Έρμαιο του παρελθόντος/part 1

Τα πάντα πραγματοποιήθηκαν τάχιστα. Ο δύστυχος κλέφτης, θα ένιωσε πως μάλλον είχε συγκρουστεί με την ατυχία, μιας που απέναντί του είχε κάποιον που ήταν τρομακτικά εύστοχος. Οι απορίες διέσχιζαν με λύσσα το μυαλό μου, όπως ας πούμε από πού πρόκυπτε μία τέτοια ευστοχία; Ήταν έμφυτη; Ήταν ενδόμυχα δολοφονικό ξέσπασμα; Και το επαγγελματικό, αιχμηρό αντικείμενο που άστραφτε καρφωμένο στο αυτοκίνητό μου; Πώς είχε ταξιδέψει στα χέρια του; Ο Ελάιζα βάδισε έστω και με μία ελαφριά δυσκολία μπροστά, αρπάζοντας τον νεαρό μικροεγκληματία από το σβέρκο, ενώ ταυτόχρονα αφαιρούσε το μαχαίρι που βρισκόταν καρφωμένο στο αυτοκίνητο.

«Πώς γίνεται;» ψιθύρισε τρέμοντας ο άγνωστος, μιας που είχε καταλάβει πως ο Έλι γνώριζε όλες τις σωστές κινήσεις, ώστε να αφοπλίσει εντελώς τον αντίπαλό του.

«Γίνεται. Μην κοιτάς που σακατεύτηκα. Λοιπόν, καθώς δεν έχω όρεξη να μπλέκω και τα απογεύματά μου τα προτιμώ γαλήνια, τσακίσου από εδώ και μην τολμήσεις, ούτε από τον κεντρικό δρόμο να περάσεις» μούγκρισε και είδα τον άγνωστο αρχικά να παραπατά και κατόπιν να εξαφανίζεται αφήνοντας πίσω του ένα τεράστιο σύννεφο σκόνης, πασπαλισμένο με την αύρα του τρόμου, έπειτα από το πάθημά του με τον Ελάιζα.

Για λίγο η ακινησία και η σιωπή μου φάνηκαν βαριά, σαν πέτρες αόρατες που καταπλάκωναν την ψυχή μου. Ο Ελάιζα συνέχιζε να με κοιτάζει ψυχρά, σε σημείο που ξεκίνησα να οραματίζομαι πως το αιχμηρό αντικείμενο, εκτινασσόταν από το χέρι του με στόχο την καρδιά μου. Αποφάσισα μολαταύτα να κουνηθώ κάποια στιγμή και να τον πλησιάσω. Η αντίδρασή του, έμοιαζε με εκείνη ενός δύστυχου και τρομοκρατημένου ζώου, έτοιμου επάνω στην άμυνα, να σου αρπάξει όποιο σημείο του σώματός σου έβρισκε. Ιδρώτας κυλούσε από το μέτωπό του και εγώ άπλωσα μηχανικά το χέρι μου για να στηριχτεί καλύτερα.

«Σε ευχαριστώ πολύ. Είσαι καλά;» τον ρώτησα, ωστόσο το μοναδικό πράγμα που ήμουν σε θέση να ακούσω, ήταν η βαριά και συνεχόμενη αναπνοή του. Τα μάτια του, δεν σηκώθηκαν ούτε μισό λεπτό για να συναντήσουν τα δικά μου.

«Για μία ακόμη φορά, θα σε παρακαλέσω να φύγεις. Απόψε, επιθυμώ να είναι η τελευταία μας συνάντηση. Καθώς το αυτοκίνητό σου έπαθε κάποιες ζημιές και μάλιστα η μία, προκλήθηκε εμφανώς από εμένα,  απόψε, θα σε γυρίσω εγώ στο σπίτι σου και θα το στείλω για επισκευή. Δεν θέλω να έχω άλλες κρυφές συναντήσεις με επίδοξους ληστές. Στάσου μέσα καλύτερα, εδώ στο κατώφλι. Επιστρέφω» ήταν τα τελευταία του λόγια με εμένα να μετακινούμαι στο εσωτερικό της άμορφης οικοδομής που εξελισσόταν προς κόντρα κάθε φαντασίας, σε ένα όμορφο και μοντέρνο σπίτι.

Ειλικρινά, για πρώτη φορά στη ζωή μου, αισθανόμουν ενοχές δίχως να γνωρίζω τον λόγο. Ήμουν βέβαιη πως θα έτρωγα τον μισθό μου τον ανύπαρκτο, σε σεμινάρια ψυχολογικής υποστήριξης, καθώς ο Ελάιζα είχε έναν μαγικό τρόπο να με ισοπεδώνει, ακόμη και όταν έκανε μία καλή πράξη. Στην προκείμενη περίπτωση, με είχε κυριολεκτικά σώσει από τον θρασύτατο άγνωστο, για να καταλήξω να μέμφομαι τον ίδιο μου τον εαυτό για την τωρινή, ψυχολογική του κατάσταση. Απτόητος, επέστρεψε και για πρώτη φορά τον είδα να βαδίζει ελαφρώς καλύτερα, καθώς πλέον ένα πρόσθετο μέλος στήριζε το βάρος του σώματος του. Μου έκανε σιωπηλά σήμα να καθίσω δίπλα του και εγώ χώθηκα σαν τιμωρημένο παιδί στη θέση του συνοδηγού. Τελικά η ψυχολογική μου κακοποίηση ήταν αέναη και επίπονη, τόσο από τον τομέα της εργασίας μου, όσο και από το φαρμακερό, οικογενειακό και ερωτικό περιβάλλον, σε σημείο που φλέρταρα ανοιχτά με την ιδέα, η λίστα της εκδίκησης να μεγαλώσει κατά ένα άτομο. Δίπλα μου, ο Ελάιζα που με είχε μόλις ρωτήσει για την διεύθυνση, έμοιαζε με ωρολογιακή βόμβα, έτοιμη να εκραγεί. Φυσούσε και ξεφυσούσε άκομψα και ακούραστα, μέχρι που η ματιά μου έπεσε επάνω στη δική του, που ήταν κοφτερή σαν μαχαίρι, σαν μία έμμεση προειδοποίηση να σταματήσει τους θορύβους δυσαρέσκειας.

Όταν είδα επιτέλους το σπίτι μου από μακριά, για λίγο παραμέρισα μέσα μου τη λίστα της εκδίκησης, αναζητώντας νέους τρόπους και διευρύνοντας τους ορίζοντές μου. Όλο αυτό δεν μου άξιζε και δεν είχα σκοπό να το ανεχτώ περισσότερο. Τη στιγμή που στάθμευε μπροστά από το κτήριο όπου έμενα, τον ευχαρίστησα ελαφρώς ψυχρά για όλα. Στην προσπάθειά μου να απελευθερωθώ από τη ζώνη, ακούστηκε η τραγουδιστή του φωνούλα, που έμοιαζε σαν να μου ρίχνει και την τελευταία άμυνα σε έναν καλοστημένο αγώνα σκάκι.

«Καληνύχτα και χαίρομαι που δεν θα σε ξαναδώ ποτέ. Οφείλω να σε συγχαρώ όμως, καθώς άντεξες τρεις ώρες περισσότερο από ό,τι όλες οι υπόλοιπες».

Η ειρωνεία του με χτύπησε στο πρόσωπο, σαν ένα δυνατό χαστούκι. Έκλεισα την πόρτα του αυτοκινήτου ξανά, βολεύτηκα στη θέση του συνοδηγού και τον κοίταξα βαθιά μέσα στα μάτια.

«Ειλικρινά, θα μπορούσες να μου εξηγήσεις έναν λόγο που συμπεριφέρεσαι έτσι;»

«Ειλικρινά, εσύ θα μπορούσες να μου εξηγήσεις την επιμονή του αδερφού μου, να μου στέλνει κακόγουστες γλάστρες για γραμματειακή υποστήριξη;»

Η ερώτηση του με έκανε να γουρλώσω τα μάτια μου από έκπληξη και να ξεκινήσω το παραμύθι της ατυχήσασας κοπέλας με τις οικονομικές δυσκολίες.

«Κοιτάξτε κύριε, πρόσφατα έχασα τη δουλειά μου και βρήκα την αγγελία του αδερφού σας. Μου εξήγησε τι ζητά από εμένα και με έκρινε κατάλληλη. Ειλικρινά, προσπαθώ φιλότιμα να σας κατανοήσω, ωστόσο η πληρωμή μου εξαρτάται από εσάς και τις προθέσεις σας. Μπορεί κάποια από τις κοπέλες να αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά ή ψυχολογικά προβλήματα και με την συμπεριφορά σας να την επηρεάσατε αρνητικά. Είστε πολύ σκληρός και ξέρετε κάτι; Θα προσπαθήσω να πείσω εγώ η ίδια τα αδέρφια σας, να μην ανακατευτούν μαζί σας. Μία δουλειά χρειάζεται ανθρώπους, που να μπορούν να επικοινωνούν με τον πελάτη και το προσωπικό. Εσείς δυστυχώς υστερείτε σε όλα αυτά. Δεν υπάρχει επάνω στο κορμί σας κάποια αναπηρία, αν αυτό σκέφτεστε, εκτός ίσως από εκείνη της ανύπαρκτης καρδιάς σας. Συγγνώμη αν σας έβαλα σε μπελάδες και ευχαριστώ που με βοηθήσατε με τον επίδοξο κλέφτη. Καλό σας βράδυ» πρόφερα και ειλικρινά απορούσα και εγώ η ίδια με το επίπεδο του λόγου που ξαφνικά είχα αποκτήσει καθώς και με τα τέλεια επιχειρήματά μου.

Είδα τότε το πρόσωπο του Ελάιζα να σκληραίνει ακόμη περισσότερο.

«Είσαι πολύ έξυπνη, ωστόσο μάθε να μην κρίνεις τους άλλους από τη στιγμή που δεν γνωρίζεις. Η δική σου η ζωή, όσο άθλια και αν ήταν, σίγουρα δεν φτάνει σε επίπεδο την δική μου. Τα μάτια μου έχουν δει πολλά, πάρα πολλά και όχι, η πρόθεσή μου δεν ήταν να δημιουργήσω πρόβλημα, ωστόσο οφείλει ο αδερφός μου να καταλάβει πως δεν θα με έχει κοντά του ποτέ.Ούτε εσύ, ούτε καμία άλλη δεν θα με πείσει για το αντίθετο. Θέλω μία ήρεμη ζωή και έχω αρχίσει να πιστεύω πως μάλλον ζητάω πολλά» μου απάντησε αγχωμένα.

«Θέλω να σε ρωτήσω κάτι. Πού και πώς έμαθες τόσο καλό στόχο;» πρόφερα με δυσκολία την ερώτηση.

«Επόμενη. Δεν σε απασχολεί αυτό. Είναι προσωπικό»

«Και συνάμα τρομακτικό..»ψιθύρισα, μα η σκέψη μου είχε απλώς ολισθήσει απρόσεκτα από τα χείλη μου.

Τον είδα τότε να αλλάζει έκφραση και να με κοιτάζει παραξενευμένος, ίσως και πειραγμένος για ένα σχόλιο που αποτελούσε δυστυχώς την αλήθεια.

«Σε τρόμαξα; Όταν βαστούσα το μαχαίρι εννοώ. Δεν πήγαινε για εσένα, μα πάντοτε έχω επάνω μου προστασία. Δεν ησυχάζω αλλιώς» τον άκουσα να λέει και ήμουν βέβαιη πως αυτό ήταν μία προσωπική εξομολόγηση δική του.

Ήταν μία επιπλέον πληροφορία, που ίσως και να χρειαζόμουν προκειμένου να ανοίξω κάποια στοιχειώδη συζήτηση.

«Υπάρχει κάτι που φοβάσαι;» τον ρώτησα μα δεν πήρα ποτέ μου απάντηση. Δίχως να σπαταλήσω επιπλέον χρόνο και υιοθετώντας ένα πονηρό χαμόγελο, αποφάσισα να παίξω ένα χαρτί διαφορετικό. «Έχω μία πρόταση» ακούστηκε η φωνή μου και με κοίταξε με απόγνωση «Τι θα έλεγες να δουλεύω αποκλειστικά για εσένα; Να ενημερώσεις τον αδερφό σου πως με προσλαμβάνεις για δικές σου δουλειές και όχι για τα καταναγκαστικά έργα της εταιρείας; Είναι καλύτερο αυτό;» τελείωσα και σχημάτισε μία γκριμάτσα παρόμοια με χαμόγελο.

«Σε κάθε περίπτωση, εσένα δεν σε ξεφορτώνομαι δηλαδή. Λοιπόν, ίσως και να το σκεφτώ, μα τότε να ξέρεις πως η απόλυσή σου, θα εξαρτάται καθαρά από τα δικά μου χέρια» Μειδίασα προκλητικά. Αυτό έμοιαζε με την τοποθέτηση ενός στοιχήματος ανάμεσά μας. Αργά βγήκα από το πολυτελές όχημα και έκλεισα την πόρτα. Δεν έστρεψα ούτε για μισό λεπτό πίσω το βλέμμα μου. Τον ένιωθα ωστόσο να καρτερά μέχρι τη στιγμή που θα εισερχόμουν στο σπίτι.

Μπαίνοντας, εισέπνευσα το άρωμα της καρύδας, που είχα επιλέξει για αρωματικό χώρου και που με ηρεμούσε με απροσδόκητη ταχύτητα, κάνοντάς με να φαντασιώνομαι διακοπές στο εξωτικό Μπαλί, παρέα με τους καλοκάγαθους κατοίκους του και τους πολύπλοκους πέτρινους, ινδουιστικούς ναούς του. Όνειρο χειμερινής νυκτός φυσικά, μιας που η πραγματικότητα ερχόταν ατσούμπαλα να με χαστουκίσει και από τις δύο πλευρές του προσώπου μου. Προς μεγάλη μου δυστυχία, είχα μηνύματα στον τηλεφωνητή μου, τόσο από τους αιδεσιμότατους γονείς μου που με στόλιζαν με λογής-λογής κοσμητικά επίθετα, όσο και από τον Ταγκ που νιαούριζε απελπισμένα και παράφωνα, ζητώντας μου δήθεν ταπεινά συγγνώμη.

Με κομψότητα, αφαίρεσα την συσκευή από την πρίζα και έστειλα μήνυμα στην κολλητή μου να έρθει, μιας που η δουλειά της, θα έκλεινε στα σίγουρα πολλά ψυχιατρικά γραφεία. Η Ρεβέκκα ήταν ένας ήρεμος και συναισθηματικός άνθρωπος, δυναμική όπου οι συνθήκες το απαιτούσαν και τέρας της λογικής αντίδρασης. Ήξερε πολύ καλά πώς να με μαζεύει όταν ακροβατούσα στον γκρεμό και φλέρταρε με ένα υπέροχο παιδί, τον Κας, τον οποίο λάτρευα, όπως λάτρευα και την ελευθερία των κινήσεών της. Η Ρεβέκκα σε αντίθεση με εμένα, είχε απόλυτη ελευθερία κινήσεων. Κανένας δεν προσδοκούσε κάτι συγκεκριμένο από εκείνη, κανένας δεν την πίεζε να γίνει κάτι άλλο πέρα από αυτό που ήταν. Το κουδούνι χτύπησε, βάζοντας τέλος στις μίζερες σκέψεις μου. Την υποδέχτηκα με χαρά.

«Μετρώ δύο μικρές σακουλίτσες κάτω από τα μάτια. Δεν περνάς καλά στην νέα σου δουλειά» διαπίστωσε και ειλικρινά ήθελα να της εξηγήσω, πως κυριολεκτικά βίωνα μία Κόλαση, με τον ίδιο το Σατανά να βρίσκεται στο διπλανό δωμάτιο από εκεί όπου εργαζόμουν, ή που προσπαθούσα να εργαστώ.

«Η αλήθεια είναι πως θα μπορούσα να περνώ και καλύτερα. Τώρα που το σκέφτομαι και πολύ καλύτερα. Ωστόσο πέρασε το πρώτο εικοσιτετράωρο και εγώ ενώ  τυπικά έχω απολυθεί πλειστάκις, ουσιαστικά μάλλον θα συνεχίσω να εργάζομαι εκεί. Προσπαθώ να κάνω συμφωνία με τον Διάβολο μήπως και με κρατήσει» τελείωσα και η Ρεβέκκα με κοιτούσε μπερδεμένη.

«Είσαι βέβαιη πως δεν έχεις μπλέξει σε κάποια παραθρησκευτική οργάνωση; Έτσι όπως τα ακούω κολασμένα όλα, κάτι δεν πάει και πολύ καλά» πρόφερε και γελάσαμε.

«Ο Ελάιζα είναι ένα κακό και άτακτο παιδί. Παλεύω να αποκωδικοποιήσω τη συμπεριφορά του και όλο πέφτω σε τοίχο. Ξέρεις, έχει κάποιες ιδιαιτερότητες που ίσως οφείλονται σε πιθανό ατύχημα...»ξεκίνησα και την είδα να με σταματά.

«Κάτι έχει ακουστεί και μάλιστα εικάζεται πως είναι και ο λόγος που εξαφανίστηκε από προσώπου γης, από περιοδικά, συνεντεύξεις και γενικά από τον κόσμο. Από τους τρεις, ο Ελάιζα ταλαιπωρούσε συχνά το προσκήνιο με τις καυτές του σχέσεις με διάφορα μοντέλα, οι οποίες κατέληγαν με τον γνωστό και πατροπαράδοτο τρόπο, στο καλάθι με τα άχρηστα. Από ένα σημείο και μετά ωστόσο, εξαφανίστηκε. Ο Ρις ήταν ο σκληρός άνδρας που τελικά βρήκε τον έρωτα στα μάτια της γυναίκας του, αφού της έψησε το ψάρι στα χείλη και σύσσωμα τα θαλασσινά όλα δηλαδή, ενώ ο Μάριο ζει σε μία δική του κοσμική φούσκα, όπου υπάρχει μονάχα εκείνος και οι βεδουίνοι της ερήμου της Ιορδανίας. Απορώ πώς κατόρθωσαν με αυτά τα μυαλά να συμμαζευτούν και να τρέξουν την επιχείρηση. Τώρα έτσι όπως έμπλεξες, πρέπει να κάνεις υπομονή. Μόλις κερδίσεις την εμπιστοσύνη του μεγάλου γιού, σιγά σιγά θα σπρώξεις και το θέμα της προσφοράς του πατέρα σου. Θα ήθελα ωστόσο να σε ρωτήσω, για πόσο καιρό ακόμη σκοπεύεις να κρατάς κρυφή την ταυτότητά σου; Δεν θα είναι εύκολο» μου είπε και καταλάβαινα πως είχε απόλυτο δίκιο.

«Δυστυχώς όχι για πολύ. Αν όμως με ανακαλύψουν, θα θεωρήσουν πως απλώς ήμουν ένας κατάσκοπος του πατέρα μου και θα έχω αποτύχει σε όλα. Από την άλλη, αν κατορθώσω να τους πείσω να με δεχτούν, θα είναι η τέλεια εκδίκηση για τον Ταγκ, καθώς στην κατοχή του θα με έχει ένας Κρέιν και όχι εκείνος. Αυτό θα πονέσει τρομερά» τόνισα και ένιωσα το αίμα μου να βράζει ευχάριστα και μόνο στην ιδέα του προσώπου του Ταγκ να παραμορφώνεται από ξάφνιασμα.

Ωστόσο, είχα πολύ και σκληρό δρόμο μπροστά μου. Έπρεπε να παλέψω να ρίξω τις άμυνες του μικρότερου γιού, να τον κάνω να μου ανοιχτεί και ίσως να του γίνει απαραίτητη η βοήθειά μου. Έπρεπε να τον κερδίσω, ωστόσο, η εικόνα εκείνου του αιχμηρού αντικειμένου που είχε προσγειωθεί με επιδεξιότητα στην λαμαρίνα του αυτοκινήτου μου, αδυνατούσε να βγει από το μυαλό μου. Ο Ελάιζα είχε κατορθώσει μέσα σε λίγα λεπτά και παρά το σωματικό πρόβλημα που αντιμετώπιζε, να ακινητοποιήσει τον άγνωστο με μία απλή, αλλά ταυτόχρονα και ιδιαίτερη λαβή, σαν να γνώριζε ακριβώς τις κινήσεις εκείνες που θα ακινητοποιούσαν ένα ανθρώπινο σώμα. Όλες αυτές τις πληροφορίες ωστόσο, τις κράτησα για τον εαυτό μου. Αύριο θα ξημέρωνε μία καινούργια μέρα για εμένα και από όσο είχα πληροφορηθεί, το αυτοκίνητό μου θα με καρτερούσε έτοιμο ακριβώς από κάτω. Ζαλισμένη και κουρασμένη, ζήτησα από την Ρεβέκκα να μείνει μαζί μου. Τη στιγμή που έκλεινα τα ματόκλαδά μου, οι τύψεις ξεκίνησαν την γνωστή τους παρέλαση, πράγμα που μου συνέβαινε κάθε φορά που λοξοδρομούσα. Μερικές φορές λένε, πως στον δρόμο για την εκδίκηση, καταλήγεις να χάνεις τον εαυτό σου. Πως αυτός ο λανθασμένος στόχος σε καταπίνει σε τέτοιο βαθμό που φτάνεις να μετατρέπεσαι σε ένα άτομο, πολύ χειρότερο από αυτό που πασχίζεις να εκδικηθείς. Ωστόσο, ήταν νωρίς για εμένα ακόμη. Δεν είχα φτάσει στο σημείο να διαπιστώσω, πως αυτό το ποταπό συναίσθημα δεν είναι ποτέ η κατάλληλη λύση για τα προβλήματά σου.

Ο Ελάιζα όμως, δεν ήταν βέβαιος για το ποιόν έπρεπε να εκδικηθεί. Δίπλα του, υπήρχε πάντοτε ένα μπουκάλι φθηνό ουίσκι, που γινόταν ο σύντροφός του τα βράδια της απόλυτης μοναξιάς. Δεν είχε φτάσει στα επίπεδα να γίνει αλκοολικός, ωστόσο δίχως έστω και ένα ποτήρι, αδυνατούσε να κοιμηθεί. Μαζί με αυτό, έπινε και τα αντικαταθλιπτικά χάπια που του είχαν χορηγήσει με τη διάγνωση του μετατραυματικού στρες. Πλέον είχαν περάσει δύο χρόνια τρομερών προσπαθειών και φρικτών συναισθημάτων. Μπορούσε πια να κοιμάται με μικρή πλέον δυσκολία, και να κατορθώνει να ξεκουράζει έστω και λίγο το μυαλό του. Στο κομοδίνο, δίπλα ακριβώς από το κρεβάτι του, υπήρχαν δύο φωτογραφίες που του θύμιζαν την ζωή που είχε και που δεν θα μπορούσε να αποκτήσει ποτέ ξανά. Στην μία απεικονιζόταν μία ξανθιά κοπέλα με υπέροχα χαρακτηριστικά, ενώ στην άλλη, οι δύο κολλητοί του φίλοι τον είχαν σηκώσει ψηλά. Σε όλες τις εικόνες εκείνος χαμογελούσε πλατιά, ενώ σήμερα, απόψε, η ίδια σκιά σκέπαζε το όμορφο πρόσωπό του. Κοίταξε για λίγο έξω τον ουρανό. Δεν ήθελε να ξημερώσει με εκείνον να παραμένει άυπνος και εξουθενωμένος. Είχε ανάγκη την ξεκούραση. Έπρεπε να προσπαθήσει. Το αλκοόλ και τα ηρεμιστικά ήταν κακός συνδυασμός, μα αναγκαίος, αν ήθελε να πετύχει έναν ανέφελο ύπνο.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top