Έρμαιο του παρελθόντος/ part 2
Το ξημέρωμα με βρήκε να φλερτάρω με την ιδέα των ηρεμιστικών. Είχα δέσει την ίδια μου την ψυχή με αυτόν τον άνδρα, ο οποίος διαρκώς άλλαζε διαθέσεις, με ταχύτητα μεγαλύτερη και από την αλλαγή του καιρού, εξαιτίας της κλιματικής φθοράς. Φορώντας πλέον τα αθλητικά μου παπούτσια και ερχόμενη αντιμέτωπη με το γελοίο δίλλημα που με ήθελε ή με αυτά, ή με τις χνουδωτές μου παντόφλες για απόλυτη ησυχία και ανάλαφρο, άηχο βάδισμα, κατέληξα πως μία επίσκεψη στα ενδότερα της εταιρείας του Ρις, πιθανότατα να έριχνε λίγο φως στις ανεξιχνίαστες ως τώρα απαντήσεις των αποριών μου. Θα ήθελα να ανοίξω έναν διάλογο μαζί του, μεστό σοβαρότητας, σχετικά με τον διαταραγμένο του αδερφό. Έξω, οι σιγανές κραυγούλες των πουλιών μου υπενθύμιζαν τον λόγο που λάτρευα το Σικάγο και ας ήταν μία πληθυσμιακή μεγαλούπολη και όχι μόνο. Το αγαπούσα γιατί πολύ απλά ήταν το σπίτι μου και ένας τόπος τον οποίο θα μπορούσα να περπατήσω με τα μάτια κλειστά.
Ευγνωμονώντας κατά πολύ βάθος το μουρτζούφλικο αφεντικό μου και τις επιλογές του στα υποδήματα, έφτασα με έναν αέρα αλλιώτικο ως την εταιρεία Κρέιν, που ζητωκραύγαζε ξεκούραση και άνεση στον βηματισμό. Σε αντίθεση με τις δύστυχες υπαλλήλους που ακροβατούσαν άτσαλα στους προσωπικούς τους πυργίσκους των δώδεκα και άνω πόντων, εγώ απολάμβανα το βάδισμά μου σαν σωστή αριστοκράτισσα. Το γραφείο του Ρις ήταν μία ανάσα μακριά μου, όταν συγκρούστηκα με ένα ανδρικό στήθος, όμοιο με βραχώδη επιφάνεια. Από το ύφος το ανέμελο και το ηλιοκαμένο δέρμα, με τα χαρακτηριστικά, εντυπωσιακά μάτια της γνωστής οικογένειας, υπέθεσα αυτομάτως πως ήταν ο μεσαίος αδερφός, ο Μάριο.
«Καλημέρα. Είστε η κοπέλα του ντελίβερι;» με ρώτησε και έμεινα να τον κοιτώ χάσκοντας, στην ξαφνική διαπίστωση πως η εικόνα μου είχε υποβαθμιστεί επικίνδυνα πολύ.
«Μέρα και σε σας. Σας φαίνομαι να βαστώ κάτι; Είμαι η βοηθός του αδερφού σας» γρύλισα για να τον δω να ανασκουμπώνεται και να χάνει ελαφρώς το χρώμα του.
«Χίλια συγγνώμη δεσποινίς. Ξέρετε συμπέσατε τυχαία χρονικά με μία παραγγελία...η οποία έχει εμφανώς καθυστερήσει»πάλεψε βλακωδώς να το σώσει στην άκρη του γκρεμού και εγώ με την σειρά μου προσπάθησα να κρύψω με χάρη το ορθάνοιχτο στόμα μου εξαιτίας του χασμουρητού.
«Καλώς κύριε Κρέιν. Τώρα θα μου επιτρέψετε, μα θα ήθελα να δω την κεφαλή αυτής εδώ της εταιρείας» πρόφερα με σιγουριά.
«Τον πατέρα μου εννοείτε;» ήρθε η επόμενη ερώτηση.
«Τον αδερφό σας θα έλεγα. Δεν ήξερα πως ο πατέρας σας εργάζεται ακόμη» συμπλήρωσα καθώς το νέο μου φάνηκε ενδιαφέρον.
«Μας βοηθά μερικές φορές. Δεν θέλει να παραδεχτεί πως μεγάλωσε αρκετά και πως η ζωή τον καλεί να αποσυρθεί από τον εργασιακό τομέα. Είναι αετός περήφανος» σχολίασε.
«Γενικώς διαθέτετε πολλά αρπακτικά στην οικογένεια. Από αετούς, από όρνεα...» συλλάβισα όσο πιο ψιθυριστά μπορούσα κάνοντάς τον να γελάσει.
«Εννοείς τον Έλι» μου είπε.
«Το κάνετε να ακούγεται υπερβολικά χαριτωμένο, ερχόμενο σε πλήρη αντίθεση με την σκληρή για εμένα πραγματικότητα και πλέον καθημερινότητα. Αλλά ναι, μιλώ για τον κύριο Ελάιζα. Ίσως ο αδερφός σας λοιπόν, μπορούσε να με βοηθήσει» του εξήγησα και με μία ανάσα εισήλθαμε στο υπέροχο και ζεστό γραφείο του Ρις.
«Δεσποινίς Μάθιου. Για κάποιον λόγο την καρτερούσα αυτήν τη συνάντηση. Μάριο, κάθισε και εσύ, σου έχω μερικά σχέδια για να ρίξεις μία ματιά. Λοιπόν, σας βλέπω αρτιμελή και αυτό είναι ευχάριστο..» πρόφερε παλεύοντας ωστόσο να κρύψει ένα χαμόγελο, το οποίο εγώ δεν εντόπισα επιτυχώς από την αρχή.
«Υπέροχος τρόπος τοποθέτησης. Ωστόσο, προσπάθησα με όλους τους πιθανούς τρόπους να κρατηθώ κοντά του, λέγοντάς του πως θα εργάζομαι πλέον αποκλειστικά για εκείνον. Επίσης, παρατήρησα πως γνωρίζει πολύ καλή άμυνα και στόχο, όταν ένας επίδοξος ληστής, κατέληξε θύμα του σε σύντομο χρονικό διάστημα. Υπάρχει κάτι που μπορείτε να μου πείτε σχετικά με τον αδερφό σας;» έθεσα μία ερώτηση, η οποία ουσιαστικά αφορούσε και τους δύο.
Μάλιστα, συνειδητοποίησα πως αντάλλαξαν μεταξύ τους φευγαλέα βλέμματα, πασχίζοντας με αυτόν τον τρόπο να δώσουν άδεια συνέχειας ο ένας του άλλου. Κατόπιν της βουβής τους συμφωνίας, ο Ρις έκλεισε καλά την πόρτα του γραφείου του και επέστρεψε στη θέση του ξανά. Έτσι όπως τον έλουζε το φως της ημέρας, τα μάτια του άστραφταν, πλημμυρίζοντάς τον με μία ανεπανάληπτη σαγήνη, ικανή να μου δικαιολογήσει τη φήμη της οικογένειας. Κάπου εκεί πάλεψα να μαζέψω τις φιλήδονες διαθέσεις μου, μιας που ο άνθρωπος ήταν και παντρεμένος, προσπαθώντας να ακούσω με προσοχή και προσήλωση αυτά που είχε να μου πει.
«Ο αδερφός μου, υπηρέτησε ως στρατιώτης στον πόλεμο του Ιράκ. Ωστόσο, όπως μπορείς να καταλάβεις, καθώς φαντάζομαι παρατήρησες κάποιες διαφορές στο σώμα του σε σχέση με έναν αρτιμελή άνθρωπο, ένας αυτοσχέδιος μηχανισμός εξερράγη μία νύχτα που βρισκόταν σε περιπολία, με αποτέλεσμα να χάσει ένα μεγάλο μέρος του ποδιού του και τα δύο του δάχτυλα. Αυτό που ακολούθησε ήταν πραγματικά φρικτό και επίτρεψέ μου να μην το αναλύσω. Για τον πόλεμο πλέον κρίθηκε ανεπαρκής και τελικά επέστρεψε πίσω στο σπίτι. Ωστόσο, τίποτε δεν ήταν το ίδιο για εκείνον, μήτε για εμάς. Βλέπεις, η μητέρα μας του είχε φρικτή αδυναμία. Είναι ο μικρότερος γιός, για εκείνη ήταν το μικρό της αγοράκι, ή ο σπόρος όπως τον αποκαλούσε χαϊδευτικά και όταν τελικά αποφάσισε να πολεμήσει σε αυτήν την αμερικάνικη τρέλα, εκείνη έπεσε σε κατάθλιψη. Οι καβγάδες της με τον πατέρα μου και εμάς ήταν μυθικοί. Μας κατηγορούσε πως δεν κάναμε αρκετά για να τον πείσουμε να παρατήσει αυτήν την τρέλα, μέχρι που η ψυχολογία της ξεκίνησε να καταρρέει και να βυθίζεται όλο και περισσότερο σε έναν κόσμο, που μονάχα ο πάσχων μπορεί να κατανοήσει. Σήμερα, νοσηλεύεται σε ειδική κλινική, καθώς η κατάστασή της είχε φθάσει σε επικίνδυνα σημεία και έπρεπε να βρίσκεται υπό στενή παρακολούθηση. Το κακό είναι, πως σε αντίθεση με όλους εμάς, ο Ελάιζα αρνείται να την επισκεφθεί. Πιστεύω πως το κάνει για να ξορκίσει τη σκέψη της πραγματικότητας που είναι σκληρή. Οι δυο τους ήταν τρομερά δεμένοι και τώρα εκείνος, έχει να παλέψει από την μία με το σοβαρό θέμα του μετατραυματικού στρες και από την άλλη, με το σώμα του που δεν υπακούει σε κάποιες εντολές. Ο αδερφός μου από μικρός, ασχολούταν με τον αθλητισμό και είχε τρέξει σε Μαραθώνιο. Είχε πάρει και μετάλλιο μάλιστα» έκανε μία παύση και εγώ ένιωθα πως είχε στεγνώσει όλο το σάλιο από το στόμα μου «Δεν γνωρίζω κυριολεκτικά ποια παρόρμηση με έσπρωξε να σου μιλήσω τόσο αναλυτικά για ευαίσθητα θέματα, ωστόσο για κάποιον λόγο, έχω πίστη σε εσένα. Χθες που επικοινώνησα μαζί του τηλεφωνικά, μου φάνηκε έστω και μία ανεπαίσθητη σταλιά καλύτερα. Ξέρεις γενικά, έχει μεταπτώσεις και σκαμπανεβάσματα ψυχολογικά και κυρίως οργής. Προσπάθησε να τον καταλάβεις και να σταθείς δίπλα του σαν μία θετική επιρροή. Αν ωστόσο νιώσεις άσχημα, σε παρακαλώ μην πιεστείς. Θα βρω κάποια λύση. Είναι οικογένειά μου εξάλλου και οφείλω, όπως και ο αδερφός μου και ο πατέρας μας, να τον βοηθήσουμε όσο μας το επιτρέπει ο ίδιος» τελείωσε και ένιωσα το σώμα μου να πέφτει βαρύ σε μία πέτσινη και γυαλιστερή, μαύρη πολυθρόνα.
Όλος ο μύθος αυτής της σπουδαίας και απλησίαστης οικογένειας, είχε καταρρεύσει μπροστά μου σαν ασταθές τραπουλόχαρτο. Ένα κρυφό χαμόγελο ωστόσο, σχηματίστηκε στην ψυχή μου, συνειδητοποιώντας το πόσο δεμένοι και αγαπημένοι ήταν οι τρεις τους, παρά τα προβλήματά τους. Μπορεί να ανήκαν όπως και εμείς εν μέρει, στην ελίτ της κοινωνίας, ωστόσο δεν είχαν στερηθεί την ανθρωπιά τους, ούτε είχαν μετατραπεί σε άβουλους δούλους των φθηνών χαρτονομισμάτων. Ένιωσα λοιπόν έναν θαυμασμό και ίσως, μία ανάγκη να προσπαθήσω και να βοηθήσω αυτόν τον άνθρωπο. Χαμογελώντας πλατιά στον Ρις, σηκώθηκα από τη θέση μου, με βλέμμα γεμάτο κατανόηση.
«Ειλικρινά με συγκινήσατε και να ξέρετε πως αυτό δεν μου συμβαίνει συχνά. Δεν σας το λέω από οίκτο, αλλά από θαυμασμό. Ο Ελάιζα καταβάθος είναι ένας υπέροχος άνθρωπος και υπόσχομαι να κάνω τα πάντα για να τον φτάσω έστω στο σημείο να σκεφτεί την επιστροφή του στην εταιρεία σας» πρόφερα και για πρώτη φορά, είδα την πορσελάνινη μάσκα του προσώπου του, να λυγίζει αποκαλύπτοντας ένα ζεστό αν και μελαγχολικό χαμόγελο.
«Το μόνο που ζητώ στην ουσία, είναι η επιστροφή του στην οικογένειά μας. Ακόμη και αυτό, θα μου ήταν αρκετό δεσποινίς Μάθιου»
«Θα βάλω τα δυνατά μου» απάντησα, όταν άκουσα ένα χτύπημα στην πόρτα και αντίκρισα την κοπέλα με τους καφέδες.
«Κερασμένος ο ένας. Διάλεξε» χαμογέλασε ο Μάριο «Θα σου χρειαστεί εξάλλου» μου έκλεισε το μάτι. Σαφώς και θα μου χρειαζόταν προκειμένου να τιθασεύσω τα ζωώδη συναισθήματα του Ελάιζα.
Βγαίνοντας από την πολυτελέστατη και απαστράπτουσα εταιρεία, είδα το αυτοκίνητο του πατέρα μου να σταθμεύει και τον ίδιο να εξέρχεται συνοδευόμενος από τις δικές του γλάστρες, εκ των οποίων η μία που έμοιαζε με γαϊδουράγκαθο, ήταν ο Ταγκ, καθώς ήμουν σχεδόν βέβαιη, πως η μητέρα μου δεν υπήρχε περίπτωση να έμπαινε στον κόπο να έρθει, από φόβο μήπως και λιώσει τη σόλα των ακριβών παπουτσιών της και άντε να ψάχνεις μετά τον κατάλληλο τσαγκάρη. Κοινώς, με μία απλή λέξη, βαριόταν και απεχθανόταν την αύρα των Κρέιν που της έτρωγαν πότε πότε τις δουλειές. Το Σικάγο, έμοιαζε με αρένα ανταγωνισμού και μάλιστα για γερά νεύρα. Ήμουν βέβαιη πως ο πατέρας μου δεν είχε και τις καλύτερες προθέσεις και πως η επίσκεψή του αποσκοπούσε σε τυχόν καβγά, ή εκβιασμό ή ποιος ήξερε τι άλλα δολερά μέσα θα χρησιμοποιούσε.
Εγώ φυσικά αποχωρούσα αέρινα, καθώς στο μυαλό μου πάλευα να δουλέψω τις νέες πληροφορίες που είχα μόλις λάβει από τον Ρις, σχετικά με τον αδερφό του, καταλήγοντας πως η υπόθεση από μόνη της θα ήταν τρομερά δύσκολη. Από την άλλη, θαύμαζα εμμέσως τους ανθρώπους που έβαζαν σε τόσο μεγάλο κίνδυνο τη ζωή τους, δίχως να φοβούνται τις συνέπειες. Κατά πώς είχα καταλάβει και ψυχολογήσει έστω και επιφανειακά την περίπτωση του Ελάιζα, ο άνθρωπος αυτός δεν έβαζε τα οπίσθιά του κάτω και σε μία μεριά ποτέ του. Είτε έτρεχε Μαραθώνιους, είτε έτρεχε στις μάχες σφάζοντας κόσμο, γενικά τα απλά και ανθρώπινα, μάλλον του προκαλούσαν ραθυμία και πλήξη. Οδήγησα λοιπόν μέχρι το σπίτι του με την διπλή όψη και προσωπικότητα, έχοντας αγοράσει και μερικά μάφιν στην περίπτωση που επιθυμούσε κάτι για να συνοδεύει τον καφέ του.
Η εγκαταλελειμμένη όψη του κτιρίου με υποδέχτηκε και εγώ προχώρησα προς τον ανελκυστήρα, φτιάχνοντας άτσαλα την ζούγκλα που περήφανα ορθωνόταν στο κρανίο μου. Οι πόρτες άνοιξαν, μα καμία ανθρώπινη παρουσία δεν φαινόταν στο χώρο, σε σημείο που ξεκίνησα να κάνω άκομψες υποθέσεις περί αυτοχειρίας, όταν τον είδα να κάθεται σε έναν καναπέ ευθεία μέσα στο γραφείο του και να κοιτάζει έξω την φύση και το πράσινο που οργίαζε, μακριά από τους πνιγηρούς ουρανοξύστες.
«Κύριε Κρέιν...»ψιθύρισα, ωστόσο καμία απολύτως κίνηση δεν υπήρξε εκ μέρους του και εγώ ένιωθα σαν να σκαρφάλωνα στον κρατήρα του Βεζούβιου που κάπνιζε απειλητικά.
Έχοντας πλησιάσει περισσότερο, τον είδα να στρέφει το βλέμμα του επάνω μου και να με κοιτάζει με μίσος. Ευθύς η διαθήκη μου υπογράφηκε νοητά στο μυαλό μου, όταν τον είδα να σηκώνεται και η σκιά του ύψους του να μου κρύβει σχεδόν το φως.
«Θα σας δώσω την ευκαιρία να συστηθούμε ξανά. Είμαι ο Ελάιζα Κρέιν, εσείς;» με ρώτησε τονίζοντας την τελευταία του λέξη. Ανάθεμα! Είχε καταλάβει. Όμως πως το κατάλαβε; Πώς με ανακάλυψε; «Αν πίστευες έστω και μία στιγμή, πως θα μπορούσες να με ξεγελάσεις, τότε έκανες λάθος. Μπορεί ο αδερφός μου να είναι αδαής, ή απελπισμένος, εγώ όμως δεν είμαι τίποτε από τα δύο. Αναζήτησα το όνομά σου παντού και δεν υπήρχε τίποτε. Το βιογραφικό σου, μου είναι άχρηστο. Ξεκίνα να μιλάς καθώς θα κινηθώ διαφορετικά και εσύ θα βρεθείς εμφανώς μπλεγμένη για πλαστοπροσωπία και ένα σωρό άλλα»
Ένιωσα την καρδιά μου να σταματά, ενώ ταυτόχρονα με πλημμύρισε μία ντροπή. Είχα ξεπέσει. Μπρος στην προσπάθειά μου να κλέψω το έργο από τον πατέρα μου, εξαπάτησα αυτούς τους ανθρώπους. Ήμουν αδικαιολόγητη.
«Μόργκαν Έβανς» ψέλλισα δίχως να μπορώ να τον κοιτάξω στα μάτια.
«Δεσποινίς Έβανς, μπορεί να θεωρούμαι ανάπηρος στο σώμα, αλλά δόξα τω Θεώμε το μυαλό μου δεν έχω κανένα πρόβλημα. Προσπαθούσα εδώκαι ώρες να θυμηθώ από πού σε γνωρίζω αναζητώντας σε με βάση τα στοιχεία πουγνώριζα. Ξέρεις, μπορεί πράγματι η φυσιογνωμία σου να μην είναι διάσημη, όσο του πατέρα σου του μεγαλοκαρχαρία και αντιπάλου της οικογένειάς μου, ωστόσο,για κακή σου τύχη έχουμε συναντηθεί σε μία από αυτές τις φρικτές γιορτές που διοργάνωνε η διαταραγμένη κοινωνία του πλούτου όπου ανήκουμε. Τότε ήμουν ολόκληρος ακόμη και όχι σε κομματάκια...» μούγκρισε και ευθύς η σκηνή που τσουρούφλισε το δυνατό χαρτί της απόκρυψης της ταυτότητάς μου, μου ήρθε στομυαλό.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top