. Όμως Ρις, εσύ δεν είσαι ο Μεγάλος Κρέιν. Σηκώνεις στην πλάτη σου τη δική του θέση στην εταιρεία, το προφίλ του τέλειου άνδρα και επαγγελματία, καθώς οι επενδυτές προτιμούν το χαρακτήρα του οικογενειάρχη και μαζεμένου, πλην σωστού και αδυσώπητου χαρακτήρα, όμως Ρις, δεν χρειάζεται να βάλεις τη ζωή σου σε τόσο αυστηρά καλούπια. Ζήσε. Και τελείωνε και με το διαζύγιο, να ανασάνεις» τον ορμήνεψε. «Ο μικρός φεύγει έμαθα. Πάει στο Μπαλί» πρόφερε και ο Ρις πετάχτηκε.
«Ελπίζω να είναι καλά. Ο Ελάιζα φοβάται και τον ίσκιο του μετά τον πόλεμο. Θα τα καταφέρει; Εδώ δεν έβγαινε ούτε στη γειτονιά» έσκουξε εκείνος.
«Δεν θα πάει μόνος. Θα είναι μαζί και η γραμματέας του» του έκλεισε το μάτι ο Μάριο.
«Η Μόργκαν; Πήρε μαζί του παρέα; Επιτέλους! Κάτι ήξερα που την προσέλαβα και ας ήταν μία Έβανς» μουρμούρισε καθώς δεν γνώριζε την αλήθεια ακόμη για την Μόργκαν «Δηλαδή, δεν ήμουν και σίγουρος, αλλά σε καλό μας βγήκε. Υποθέτω»
«Θα είσαι εντάξει;» τον ρώτησε ο Μάριο και ο Ρις αναστέναξε.
«Πάντα ήμουν στο τέλος» του απάντησε και είδε τον αδερφό του να φεύγει, λέγοντάς του να πάρει άδεια και να παραμείνει σπίτι.
Ακόμη τα παντζούρια ήταν μισόκλειστα και εκείνος δεν είχε καμία διάθεση να τα ανοίξει. Για όσο εκείνα παρέμεναν ερμητικά κλειστά, αισθανόταν ασφάλεια, πως κρατά τον κόσμο μακριά του. Καταφεύγοντας στην ντουλάπα του που είχε μέσα λιγοστά ρούχα, άρπαξε όλα εκείνα που αφορούσαν το γυμναστήριο που κάποτε πήγαινε και τα φόρεσε, μαζί με ένα καπέλο και ένα ζευγάρι μοντέρνα γυαλιά. Θυμόταν εκείνη την μικρή παραλία, καθώς και το γεγονός πως αποτελούσε την αγαπημένη της Ρεβέκκα. Δεν έχασε χρόνο και παρά το γεγονός πως βρισκόταν σχετικά μακριά, αποφάσισε να αφήσει το αυτοκίνητό του και να χρησιμοποιήσει τα μέσα μεταφοράς προκειμένου να μην κινήσει υποψίες.
Η Ρεβέκκα πάλι μιλούσε στον τηλέφωνο με τον Κας, τον νεαρό που φλέρταρε και που φυσικά τη δεδομένη στιγμή αδυνατούσε να κατανοήσει και να δικαιολογήσει τους λόγους της παραίτησής της. Η ίδια πάλευε να του εξηγήσει τις μυριάδες φορές που είχε τύχει να πέσει θύμα ρατσιστικής αντιμετώπισης, μόνο και μόνο εξαιτίας της καταγωγής του πατέρα της από μία εξωτική και πανέμορφη ήπειρο, την Αφρική. Έχοντας καθίσει στο παράθυρο του μικρού της διαμερίσματος, ένιωσε την Σούγκαρ να γρατζουνά ατίθασα την πόρτα με το μικρό της λουρί στο στόμα.
«Δεν φταις να την πληρώνεις εσύ, επειδή εγώ έχω ακεφιές» της είπε και πιάνοντας το λουρί, αποφάσισε να βγει.
Στο μυαλό της, ήρθε αμέσως εκείνος ο μυστηριώδης νεαρός, ο Άλεξ που είχε γνωρίσει στην παραλία. Φαινόταν και εκείνος βασανισμένος, σαν να προσπαθούσε να κρυφτεί από την ίδια τη ζωή. Εκείνη ποτέ της δεν θέλησε κάτι τέτοιο, ούτε φοβόταν φυσικά τις προκλήσεις και τις δυσκολίες. Η απώλεια των γονιών της, την είχε αναγκάσει να κολυμπήσει στα βαθιά από σχετικά νωρίς. Το μόνο που επιθυμούσε ήταν να απολαμβάνει ίσε ευκαιρίες και να μην κατηγορείται για κλοπή, εξαιτίας του χρώματος του δέρματός της. Ο ήλιος είχε ήδη σηκωθεί στον ουρανό και η μεγαλούπολη ξυπνούσε. Η Ρεβέκκα αρεσκόταν να νιώθει τις πρωινές μυρωδιές από τα κρουασάν και τον καφέ, κάθε φορά που πλησίαζε κοντά σε κάποιον φούρνο. Ήταν εκείνες οι χαρές της ζωής που απολάμβανε δίχως λόγο, μα που για εκείνη είχαν αξία. Η Σούγκαρ φαινόταν ευτυχισμένη, καθώς παρατηρούσε την κίνηση στους δρόμους, ενώ μπροστά τους ορθωνόταν εκείνο το άνοιγμα στον ωκεανό. Η θάλασσα είχε μία άγρια ομορφιά, κάτι το ατίθασο και ανεπιτήδευτο, που δεν χωρούσε σε καλούπια. Μερικές φορές η Ρεβέκκα έκανε όνειρα να επισκεφτεί την ήπειρο του πατέρα της και να ανακαλύψει τα μυστικά της, γεμάτα παραδόσεις και χαμόγελα και λαούς όμορφους. Καθώς προχωρούσε, έχοντας αφαιρέσει τα παπούτσια της, ευθύς διέκρινε τον μυστηριώδη Άλεξ να κάθεται σχεδόν στο ίδιο σημείο, πάντοτε μόνος, πάντοτε με μία ανάγκη να κρύβεται από τον κόσμο.
«Σε πειράζει να καθίσω;» τον ξάφνιασε ευχάριστα και ο Ρις την κοίταξε μέσα από τα σκούρα γυαλιά του ανέκφραστος. Δεν είχε κερδίσει άδικα εξάλλου τον τίτλο του ΄΄ατσάλινου βλέμματος΄΄.
«Παρακαλώ. Ήλπιζα πως θα ερχόσουν» της πέταξε ξαφνιάζοντάς την.
«Δηλαδή, θέλεις να πεις πως με περίμενες;» τον ρώτησε καχύποπτα.
«Ας πούμε. Η δική σου παρέα φέρνει μαζί της και μία ξεγνοιασιά και νομίζω πως αυτόν τον καιρό μου λείπει ιδιαίτερα πολύ κάτι τέτοιο» πρόφερε με φωνή σπασμένη.
«Θα ήθελες να μου μιλήσεις; Όπως φαντάζεσαι δεν έχουμε κοινούς γνωστούς, απολύτως κανέναν. Είμαι μία άγνωστη και ίσως καλή ακροάτρια» πάλεψε να τον πείσει και εκείνος αναστέναξε.
«Ίσως η σιωπή θα ήταν βάλσαμο αυτή τη στιγμή. Ακούμπησε πίσω και άφησε το μυαλό σου ελεύθερο να τρέξει στις πιο βαθιές σου επιθυμίες» της πρότεινε και εκείνη χαμογελώντας υπάκουσε.
«Είσαι πολύ παράξενος. Είσαι ο πιο παράξενος άνδρας που γνώρισα, ωστόσο η φωνή σου έχει κάτι το οικείο» του είπε σκεφτική και τον άκουσε να γελά.
«Αλήθεια; Και εγώ που νόμιζα πως ήμουν μοναδικός.... Μάλλον έκανα λάθος» την πείραξε.
«Ξέρεις, χθες έχασα τη δουλειά μου. Παραιτήθηκα» ξεκίνησε να αφηγείται αυτό που τη βασάνιζε και οι μύες του Ρις ευθύς σφίχτηκαν.
«Γιατί;» την ρώτησε δήθεν.
«Γιατί μερικές φορές, το μελαμψό δέρμα δεν βοηθά. Ο εργοδότης μου θεώρησε πως έβαλα χέρι στο ταμείο, δίχως να έχει αποδείξεις. Πάλι καλά, που τον έβαλε στη θέση του ο κύριος Κρέιν. Ξέρεις ο δισεκατομμυριούχος, πρόσφατα χωρισμένος, υπέροχος άνδρας» σχολίασε με θυμηδία και ο Ρις ένιωσε το πρόσωπό του να φλέγεται.
«Τελικά όλοι θαυμάζετε τους Κρειν».
«Η αλήθεια είναι πως ποτέ μου δεν ασχολήθηκα με την ζωή κανενός, μα όλοι στο Σικάγο ασχολούνται μαζί τους. Δεν έκαναν τίποτε κακό ή παράξενο. Ίσα ίσα κρίνοντας από τον Ρις και τον αδερφό του τον Ελάιζα, πρέπει να είναι πολύ καλή οικογένεια. Απλώς οι δημοσιογράφοι είναι σαρκοφάγα ζώα, όπως αυτός που έβγαλε στη φόρα τη ζωή του καημένου του Ρις. Σε μία στιγμή αδυναμίας, ίσως φέρθηκε κάπως ανώριμα σχετικά με την κοπέλα στο μπαρ, μα είναι άνδρας, ελεύθερος, επομένως γιατί να μην έχει δικαίωμα στο φλερτ; Σε ζάλισα» τελείωσε κοκκινίζοντας.
Ο Ρις έμεινε να την κοιτάζει άναυδος, μα η περιέργεια τον έτρωγε τρομερά.
«Τον θαυμάζεις έτσι; Μιλάς και τον υπερασπίζεσαι σαν να ήταν δικός σου άνθρωπος. Σου αρέσει καθόλου;» την ρώτησε και την είδε να γελά.
«Μην είσαι χαζός! Τι σημασία έχει εξάλλου; Είμαι μία αφροαμερικάνα κομμώτρια και εκείνος ένας πλούσιος άνδρας, όμορφος και μορφωμένος. Για τω Θεώ, σιγά μην πέσει επάνω μου! Τι σημασία έχει όμως για εσένα;» τον πείραξε.
«Μπορεί να έχει ήδη πέσει και να μην το γνωρίζεις. Τελοσπάντων, όχι δεν έχει σημασία για εμένα» της απάντησε αινιγματικά.
«Για μία στιγμή νόμισα πως ρωτούσες από ενδιαφέρον»
Η Ρεβέκκα χαμογέλασε. Η ώρα ήταν περασμένη.
«Θα ήθελες να φάμε κάτι; Τον ρώτησε και ένιωσε αμήχανα. Δεν ήθελε να αποκαλυφθεί. Όχι ακόμη. Αυτό που ζούσε είχε μία μικρή δόση μαγείας και δεν θα το άλλαζε με τίποτε.
«Ίσως κάποια άλλη στιγμή. Σε ευχαριστώ για την συντροφιά. Ήταν πολύτιμη» της χαμογέλασε.
«Πότε επιτέλους θα δω τα μάτια σου; Είναι μονίμως καλυμμένα» διαμαρτυρήθηκε η κοπέλα.
«Το μυστήριο έχει μία γοητεία. Μην βιάζεσαι» την πείραξε τρυφερά και σηκώθηκαν ταυτόχρονα. Στην αρχή άπλωσε το χέρι της για χειραψία,έπειτα οι δυο τους ήρθαν λίγο πιο κοντά, μα η αμηχανία ήταν έκδηλη. Για δευτερόλεπτα, το θαλασσινό αεράκι έφερε στο πρόσωπό της, το άρωμά του. Της ήταν γνωστό. Πώς ήταν δυνατό κάτι τέτοιο;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top