Κεφάλαιο 8ο.
~ Κρήτη ~
Περνώντας οι μέρες γρήγορα και βασανιστικά για τον Στρατή κάτι τον έτσουξε μέσα του. Κάτι του γρατζουνούσε την ψυχή τολμηρά και δύστροπα που δεν μπορούσε να καταλάβει την φλόγα που τον κυρίευε στα σωθικά του. Από την μια η σχέση του με τον πατέρα του, τον Παύλο, και από την άλλη ο θείος Λάμπρος με εκείνο τον περίεργο τύπο, τον Κωστή. Τι στο καλό είναι αυτός; Ποιος θα μπορούσε να είναι και να έχει τέτοια δύναμη πάνω του που να μην επιτρέπει ο Λάμπρος να του μιλά και να τον κοιτά; Από την άλλη είναι και το θέμα της δουλειάς. Τα χρήματα λιγοστά και χωρίς καμία δουλειά. Καμία ευκαιρία. Σε λίγες μέρες έπρεπε να γραφτεί στην σχολή του και με κάποιον τρόπο έπρεπε να ζήσει.
Πήρε την πρώτη εφημερίδα που βρήκε μπροστά του και απευθείας στις αγγελίες για εύρεση εργασίας. Το ένα προϋπηρεσία, το άλλο εμπειρία, το άλλο πτυχίο. Όλες οι δουλειές χρειάζονται προσόντα και στοιχεία που ο Στρατής δεν διέθετε. Δύο μόνο του έκαναν το κλικ.
"Ζητείται σερβιτόρος για μπαρ. Νέος, ευπαρουσίαστος και χωρίς προϋπηρεσία. "
" Ψάχνουμε υπάλληλο για φούρνο. Μερική απασχόληση, καλός μισθός. "
Αλλά και οι δύο δουλειές δεν ήταν για εκείνον. Η μια ήθελε μοντέλο, όχι σερβιτόρο, και η δεύτερη ήθελε πρωινό ξύπνημα. Με την σχολή που να προλάβει.
Εφόσον δεν υπήρχε καμία λύση αναγκάστηκε να βγει στους δρόμους. Ίσως αν μιλήσει με κάποιον, τον πείσει να πιάσει δουλειά. Από το Ηράκλειο στα Χανιά και πάλι πίσω. Δύο ώρες στους δρόμους αλλά τίποτα δεν τον ικανοποιούσε ή κανένας δεν ήταν ικανοποιημένος από εκείνον. Φτάνοντας στην πλατεία, κάθισε χαμένος σε ένα παγκάκι. Βλασφημά την ώρα και την στιγμή που έφυγε. Η αναμονή και η τεμπελιά τον ενοχλούσαν όσο τίποτε άλλο. Μέσα στην απελπισία του νιώθει ένα χέρι να του ακουμπά τον ώμο. Γυρνά να δει ποιος είναι και αντιλαμβάνεται τον Λάμπρο. Ή πιο σωστά τον θείο Λάμπρο.
" Ανηψιέ; "
" Εσείς; "
" Εμείς. Ίντα γίνεται; Μας ξέχασες. "
" Σας είχα πει πως δεν θέλω να σας γίνομαι βάρος και να σας ενοχλώ. "
" Σε είπα κανένα βάρος. Είναι χαρά μου να σε βλέπω και να ζητάς την βοήθειά μου για οτιδήποτε θέλεις. "
" Η αλήθεια είναι πως απελπίστηκα. "
Κάθισε δίπλα του.
" Πες μου ιντα έπαθες; Σου λείπει η μάνα σου; "
" Όχι όχι. Καμία σχέση. Δεν μπορώ να βρω δουλειά με τίποτα. Έχω ψάξει παντού. Έχω γυρίσει τα Χανιά, το Ηράκλειο αλλά δεν. "
" Γιατί δεν είπες τίποτα σε μενα ανηψιέ; Σου χω τουλάχιστον τέσσερεις ελεύθερες θέσεις για δουλειά. "
" Αλήθεια θείε; Θα με βοηθήσετε;"
" Αλίμονο Στρατή. Γιάντα να μη σε βοηθήσω; Να πάρω ένα τηλέφωνο και αύριο κιόλας πιάνεις δουλειά...Αλήθεια Τι ψάχνεις ακριβώς; "
" Ό,τι να 'ναι αρκεί να μην είναι πολύ πρωινή. "
" Εντάξει έχω την κατάλληλη. Έμπα τώρα στο καφενείο να πιούμε ένα καφέ. "
" Εντάξει. "
Δέχτηκε. Μόνο και μόνο επειδή του έκανε εξυπηρέτηση. Και πράγματι ο Λάμπρος του βρήκε δουλειά στην πλατεία κιόλας. Ένα καφέ μπαρ. Ανοιχτό από τις δώδεκα το πρωί μέχρι όσο πάει τα βράδια. Την επομένη μέρα ο Στρατής πήγε, δοκιμαστικά, αλλά τελικά τον κράτησαν. Σερβιτόρος για αρχή και μετά βλέπουμε. Έτσι είχε πει ο ιδιοκτήτης στον Λάμπρο.
Οπότε η δοκιμαστική περίοδος έγινε από προσωρινή μόνιμη και η δουλειά του είχε προσφέρει αρκετά εδώ και μια εβδομάδα. Ήταν απόλυτα ευχαριστημένος όπως και ο εργοδότης του. Έτσι μια μέρα καθώς έφευγε από το μπαρ, αργά τα χαράματα, γύρω στις δώδεκα, ακούει τρεχαλητό από το δρομάκι που περπατούσε. Η αλήθεια είναι πως φοβήθηκε. Μάλλον τα λόγια του Λάμπρου για τον Κωστή ήταν αυτά που τον τρομοκρατούσαν εδώ και καιρό αλλά δεν είχε καμία σχέση με αυτό που θα ακολουθούσε. Το τρεχαλητό οφειλόταν σε μια γυναίκα. Μια κοπέλα έτρεχε πανικόβλητη στα σοκάκια του Ηρακλείου λες και την κυνηγούσαν να την σκοτώσουν. Κι όμως. Σκοντάφτει πάνω στον Στρατή. Εκείνος σαστισμένος της μιλά χωρίς καν να γνωρίζει ότι αυτό μπορεί να του στοιχίσει ίσως...
" Είσαι καλά; " την ρωτά ανυποψίαστος ενώ εκείνη προσπαθεί να σηκωθεί και να φύγει.
" Φύγε! Φύγε θα σε σκοτώσει και σένα! "
" Ποιος; Τι; "
" Τρέξε να σωθείς! Φύγε! " του λέει και απομακρύνεται τρέχοντας. Ο Στρατής όμως δεν μπορεί να το αφήσει έτσι. Ξαφνικά μέσα στο σκότος βλέπει έναν άντρα, ντυμένο με σκούρα ρούχα, να έρχεται προς το μέρος του. Ελπίζοντας να μην τον αντιλήφθηκε, τρέχει και εκείνος πανικόβλητος προς το μέρος που έφυγε η κοπέλα.
Εκεί που τρέχει, κοιτά πίσω του μήπως και δει τον άγνωστο άντρα αλλά αντίθετα βλέπει την κοπέλα αναίσθητη στο οδόστρωμα να ψυχορραγεί και να ψιθυρίζει.
" Κάποιος...Βοήθεια "
Θέλει να φύγει. Να ξεφύγει από εκείνον τον ψυχοπαθή. Αλλά είναι μόνη. Ανήμπορη. Ποιος θα την βοηθήσει μέσα στα άγρια μεσάνυχτα; Δεν βρήκε άλλη λύση. Την κουβάλησε και σχεδόν τρέχοντας την μετέφερε ως το σπίτι του. Δεν γνώριζε αν είχε τις αισθήσεις της ή όχι. Αυτή του η κίνηση μπορούσε να αποβεί μοιραία. Τι μπορεί να γίνει αν ήταν κάπου τραυματισμένη; Ή αν δεν ήταν αυτή που φαίνεται;
Δεν σκεφτόταν τίποτα. Δεν ήταν σε θέση να σκεφτεί. Μοναχά έτρεχε με μια άγνωστη κοπέλα στην αγκαλιά και όπου φύγει φύγει. Ο άντρας με τα μαύρα ρούχα δεν φάνηκε στον δρόμο τους. Καλό ήταν κακό ήταν, θα δείξει.
Φτάνοντας στο σπίτι, άνοιξε την πόρτα και έβαλε προσεκτικά την κοπέλα στον καναπέ του σαλονιού. Τοποθέτησε ένα μαξιλάρι στην πλάτη της. Δεν φαινόταν να είχε τραυματιστεί κάπου με μια πρόχειρη ματιά που της έριξε. Της έφερε ένα ποτήρι νερό. Προσπάθησε να την ξυπνήσει αλλά δεν γινόταν κάτι. Παρόλα αυτά είχε δυνατό σφυγμό. Ίσως ήθελε λίγη ξεκούραση. Ίσως.
Το επόμενο πρωινό, ο Στρατής ξύπνησε και στο σαλόνι βρισκόταν ακόμα η άγνωστη κοπέλα. Είχε έναν δισταγμό μήπως έφευγε την νύχτα αλλά ήταν ακόμα εκεί. Πήγε κοντά της και παρατήρησε, τώρα που ήταν και πρωί, τα υπέροχα μαλλιά της. Ήταν κοκκινωπά και το δέρμα της λευκό. Αληθινή καλλονή. Όμως τώρα προείχε το θέμα της χτεσινής νύχτας. Πήγε να σηκωθεί για να βάλει καφέ όταν αντιλήφθηκε πως κούνησε τα πόδια της. Σημάδι ότι ξυπνούσε. Η κοπέλα μόλις άνοιξε τα μάτια της και είδα το παλιόχτιστο σπίτι με τα καφέ έπιπλα και τα παλιά παντζούρια τρόμαξε! Ένιωσε σαν να την έβαλαν σε ένα κελάρι. Ή μάλλον ένιωσε το σπίτι της. Εκείνο το σπίτι που την έδιωξαν τότε. Πήρε ένα μαξιλάρι και έκρυψε το πρόσωπό της ενώ ο Στρατής την κοιτούσε σα να έβλεπε εξωγήινο. Την τρόμαξε. Αυτό κατάλαβε.
" Ποιος είσαι εσύ; "
" Εγώ...Σε βρήκα χτες και..."
" Και; "
" Ήσουν δηλαδή αναίσθητη στον δρόμο και σε μάζεψα. Σε έφερα εδώ. "
" Πρέπει να φύγω. " απαντά και σηκώνεται άρον άρον από τον καναπέ.
" Εε! Κάτσε λίγο. Θέλω να μου πεις..."
" Τίποτα δεν έχω να σου πω. Γεια σου. " λέει και ανοίγει την πόρτα. Πάει αν φύγει αλλά ο Στρατής την τραβά, κάπως βίαια, προς το μέρος του.
" Δεν έχεις να πας πουθενά. "
" Γιατί; "
" Θέλω να ξέρω τι ήταν αυτά που μου είπες χτες το βράδυ. "
" Γιατί τι έγινε χτες το βράδυ; "
" Μου έλεγες κάτι ακαταλαβίστικα. Να τρέξω να σωθώ και κάτι τέτοια. "
Η κοπέλα κάθισε ξανά στον καναπέ. Αγανάκτησε. Βαρέθηκε να τρέχει. Βαρέθηκε να γυρνά στους δρόμους όλη μέρα.
" Κουράστηκα. "
" Καταλαβαίνω. Αλλά νομίζω πως πρέπει να γνωριστούμε. Στρατής." της λέει και της δίνει το χέρι του. Μια σιωπή κυριεύει την ατμόσφαιρα.
" Σαβίνα "
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Γεια σας! Ένα κεφάλαιο ακόμα είναι έτοιμο για εσάς!
Στο επόμενο θα δούμε ένα flashback από την ζωή της Σαβίνας.
Ποιος νομίζετε ότι είναι ο μαυροντυμένος ανδρας;
Τι ρόλο παίζει η Σαβίνα;
Θα μάθετε στο επόμενο κεφάλαιο.
Σμουτςςς😘😘😘
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top