Κεφαλαίο 14ο.

~ Κρήτη ~

Η ζωή του Στρατή είχε μπει σε μια τάξη τώρα πια. Η σχέση του με την Σαβίνα ήταν ψυχική και φιλική. Με τον πατέρα του δεν τολμούσε να μιλήσει, αλλά η Χαρούλα ήταν πάντα στο πλευρό του. Καλώς ή κακώς δεν του είχε αποκαλύψει τίποτα για την Δέσποινα ακόμα, όμως αργά η γρήγορα κάτι θα προοικονομούσε αν θα την θυμόταν ή όχι.

Αυτές πάνω κάτω ήταν οι συζητήσεις του με την Μιμίκα. Ναι. Μιμίκα. Μετά τον νευρικό κλονισμό που πέρασε ξέχασε ονόματα και πληροφορίες που έπρεπε να της δώσουν ένα όνομα που να είναι κοντά στο πραγματικό της. Με την προϋπόθεση πως κάποια στιγμή θα θυμηθεί το δικό της.

" Δηλαδή Στρατή δεν μιλάς ακόμα με τον πατέρα σου. " του είπε η γυναίκα, που σαν να είχε φτιάξει λίγο το παρουσιαστικό της από τότε που γνώρισε τον Στρατή. Τα μαλλιά της ήταν ναι μεν άβαφα αλλά πιασμένα με τρόπο που δεν έκανε εντύπωση το γκριζωπό χρώμα στις ρίζες. Φορούσε τώρα ρόμπες αλλά ήταν σε χαρούμενα χρώματα. Όχι εκείνο το καταθλιπτικό γκρι και καφέ που φορούσε συνήθως. Τώρα πια κοσμούσε τον εαυτό της με μωβ βιολεττί και γαλανές ρόμπες. Γιατί της ταιριάζουν και την κάνουν πιο χαρούμενη.  Πολύτιμη συμβουλή του Στρατή.

" Όχι κυρία Μιμίκα. Δηλαδή δεν θέλω να μιλήσω. Θα με αναγκάσει να πάρω κάποια μετεγγραφή ή κάτι τέτοιο και η σχολή μου μού αρέσει πολύ. " αποκρίθηκε εκείνος. Κρατούσε το χέρι της στην χούφτα του σαν να ήταν πολύτιμος λίθος. Η ιστορία της τον είχε συγκινήσει. Δεν είναι εύκολο να την εγκαταλείπει ολάκερη η οικογένειά της και αργότερα να την βάζουν στο ψυχιατρείο επειδή νόμιζε πως είδε το παιδί της σε ένα δημοτικό σχολείο. Μόνο που το παιδί της τότε θα πήγαινε Λύκειο, και όχι δημοτικό.

" Πρέπει να τον εκτιμάς τον πατέρα σου. Δε βλέπεις εμένα πως κατάντησα; Εδώ μέσα. Επειδή το σπλάχνο μου είχε δίκιο και εγώ δεν το κατάλαβα. Γιατί μου έλειπε και εμένα η κατανόηση. Εγώ προσπάθησα να της μεταδώσω να έχει καλές σχέσεις με τον πατέρα της. Μάλλον μαζί του θα είναι. Ελπίζω να χαίρεται. " απαντά. Τα μάτια της γυαλίζουν και είναι έτοιμη να κλάψει.

" Πώς την ελένε την κόρη σου; " ρωτά ο Στρατής. Η σιωπή κυριαρχεί στον χώρο και η ατμόσφαιρα βαραίνει.

" Δε θυμάμαι. Δε ξέρω. " του λέει. Εκείνος την πλησίαζε περισσότερο και σφίγγει τα χέρια της ακόμα πιο ζεστά.

" Δεν θυμάσαι ή δεν θέλεις να θυμάσαι; " την ρωτά με υπαινιγμό. Αναστενάζει βαριά και βαθιά όμως το άνοιγμα της πόρτας, ελάφρυνε την ατμόσφαιρα.

" Καλημέρα σας. " λέει η Στέλλα, η κολλητή φίλη της Μιμίκας. Μπαίνει μέσα στο δωμάτιο και ασυναίσθητα πιάνει το κεφάλι του Στρατή. Τα ζεστά χέρια της αγκαλιάζουν όχι μόνο το πρόσωπό του αλλά και την βελούδινη ψυχή του. Εκείνος ακουμπά τα χέρια της σα να θέλει  να περάσει στον εαυτό του την ζεστασιά που εκείνη κουβαλάει.

" Στρατή μου; Πώς είσαι; "

" Πολύ καλά κυρία Στέλλα. Ήρθατε να πιείτε το καφεδάκι σας; "

" Ναι αγόρι μου. Εδώ με την Μιμίκα έχουμε να πούμε πολλά. "

" Σας βλέπω καλύτερα αυτές τις μέρες. Έγινε κάτι; Αν δεν γίνομαι αδιάκριτος. " ρωτά διακριτικά.

" Ίσως αυτές τις μέρες δω κάποιον από την οικογένειά μου. Πέρα του  Κωστή. Τον γιο μου θέλω να δω. "

" Η μια τον γιο ή άλλη την κόρη. Έτσι πάνε αυτά! " λέει η Μιμίκα. Εκείνη την στιγμή χτυπά το τηλέφωνο του Στρατή. Άγνωστος αριθμός. Με γρήγορο βήμα βγαίνει έξω και το σηκώνει διστακτικά.

" Παρακαλώ; "

" Στρατή! Στρατή έλα βγάλε με από δω! Με λένε κλέφτρα! Με λένε εγκληματία! " φωνάζει από την άλλη γραμμή. Ακούγεται τρομερά εκνευρισμένη και τρέμει η φωνή της. Ο Στρατής δεν έχει συνειδητοποιήσει τι έχει γίνει ακριβώς.

" Σαβίνα εσύ; Τι...τι έγινε; Που είσαι; "

" Στο τμήμα. Με λένε κλέφτρα. Έλα πάρε με από δω! Δεν αντέχω άλλο! " λέει.

" Μα καλά πως; Μπορώ να έρθω; "

" Μόνο δικηγόρος μπορεί να έρθει. Βρες κάποιον τρόπο και έλα γιατί θα σαλτάρω εδώ μέσα! "

" Που στο διάολο έμπλεξες πάλι. " της λέει και κλείνει αυτόματα το τηλέφωνό του. Φεύγει χωρίς να χαιρετίσει κανέναν και τρέχει να προλάβει ένα ταξί.

Φτάνοντας στην πόλη αγανακτεί.  Δεν ξέρει που να απευθυνθεί και τι να κάνει. Έχει λίγους ανθρώπους δίπλα του που μπορούν να τον βοηθήσουν όμως δεν έχει πολλές επιλογές. Πρέπει να μιλήσει σε κάποιον που έχει γνώσεις και γνωριμίες. Πρώτα πρώτα σκέφτηκε τον θείο Λάμπρο όμως δεν ήθελε να μπλέξει την οικογένειά του. Θα το μάθαινε η Χαρά και θα είχε αλλά μπλεξίματα μετά.

Τραβάει προς την καφετέρια. Ο μόνος έμπιστος πια θα είναι το αφεντικό του. Μπαίνει μέσα στο γραφείο και αρχίζει να μιλάει χωρίς καν να δει ποιος είναι μέσα.

" Θέλω την βοήθειά σας. Επείγοντος. Χρειάζομαι δικηγόρο! "  λέει.

" Που έμπλεξες Στρατή; " ρωτά το αφεντικό του με λαχτάρα.

" Δεν έμπλεξα εγώ. "

" Η φιλενάδα σου; Η Σαβίνα;  "

" Ναι. Έμπλεξε άσχημα. "

" Κοίτα. Επειδή είμαι πνιγμένος στις δουλειές, θα το ανάθεση στον φίλο μου εδώ. " λέει και ο Στρατής αναρωτιέται. Δεν είχε καταλάβει πως βρισκόταν κάποιος μέσα στο δωμάτιο. Γυρνά το κεφάλι του και αντικρίζει εκείνο τον παράξενο άνδρα. Τον Χρόνη. Ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που περίμενε να δει. Δεν έπρεπε να μάθει πως η Σαβίνα ήταν στο κρατητήριο. Δεν έπρεπε!

Το αφεντικό του έφυγε και του επισήμανε πως πρέπει να έχει στον Χρόνη απόλυτη εμπιστοσύνη. Εκείνος είχε αντίθετη άποψη.

" Λοιπόν Στρατή! Τι έκανε η περίφημη φιλενάδα μου; "

" Θα βρω δικηγόρο. Δεν νομίζω ότι χρειάζομαι την βοήθειά σου. Ευχαριστώ. " απαντά. Βγαίνει από το δωμάτιο αλλά ο Χρόνης φωνάζει.

" Κανένας δε θα σε βοηθήσει! Δεν έχετε δεκάρα. Ούτε εσύ ούτε αυτή! Δύο φοιτητούδια είστε. Ποιος θα σας αναλάβει; " του λέει.  Είχε δίκιο. Θα τον έπιαναν κορόιδο. Όποιος και να τον αναλάμβανε. Τα χρήματα δε, δεν τα είχαν. Λύσεις επίσης δεν είχαν, οπότε έπρεπε να πέσει στην ανάγκη του.

" Τι αντάλλαγμα θέλεις; "

" Δεν το έχω ερευνήσει ακόμα. Θα δω. Αλλά δεν με καίει αυτό τώρα. Με νοιάζει να βοηθήσω τον καλό μου φίλο. "

" Ναι είμαι σίγουρος. Τέλος πάντων. Το μόνο που ζητάω είναι δικηγόρο. Δεν ξέρω τι έχει συμβεί και δεν μπορώ να πάω εγώ εκεί. "

" Έχω τον άνθρωπό σου. " απαντά. Βγάζει το κινητό του και πληκτρολογεί έναν αριθμό. Μιλά με μια γυναίκα για λίγα λεπτά. Κλείνει το τηλέφωνο και συνεχίζει να συζητά με τον Στρατή σε εκείνο τον εκνευριστικό, ειρωνικό τόνο.

" Δικηγόρος. Έμπιστη και καλή στην δουλειά της. Μάνια. "

" Πώς μπορώ να επικοινωνήσω μαζί της; "

" Εάν θέλεις να μην πληρώσεις, τότε θα μιλάει μαζί μου. "

" Κατάλαβα. Πότε μπορούμε να μιλήσουμε με την...Μάνια;  "

" Μένει Αθήνα. Θα έρθει εδώ και θα σου τηλεφωνήσω εγώ. "

" Οκ. Να σου το δώσω... "

" Δε χρειάζεται. Το έχω ήδη. " λέει. Ο Στρατής τον κοιτά παράξενα.

Τώρα είναι η στιγμή που έμπλεξε για τα καλά. Και αυτός αλλά και αυτή.


~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Γεια! Μετά από καιρό ανέβασα και εγώ ένα ακόμα κεφάλαιο.

Μη περιμένετε το επόμενο σύντομα.

Χρωστάω ένα κεφάλαιο στην Βασίλισσα Κλεοπάτρα οπότε έχει προτεραιότητα.

Θέλω να μου πείτε τις γνώμες σας και μην ξεχάσετε να πατήσετε το αστεράκι κάτω αριστερά για να με στηρίξετε.

Ελπίζω να μην με ξεχάσατε...

Σμουτςςς😘😘😘

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top