Αναμνήσεις από Στάχτη / part 1
Για την κοινή γνώμη της χώρας τους, είναι ήρωες. Είναι αυτοί που υπερασπίζονται την πατρίδα από κάθε ξένη επιβουλή, που προστατεύουν τη δημοκρατία, που μάχονται τους κακούς στα πέρατα του κόσμου, στο Βιετνάμ, στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν, παλαιότερα στην Κορέα και πιο παλαιά ακόμη στην Ευρώπη, στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Κατόπιν, επιστρέφουν ωσάν ήρωες στα πάτρια εδάφη και ο κόσμος τους καλωσορίζει με σημαίες και ζητωκραυγές. Ύστερα τους ξεχνά. Έτσι συμβαίνει πάντοτε και η ζωή τραβά απλώς την ανηφόρα. Οι βετεράνοι βγάζουν τη στολή, επανέρχονται στην κανονική ζωή και ψάχνουν για δουλειά. Η κανονική ζωή όμως, αποδεικνύεται καμιά φορά σκληρότερη από τον πόλεμο. Κάποιοι δεν καταφέρνουν να επανενταχθούν στην ομαλότητα και αχρηστεύονται, όπως ακριβώς κάποιοι άλλοι πριν από αυτούς, είχαν αχρηστευτεί στον πόλεμο.
Όλη τη νύχτα, προσπαθούσε να κοιμηθεί. Για την ακρίβεια, τα τελευταία δευτερόλεπτα πριν κλείσει τα μάτια του, κοιτούσε τη φωτογραφία εκείνη, την χιλιοτσαλακωμένη του παππού του και της γυναίκας που φαινόταν να έχει χάσει την ανεμελιά. Κάπου βαθιά σε αυτό το βλέμμα, αναγνώρισε το δικό του. Το βλέμμα των συνεπειών του πολέμου, όπου παρακολουθείς τον θάνατο, φλερτάρεις μαζί του και ευθύς αυτή η ανεμελιά εξανεμίζεται. Ώρες-ώρες αυτό ακριβώς ζήλευε στην Μόργκαν. Μπορεί να ένιωθε εγκλωβισμένη σε μία ζωή, όμως στα μάτια της υπήρχε το πείσμα και η σπιρτάδα της ελπίδας για ελευθερία, της ελπίδας γενικότερα. Εκείνου, ο πόλεμος, τα όπλα, το ατύχημα, του τα έκλεψαν όλα μονομιάς αφήνοντας πίσω μονάχα τους εφιάλτες. Πολλές φορές είχε φοβηθεί τον ίδιο του τον εαυτό και τις προθέσεις του. Γυρνώντας ένα ερείπιο στην κυριολεξία, κάποιες στιγμές ένιωθε απειλή, δίχως να υπάρχει ουσιαστικός λόγος. Είχε ακούσει για περιπτώσεις στρατιωτών που είχαν υπηρετήσει στο Αφγανιστάν, που μετατρέπονταν σε ψυχρούς εκτελεστές. Δυστυχώς, αναβίωνε το τραύμα μέσω αναμνήσεων και εφιαλτών και μερικές φορές ένιωθε πως αυτό θα μπορούσε να του συμβεί την οποιαδήποτε στιγμή. Ήχοι, όπως τα πυροτεχνήματα, θόρυβοι όπως το γυναικείο τακούνι στο μαρμάρινο πάτωμα, ή μυρωδιές, ήταν αρκετές για να πυροδοτήσουν την μνήμη του πολέμου και να τον κάνουν να δράσει ανάλογα.
Αυτός ήταν και ο βαθύτερος λόγος, που φοβόταν να πραγματοποιήσει το ταξίδι μόνος. Δεν είχε ιδέα τι θα συναντούσε και παρά το γεγονός πως ο Μάριο είχε τεράστια εμπειρία με τα ταξίδια, εκείνος δεν επιθυμούσε να μπλέξει σε όλο αυτό την οικογένειά του. Αρκετά προβλήματα τους είχε προκαλέσει και το γνώριζε. Νωρίς το πρωί, για την ακρίβεια λίγο πριν χαράξει, δέχτηκε ένα τηλεφώνημα, πως ο αδερφός του ο Ρις είχε βρεθεί λιπόθυμος σε ένα μπαράκι. Δίχως δεύτερη σκέψη, έκανε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, τοποθετώντας και δένοντας καλά το πόδι του και κατεβαίνοντας με τη χρήση του ανελκυστήρα. Δυστυχώς για τον αδερφό του, ο Ελάιζα έμενε μακριά και θα χρειαζόταν αρκετή ώρα μέχρι να έφτανε στην περιοχή της Χρυσής Ακτής. Πατώντας το γκάζι, όσο αυτό ήταν εφικτό, κατόρθωσε να φθάσει μόλις ο ουρανός είχε υιοθετήσει εκείνο το ροδαλό χρώμα της μελαγχολικής αυγής. Είδε τον Ρις σε μία πρωτόγνωρη κατάσταση, με το κοστούμι τσαλακωμένο και τα μαλλιά ανακατεμένα, να πίνει με δυσκολία ένα ποτήρι με νερό. Μόλις ωστόσο αντίκρισε τον μικρό του αδερφό, ο θυμός του φούντωσε χειρότερα.
«Εσύ!» του φώναξε καθώς τον είδε να βγαίνει από το αυτοκίνητο.
«Αδερφέ, ήρεμα» προσπάθησε να τον συγκρατήσει ο Ελάιζα, μα ήταν αργά. Το ποτό, ο θυμός και η απογοήτευση, στέκονταν ως μόνοι σύμβουλοι του Ρις για εκείνη τη στιγμή.
«Σήκω και φύγε! Εσύ φταις για όλα! Εσύ φταις για την μαμά που κλείστηκε σε ίδρυμα, μα όλοι σε έχουν συγχωρέσει! Όλοι πάντα σε συγχωρούσαν γιατί ήσουν ο μικρότερος, ο πιο ευαίσθητος. Από εμένα πάλι, απαιτούσαν να είμαι τέλειος. Ο μεγάλος αδερφός, ο ισορροπιστής, ο σκληρός. Κοίτα με λοιπόν τώρα! Σου φαίνομαι αρκετά σκληρός; Ένα ράκος είμαι, αλλά θαρρώ πως δεν έχει σημασία. Εμπρός λοιπόν! Κρίνε με! Πες με αποτυχημένο, πες κάτι!» συνέχισε να του φωνάζει και η καρδιά του Έλι ράγισε.
Γύρω τους είχε συγκεντρωθεί κόσμος, ο οποίος πλησίαζε με την περιέργεια ζωγραφισμένη στο πρόσωπο και το κινητό, έτοιμο να απαθανατίσει το δράμα των πλούσιων. Λες και δεν είχαν καρδιά ή αρκετά προβλήματα. Ο κόσμος πίστευε όμως, πως με την ευγενική χορηγία του χρήματος, τα προβλήματα είχαν εξαφανιστεί μονομιάς. Για πρώτη φορά, ο Ελάιζα δεν έδωσε καμία σημασία στα αδιάκριτα βλέμματα, τα οποία εστίαζαν στο ελαφρώς συγκρατημένο του βάδισμα. Προείχε ο αδερφός του. Πόσο πολύ τελικά είχαν ξεχάσει τον Ρις; Είχε δίκιο. Η προσοχή και ίσως η αδυναμία όλων, είχε πέσει επάνω του από τότε που ήρθε στη ζωή. Τρία αγόρια ήταν στην οικογένεια, μα η γέννηση του Ελάιζα είχε φέρει μία επιπλέον ευτυχία. Δεν το είχε προγραμματίσει η μητέρα του, μα όταν γεννήθηκε και άνοιξε τα κυανά του μάτια, όμοια με τα δικά της, ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά. Ο Μάριο και ο Ρις έμοιαζαν ίσως στα καστανά χαρακτηριστικά του πατέρα τους. Αυτό όμως, ήταν αδικία.
«Ρις θα σε πάω σπίτι. Επίτρεψέ μου αυτό τουλάχιστον και υπόσχομαι πως θα φύγω. Θα ταξιδέψω μακριά για ένα διάστημα, θα πάω στο Μπαλί» του ανακοίνωσε, μα ο Ρις έμεινε σιωπηλός. Δεν τον κοίταξε καν στα μάτια. Παραπατώντας ζαλισμένος, κάθισε στην θέση του συνοδηγού και ακούμπησε πίσω το κεφάλι του. Πονούσε όλο του το κορμί. Από τη χθεσινή νύχτα δεν θυμόταν λεπτομέρειες, μονάχα την εγκατάλειψή του από την παρτενέρ, αμέσως μετά την ολοκλήρωση της πράξης τους.
Ο Ελάιζα γνώριζε πως ο αδερφός του, έπειτα τον αιφνίδιο χωρισμό με τη γυναίκα του, θα έμενε στο σπίτι τους, στην Χρυσή Ακτή. Ήταν όμορφα και γαλήνια εκεί και ο Ρις το χρειαζόταν όσο κανένας άλλος. Με πολύ κόπο, κατόρθωσε να τον μετακινήσει. Είχε ήδη το τεράστιο πρόβλημα του ποδιού του και από την άλλη το βάρος του σώματος του Ρις, τον έκανε να πονά ελαφρώς σε κάθε κίνηση του τεχνητού του μέλους. Έπειτα από ένα τέταρτο προσπάθειας, τον άφησε στο κρεβάτι, ξεκουμπώνοντας το πουκάμισο και αφαιρώντας του τη γραβάτα για να μην πνιγεί. Κατόπιν, τον γύρισε στο πλάι ώστε να μην κινδυνέψει στον ύπνο του και πάθει αναρρόφηση, σε περίπτωση που άδειαζε όλο το περιεχόμενο του στομαχιού του.
«Είσαι εντάξει; Θα μείνω για λίγο μαζί σου, μέχρι να βεβαιωθώ πως όλα είναι καλά»
«Όχι» ακούστηκε η φωνή του αδερφού του «Θα σε παρακαλούσα να φύγεις. Τώρα είμαι νηφάλιος και έχω τη λογική και τις αισθήσεις μου»
«Σταμάτα να είσαι περήφανος. Θα τηλεφωνήσω στον Μάριο»
Ο Ρις του άρπαξε ευθύς το τηλέφωνο από το χέρι.
«Γιατί θα πρέπει κάποιος από εσάς να μείνει;»
Δίχως να προλάβει να ολοκληρώσει, η πόρτα χτύπησε και ο Μάριο στεκόταν ήδη στο κατώφλι.
«Εντάξει, τι σόι αδερφός θα ήμουν, αν δεν ήξερα πού βρίσκεστε; Καιρό έχουμε να βρεθούμε κάπου οι τρεις μας»
Ο Μάριο προσπαθούσε πάντοτε να ελαφρύνει το κλίμα.
«Το θέμα είναι πως ποτέ μας δεν έχουμε βρεθεί για διασκέδαση. Κοίταξέ μας!Μοιάζουμε σαν να τρέχουμε διαρκώς να ξεφύγουμε από ένα ανελέητο κυνήγι δαιμόνων»
«Έλι..»
«Άκουσε» του ψιθύρισε καθώς ο Ρις όντας ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, είχε αφεθεί στον Μορφέα «Εγώ θα φύγω, θα πάω στο Μπαλί»
«Επιτέλους!» αναφώνησε ο Μάριο «Χρόνια προσπαθώ να σε πείσω να πραγματοποιήσεις ένα ταξίδι, να βγεις έξω από τα όριά σου. Παρόλα αυτά, δεν επιθυμώ να πας ολομόναχος»
«Δεν θα είμαι ολομόναχος. Θα έρθει μαζί μου και η Μόργκαν»
Ο Μάριο μειδίασε.
«Νόμιζα πως θα το φυλούσες για μήνα του μέλιτος...»
«Άσε τα κρύα αστεία! Η ψυχολογία μου ακροβατεί διαρκώς, μέσα μου εμφωλεύει ο φόβος του αγνώστου. Είχα ανάγκη την παρουσία της, είναι η γραμματέας μου και θα διεκπεραιώνει παράλληλα και τα καθήκοντά της»
«Να αρκεστείς σε άλλες διεκπεραιώσεις και άσε τα καθήκοντα. Ζήσε. Το ίδιο θα συμβουλέψω και την παγοκολόνα, μόλις συνέλθει. Δεν μας ενδιαφέρει ο κόσμος και η γνώμη του. Μία ζωή έχουμε, ένα διάστημα ευτυχίας. Είναι στο χέρι μας να το εκμεταλλευτούμε κατάλληλα. Δεν θα μπορούμε πάντοτε. Στα γεράματα, θα ανατρέχουμε στις ευτυχισμένες στιγμές. Αυτές θα μας κρατούν συντροφιά»
Ο Ελάιζα του χαμογέλασε. Ο Μάριο είχε μία δική του σοφία. Διαφορετική. Τον ευχαρίστησε και του ζήτησε να μείνει με τον Ρις. Ο Μάριο δέχτηκε δίχως δισταγμούς.
Βαθιά προβληματισμένος από αλήθειες που είχε ακούσει δια στόματος του αδερφού του, έκλεισε πίσω του την πόρτα, οδηγώντας προς το σπίτι του. Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου είχαν φανεί, μα ακόμη το κρύο της νύχτας δεν είχε υποχωρήσει. Γύρω του η φύση ξυπνούσε και ο Ελάιζα αφέθηκε να την απολαύσει. Τόσο πολύ για την ακρίβεια, που ο ύπνος τον πήρε στην θέση του οδηγού.
Ανοίγοντας το παράθυρο, άφησα τον δροσερό αέρα να με τυλίξει. Για κάποιον λόγο, η καρδιά μου χτυπούσε ξέφρενα δίχως να γνωρίζω το γιατί, αν και όλα όσα μου είχαν συμβεί τις τελευταίες ώρες, δεν τα βάφτιζες μήτε απλά, μήτε λίγα. Ένα χαμόγελο ακαθόριστο απλώθηκε στο πρόσωπό μου. Το ταξίδι μου σε έναν προορισμό ονείρου, ακόμη και αν συνοδευόταν από τον δύσκαμπτο χαρακτήρα του Έλι, φάνταζε ιδανικό και σωτήριο. Ένα νησί, στην μέση του ωκεανού της θλίψης μου. Η καφετιέρα βούιζε πιο ενοχλητικά και από το ξυπνητήρι μου, το οποίο πολλές φορές κόντεψε να με στείλει στον άλλο κόσμο. Το βλέμμα μου πλανήθηκε αυτοβούλως στην οθόνη του κινητού μου και έμεινε να στέκεται εκεί ακριβώς, καρτερώντας. Μόλις ωστόσο η λογική μου ανακοίνωσε τι περίμεναν να δουν τα μάτια μου, τινάχτηκα πίσω και άφησα τη μικρή συσκευή στην ησυχία της. Δίχως καθυστέρηση, αποφάσισα να ετοιμαστώ. Θα πήγαινα να συναντήσω τον Ελάιζα και οι δυο μας τον παππού του, που στην κυριολεξία μας ώθησε σε αυτό το παιχνίδι του χαμένου θησαυρού.
Το σπίτι του βρισκόταν χωμένο στα δάση της εξοχής του Σικάγο, επομένως το αυτοκίνητο ήταν απαραίτητο. Οδηγώντας ως εκεί και με δύο χειροποίητα μεζεδάκια για πρωινό, έφτασα μετά από αρκετή ώρα, μόνο για να αντικρύσω το παράδοξο θέαμα του Ελάιζα να κοιμάται κόντρα στο τζάμι του αυτοκινήτου. Φαινόταν σχετικά ήρεμος, πράγμα που σήμαινε πως η ψυχή του δεν ταλανιζόταν από εφιάλτες. Διακριτικά χτύπησα το τζάμι για να έρθω αντιμέτωπη με τα νυσταγμένα του μάτια, που του πρόσφεραν αναμφίβολα μία γλυκύτητα αλλιώτικη. Τις ώρες που ήταν ξύπνιος, κόλαζε και Αγίους.
«Μόργκαν; Τι ώρα είναι;» ψέλλισε χαμένος ακόμη στην ονειρική διάσταση που κατέρρεε μπροστά του αργά και βασανιστικά.
«Η ώρα να σηκωθείς» του είπα και τον είδα να βγαίνει από το αυτοκίνητο με κόπο. Στο βλέμμα του διάβασα στιγμιαία την θλίψη, μα δεν ήθελα να τον πιέσω και να τον κάνω να νιώσει αμηχανία.
Τα μάτια του, ευθύς καρφώθηκαν στα αθλητικά μου παπούτσια.
«Άλλες κοπέλες στη θέση σου, θα με ευγνωμονούσαν για την χάρη που τους κάνω. Τα τακούνια καταστρέφουν τα γόνατα» με πείραξε.
«Και την γυναικεία μου αυτοπεποίθηση, αλλά το προσπερνώ. Λοιπόν; Πότε θα πάμε στον παππού σου;» τον ρώτησα.
«Να κάνω ένα μπάνιο πρώτα» μου είπε και έσκουξα εξαιτίας της αναμονής.
Ανεβαίνοντας, άφησα την τσάντα μου και τον καφέ μου στο γνωστό τραπεζάκι εργασίας για όσο ο Ελάιζα εξαφανιζόταν στο δωμάτιό του, προκειμένου να αλλάξει. Καρτερώντας, πλησίασα σε ένα μικρό ράφι με βιβλία και ξεκίνησα να αναζητώ τίτλους που θα μου κέντριζαν το ενδιαφέρον. ΄΄ Αναζήτηση Ισορροπίας΄΄, έλεγε ο ένας και κατάλαβα ευθύς πως αφορούσε την ψυχική ισορροπία, ανάλογα με τις ανάγκες του καθενός. Ένας θόρυβος ωστόσο από το μπάνιο και η σιωπή έπειτα, μου τράβηξαν την προσοχή. Δίχως να γίνω αντιληπτή, σύρθηκα προς τα εκεί με κομμένη την ανάσα. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη και ο Έλι στεκόταν γυμνός, μπροστά από έναν ολόσωμο καθρέπτη, με το τεχνητό μέλος του, να του έχει γλιστρήσει στο πάτωμα. Τα δάχτυλά του περνούσαν διαρκώς μέσα από τα μαλλιά του νευρικά, ενώ το τραυματισμένο του χέρι, τον στήριζε στον τοίχο. Φαινόταν δυστυχισμένος με την εικόνα του και για πρώτη φορά ευχήθηκα, να μπορούσα να μπω, να σταθώ μπροστά του και να του ψιθυρίσω πως δεν υπήρχε τίποτε το άσχημο επάνω του και πως αντιθέτως, ήταν υπέροχος παρά την οποιαδήποτε ατέλεια.
Ευθύς απέσυρα το βλέμμα μου, ενώ το χέρι μου κινήθηκε στο σημείο της καρδιάς. Γιατί χτυπούσε έτσι ξέφρενα; Όταν αντίκρυσα τον Ελάιζα, έτσι όπως τον είχε γεννήσει η μητέρα του, το μυαλό μου δεν στράφηκε σε σκέψεις πονηρές και κολασμένες. Μονάχα στο βλέμμα και την απελπισία που δήλωνε κραυγαλέα, η στάση του σώματός του. Ο ήχος του τρεχούμενου νερού, με έκανε να βυθιστώ εκ νέου στις σκέψεις μου. Στο κεφάλι μου, αντηχούσε η φωνή του θείου και μέχρι πρότινος πατέρα μου, που στην ουσία υπονοούσε, πως η ιδέα να με υιοθετήσουν από τη στιγμή του χαμού των γονιών μου, ήταν μάλλον κακή. Δεν τους έμοιαζα τελικά σε τίποτε και περισσότερο στον χαρακτήρα. Σκεφτόμουν πολλές φορές πως για να ανέλθεις σε μία κοινωνία, σαν εκείνη των Έβανς, χρειαζόταν όχι μόνο γερά νεύρα, αλλά και πονηριά και κακία το δίχως άλλο. Εγώ δεν ήμουν έτσι. Παρά τον εκρηκτικό μου ομολογουμένως χαρακτήρα, ήμουν τίμια και συγκροτημένη.
Οι σκέψεις συνέχιζαν να με βυθίζουν, όταν αντιλήφθηκα πως έβρεχε, ενώ εγώ βρισκόμουν σε εσωτερικό χώρο. Τα μάτια μου ανηφόρισαν με σκέρτσο, για να έρθουν να αντικρίσουν εκείνα του Ελάιζα, του οποίου το μαλλί έσταζε στην άκρη της μύτης και του μετώπου μου.
«Στάθηκες βλέπω φρουρός έξω από το μπάνιο. Ή μήπως καταβάθος, εκλιπαρούσες να σου επιτρέψω να μπεις;»
Το πειρακτικό ύφος στη φωνή του με εξαγρίωνε ομολογουμένως, ωστόσο είχα περιέλθει εμφανέστατα σε δυσμενή και ντροπιαστική θέση, επομένως η οπισθοχώρηση ήταν μία συνετή τακτική.
«Άκουσα έναν θόρυβο και ήλπιζα μήπως με περίμεναν χαρμόσυνα νέα» απάντησα χαιρέκακα και τον ένιωσα να τινάζεται επιδεικτικά μπροστά μου.
«Δεν θα με ξεφορτωθείς τόσο εύκολα και άδοξα» έτριξε τα δόντια του και αποσύρθηκε στο δωμάτιό του φορώντας μονάχα μία πετσέτα.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top