Berharap / part 3

Η νύχτα είχε πάρει περίεργες διαστάσεις και από φιλικό γεύμα μαζί με τον κολλητό, είχε καταλήξει σε δράμα. Ο φίλος του Ρις, είχε μείνει τώρα να στέκεται στο κατώφλι του εστιατορίου, καθώς ο ουρανός φάνηκε να φορτώνει. Ο θυμός του καιρού ετοιμαζόταν να ξεσπάσει και ο Ρις παρακολουθούσε τη Ρεβέκκα να απομακρύνεται έχοντας δηλώσει παραίτηση. Στην ουσία επιθυμούσε να τη σταματήσει.

«Φίλε μου, όλα καλά; Έχεις γίνει θέαμα στη γειτονιά και όχι τίποτε άλλο, αλλά οι παπαράτσι έκαναν πάλι τη δουλειά τους. Γνωρίζεις φαντάζομαι την φιλοσοφία των περιοδικών αισχίστου είδους και των σαρκοφάγων δημοσιογράφων» πρόφερε ο Σαμ καθώς παρακολουθούσε τη διένεξη, μονάχα που εκείνη τη στιγμή, η καταιγίδα που τόση ώρα έμοιαζε εγκλωβισμένη στα σπλάχνα του ουρανού, αφέθηκε να ξεδιψάσει τη γη.

Πράγματι η ζωή της οικογένειάς του, βρισκόταν μονίμως στο στόχαστρο της αναλγησίας και αδιακρισίας του Τύπου και όχι μόνο. Ήταν ελάχιστες οι φορές που τα αδέρφια μπορούσαν να εκφραστούν ελεύθερα. Παρόλα αυτά, ο Ρις λεπτό δεν μετάνιωσε που υπερασπίστηκε την Ρεβέκκα. Τη στιγμή που νιώθοντας παραιτημένος, ετοιμαζόταν να επιστρέψει προς το μέρος του Σαμ, ένα φλας άστραψε κάνοντας την αρχή για όλα τα υπόλοιπα. Ένιωσε τον θυμό να κοχλάζει βαθιά μέσα στη ψυχή του και με δύο απότομες, αλλά και νευρικές δρασκελιές, έφτασε τον νεαρό που βαστούσε την κάμερα και στάθηκε απειλητικός μπροστά του. Ήταν από τις ελάχιστες φορές που έχανε δημοσίως την υπομονή του.

«Αυτή τη στιγμή, εδώ μπροστά μου, σβήσε τις φωτογραφίες και μην με αναγκάσεις να το πω δεύτερη φορά» του σφύριξε εξαγριωμένος, ενώ η βροχή είχε μουσκέψει τα μαλλιά του. Ο νεαρός κοίταξε αμήχανα, μία εκείνον και μία την κάμερα που βαστούσε στα χέρια του και που ουσιαστικά ήταν όλη του η δουλειά.

«Ξέχασέ το!» του απάντησε έπειτα από δευτερόλεπτα σκέψης και τότε ένιωσε τα χέρια του Ρις να τον αρπάζουν από το πουκάμισο.

«Ειλικρινά, δεν θα σε αφήσω να ξεφύγεις. Βλέπεις, η οικονομική μου δύναμη δεν περιορίζεται μονάχα στις γκόμενες, τους χωρισμούς και τα δήθεν σκάνδαλα, αλλά και στο κλείσιμο το οριστικό περιοδικών κακόβουλων σαν το δικό σας. Θα μπορούσα να κατανοήσω την ανάγκη της δουλειάς, αν έστω και τα μισά από αυτά που γράφατε για εμένα, ήταν αλήθεια! Υπερασπίστηκα το δικαίωμα μίας κοπέλας και εσύ είμαι βέβαιος, καθώς γνωρίζω τον εργοδότη σου, πως θα γράψεις εκτρώματα για το πρόσωπό μου!» του φώναξε και ο νεαρός του έσπρωξε τα χέρια.

«Δεν αληθεύει ας πούμε, πως είσαι βίαιος χαρακτήρας; Θαρρώ πως αυτή τη στιγμή επιβεβαιώνονται όλα τα προηγούμενα άρθρα που έχω γράψει προσωπικά για εσένα» τον ειρωνεύτηκε, μόνο για να κερδίσει την γροθιά του στο πρόσωπο και την αρπαγή της κάμερας με σκοπό τη διαγραφή τυχόν φωτογραφιών. Μόλις βεβαιώθηκε πως τα πάντα είχαν σβηστεί, του την πέταξε πίσω, ενώ εκείνος πάλευε να συνέλθει.

«Αυτό ονομάζεται βία και καταστροφή προσωπικής περισουσίας» του απάντησε απαξιωτικά ο Ρις και γυρνώντας του την πλάτη, απομακρύνθηκε με τον θυμό του να βράζει και τον φίλο του να τον κοιτάζει μαρμαρωμένος. Εν συνεχεία, έβαλε στο χέρι του ένα ποσό χρημάτων για το φαγητό και δίχως να του πει λέξη, σηκώθηκε να φύγει.

Το αυτοκίνητό του τον καρτερούσε και τη στιγμή που η πόρτα έκλεινε, ήταν σαν να απομονώθηκε ξαφνικά από τις φωνές και από τον κόσμο γύρω του. Η ψυχολογία του τελευταία ήταν σε άσχημη κατάσταση. Πρώτα ο χωρισμός με αυτόν τον τρόπο, έπειτα το ανελέητο κυνήγι αυτών των κορακιών, ο κόσμος της ελίτ του Σικάγο και πάνω από όλα η κατάσταση του Ελάιζα. Δεν είχε ιδέα το γιατί, μα όλες οι ισορροπίες είχαν διαταραχθεί από εκείνη την καταραμένη ημέρα, που ο μικρός του αδερφός είχε πάρει την απόφαση να ακολουθήσει τα χνάρια του Όσκαρ. Όλη η οικογενειακή ισορροπία είχε καταρρεύσει, με την ευαίσθητη μητέρα του να καταλήγει στην κλινική με ψυχοφάρμακα, καθώς ήταν αδύνατον να αντιμετωπιστεί η βαριά της κατάθλιψη με άλλον τρόπο. Τα χέρια του έσφιγγαν το τιμόνι, λίγο πριν αποφασίσει να βάλει μπροστά τη μηχανή.

Οι σκέψεις του πλανιούνταν σε μονοπάτια ανεξερεύνητα, καθώς ο Ρις, περισσότερο από όλους τους άλλους, δεν είχε επιτρέψει ποτέ στον εαυτό του να ακούσει τα παράπονα της καρδιάς του. Καθώς όπως ισχυρίζονται οι ειδικοί, όλοι κρύβουμε ένα παιδί μέσα μας, ο Ρις είχε παραμελήσει εκείνον τον παιδικό εαυτό που εκλιπαρούσε για λίγη σημασία. Πάντοτε σκεφτόταν ψυχρά και με ορθολογισμό. Έτσι είχε μάθει. Ήταν ο μεγάλος αδερφός όλων και το στήριγμα σε μία οικογένεια που αδυνατούσε να κρατήσει τις ισορροπίες της. Καθώς ο Μάριο ήταν πάντοτε στον δικό του κόσμο και ο Ελάιζα το αντιδραστικό στοιχείο που ερχόταν σε ρήξη με τον μεγάλο Κρέιν, τον πατέρα τους, ο Ρις ήταν πάντοτε εκεί, σαν έκθεμα σε μουσείο, το οποίο όλοι το θαύμαζαν, γιατί πολύ απλά δεν έχανε ποτέ την αυτοκυριαρχία του, δεν λύγιζε ποτέ. Ήταν ο γιος- υπόδειγμα.

Απόψε όμως λύγισε και το τέλειο προσωπείο ράγισε. Μην έχοντας καμία διάθεση να επιστρέψει στο σπίτι του, ψαχούλεψε στη θήκη την μπροστινή του αυτοκινήτου, για να βρει τα κλειδιά της υπερπολυτελούς έπαυλής του στην περιοχή Χρυσή Ακτή. Η συγκεκριμένη περιοχή, διέθετε τα ακριβότερα ίσως μαγαζιά αλλά και τις κατοικίες ορισμένων από τους πιο εύπορους της πόλης. Ο Ρις τη χρησιμοποιούσε τα καλοκαίρια συνήθως, αλλά με όλα όσα τον είχαν βρει, η καρδιά του επιθυμούσε να μετακομίσει εκεί, ίσως και μόνιμα. Η κοινωνική και οικονομική ελίτ, εγκαταστάθηκε στη Χρυσή Ακτή στα τέλη του 19ου αιώνα, χτίζοντας εντυπωσιακές επαύλεις και με το μέγαρο του αρχιεπίσκοπου της πόλης να δεσπόζει στις οδούς Στέιτ και Ντιβίζιον. Δίχως δεύτερη σκέψη, ο Ρις οδήγησε προς τα εκεί, κάνοντας μία στάση στο Λουξμπαρ για να πιει κάτι που θα του ηρεμούσε τον εκνευρισμό.

Η μουσική ήταν δυνατή και ο φωτισμός χαμηλός, κάτι που ευνοούσε την ψυχολογία του νεαρού και την προσπάθειά του να μην γίνει αντιληπτός. Βρεγμένος ακόμη, στάθηκε στην είσοδο, με τον υπεύθυνο να τον κοιτάζει καχύποπτα εξαιτίας της εμφάνισής του, μέχρι που τον είδε να αφαιρεί το σακάκι και να τον κοιτάζει κατάματα. Σε κάθε διασταύρωση βλέμματος με περαστικούς και μη, όταν πλέον η ταυτότητά του γινόταν γνωστή, όλοι άλλαζαν τη στάση τους, υιοθετώντας μία επίπλαστη ευγένεια. Αυτό τον έθλιβε ακόμη περισσότερο, καθώς χρόνια ολόκληρα αναζητούσε την αυθεντικότητα, ανάμεσα στις κάλπικες παρουσίες.

«Συγγνώμη κύριε Κρέιν, δεν ήξερα. Παρακαλώ περάστε» ψέλλισε ντροπιασμένος και ο Ρις αμίλητος, μα ευχαριστημένος που κάτι θετικό έβγαινε από το ανήκειν στην ελίτ, προχώρησε και κάθισε βαρύς στο μπαρ, παραγγέλνοντας ένα μπέρμπον και πίνοντάς το μονορούφι. Το αλκοόλ του έκαψε τον λαιμό μονομιάς, ωστόσο διόλου δεν τον απασχολούσε. Έπρεπε κάπου να ξεσπάσει.

Η μία γουλιά διαδεχόταν την άλλη, όταν στο βάθος μία παρέα γυναικών, φαινόταν να τον είχε αναγνωρίσει και να σχολιάζει χαμηλόφωνα. Μία εξ αυτών, ίσως η πιο αποφασιστική, τον προσέγγισε με περισσό θάρρος και κάθισε αρχικά δίπλα του, δίχως να του απευθύνει τον λόγο. Παρήγγειλε το δικό της ποτό, όταν τον είδε να στρέφει ελαφρώς τη ματιά του και να την κοιτάζει. Εκείνη δίχως να χάσει την ευκαιρία, διατήρησε την οπτική επαφή, δαγκώνοντας επιπλέον προκλητικά, το μικρό γλυκό κεράσι που διακοσμούσε το χαμηλό της ποτήρι. Αρχικά, κάγχασε ειρωνικά, έχοντας καταλάβει απόλυτα το παιχνίδι που παιζόταν, ωστόσο το αλκοόλ δεν ήταν σύμμαχός του για απόψε. Το δολερό σχέδιο της γυναικείας παρέας ετοιμαζόταν να μπει σε εφαρμογή.

«Είσαι ο Ρις Κρειν, σωστά;» μίλησε σαγηνευτικά εκείνη και ο Ρις της χαμογέλασε.

«Ολόσωστα. Και εσύ είσαι η ;»

«Ναστάζια» απάντησε εκείνη δίχως να χάνει την οπτική επαφή μαζί του.

«Και τι ζητάς από εμένα;» την ρώτησε, έχοντας προσέξει ωστόσο πόσο όμορφη ήταν εκείνη, με τα μακριά ξανθά μαλλιά της και τα ολόμαυρα μάτια με τις πυκνές βλεφαρίδες, που τα καθιστούσαν ακόμη πιο διεισδυτικά. Το σώμα της ήταν προκλητικά όμορφο και έτσι όπως λικνιζόταν μπροστά του, τον έκανε να νιώθει παράξενα. Εμφανώς καταλάβαινε τι ζητούσε.

Το χέρι της με τρόπο χάιδεψε τους μηρούς του και ο Ρις ένιωσε την ανάγκη μέσα του να εγκλωβίζεται δυσβάσταχτα. Ήθελε να αφεθεί, ήθελε να ξεσπάσει και να περάσει καλά, δίχως να τον ενδιαφέρει το αύριο. Συναισθηματικός άνδρας σπάνια ήταν και αυτή τη στιγμή δεν του ταίριαζε. Στιγμιαία, στο μυαλό του εμφανίστηκε η Ρεβέκκα, μα ευθύς απόδιωξε την εικόνα. Καμία δεν τον είχε αγαπήσει γι' αυτό που αληθινά ήταν εξάλλου.

Καθώς όπως λένε, το ποτό είναι κακός σύμβουλος σε τέτοιες λεπτές περιστάσεις, ένα διαβολικό και σκανταλιάρικο συνάμα χαμόγελο, όργωσε το πρόσωπο του Ρις. Με όσα είχαν συμβεί, τουλάχιστον του άξιζε να περάσει καλά απόψε, καθώς ήταν ελεύθερος και δεν χρωστούσε τίποτε και σε κανέναν. Δίχως να το σκεφτεί και δίχως να καρτερά απάντηση από εκείνη, την πλησίασε, κατεβαίνοντας αργά από το βελούδινο σκαμπό όπου καθόταν σαν αίλουρος σε κυνήγι. Η παρέα της πήρε το σύνθημα που χρειαζόταν και ετοίμασε τα κινητά. Πόσα θα τους έδιναν τα περιοδικά για ένα σκάνδαλο του τέλειου μεγαλοεπιχειρηματία. Φυσικά δεν σκέφτηκαν λεπτό πως κάτι τέτοιο, θα τον εξέθετε σε κίνδυνο. Εξάλλου, η παρουσία της Ναστάζια δεν ήταν τυχαία εκεί. Ο θείος της Μόργκαν, ή αλλιώς εκείνος που μέχρι πριν λίγο καιρό νοούσε για πατέρα της, είχε βάλει δικούς του να παρακολουθούν τους Κρειν, ειδικά μετά το φιάσκο των γενεθλίων της γυναίκας του, όπου ο Ελάιζα είχε δημιουργήσει πρόβλημα, παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως συνοδό της ανιψιάς του.

Τα χείλη του Ρις, βρήκαν εκείνα της Ναστάζια, με μία ώθηση ωμή, δίχως συναισθήματα. Τόση ώρα εξάλλου, βρίσκονταν μπροστά του, στο οπτικό του πεδίο μισάνοιχτα, προκαλώντας τον να τα εξερευνήσει. Η κοπέλα από την πλευρά της, όφειλε να παραδεχτεί, πως φιλούσε υπέροχα και αν δεν ήταν η δουλειά στη μέση, θα φρόντιζε να τον ξαναδεί. Ακουμπώντας το δάχτυλό της στα χείλη του, άρπαξε τη γραβάτα και απαλά τον οδήγησε προς τις τουαλέτες, με μία της γνωστή, να ακολουθεί διακριτικά και από απόσταση. Μπαίνοντας στον διάδρομο, ο Ρις την κόλλησε στον τοίχο, αφήνοντας τους αναστεναγμούς του να ακουστούν. Εκείνη πέρασε λαίμαργα τα δάχτυλά της μέσα από τα καστανά του μαλλιά. Το αντρικό του άρωμα, του χάριζε επιπλέον γοητεία. Παραδομένος στο στιγμιαίο πάθος, δεν πρόσεξε τις απανωτές φωτογραφίες που είχαν τραβηχτεί. Μόλις το έργο ολοκληρώθηκε, η Ναστάζια, τον παρέσυρε στο εσωτερικό του χώρου. Η δουλειά ήταν δουλειά, μα ήθελε και να τον χαρεί. Ήξερε πως ήταν ευάλωτος εκείνη τη στιγμή συναισθηματικά και αυτό διευκόλυνε το έργο της.

Το μυαλό του ήταν ακόμη θολωμένο, γεμάτο οργή και ποταπά συναισθήματα. Το μόνο που επιθυμούσε, ήταν να ξεσπάσει τις ορέξεις του, κάτι που σπάνια πραγματοποιούσε, παλεύοντας να διασφαλίσει μία καλή εικόνα. Γνωρίζοντας όμως πια, πως κάτι τέτοιο διαστρεβλωνόταν έτσι και αλλιώς, αποφάσισε για μία και μοναδική φορά να φερθεί σαν όλους τους άλλους. Η συναίνεση ήταν κοινή, κανείς δεν ήθελε δεσμεύσεις. Ικανοποιημένη εκείνη, σηκώθηκε αφήνοντας ένα τελευταίο φιλί στα χείλη του που σχεδόν πάλλονταν εξαιτίας της στιγμιαίας απόλαυσης. Ντύθηκε γρήγορα, ενώ παράλληλα τον είδε να ζαλίζεται. Δεν μπήκε καν στον κόπο ωστόσο να τον βοηθήσει, εγκαταλείποντάς τον έτσι, ευτυχώς ντυμένο, στο πάτωμα του διαδρόμου. 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top