Αναμετρήσου με τους εσωτερικούς σου Δαίμονες/part 4

Ο ήλιος ανέτειλε για ακόμη μία φορά και εγώ ένιωσα πως βρισκόμουν στον Παράδεισο, ενώ από λεπτό σε λεπτό θα αντίκριζα και κανέναν Αρχάγγελο με πουπουλένιο άγγιγμα. Στην παραζάλη του ύπνου μου, φοβήθηκα μήπως είχα επηρεαστεί από τα αρωματικά στικάκια που καίγανε όλη μέρα προς τιμήν των θεοτήτων και όλα όσα είχα ζήσει, ήταν κομμάτι ενός ουτοπικού ονείρου. Για λίγο αυτός ο φόβος ήταν έτοιμος να μου προκαλέσει μία ανεπαίσθητη ταχυπαλμία, όταν επιτέλους έστρεψα το βλέμμα μου στο πλάι και αντίκρισα τον Έλι να κοιμάται γαλήνια. Για μερικά λεπτά έμεινα να τον χαζεύω, σαν να ήταν κάποιος πίνακας ζωγραφικής, ένα αρμονικό έργο τέχνης. Ανατρέχοντας στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, θυμήθηκα την πρώτη μας γνωριμία και συνάντηση. Ο Έλι είχε κάνει κυριολεκτικά άλματα. Από άνθρωπο φοβικό, απότομο και μίζερο, είχε εξελιχθεί σε έναν γλυκό άνδρα, του οποίου οι ανασφάλειες, φάνταζαν τόσο χαριτωμένες, όσο και το χαμόγελο που συχνά πλέον στόλιζε το πρόσωπό του. Τα πατήματά του είχαν γίνει πιο σταθερά και φαινόταν να προσπαθεί φιλότιμα, να αποτινάξει τον ερεβώδη μανδύα του παρελθόντος του.

Το σώμα του αναδεύτηκε και τα κυανά του μάτια με κοίταξαν νυσταγμένα. Το προαναφερθέν χαριτωμένο χαμόγελο, σχηματίστηκε ανεπαίσθητα, θύμα ακόμη του Μορφέα, και το χέρι του χάιδεψε το πρόσωπό μου. Τα κορμιά μας μαγνητίστηκαν και σύρθηκαν το ένα κοντά στο άλλο, μέχρι που το δικό του με σκέπασε, κάνοντάς με να ανταποκριθώ άμεσα στο κάλεσμά του. Κάπου εκεί, ένιωσα την ανάγκη να συζητήσω μαζί του, να τον ρωτήσω άραγε πού όδευε όλο αυτό, μα ο Έλι δεν φαινόταν έτοιμος για τέτοιο ξεκαθάρισμα. Δίχως λόγια, δίχως διευκρινίσεις, βρεθήκαμε να κάνουμε έρωτα για ακόμη μία φορά, ανακαλύπτοντας πως αδυνατούσαμε να χορτάσουμε ο ένας τον άλλο. Λίγο αργότερα, το ζεστό νερό της λύτρωσης μας υποδέχτηκε και εγώ έβλεπα πως ο Έλι, διακατεχόταν από μία ελαφριά αμηχανία, όποτε έπρεπε να εκθέσει το σώμα του ολόκληρο μπροστά μου. Το πρωινό μας αυτή τη φορά, το απολαύσαμε στην αυλή της καλύβας μας, κάνοντας σχέδια να συναντήσουμε από κοντά, την κόρη της Φουόνγκ. Είχαμε έρθει σε επικοινωνία με τον οδηγό μας, ο οποίος μας είχε υποσχεθεί πως θα ρωτούσε λίγο πριν μας συναντήσει, μήπως και κατόρθωνε να μάθει κάτι παραπάνω.

Το βανάκι του ήταν εκεί και μαζί με αυτό ένα νικητήριο χαμόγελο που θα αναγνώριζα από χιλιόμετρα.

«Έχεις νέα;» ρώτησα γεμάτη προσμονή. Με τον Ντούι είχαμε περάσει σε ένα άλλο επίπεδο. Η σχέση μας δεν στεκόταν απλώς σε εκείνη του πελάτη και του οδηγού. Περνούσαμε πολλές ώρες μαζί, μας είχε δει, καταλάβει και νιώσει, είχαμε μιλήσει για τις ζωές μας, είχαμε διδάξει ο ένας τον άλλο.

«Όλοι μας έχουμε νέα νομίζω» μας κοίταξε με νόημα και ο Έλι μου κράτησε αυθόρμητα το χέρι «Λοιπόν, νομίζω πως εντόπισα την κόρη της κυρίας Φουόνγκ. Είστε έτοιμοι γι' αυτήν τη συνάντηση;» ρώτησε.

«Όσο ποτέ» του απάντησε ο Ελάιζα και εισήλθαμε στα πίσω καθίσματα, με σκέψεις ανάμεικτες. Άραγε, τι θα της λέγαμε για τον λόγο της επίσκεψής μας;

Η διαδρομή ήταν σύντομη αυτή τη φορά, καθώς το σπίτι της κοπέλας βρισκόταν πολύ κοντά στο Ούμπουντ, την καλλιτεχνική πρωτεύουσα του νησιού. Το κλασσικό σπίτι μίας οικογένειας στο Μπαλί, θα έλεγε κανείς πως θυμίζει κάτι από παλιές ταινίες, ή δικά μας εξοχικά ίσως. Στη μέση υπάρχει μία αυλή και περιμετρικά αυτής, τα μέλη της οικογένειας έχουν χτίσει τα σπίτια τους. Δεν θα τολμούσα φυσικά να παραλείψω, τον πέτρινο ναό που δέσποζε στο κέντρο της. Το βανάκι σταμάτησε στην άκρη του δρόμου, όσο άκρη γινόταν δηλαδή, μιας που η πράσινη γλώσσα της ζούγκλας κόντευε να βγει στην άσφαλτο, και οι τρεις μας κατεβήκαμε μουδιασμένοι. Ο Ντούι στάθηκε στην πόρτα και χτυπώντας την ανάλαφρα, είπε μερικές κουβέντες στη γλώσσα του. Στο κατώφλι φάνηκε ένας άνδρας χαμογελαστός και μικροκαμωμένος, όπως σχεδόν όλοι στην Ινδονησία, ο οποίος άκουγε στο όνομα Πουραμάν. Χαιρέτησε τον Ντούι με μία θερμή αγκαλιά και κατόπιν εμάς. Ο ίδιος ήταν αγρότης που αναζητούσε μεροκάματα δουλεύοντας παράλληλα και το ταξί. Για να περάσουμε στο κτήμα, διασχίσαμε ένα μεγάλο χαντάκι, περνώντας πάνω από μία ξύλινη τάβλα.

«Τώρα θα μας φτιάξουν τα πεζοδρόμια. Αν παρατηρήσατε στη διαδρομή, θα είδατε ότι φτιάχνονται παντού. Ελάτε προσεκτικά» πρόφερε πάντοτε με εκείνο το αγνό χαμόγελο που χαρακτήριζε αυτόν τον λαό. Ο ναός που δέσποζε στο κέντρο της αυλής, ήταν εντυπωσιακός «Τον έφτιαξα μόνος μου. Με πλήθους και πέτρες» μας είπε ο Πουραμάν σε σπαστά αγγλικά, καμαρώνοντας.

Επτά φορές την ημέρα έπρεπε να προσφέρει δωρεά στο ναό του και στεναχωριόταν που δεν προλάβαινε πάντοτε. Οι προσφορές ήταν συνήθως εκείνα τα αιώνια μικρά πιατάκια με φύλλα μπανάνας, ρυζιού και μυρωδικά. Τα είχαμε συναντήσει παντού και πολλές φορές ακουσίως πατήσει, αφήνοντας μάλλον τους Θεούς νηστικούς και οργισμένους. Στο εσωτερικό του σπιτιού, επικρατούσε μία υπέροχη μυρωδιά. Ένα μεγάλο τσουκάλι ήταν πάνω στη φωτιά και το ρύζι έβραζε. Τότε, από το βάθος, εμφανίστηκε μία γυναίκα, με πρόσωπο φωτεινό, στην ίδια ηλικία περίπου με τους θείους μου. Τα μακριά, σχεδόν μαύρα της μαλλιά, έπεφταν απαλά στους ώμους της, καθιστώντας την μία εξωτική μούσα. Την έλεγαν Μούσνα και ήταν η μοναχοκόρη της Φουόνγκ. Ο Ντούι παίρνοντας την άδειά μας και τη φωτογραφία, της την έδωσε εξηγώντας της την ιστορία. Την είδαμε τότε για λίγο να παγώνει, να χαϊδεύει με τρεμάμενο χέρι το πρόσωπο της μητέρας της και κατόπιν να στρέφεται με μάτια βουρκωμένα σε μας. Για λίγο ένιωσα να χάνω το κουράγιο μου, καθώς ήμουν βέβαιη για τα λόγια που θα ακολουθούσαν. Το ίδιο ωστόσο, φάνηκε να ισχύει και για τον Έλι, ο οποίος άλλαζε στάσεις διαρκώς, αμήχανος στην καρέκλα του, σαν να μην τον χωρούσε άξαφνα ο τόπος.

«Κάνατε το ταξίδι σας για να συναντήσετε τη μητέρα μου;» μας ρώτησε διστακτικά και κοιταχτήκαμε αβέβαιοι.

«Ξεκινήσαμε έχοντας αυτόν τον στόχο, μα στην πορεία συνειδητοποιήσαμε πως μας είχε προσφέρει πολλά περισσότερα. Πως ο τόπος σας είχε μία μαγική ικανότητα να επουλώνει πληγές» της απάντησα και χαμογέλασε.

«Η μητέρα μου, δυστυχώς απεβίωσε. Ήταν ευτυχισμένη, μπορώ να σας το πω με βεβαιότητα, ενώ συχνά μου μιλούσε για τον Όσκαρ, τον Αμερικάνο που γνώρισε και ερωτεύτηκε κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες. Ξέρετε, την ιστορία της, την κράτησα σαν φυλαχτό. Μου υπενθύμιζε πως η αγάπη, είναι ίσως η πιο ισχυρή δύναμη στον κόσμο και μπορεί να αναδύεται ακόμη και μέσα από χαλάσματα, ακόμη και μέσα από την απόλυτη αλλοφροσύνη και δυστυχία. Εγώ βέβαια, δεν έζησα ποτέ αυτά τα γεγονότα. Της μητέρας μου το χωριό καταστράφηκε ολοσχερώς, εκείνη κάηκε πολύ άσχημα σε όλο της το χέρι, με εγκαύματα τρίτου βαθμού. Κάθε πρωί, αν μπορείτε να το φανταστείτε, οι νοσοκόμες την μούλιαζαν σε ζεστό νερό και έτριβαν έπειτα το καμένο δέρμα. Ο πόνος της ήταν αφόρητος. Κάπου όμως ανάμεσα στον εφιάλτη, γνώρισε εκείνον. Ακόμη και αν οι δρόμοι τους χώρισαν, δεν έπαψε ποτέ να μιλά για το πρόσωπό του, τις στιγμές τους, τον έρωτά τους που κατόρθωσαν να γιατρέψουν έστω και στο ελάχιστο, την οργή και την πίκρα της. Ευχόταν μόνο να ήταν καλά και ας μην πρόλαβε να τον συναντήσει ξανά» έκανε μία παύση και είδα τον Ελάιζα να σκοτεινιάζει.

«Ο παππούς μου έχει καρκίνο σε προχωρημένο στάδιο. Δεν του απομένει χρόνος πολύς και είχε σαν τελευταία του επιθυμία, να κατορθώσει να την συναντήσει, αν φυσικά μπορούσε και εκείνη» κόμπιασε ελαφρώς ο Έλι και η γυναίκα του κράτησε το χέρι.

«Θα το ήθελε πολύ, πίστεψέ με. Στην ζωή μας, δεν γνωρίζω το πώς, μα υπάρχει περίπτωση να συναντήσουμε ανθρώπους, που θα τους θυμόμαστε για πάντα. Η μητέρα μου, μου δίδαξε πως στην ουσία δεν υπάρχουν φίλοι και εχθροί. Μπρος στην αγάπη δεν βλέπουμε καμία διαφορά ο ένας στον άλλο. Είναι κρίμα που εμείς οι ίδιοι έχουμε υψώσει τόσα εμπόδια, δήθεν διαφορετικότητας, όταν στην πραγματικότητα αυτή είναι ανύπαρκτη. Λυπάμαι πολύ για τον Όσκαρ, τον είχα νιώσει και σαν δικό μου άνθρωπο μέσα από τις αφηγήσεις. Ωστόσο, μιας που σας στεναχώρησα και το νιώθω, μείνετε για φαγητό. Δεν θα αργήσει πολύ. Αγαπάτε τα καυτερά;» μας ρώτησε, ενώ δίπλα της ο άντρας της φαινόταν και εκείνος μελαγχολικός.

Φυσικά δεχτήκαμε την φιλοξενία τους. Για πρώτη φορά, είδα τον Ελάιζα να στέκει αμίλητος δίπλα μου, με χιλιάδες σκέψεις μέσα στο μυαλό του. Είχα καταλάβει πως όταν κάτι τον άγχωνε ή τον στεναχωρούσε, κλεινόταν απότομα στον εαυτό του και αυτή τη στιγμή, ήμουν βέβαιη πως σκεφτόταν τις προσδοκίες του που είχαν καταρρεύσει, καθώς και το τι θα ακολουθούσε από εδώ και μπρος. Ακόμη και ο Ντούι έμοιαζε σχετικά αμίλητος, αν σκεφτόσουν πως συνήθως ήταν η ψυχή της παρέας. Καθώς μας εξήγησε η Μούσνα, τα δύο της παιδιά ήταν στο σχολείο, όμως εκείνη προτού φύγουμε, μας χάρισε αναμνηστικές φωτογραφίες από όλη την οικογένεια για να τις δώσουμε στον Όσκαρ. Για τον Ελάιζα δεν ρώτησε και πολλά. Έχοντας μητέρα που είχε ζήσει τον πόλεμο, πιθανότατα είχε αντιληφθεί πως τα τραύματα του Έλι δεν ήταν τυχαία και έτσι θεώρησε σωστό να μην ανοίξει άδικα πληγές που ακόμη πάλευαν να επουλωθούν.

Η διαδρομή κύλησε εξίσου σιωπηλή και εγώ δεν ήμουν βέβαιη από πού έπρεπε να ξεκινήσω. Ήθελα ειλικρινά να τον ρωτήσω τι προσδοκούσε και αν ήταν προετοιμασμένος γι' αυτήν την έκβαση των γεγονότων. Φτάνοντας πίσω στο ξενοδοχείο, εισήλθαμε στο δωμάτιό του. Η ατμόσφαιρα μεταξύ μας ήταν ελαφρώς παγωμένη. Δεν έφταιγα φυσικά, μα ο Ελάιζα δυσκολευόταν να το διαχειριστεί.

«Μόργκαν, σε πειράζει να πάω μία βόλτα;» με ρώτησε σχετικά ευγενικά και φυσικά του απάντησα θετικά.

Μόλις εξήλθε από το δωμάτιο, ο Ελάιζα ένιωσε πως ήθελε να αναπνεύσει. Γενικότερα προσπαθούσε να μένει μακριά από συγκινήσεις και δυνατά συναισθήματα, μονάχα που τις τελευταίες μέρες, είχε κάνει μία απότομη βουτιά στα βαθιά, δίχως να το πολυσκεφτεί. Μετά την συνειδητοποίηση του χαμού της Φουόνγκ, το ταξίδι του έπρεπε να λάβει τέλος. Αυτό τον άγχωνε. Δεν ήξερε αν επιθυμούσε να επιστρέψει, δεν ήξερε αν ήθελε να παρευρεθεί στα γενέθλια του πατέρα του για τα οποία τον είχε ενημερώσει ο Ρις. Το Μπαλί ήταν ένα καταφύγιο που τα πάντα έμοιαζαν πιθανά. Εδώ, μεταμορφώθηκε σε κάποιον άλλο, έσβησε τις πληγές του πολέμου για λίγο, έκανε έρωτα, όταν ήταν έτοιμος σχεδόν να παραιτηθεί ακόμη και από την ιδέα. Ωστόσο, τι θα απογίνονταν με την Μόργκαν; Αν επέστρεφε στο Σικάγο, θα κυνηγούσαν οι δημοσιογράφοι την προσωπική του ζωή. Αυτά τα αρπακτικά δεν είχαν έλεος και ο ίδιος θα αναγκαζόταν να αποσυρθεί σε εκείνο το απομονωμένο εξοχικό που είχαν. Όλες αυτές οι σκέψεις τον πίεζαν. Και αν η Μόργκαν ζητούσε περισσότερα; Έναν γάμο ίσως στο κοντινό μέλλον; Ο ίδιος ήταν έτοιμος για ένα τόσο σοβαρό βήμα; Μάλλον όχι και το χειρότερο; Πως ίσως δεν θα ήταν ποτέ του. Οι γροθιές του σφίχτηκαν, μα είχε αποφασίσει να μην επιστρέψει στο δωμάτιο, αν πρώτα δεν αισθανόταν καλύτερα.

------------

Την ημέρα της συνάντησης των επενδυτών με τις δύο εταιρείες, ο Ρις μην έχοντας ιδέα, σηκώθηκε δύσθυμα από την αγκαλιά της Ρεβέκκας. Το καθήκον τον καλούσε, όταν άκουσε το τηλέφωνό του να χτυπά. Ήταν από την εταιρεία του και ο λογιστής του που αποτελούσε και δεξί του χέρι, του μετέφερε τα μαντάτα της συνάντησης όλων, δίχως την δική του παρουσία ή εκείνη του Μάριο. Σε δευτερόλεπτα, ο θυμός κατέκλυσε την ψυχή του, μα προσπάθησε όσο αυτό ήταν δυνατό, να τιθασεύσει την παρόρμησή του να βρεθεί εκεί και να μην μείνει τίποτε όρθιο. Η Ρεβέκκα ανησύχησε με το τηλεφώνημα, ωστόσο ο Ρις, ήταν ο άνθρωπος που ήξερε πολύ καλά να τοποθετεί σε καλούπια διαφορετικά τον καθένα, ανάλογα με τις περιστάσεις. Η κοπέλα δίπλα του, δεν έφταιγε σε τίποτε να πληρώσει τον θυμό που κόχλαζε μέσα του.

«Όλα καλά;» τον ρώτησε.

«Όχι. Για την ακρίβεια, δε έχω ιδέα πια πώς να χειριστώ κάποιες καταστάσεις. Ο πατέρας μου και ο πατέρας της Μόργκαν, συναντήθηκαν στον Πύργο Γουίλις, στα γραφεία των Έβανς, προκειμένου να συζητήσουν ένα θέμα, το οποίο για την ακρίβεια αφορούσε εμένα ως διευθυντή. Ο πατέρας μου υποτίθεται πως έχει αποσυρθεί από την εταιρεία εδώ και καιρό, να όμως που δεν μου δείχνει καμία εμπιστοσύνη και κανονίζει τις δουλειές κάτω από τη μύτη μου» γρύλισε και η Ρεβέκκα ανακάθισε.

«Νομίζω πως αυτό που πρέπει να κάνεις, είναι να είσαι ο εαυτός σου. Ο χαρακτήρας δηλαδή που πραγματικά θα ήσουν, αν δεν είχες την φήμη των Κρέιν. Άφησέ τους να δουν τον άντρα που βλέπω και εγώ και αν επιμένουν να πάρουν άλλη προσφορά, τότε καλώς. Δεν θα χάσεις εσύ τον εαυτό σου για τα αρχιτεκτονικά έργα Ρις και επίσης, τις ευθύνες, πρέπει να αρχίσεις να τις μοιράζεσαι. Ασχολείσαι αποκλειστικά εσύ με τα πάντα, ακόμη και με την ψυχολογία του αδερφού σου, της μητέρας ή του πατέρα σου. Δεν είσαι Θεός και κάποια στιγμή, θα λυγίσεις» τον συμβούλεψε και τον είδε να χαμογελά, ενώ με μία κίνηση έγειρε στο στήθος της και κούρνιασε στον λαιμό της.

«Αν μου υποσχεθείς να είσαι δίπλα μου, σου υπόσχομαι και εγώ να προσπαθήσω να βάλω σε μία τάξη τη ζωή μου»

«Υπόσχομαι» του απάντησε.

«Άρα, αυτό σημαίνει πως θα με συνοδέψεις στα γενέθλια και σε ό,τι άλλο προκύψει» γουργούρισε ξανά και η Ρεβέκκα φάνηκε να διστάζει «Σε παρακαλώ, μην αισθάνεσαι άσχημα. Είσαι η κοπέλα μου και έχεις κάθε δικαίωμα να βρίσκεσαι στο πλάι μου σε όλες τις εκδηλώσεις»

«Θα σχολιάσουν όμως, πως αμέσως μετά τον χωρισμό σου, κατευθείαν βρήκες την πρώτη τυχούσα» διαμαρτυρήθηκε.

«Η προσωπική μου ζωή δεν αφορά κανέναν. Στην τελική, δεν απάτησα την γυναίκα μου. Έληξε ο γάμος μου και μάλιστα με άσχημο τρόπο. Είμαι νέος άνδρας και βρήκα τον έρωτα σε μία τίμια και όμορφη κοπέλα. Πολλοί θα ήθελαν να σε είχαν δίπλα τους, όμως είσαι δική μου. Δεν καταλαβαίνω γιατί υποτιμάς διαρκώς τον εαυτό σου. Έχεις όλα τα προσόντα που θα μπορούσαν να κάνουν ευτυχισμένο έναν άνδρα, ε, και στάθηκα τυχερός» πρόφερε με τα μαλλιά του να είναι ακόμη ανακατεμένα από τον ύπνο, ενώ το πρόσωπό του ήταν κρυμμένο στην αγκαλιά της.

Απρόθυμος, σηκώθηκε από το κρεβάτι, μα προτού φύγει, της ετοίμασε ένα πρόχειρο πρωινό, αφήνοντάς της ένα σημείωμα. Με το αυτοκίνητό του, κατευθύνθηκε στην Χρυσή Ακτή και παρά την πρωινή κίνηση, έφτασε σχετικά γρήγορα. Κάνοντας ένα μπάνιο, φόρεσε το κοστούμι του και κατευθύνθηκε στον Πύργο Γουίλις. Δυστυχώς για εκείνον, τους πέτυχε στην έξοδο όλους. Στη θέα του, ο πατέρας του πάγωσε, ενώ οι υπόλοιποι άνδρες τον χαιρέτησαν με μία τυπική καλοσύνη.

«Νεαρέ κύριε Κρειν, χαιρόμαστε που σας γνωρίζουμε και εσάς από κοντά. Λέγαμε με τον πατέρα σας και τον κύριο Έβανς, πως αύριο το βράδυ, θα είστε καλεσμένοι, τόσο εσείς, όσο και τα αδέρφια σας, στο Χίλτον. Είναι ένα γεύμα που παραθέτουμε για τους πελάτες και συνεργάτες μας. Έτσι, θα σας μάθουμε καλύτερα και θα μας είναι πιο εύκολο να πάρουμε μία απόφαση» του είπαν και ο Ρις τους ευχαρίστησε τυπικά.

Μόλις τους είδε να φεύγουν, γύρισε ευθύς προς το μέρος του πατέρα του.

«Με απογοήτευσες» πρόφερε σκληρά και ψυχρά «Μπορεί να θεωρείς πως είσαι ο τέλειος επαγγελματίας, μα την οικογένειά σου εξακολουθείς να την πληγώνεις και να την παραμελείς. Σημασία δεν έχει μονάχα η εταιρεία, μα και οι άνθρωποι που θα βρίσκονται δίπλα σου σε κάθε καλή και κακή στιγμή της ζωής σου. Αύριο λοιπόν, θα έρθω με την κοπέλα μου» του πέταξε ταράζοντάς τον, μα ήξερε πως δεν είχε το δικαίωμα να μιλήσει.

«Ρις...»μονολόγησε.

«Όχι. Σήμερα μου απέδειξες πως ντρέπεσαι για μένα, αλλιώς δεν θα πήγαινες μονάχος σου και στα κρυφά στην συνάντηση. Ήθελες να διορθώσεις την άποψη για τον άτακτο γιο που από ψυχρός και παντρεμένος επαγγελματίας, μετατράπηκε σε έναν αλήτη που δέρνει και μεθοκοπά. Δεν ρώτησες όμως, γιατί έφτασα στο σημείο να χειροδικήσω. Το έκανα για να υπερασπιστώ την τιμή του αδερφού μου. Γιατί εγώ θα έκανα τα πάντα για την οικογένειά μου, μα να που τίποτε δεν αναγνωρίζεται, ούτε από εσένα, ούτε από την μητέρα μου. Για εκείνη ένας ήταν ο γιος της και από την στιγμή που πήρε απλώς τη λάθος απόφαση, τίποτε και κανένας μας δεν είχε σημασία. Η μόνη εξαίρεση, είναι ο παππούς» Ο Ρις έβγαλε από μέσα του όλη την πίκρα και δεν στάθηκε καθόλου να περιμένει την απάντηση του πατέρα του. Απλώς θα ειδοποιούσε τα αδέρφια του, ώστε να είναι έτοιμοι για αύριο, μιας που ο Ελάιζα θα επέστρεφε τελικά το επόμενο πρωί.

Πράγματι για τον νεαρό βετεράνο, το ταξίδι στο Μπαλί είχε φτάσει πλέον στο τέλος του και ο ίδιος πάσχιζε να σκεφτεί, πώς θα ανακοίνωνε στον παππού του αυτά τα νέα. Το βράδυ είχε κοιμηθεί ελάχιστα και εγώ μπορούσα να τον νιώσω να στριφογυρίζει άτσαλα, κάπου-κάπου κλαψουρίζοντας μέσα στον ύπνο του, όταν κάποιος εφιάλτης του έκανε επίθεση. Τα νέα του θανάτου της Φουόνγκ, τα είχε δεχτεί με βαριά καρδιά. Ακόμη και έτσι όμως, το ταξίδι στο Μπαλί τον είχε αλλάξει. Είχε βγάλει από μέσα του τον τρυφερό εαυτό, υπενθυμίζοντάς του πως κάπου υπάρχει θαμμένος, αρκεί ο ίδιος να του δώσει μία ευκαιρία να αναδυθεί όπως του άξιζε. Το Μπαλί αποτέλεσε τον ήλιο της ελπίδας, σε μία ψυχή συννεφιασμένη. Πλέον, τον ήξερα τον Ελάιζα. Ήξερα τι κρύβεται κάτω από τις στιγμές του άγχους και του φόβου, όπως εκείνη την τελευταία μέρα.

Η επιστροφή τον τρομοκρατούσε γιατί έπρεπε να πάρει αποφάσεις για την ζωή του. Έπρεπε να επιστρέψει, με το όνειρο της κλινικής για ανθρώπους σαν τον ίδιο, μα και με την σκιά της εταιρείας να τον ταλανίζει. Μάλιστα, είχε πληροφορηθεί για την συνάντηση των επενδυτών και για την πρόσκληση όλων των αδερφών Κρέιν. Ο Έλι παρά τον αντιδραστικό του χαρακτήρα, σεβόταν την οικογένειά του και ήθελε να την κάνει περήφανη. Εκείνο το τελευταίο πρωινό, τον είδα να κάθεται στην πισίνα και απλώς να έχει παραδοθεί στους ήχους της ζούγκλας. Από την άλλη εγώ, ένιωθα πως ήθελα απαντήσεις. Απαντήσεις για το μέλλον μας και πώς θα συνεχίζαμε από εδώ και μπρος.

«Πρέπει να επισκεφτώ τη μητέρα μου στην κλινική. Μπορεί πριν να μην το άντεχα, να μην ήμουν σε θέση να αντιμετωπίσω την ίδια και το ψυχολογικό της δράμα, μα νομίζω πως τώρα μπορώ και...» πήγε να πει, ωστόσο τον διέκοψα.

«Με εμάς τι σκέφτεσαι να κάνεις;» τον ρώτησα και με κοίταξε πλαγίως.

«Θέλω να μου δώσεις λίγο χρόνο. Δεν έχω ιδέα ακόμη τι μπορώ να προσφέρω και τι όχι. Ίσως, να μην σου αξίζω καν, ίσως να με πιάσουν πάλι οι κρίσεις μου και αν βυθιστώ σε αυτές, θα τραβήξω και σένα μαζί» ξεκίνησε τον πεσιμισμό.

«Και όλα αυτά που μοιραστήκαμε;» ξεκίνησα να εκνευρίζομαι, καθώς ένας φόβος φύτρωνε στην ψυχή μου.

«Ήταν αληθινά. Όλα ήταν αληθινά, απλώς...»

«Ήταν αληθινή και η παράκλησή σου να μην φύγω ποτέ από δίπλα σου; Καθώς από ότι φαίνεται, εσύ είσαι αυτός που με διώχνεις!» του φώναξα.

«Δεν σε διώχνω Μόργκαν! Απλώς δεν μπορώ να σε κρατήσω πλάι μου και να νιώθω πως ίσως δεν έχω την δύναμη να σου χαρίσω όσα ονειρεύεσαι. Ακόμη, είμαι αγοραφοβικός και κροτοφοβικός. Με ταλαιπωρούν εφιάλτες. Μετά τα χθεσινά το κατάλαβα. Μόλις ένα κακό νέο εισήλθε στην ζωή μου, με κυρίευσαν οι ανασφάλειες. Είναι κρίμα για εσένα» προσπάθησε να μου εξηγήσει, μα τα μάτια μου είχαν θολώσει από τα δάκρυα.

«Κρίμα ήταν που πίστεψα πως είχα κατορθώσει να σε βοηθήσω! Θα τα πούμε το βράδυ. Ο καθένας θα κάνει το πρόγραμμά του και έτσι θα μπορείς από σήμερα να έχεις τον χρόνο που λαχταράς!» του ανακοίνωσα πληγωμένη και το μόνο που θυμάμαι, ήταν να κατευθύνομαι στην υποδοχή του ξενοδοχείου, ζητώντας να μεταβώ σε έναν ναό, με εκπληκτική θέα. Τον Τάνα Λοτ.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top