Κεφάλαιο 4ο.
" Είμαι ο Κωστής. "
" Ο κύριος Λάμπρος δεν είναι εδω; Εκείνον ψάχνω. "
" Οϊ. "
" Ξέρετε που μπορώ να τον βρω; "
" Οϊ. " απαντά και κλείνει την πόρτα στα μούτρα του Στρατή. Εκείνος είχε μείνει άναυδος. Γυρισε την πλάτη του στην πόρτα του σπιτιού. Πληκτρολόγησε τον αριθμό της μαμάς του στο κινητό.
" Έλα Στρατή πήγες; "
" Ρε μάνα τι μου λες. Δεν ήταν εδώ. "
" Δεν ήταν εκει; "
" Τι λες ρε μαμά τώρα. Καταρχάς δεν ήταν δικό του το σπίτι. Σε κάποιον άγνωστο πήγα. Που με έστειλες; "
" Τι λες ρε Στρατή τώρα; Αφού εκεί είναι το πατρικό μου. "
" Ήταν ένα άντρας εκεί και τον ρώτησα άμα είναι ο Λάμπρος και μου είπε Όχι. "
" Μήπως σου είπε ότι τον λένε Βαγγέλη; "
" Όχι Κωστή είπε τον λένε. " απάντησε και μια παύση έμεινε στην γραμμή. Η Χαρά έτρεμε από το άκουσμα μόνο του ονόματος.
" Σου είπε επίθετο; "
" Όχι. Μου έκλεισε την πόρτα στα μούτρα. "
" Όχι γαμώτο! Όχι! "
" Τι έγινε ρε μαμά. "
" Είσαι σίγουρος ότι ήταν μόνο αυτός εκεί και όχι και κάποιος άλλος; "
" Α λες να ήταν κανένας φίλος αυτός; "
" ... Ναι ναι. Μήπως είναι κανένας συγχωριανός. Ξέρεις τώρα οι Κρητικοί είναι και λίγο ακατάδεκτοι. "
" Ξέρω. Άρα τι κάνω τώρα; "
" Πήγαινε στα ενοικιαζόμενα και θα συνεννοηθώ εγώ. "
" Εντάξει αν και με είχε βολέψει η ιδέα να μείνω σε δικό μου σπίτι. "
" Κάτι θα κάνω. Ψάξε και για καμία δουλειά. Να βολεύεσαι καλύτερα και συ γιε μου. "
" Έπρεπε να είχα έρθει νωρίτερα μάνα, δύσκολα βρίσκεις δουλειά Αύγουστο μήνα. Τα έχουν καπαρώσει όλα οι φοιτητές από τον Μάιο. "
" Κάτι θα βρεις. Είσαι γιος μου εσύ δεν γίνεται! Κάποιος θα σε ανακαλύψει! "
" Έλα ρε μάνα λες και είμαι καμία διάνοια. "
" Ξέρω εγώ τι λέω. "
" Καλά καλά άντε γεια τώρα. Ααα! Μίλα και στον μπαμπά. Δεν γίνεται να μου κρατάει μούτρα ακόμα. "
" Κάτι θα κάνω. " απαντά. Ο Στρατής τότε κλείνει βιαστικά το τηλέφωνο. Ακούγονται φωνές από το σπίτι. Μαλώνουν κάποιοι μέσα. Κρύβεται πίσω σε ένα δέντρο του κήπου και κρυφακούει.
" Λάμπρο θα το μετανιώσεις τούτο που κάμεις! "
" Φύγε Κωστή! Φύγε γιατί δεν έχω περιθώρια για πολλά πολλά ακόμα! "
" Θα τα ξαναπούμε. Δεν την γλιτώνεις. "
" Τράβα στην γυναίκα σου και αφήκετε με ήσυχο! " λέει και βροντά την πόρτα πίσω του. Ο Στρατής δεν καταλαβαίνει τι συμβαίνει. Βλέπει τον άγνωστο άντρα που του συστήθηκε ως Κωστής να φεύγει και πάει ξανά στο σπίτι μπας και βρει καμιάν άκρη. Χτυπά την πόρτα ,πιο δειλά αυτή τη φορά.
" Σου είπα να φύγεις! " λέει ο άντρας. Κατάλαβε πως ο Κωστής γύρισε ξανά πίσω αλλά μόλις είδε τον Στρατή σταμάτησε απότομα την φράση του.
" Συγγνώμη νόμιζα..."
" Ναι κατάλαβα. Εγώ ψάχνω τον κύριο Λάμπρο. Εσείς δεν είστε; "
" ... Ναι εγώ. Εσύ ποιος είσαι νεαρέ; "
" Είμαι ο Στρατής Χαριτόπουλος. Ο ... "
" Ο γιος της Χαρούλας. " λέει και φαίνεται μια λάμψη στα μάτια του. Τα χέρια του τρέμουν και κοιτάζει τον Στρατή από πάνω μέχρι κάτω να βρει ομοιότητες και διαφορές μεταξύ τους. Το χέρι του πηγαίνει στο κεφάλι του. Τον σφίγγει αντρίκια στον ώμο.
" Έμπα μέσα. Έλα. Έλα αγόρι μου."
Ο Στρατής μπαίνει στο παλιό σπίτι με την συνοδεία του Λάμπρου. Το σπίτι είναι διακοσμημένο με παλιά έπιπλα και βαριά. Φαίνεται πως γυναίκα είχε καιρό να μπει μέσα αλλά ήταν τακτοποιημένο αρκετά.
" Ίντα να σου φιλέψω; Μιάν ρακί θα την πιείς."
" Όχι ευχαριστώ εξάλλου δεν ήρθα για αυτό. Ήρθα..."
"Δεν ακούω κουβέντα! Ο γιος της ανεψιάς μου είσαι! Πρέπει να σε φιλέψω το κατιτίς μου. Περίμενε." απαντά ο γερό Λάμπρος και μετά από δύο λεπτά έρχεται με μια νταμιτζάνα ρακί και μπόλικο νερό για να φιλέψει τον Στρατή. Εκείνος μένει άναυδος από την περιποίηση του Λάμπρου. Δεν προλαβαίνει να μιλήσει όταν ο Λάμπρος τον βομβαρδίζει με ερωτήσεις.
"Πε μου ιντα θέλεις στα μέρη μας; Η μαμά σου καλά; Που μένατε τόσα χρόνια;"
"Εγώ...Ήρθα μόνο για να πάρω κάποια κλειδιά για ένα σπίτι που έχετε στην Πλάκα. Είμαι φοιτητής πλέον και χρειάζομαι ένα σπίτι. "
" Ετούτο μοναχά; Η μαμά σου δεν εφάνηκε από τα μέρη μας. "
" Μόνο εγώ έχω έρθει. Η μητέρα μου με τον μπαμπά είναι στην Θεσσαλονίκη. Εκεί μένουμε. "
" Αα! Αδά που ήρθες τώρα θέλω να ξέρεις πως εγώ είμαι εδώ για ό,τι χρειαστείς. Εγώ και η μάνα σου ήμασταν σαν μια γροθιά. Ο αδερφός μου ήταν ο καλύτερος της φίλος εκτός από θείος. "
" Έχετε αδερφό; "
" Ναι. Τον Βαγγέλη. " λέει και σκοτεινιάζουν τα μάτια του. Τα βλέφαρα του πέφτουν βαριά και κλείνουν σα να θέλει να βρίσκεται μαζί του, να θυμηθεί. Τα χείλη του σφίγγονται και το τρέμουλο στα χέρια του πολλαπλασιάζεται. Ανοίγει τα μάτια του και αρπάζει μια φωτογραφία από ένα ξύλινο έπιπλο. Με το δάκτυλό του ακουμπά το πρόσωπο του εικονιζόμενου. Φορά ένα σαρίκι και αυτός. Άγριος τύπος φαίνεται και έχει σουφρωμένα φρύδια, αξύριστος και μαυροντυμένος και αυτός. Μέχρι τώρα τρεις ήταν οι άντρες που είδε, ήταν ολόιδιοι.
" Τούτος δα με είναι. "
" Μοιάζετε. Αρκετά. " του απαντάει. Τον κοιτά στα μάτια και θέλει να τον ρωτήσει που βρίσκεται τώρα αλλά σαν να το καταλαβαίνει ο ίδιος και αλλάζει το βλέμμα του κατευθείαν.
" Ιντα μου είπες πως εθές; Γιαντα ειμαι και μεγάλος άνθρωπος και ξεχνώ. "
" Τα κλειδιά για ένα σπίτι που έχει η μαμά στην Πλάκα. Ξέρετε κοντά στην Ελούντα. " του υπενθυμίζει. Εκείνος σηκώνεται και πηγαίνει σε ένα άλλο δωμάτιο. Γυρνά και κρατά στα χέρια του ένα ζευγάρι κλειδιά. Του παίρνει το χέρι και του τα δίνει. Μετά το κλείνει ο ίδιος με τα δικά του χέρια δυνατά. Σαν να του έδινε φυλαχτό, όχι ένα απλό κλειδί.
" Τούτα είναι τα κλειδιά. Το μεγάλο για την εξώπορτα και το μικρό για την αποθήκη. Μεγάλο παιδί είσαι, νιός, κάτι θα βρεις να το κάμεις. "
" Ευχαριστώ πολύ κύριε Λάμπρο."
" Θείο θα με λες. Και οτι ποθείς θα το χεις. Θα έρχεσαι πρώτα σε εμένα και μετά θα πηγαίνεις στους άλλους. Με όποιον έχεις πρόβλημα θα ξηγιέσαι με εμένα πρώτα. Το ενόησες; " του λέει. Τα λόγια του τον συγκινούν και γνέφει το κεφάλι του θετικά.
" Πότε θα πας; "
" Δεν ξέρω. Μπορεί να πάω και τώρα. Θέλω να βρω και καμία δουλειά. "
" Δουλειά δεν θα βρεις από τώρα. Εδώ τουλάχιστον. Πρέπει να περάσει λίγο ο καιρός. Άμα σε δει κανένας Κρητικός δε ξέρεις τι μπορεί να συμβεί άμα σε αναγνωρίσει. "
" Σαν αυτόν που ήταν εδώ πριν; "
" Τον είδες; Σου μίλησε; " τον ρώτησε με αγωνία.
" Ναι. Ήρθα πιο πριν και τον ρώτησα αν είναι ο Λάμπρος αλλά μου είπε Όχι. Επέμενα να δω αν ήσασταν μαζί αλλά μου έκλεισε την πόρτα στα μούτρα. " λέει. Ο Λάμπρος σφίγγει τις γροθιές του. Κάτι κακό είχε γίνει και δεν ήθελε να το διαψεύσει.
" Σαν τον ξαναδείς μεν του μιλήσεις. Το κατάλαβες; "
" Γιατί; Ποιος είναι; " ρωτάει συνεχώς.
" Δεν πρέπει να έρθετε ξανά σε επαφή! Ειδικά τώρα που ξέρει ποιος είσαι! "
Μα καλά τι συμβαίνει;
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Γεια σας και πάλι! Τι κάνετε; Ένα ακόμα κεφάλαιο είναι έτοιμο για εσάς, τους λάτρεις της Βεντέτας. Θέλω τα σχόλια σας και φυσικά μην ξεχάσετε να πατήσετε το αστεράκι κάτω αριστερά όπως κάθε άλλη φορά.
Σμουτςςς😘😘😘
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top