Berharap/ part 2
Η ώρα είχε προχωρήσει και με το σπίτι του κενό πλέον, ο Ρις κάλεσε τον κολλητό του φίλο, Σαμ. Είχαν χαθεί τελευταία εξαιτίας της δουλειάς και του τρεξίματος, μα και του γεγονότος πως ο Σαμ έχοντας αρραβωνιαστεί, μετακινούταν ανάμεσα στο Τορόντο και στο Σικάγο. Ο Σαμ προερχόταν και εκείνος από ευκατάστατη οικογένεια. Δεν έφτανε φυσικά το επίπεδο των Κρέιν. Ήταν συμφοιτητές και η γνωριμία τους κρατούσε χρόνια. Ήταν καλό παιδί, μα ορισμένες φορές οι ευκατάστατες ρίζες του, δημιουργούσαν ρεύματα αέρα στα μυαλά του. Απέναντι σχεδόν από το κομμωτήριο που δούλευε η Ρεβέκκα, στην παλαιά πόλη του Σικάγο, βρισκόταν ένα υπέροχο και ατμοσφαιρικό, ιταλικό εστιατόριο. Ο Σαμ όπως συνήθως, είχε πάρει διαζύγιο άνευ δεύτερης σκέψης με τον χρόνο, ενώ σε αντίθεση με εκείνον, ο Ρις, ήταν πάντοτε στην ώρα του. Ειδικά μία μέρα σαν αυτή, συναισθηματικά ασταθή και ταραγμένη, το βάδισμα του Ρις είχε τετραπλασιάσει την ταχύτητά του.
Φτάνοντας, το βλέμμα του καρφώθηκε στιγμιαία στο κομμωτήριο. Τα φώτα ήταν ακόμη ανοιχτά και οι υπάλληλοι δούλευαν πυρετωδώς. Δεν είχε ιδέα γιατί, μα τα μάτια του έμειναν να ατενίζουν παρατεταμένα το μαγαζί για παραπάνω λεπτά. Ακουγόταν ίσως υπερβολικό, μα μέσα σε αυτόν τον ταπεινό χώρο, είχε ανταλλάξει ορισμένες αυθεντικές κουβέντες. Η ίδια κοπέλα, όταν τον είχε συναντήσει στην παραλία, δεν είχε ιδέα για την αληθινή του ταυτότητα. Δεν επιθυμούσε να της την αποκαλύψει. Ήθελε να νιώθει σιγουριά, ήθελε να τον προσέχουν και να τον πλησιάζουν, απλώς και μόνο γιατί τον θεωρούσαν ενδιαφέροντα. Τη σκέψη του ωστόσο, διέκοψε η μονίμως επεισοδιακή εμφάνιση του Σαμ, με επιδεικτικό βάδισμα σε στυλ χορευτικών κινήσεων.
«Ειλικρινά Ρις, σε παρακολουθούσα εδώ και ώρα να κοιτάζεις, ευλαβικά σχεδόν, απέναντι. Σε ποιες σκέψεις έχεις βυθιστεί; Αν μου πεις στη συμπεριφορά της γυναίκας σου, θα το καταλάβω. Είναι δύσκολο να είσαι εκατομμυριούχος. Όλοι σε αγαπούν για το χρυσό σου περίβλημα» συνέχισε να μονολογεί σχεδόν.
«Θαρρώ πως δεν σκεφτόταν τίποτε άλλο, από τις διακοπές στα Φίτζι, στα οποία είχε καημό να παρευρεθεί. Μόλις συνειδητοποίησε πως υπάρχουν και άλλα φορητά και ανθρωποειδή εισιτήρια, αποφάσισε απλώς να προχωρήσει στον επόμενο. Κάποια στιγμή πρέπει να πάψουν να ματαιώνονται οι προσδοκίες μου. Πρέπει να το πάρω απόφαση » γέλασε ο Ρις και οι δυο τους κάθισαν στην τζαμαρία κοιτώντας τα εύγευστα φαγητά που έρχονταν.
Η εξυπηρέτηση ήταν άμεση. Όλοι γνώριζαν πολύ καλά ποιος καθόταν στο τραπέζι τους. Το κρασί είχε γλυκάνει λίγο την πικραμένη καρδιά του Ρις, όταν το μάτι του λοξοδρόμησε σε ένα άβολο σκηνικό που λάμβανε χώρα απέναντί του. Ο υπεύθυνος του μαγαζιού κατσάδιαζε κυριολεκτικά τη Ρεβέκκα. Από τη θέση που βρισκόταν, αδυνατούσε να ακούσει την έντονη συνομιλία καθώς και την αιτία του καβγά, ωστόσο για κάποιον λόγο ένιωσε να αναστατώνεται. Ο Σαμ ευθύς αντιλήφθηκε την αλλαγή στην συμπεριφορά του και έσπευσε να ακολουθήσει με τρόπο την κατεύθυνση του βλέμματός του.
«Κλασσική τρέλα που βαρά αυτήν την πόλη» σχολίασε άνευρα συνεχίζοντας το γεύμα του, μα όταν επέστρεψε την ματιά του στον φίλο του, η θέση ήταν κενή.
Ο καβγάς, όσο περνούσε η ώρα, γινόταν ολοένα και πιο ισχυρός, ενώ ο υπεύθυνος κατέληξε να σπρώξει την Ρεβέκκα, εξαιτίας του εκνευρισμού του. Αυτή η κίνηση ενεργοποίησε αυτόματα όλους τους μηχανισμούς του Ρις. Σιχαινόταν τις χειρονομίες, τις φωνές, τους ισχυρούς καβγάδες. Στην οικογένειά του ήταν απαγορευμένα, πόσο μάλλον να υφίσταται γυναίκα τέτοια μεταχείριση και συμπεριφορά. Δίχως προειδοποίηση βγήκε από το μαγαζί, σαν μαινόμενος ταύρος και περνώντας τον δρόμο, στάθηκε μπροστά από έναν γεροδεμένο κύριο, ντυμένο προσεγμένα, που άφριζε στην κυριολεξία, συνεχίζοντας αγόγγυστα να ξεσπά σε μία Ρεβέκκα που φαινόταν έτοιμη να καταρρεύσει εξαιτίας της ψυχικής πίεσης και της ανεξέλεγκτης συμπεριφοράς του άνδρα.
«Προτού ρωτήσω τι έχει συμβεί, θα σου προτείνω για δικό σου καλό, να μην τολμήσεις ούτε να σκεφτείς ξανά να απλώσεις χέρι σε άνθρωπο. Αυτός είναι ένας προειδοποιητικός πρόλογος. Για να πάμε στο κυρίως θέμα τώρα, τι συνέβη;» τον ρώτησε ψυχρά και καθώς μπροστά στον εκατομμυριούχο Ρις όλοι στέκονταν προσοχή, ο άνδρας ξερόβηξε μερικές φορές καθαρίζοντας τον λαιμό του. Αδυνατούσε να πιστέψει πως το χρυσό αγόρι, ταυτόχρονα είχε γίνει και μάρτυρας μίας τέτοιας αψιμαχίας.
«Με έκλεψε! Έβαλε χέρι στο ταμείο! Αυτό συνέβη» μουρμούρισε, όταν μπροστά του η Ρεβέκκα ετοιμαζόταν να παρασυρθεί στον όλεθρο του πανικού.
«Αυτό δεν είναι αλήθεια! Δεν ήμουν μόνη μου στο μαγαζί. Ήταν και η Μπέννυ μαζί μου όταν έφυγες» πάλεψε να υπερασπιστεί τον εαυτό της.
«Η Μπέννυ δεν θα το έκανε ποτέ» πρόφερε εκείνος με σιγουριά έκδηλη.
«Και πώς είστε τόσο σίγουρος;» τον διέκοψε ο Ρις.
«Ελάτε τώρα κύριε Κρέιν. Πολλά λέγονται για το ποιόν των συγκεκριμένων ανθρώπων. Δεν είμαστε το ίδιο..» ξεκίνησε να ψέλνει μέχρι που τα μάτια της Ρεβέκκας γυάλισαν.
«Με κατηγορείς γιατί είμαι αφροαμερικάνα. Γιατί είμαι μαύρη, όπως θα έλεγες, αν δεν ήταν μπροστά ο κύριος Κρειν. Στο αίμα μου ωστόσο ρέουν δύο χρώματα. Το λευκό και το μαύρο. Εξίσου εντυπωσιακά, μα πάνω από όλα ίσα. Έχεις κάμερες στο μαγαζί και αντί να τις χρησιμοποιήσεις, τα έβαλες μαζί μου λόγω της καταγωγής μου! Παραιτούμαι! Προτού φύγω όμως, σε προκαλώ να ανοίξεις την κάμερα!» του φώναξε για να δουν την Μπέννυ να εξέρχεται χλωμή.
«Εγώ το έκανα...» μονολόγησε «Λυπάμαι τόσο πολύ και ντρέπομαι γι'αυτό. Δε το έχω ξανακάνει ποτέ, όμως...χρειαζόμουν τόσο απελπισμένα τα λεφτά...Η μητέρα μου είναι καρκινοπαθής και πρέπει να εγχειριστεί. Δεν μου φτάνουν για να την στηρίξω και είναι η μόνη που έχω στη ζωή μου. Σας παρακαλώ, θα σας τα επιστρέψω όλα αμέσως, αύριο πρωί κιόλας! Μη με διώξετε..» ξεκίνησε να δακρύζει και κατόπιν γύρισε προς την πλευρά της Ρεβέκκας «Ρεβ είσαι μία εκπληκτική υπάλληλος, αξιοθαύμαστη. Αυτό πρέπει όλοι να το μάθουν» πήρε μία ανάσα κοιτάζοντας τον Ρις πλαγίως «Ελπίζω να βρεις το κουράγιο να με συγχωρέσεις...» ψέλλισε και η Ρεβέκκα έμεινε να την κοιτάζει για λίγο και κατόπιν κάνοντας ένα βήμα μπροστά, την έκλεισε στην αγκαλιά της.
«Γνωρίζω τι σημαίνει ανατροπή στη ζωή μου, καθώς επίσης γνωρίζω και την αξία της οικογένειας. Τη δική μου την έχω χάσει. Μακάρι να μπορούσα να σε βοηθήσω για να απαλύνω το μαρτύριό σου»
«Μπορώ εγώ» πήρε το λόγο ο Ρις «Η κλεψιά είναι απαράδεκτη. Παρόλα αυτά και θα με συγχωρέσεις γι' αυτό που θα πω, μα δεν έχω βρεθεί ποτέ στη θέση σου. Δεν έχω βρεθεί ποτέ απόλυτα εξαρτώμενος από τα χρήματα, προκειμένου να σώσω τη ζωή ενός μέλους της οικογένειάς μου. Μπέννυ, θα απαλύνω εγώ τον πόνο σου γιατί ξέρω έναν γιατρό, κατάλληλο να αναλάβει την μητέρα σου. Είναι καλός μου γνωστός. Θα σου δώσω την διεύθυνση και το τηλέφωνο επικοινωνίας, για τα άλλα μη σε μέλει» της είπε συγκινώντας την σε σημείο που πήγε να του φιλήσει το χέρι.
Ο Ρις τραβήχτηκε πίσω ξαφνιασμένος.
«Όχι, δεν θέλω να με ευγνωμονείς. Για μένα δεν είναι κόπος. Ωστόσο για να επιστρέψουμε πίσω στο αρχικό θέμα» είπε και κοίταξε τον υπεύθυνο «Η στάση σου ήταν απαράδεκτη, σε σημείο που αν δεν δούλευαν εδώ τα κορίτσια, θα σου έκανα τέτοια δυσφήμιση, που όλο το Σικάγο θα σου έκλεινε τα ρολά μονομιάς» τελείωσε γρυλίζοντας.
«Εγώ παραιτούμαι ωστόσο. Στη ζωή μου έχω ανάγκη την ψυχική ηρεμία, ένα περιβάλλον όμορφο, που θα σέβεται τη δουλειά μου» ανακοίνωσε η Ρεβέκκα και ευχαριστώντας αμήχανα τον Ρις για όλα, έκανε μεταβολή για να απομακρυνθεί, προτού ο πόνος διεκδικήσει την αναπνοή της.
--------------------------
Στο άκουσμα του ταξιδιού και μίας προσφοράς ελπιδοφόρας για την ανάκτηση της καλής μου διάθεσης και τον κατευνασμό των δολοφονικών μου τάσεων απέναντι στην έσχατη προδοσία των προσφάτως ανακηρυγμένων με την ιδιότητα των θείων, στη θέση των γονιών, αναστέναξα. Το μυαλό μου ακόμη ταλανιζόταν, υποταγμένο ανάμεσα σε δύο επίπεδα και έτσι, η λέξη ΄΄Μπαλί΄΄, με ώθησε να ταξιδέψω κάπου μακριά, δημιουργώντας εικόνες. Μία τροπική καταιγίδα να με ξυπνά και εγώ να ανοίγω με κόπο την ξύλινη, παραδοσιακή πόρτα της μικρής μου καλύβας και να αφήνομαι σε ένα σύμπαν καταπράσινο, γεμάτο ήχους. Βατράχια να κοάζουν, πουλιά να τραγουδούν απόκοσμα τον δικό τους ρυθμό και άγνωστοι ήχοι από ζώα που σίγουρα αγνοώ, να συναγωνίζονται επάξια τον παφλασμό των ποταμών. Και κάπου εκεί στη μέση μίας βραχώδους έκτασης, το βλέμμα το ειρωνικό του Ελάιζα, να μου γκρεμίζει μονομιάς τον υπέροχο καμβά που ζωγράφιζε η φαντασία μου ανενόχλητη.
Το δυστύχημα ήταν πως η ίδια ειρωνική έκφραση, πρέσβευε απέναντί μου και στην πραγματικότητα, περιμένοντας εναγωνίως να ανταποκριθώ και να πάρω μία απόφαση, ιχνηλατώντας τα μονοπάτια που θα με οδηγούσαν στον έρωτα του παππού του. Ακουγόταν δελεαστικό, καθώς το μόνο που θα έπρεπε να κάνω, θα ήταν να κρατώ σημειώσεις, σχετικά και με τη δουλειά που θα του έστελναν αραιά και που από την εταιρεία Κρειν. Συζητώντας, παρατήρησα το κινητό μου που έλαμψε μερικές φορές. Ήταν ο μέχρι πρότινος πατέρας μου, ο οποίος με είχε καλέσει επανειλημμένως, ωστόσο όλες του οι προσπάθειες είχαν πέσει στο κενό.
«Γιατί φοβάσαι να απαντήσεις;» ήρθε η ερώτηση δια στόματος Ελάιζα και ειλικρινά ένιωσα τον εαυτό μου να στριμώχνεται.
«Δεν μπορώ να απαντήσω, όχι ακόμη» παραδέχτηκα και τον είδα να σηκώνεται αργά.
«Να ξέρεις, πως δεν έχεις τίποτε να φοβηθείς. Αν υπάρχουν κάποιοι που χρωστούν απαντήσεις σε όλα, είναι εκείνοι. Ωστόσο, για να περάσουμε στα δικά μας, μου χρωστάς και εμένα μία απάντηση. Ξέρω πως σου ζητώ πολλά, ωστόσο δεν είναι ανάγκη να μου πεις αμέσως. Αν η απόφαση είναι θετική, έλα αύριο το βράδυ σπίτι μου, για να πάμε στον παππού μου και έπειτα, είσαι ελεύθερη να μαζέψεις τα πράγματά σου. Θα αναχωρήσουμε το επόμενο μεσημέρι» πρόφερε και ένευσα θετικά.
Στην ουσία δεν ήθελα να φύγει, καθώς ακόμη και η ενοχλητική του παρουσία, με βοηθούσε, αποσπώντας την προσοχή μου από τα δικά μου προβλήματα. Έτσι ήταν όμως η ζωή. Μόλις έμενες μονάχος σου αναζητώντας ένα απάγκιο για την ψυχή σου, οι ταραγμένες σκέψεις έπαιρναν ξανά τη σκυτάλη. Ο άνδρας μπροστά μου σηκώθηκε με κόπο και στάθηκε στο κατώφλι της πόρτας μου.
«Να προσέχεις» τον άκουσα να ψιθυρίζει και τον είδα να γαντζώνεται από την κουπαστή.
Ούτε σε τρεις ώρες δεν θα κατόρθωνε να φτάσει στο ισόγειο. Το αδήριτο βλέμμα του, καρφώθηκε στα σκαλοπάτια και έπειτα στο πόδι του. Τον παρατήρησα που αμήχανα ξέσφιξε επιπλέον την πνίχτρα στο λαιμό του και ξεφυσώντας, ξεκίνησε την κατάβαση του Γολγοθά. Ένα-ένα τα σκαλοπάτια, αργά και βασανιστικά. Όταν έκλεισα πίσω μου την πόρτα, άφησα το σώμα μου να κατρακυλήσει στο δροσερό πάτωμα. Για λίγο, έμεινα να αναλογίζομαι πώς τα είχε φέρει η ζωή, μέχρι που κατέληξα, πως μέσα στην μαύρη και πνιγηρή ατυχία, είχα σταθεί τυχερή. Πατούσα γερά στα δύο μου πόδια, είχα μία στέγη πάνω από το κεφάλι μου και παρά το γεγονός πως ο εσωτερικός μου κόσμος είχε κλονιστεί σοβαρά, εγώ είχα ακόμη το δικαίωμα να κάνω όνειρα.
Την ίδια σκέψη είχε και ο Ελάιζα, όταν σαράντα λεπτά αργότερα, έφτανε στο τελευταίο σκαλί. Έξω έβρεχε, μία καταιγίδα παρωδική, μα άγρια, από αυτές τις φθινοπωρινές που συνοδεύονταν και από αέρα. Στάθηκε για λίγο στο κατώφλι και κατόπιν βάδισε κάτω από τη βροχή, αφήνοντάς την να μουσκέψει το κορμί και τα ρούχα του, σαν να πάλευε να ξεπλύνει από πάνω του τις αμαρτίες. Εκτός από τον Μπεν, είχε ακόμη έναν φίλο, τον Μπρους. Όλοι τους στρατιώτες, όλοι τους με την ίδια τρέλα να υπηρετήσουν το αμερικάνικο όνειρο. Σε εκείνη όμως την έκρηξη, τα πάντα μπήκαν σε μία παύση. Σαν το νήμα της ζωής να έμοιαζε με κορδέλα και κάποιος να το είχε πριονίσει άγρια. Ο Μπεν και ο Μπρους είχαν οικογένεια. Ο Μπεν ήταν παντρεμένος, μα ο Μπρους είχε και μία μικρή κόρη. Σε εκείνη τη μοιραία στιγμή, έσπρωξε με δύναμη τον Ελάιζα στην άκρη, εκείνος έγινε κομμάτια, ενώ ο Έλι έχασε απλώς το πόδι του που διαλύθηκε σαν στάχτη. Το σοκ της στιγμής, σε συνδυασμό με τη θέα της καμένης και διαλυμένης σάρκας, να αφήνει μέρος του οστού ακάλυπτο, και με τη συνειδητοποίηση πως οι φίλοι του είχαν λιώσει, τον είχε τρελάνει. Σαν μόνη ανακούφιση, ζητούσε να μπορεί να δει τις οικογένειές τους, μα καμία δεν τον δεχόταν και ιδιαίτερα η γυναίκα του Μπρους. Αυτή τη στιγμή, οδηγούσε μουσκεμένος προς το σπίτι της. Είχε ανάγκη από την αποδοχή της, από μία άτυπη συγχώρεση.
Τα παντζούρια της μικρής μονοκατοικίας ήταν κλειστά και ο κήπος απεριποίητος. Η οικογένεια πενθούσε και εκείνος το μόνο που ήθελε, ήταν να αγκαλιάσει την γυναίκα του και να της ζητήσει συγγνώμη που έζησε, που εκείνον επέλεξε η καταραμένη μοίρα ή ο Θεός. Μα Θεός στα μέρη εκείνα δεν υπήρχε και δεν του άξιζε να ζει. Δεν είχε ούτε οικογένεια πίσω, ούτε παιδιά. Ο Μπρους είχε όμως και τώρα έμεινε το παιδί δίχως πατέρα. Αναστενάζοντας, συνέχισε την πορεία του προς το σπίτι. Η επαφή του με τη Μόργκαν του έκανε καλό και ας ήταν αρκετά εγωιστής για να το ομολογήσει. Τον γεφύρωνε με μία άλλη διάσταση, εκεί που τα προβλήματα σώπαιναν πειθήνια στις διαταγές του και που η καθημερινότητα στο σήμερα, έπαιρνε τη σκυτάλη. Του άρεσε που δεν τον λυπόταν και που τον αντιμετώπιζε σαν ίσο απέναντί της, ακόμη και αν η καρδιά του βροντοχτυπούσε, σε κάθε νέα του προσπάθεια να ανέβει ένα δόλιο σκαλί. Για λίγο στάθμευσε το αυτοκίνητο και αφέθηκε να κλάψει. Σε κάθε λυγμό το στήθος του χοροπηδούσε. Πόσο ανάγκη το είχε; Πόσο λυτρωτικό έμοιαζε το ξέσπασμα των συναισθημάτων; Αλμυροί καταρράκτες, που μπλέκονταν με τους γλυκούς της βροχής. Μέχρι που έβαλε μπροστά τη μηχανή και αποχώρησε ηττημένος.
Φτάνοντας στο σπίτι του, αφαίρεσε ευθύς τα ρούχα του και μπήκε για ένα ζεστό μπάνιο. Για την ακρίβεια, αφέθηκε να μουλιάζει στο νερό, μέχρι που η αλλαγή στο δέρμα των χεριών του, τον έσπρωξε επιτέλους να βγει. Αναζωογονημένος, ξεκίνησε να αναζητά ξενοδοχεία στο νησί των Θεών. Λάτρευε τις παραδοσιακές καλύβες που βρίσκονταν κρυμμένες μέσα στις δασώδεις εκτάσεις αυτού του νησιού. Ανακαλύπτοντας μία που τον μάγεψε, το χέρι του την έστειλε αυτόματα στη Μόργκαν.
΄΄Αν σε έχω ψυχολογήσει σωστά, αυτή τη στιγμή θα κάθεσαι οκλαδόν στο πάτωμα, παρέα με τις στενάχωρες σκέψεις σου. Σκέφτηκα λοιπόν να σου αποσπάσω τη προσοχή με μία εικόνα. Αν δεχτείς τελικά να με ακολουθήσεις, θα σου άρεσε να κλείσω εδώ; Στα ταξίδια δεν χωρούν εγωισμοί στις αποσκευές και έτσι αν δεν σου αρέσει, θα σκεφτώ κάτι άλλο. Επίσης, είμαι πρόθυμος να ακούσω και τη δική σου γνώμη. Για εμένα δουλεύεις εξάλλου΄΄
Στέλνοντάς το, άργησε να συνειδητοποιήσει πως τον είχε πάρει ο ύπνος με το κινητό δίπλα του, μέχρι που ήρθε η απάντηση.
΄΄Θα έπρεπε να έχετε καταλάβει πως σωστά με έχετε ψυχολογήσει. Μοιάζουμε εξάλλου και καθώς τα ετερώνυμα έλκονται, θαρρώ πως αυτό είναι η τρανταχτή απόδειξη πως ανήκουμε μάλλον στα ομώνυμα. Για να απαντήσω ωστόσο στο φλέγον ζήτημα, το ξενοδοχείο είναι ονειρικό΄΄ ήταν το πρώτο μήνυμα που έλαβε για να ακολουθήσει ακόμη μία πρόταση ΄΄ευχαριστώ για την σκέψη. Νομίζω πως κατόρθωσες να μου αποσπάσεις την προσοχή΄΄
Στην απάντηση, ο Ελάιζα χαμογέλασε. Ω, την είχε καταλάβει καλά. Ήταν πράγματι ίδιοι και αυτό μερικές φορές τον τρόμαζε, μα θα έπρεπε να το έχει συνειδητοποιήσει. Από το γκαλά που διέλυσαν τότε στα νιάτα τους, μέχρι την δαιμονισμένη τους ανάγκη να πατούν το γκάζι του μυαλού τους όποτε βρίσκονταν μόνοι τους.
΄΄Ίσως το ΄΄μαζί΄΄ τελικά να απαλύνει τον πόνο μας. Θα έχω κάποιον να με εκνευρίζει όλη μέρα, κάποιον που θα θέλω στα σίγουρα να ρίξω στον πρώτο παραπόταμο, αλλά το ΄΄μαζί΄΄ θα με κάνει να νιώσω ασφάλεια. Θα διώξει τις σκιές γιατί δεν θα επιτρέψει στη σκέψη μου να λοξοδρομήσει. Μαζί λοιπόν...
Καλησπέρα σε όλους και όσους το διαβάζετε πρώτη φορά!Ευχαριστώ πολύ για τη στήριξη!Πώς σας έχει φανει ως εδώ; Ποιον ήρωα έχετε ξεχωρίσει; Θα μου άρεσε πολύ να μοιραστείτε την άποψή σας!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top