Κεφάλαιο 28ο.
Η οικογένεια Φραγγελάκη στην Κρήτη ακόμα βρίσκεται σε κατάσταση πανικού. Όσο όλοι οι υπόλοιποι παλεύουν να βρουν απαντήσεις και ανοιχτά παράθυρα για να ξεφύγουν από ο,τι τους βαραίνει, η μόνη που ήρθε για διακοπές και δεν είχε καμία απολύτως έγνοια πάνω της ήταν η Ασημίνα, η κόρη του Βαγγέλη που μόλις χτες είχε εμφανιστεί με τον Μάνο στο λιμάνι. Ο Μάνος, προσπαθώντας να βρει την κατάλληλη στιγμή για να βρεθεί με τον πατέρα του, δεν ήρθε απευθείας στο σπίτι. Ο Λάμπρος δεν γνώριζε τίποτα. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι ήρθε η Ασημίνα. Ο Βαγγέλης όπου να'ναι θα γύριζε από τις δουλειές του. Ο Λάμπρος έλειπε ως συνήθως εφόσον πήγαινε στο καφενείο της γειτονιάς. Η Ασημίνα ήταν η μόνη που βρισκόταν στο σπίτι. Καθόταν στον καναπέ του σαλονιού μέχρι που ήρθε ένας ταχυδρόμος στο σπίτι. Εκείνη άνοιξε την πόρτα αμέριμνη και πήρε το άγνωστο δέμα στα χέρια της. Δεν έλεγε συγκεκριμένο παραλήπτη. Απλά ένα «Οικία Φραγγελάκη». Ήταν και εκείνη μια Φραγγελάκη οπότε μπορούσε να το ανοίξει. Κάθισε ξανά στον καναπέ και έσκισε με προσοχή τον φάκελο. Όταν είδε το περιεχόμενο πίστεψε πως δεν ήταν για το σπίτι τους τελικά. Είχε και ένα σημείωμα μέσα. Πάλι άγνωστο για εκείνη. Το κοιτούσε με περιέργεια αλλά ταυτόχρονα και με απέχθεια. Ποιος μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο αναρωτιόταν. Την ίδια στιγμή ο Βαγγέλης μπήκε μέσα στο σπίτι και παρατήρησε τον σκισμένο φάκελο και το παράξενο ύφος της Ασημίνας.
" Γεια σου αγάπη μου. " απάντησε ο Βαγγέλης και φίλησε στο μάγουλο την Ασημίνα. Εκείνος είδε ξανά το δέμα και την ρώτησε:
" Τι κρατάς εκεί; Τι είναι αυτό; "
" Το έφεραν πριν λίγο. Κοίτα το. " απαντά και του το παραδίδει. Βλέπει τις φωτογραφίες μια μια και μένει στήλη άλατος! Πάει στην επόμενη, στην επόμενη και το σοκ του είναι ακόμα μεγαλύτερο όταν διαβάζει το σημείωμα και όταν καταλαβαίνει τι συμβαίνει.
" Πάρτα και κρύψτα κάπου. Τσιμουδιά σε κανέναν. Εντάξει; " ρωτά. Η Ασημίνα γνέφει θετικά, αρπάζει τις φωτογραφίες και τις βάζει στη βαλίτσα της. Ο Βαγγέλης πάλι αναρωτιέται πως στο καλό γίνεται όλο αυτό. Τι βρώμικο παιχνίδι είναι;
Από το σπίτι επίσης έλειπε η Χαρούλα με την Δέσποινα. Αφού έφυγαν άρον άρον από τη καφετέρια της Λέας, η Δέσποινα αποκάλυψε στην Χαρά μια σκέψη που είχε. Όταν είδε τον άνδρα που βρισκόταν μαζί με τον Χρόνη, επιβεβαίωσε τον συνειρμό που έκανε. Για τον ίδιο λόγο αποφάσισαν να πάνε σε εκείνο το μαιευτήριο που είχε γεννήσει η Χαρά πριν δέκα εννέα χρόνια.
Flashback
" Παναγία μου! " φωνάζει έκπληκτη. Όλοι τους μένουν κάγκελο. Η Χαρά ταρακουνά το κεφάλι της με μανία για να αντιληφθεί το πρόσωπο που βλέπει. Η Λέα βαριανασαίνει προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό της ότι κανένας δεν θα καταλάβει το πρόσωπο αυτό. Ο Χρόνης είναι απλά ένα πιόνι.
" Τι στο καλό θέλεις εδώ; " ρωτά εκείνος. Ο Χρόνης τον κοιτά απερίσκεπτα μη ξέροντας πως όλοι τους γνωρίζονται εκτός από αυτόν. Η Δέσποινα αντικρίζει την μάνα της με μίσος. Με απέχθεια και με ντροπή.
" Τι δουλειά έχεις με αυτούς; Πως στο διάολο κατάντησες έτσι;! " φώναξε η Δέσποινα απευθυνόμενη στην Λέα. Τα νεύρα της γεννούσαν παραπάνω ερωτήματα.
" Εεε! Κλείσε το στόμα σου, μη στο κλείσω εγώ. " επιτέθηκε ο Χρόνης.
" Μπες μέσα. Εξαφανίσου. " διέταξε ο άνδρας. Ο Χρόνης τους κοίταξε όλους μια γύρα και υπάκουσε την εντολή του άνδρα φεύγοντας.
" Φύγετε. " τις συμβούλεψε η Λέα αλλά εκείνες ήθελαν όσο τίποτε άλλο να πάρουν τις απαντήσεις που τους βάραιναν το μυαλό από τότε που έμαθαν πως ήταν ζωντανή. Δεν θα το έβαζαν κάτω εύκολα.
" Πόσο χαμηλά έπεσες για να ασχοληθείς με τις βρωμοδουλειές αυτού του ανίδεου; Ακόμα δεν ξεχνώ. Εσύ με κατέστρεψες Κυριάκο Μπρουσαλάκη. Εσύ με διέλυσες. Εσύ με έκανες το σκουπίδι που όλοι ξέρατε κάποτε. Και εσύ παλιόγρια για αυτόν εδώ τον απαίσιο με παράτησες στη μοίρα μου. Έχασα τις αδερφές μου, τον ανιψιό μου, τον άνδρα μου, την δουλειά μου, την αξιοπρέπειά μου, το ήθος που πάλι εσύ μου έδωσες και μου πήρες. Και τώρα, μετά από ,υποτίθεται τόσα χρόνια, του θανάτου σου, σε βρίσκω με αυτόν. Και όχι με τα παιδιά σου. Με τον εγγονό σου. Άνθρωπος είσαι εσύ μωρέ ή τέρας; " μονολογεί η Δέσποινα. Εξέφρασε τα παράπονα και τις έγνοιες που είχαν φωλιάσει στη ψυχή της εδώ και τόσα χρόνια που ασχολιόταν με τις δουλειές του Κυριάκου στην Κρήτη και αργότερα στην Αθήνα. Όταν έφτασε να είναι εξαρτημένη πλέον από τον Κυριάκο και τις υπηρεσίες που έδινε σε άλλους άνδρες, τα παράτησε όλα και πήγε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί γνώρισε τον Κοσμά. Εκεί ο Κοσμάς έμαθε πως η Δέσποινα δεν είχε ξεπληρώσει το χρέος της στον Κυριάκο. Ο Κυριάκος ήταν το λάθος λιμάνι για αυτήν. Γιος του Κωστή και της Σταυρούλας Μπρουσαλάκη. Δηλαδή πρώτος ξάδερφος του Ζήση. Η σχέση αυτής της οικογένειας με την Φραγγελάκη ήταν απαίσια.
" Σκάσε Δέσποινα. Δεν σε ωφελεί να μιλάς. " της είπε εκείνος αυταρχικά. Ο κόσμος γύρω, ανα καιρούς τους κοίταζε επίμονα.
" Θα μιλάω όσο θέλω Κυριάκο. Είχες τάξει πως θα με πάρεις από το χωριό κάποτε. Το θυμάσαι; Θυμάσαι τότε που ήρθαμε στη Κρήτη για να κάτσω σε έναν πελατάκο σου; Τότε που πιάσαμε στο εξοχικό την ξαδέρφη σου με τον ξάδερφό μου; Ε; Τότε δεν ήξερες να βγάζεις γλώσσα έτσι; Δεν ήξερες ότι η ζωή είναι απρόβλεπτη; Ότι μόνο ένας μαλάκας σαν εσένα θα καταφέρει να γίνει και φονιάς αμα λάχει; " του λέει και εκείνος της αστράφτει ένα χαστούκι. Τριγύρω οι πελάτες είχαν μείνει άναυδοι. Η Δέσποινα κρατούσε το μάγουλό της από πόνο. Έβγαλε τα εσώψυχά της και ο,τι απωθημένο της είχε μείνει από την μοιραία σχέση της με τον Κυριάκο. Αυτός δεν μετάνιωνε τίποτα. Ούτε τα ψέμματα που της είπε, ούτε τις λέξεις που είχε ξεστομίσει στην Αμαλία τότε. Κρυφή κρυφή η σχέση του Μάνου με την Αμαλία αλλά αν βρεθείς την σωστή στιγμή στο σωστό μέρος, όλα φανερώνονται.
" Μάνα εσύ δε μιλάς; Μάνα. Αμα σου κάμει η λέξη δηλαδή. Θα δώσεις εξηγήσεις; " επέμενε η Χαρά. Ο Κυριάκος άρπαξε το χέρι της Λέας. Είδε πως ήταν έτοιμη να μιλήσει και την τράβηξε προς το μέρος του. Άνοιξε το σακάκι του ελαφρά και η Χαρά είδε το όπλο που είχε μέσα σε μια θήκη στο παντελόνι του.
" Ή φεύγετε ή την σκοτώνω. " είπε ψιθυριστά και διακριτικά. Δεν είχαν άλλη επιλογή. Η Λέα τους έκανε νεύμα να φύγουν όσο ο Κυριάκος την έσφιγγε ακόμα περισσότερο. Πήραν τις τσάντες τους και απομακρύνθηκαν. Η Δέσποινα τον κοίταξε για άλλη μια φορά με μίσος και πάλι η καρδιά της καταστράφηκε σε χίλια κομμάτια.
" Μην στεναχωριέσαι Δεσποινιώ. Όλα εδώ πληρώνονται. Θα δεις. "
" Χαρά. Η μάνα έχει κάποια σχέση με τον μικρό. Κάποια συγγένεια. Δε μου το βγάζει κανείς από το μυαλό ότι αυτός ο μικρός για να κόβεται έτσι για εκείνη κάτι θα την έχει. " λέει. Πολλές σκέψεις πέρασαν από το μυαλό της. Τότε σκέφτηκε κάτι σχεδόν απίθανο αλλά συγκλονιστικό.
End of flashback
" Θέλω να μου εξηγήσεις τι κάνουμε στο μαιευτήριο. Έγκυος είσαι; " ρώτησε η Δέσποινα τη Χαρά. Εκείνη την κοίταξε με ένα ειρωνικό ύφος καθώς περπατούσαν στους διαδρόμους.
" Από ποιον ρε Δέσποινα; Από τον κρίνο; "
" Από τον Ζήση Χαρά μου. Πίστευες ότι δεν θα το μάθαινα; Μίλησα με τον θείο και μου τα είπε όλα χαρτί και καλαμάρι. " είπε.
" Τι λες ρε Δέσποινα. Πήγε να γίνει κάτι αλλά το μετάνιωσα πικρά. Με όλα αυτά που έχουν γίνει δεν θέλω να έχω καμία σχέση μαζί του. Όλα εξαιτίας του έγιναν. Αν δεν είχα γνωρίσει τον Ζήση και η μάνα δεν θα έκανε ο,τι έκανε τότε, τώρα θα ήμασταν όλοι μαζί. Εάν ο Στρατής θέλει επαφές με τον πατέρα του ας τις έχει. Μακριά από εμένα όμως. " απάντησε. Ήταν πρώτη φορά τόσο αποφασιστική και σίγουρη για την απόφασή της.
Έφτασαν σε μια πόρτα. Ο λόγος που πήγαν στο μαιευτήριο ήταν για να δουν το πιστοποιητικό θανάτου εκείνου του παιδιού που είχε απεβιώσει στη γέννα της Χαράς. Είχε μια ελαφρά υποψία πως ο Χρόνης μπορούσε να είναι εκείνο το παιδί.
" Χαρά. Η πόρτα γράφει Μάνια Φράγκου. Διευθύντρια κλινικής. " είπε νευρικά. Έκανε έναν συσχετισμό.
" Αν το Μάνια Φράγκου ήταν Μελπομένη Φραγγελάκη; " συμπλήρωσε. Η Χαρά τότε αποκάλυψε στην Δέσποινα ξεκάθαρα τι πίστευε.
" Έχω την υποψία ότι εκείνος ο νεαρός είναι το παιδί που έχασα στη γέννα. Η μάνα με τη Μάνια τα κουκούλωσαν όλα και με κάποιον παράξενο τρόπο κανόνισαν τον ανύπαρκτο θάνατό της μάνας και του μικρού. Αφού είναι η διευθύντρια της κλινικής σίγουρα θα ξέρει. " είπε η Χαρά. Η Δέσποινα όταν το καλοσκέφτηκε της φάνηκε πολύ πιθανό αλλά εντελώς απίθανο η Μελπομένη να τους μιλήσει.
" Η Μελπομένη δεν θα μας πει τίποτα Χαρά. Είμαι εκατό τοις εκατό σίγουρη. " απάντησε. Εκείνη την στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο της Χαράς. Προς στιγμήν ταρακουνήθηκαν και οι δυό από τον φόβο τους. Αλλά ήταν ακίνδυνο τηλεφώνημα.
" Έλα Βαγγέλη. Ναι τον θυμάμαι. Σου μίλησε; Θα έρθω με την Δέσποινα να μας πεις. " είπε και το έκλεισε.
" Δεν θα μάθουμε από την Μελπομένη αλλά από τον Ανδρονικήτα. Αστυνομικός. " συμπλήρωσε η Χαρά και επιτέλους βρήκαν ένα παραθυράκι για να πιαστούν.
Ταυτόχρονα με εκείνες, ο Στρατής, ο οποίος είχε έρθει άκρως μυστικά στην Κρήτη, συναντήθηκε με τον Ζήση σε ένα απόμερο μέρος για να μιλήσουν όπως είχαν συμφωνήσει στο τηλέφωνο. Η Σαβίνα δεν ήξερε κάτι. Αυτό απέδιδε ενοχή στο πρόσωπό του και σίγουρα η Σαβίνα θα το καταλάβαινε. Καθισμένος σε ένα παγκάκι ο Ζήσης, ένιωσε το χέρι του Στρατή στον ώμο του. Ήθελε να είναι πιο φιλικός με τον πατέρα του για να μπορέσουν να μιλήσουν με μεγαλύτερη άνεση. Ο Ζήσης έκανε χώρο και κάθισαν πλάι ο ένας στον άλλον.
" Το υποσχέθηκα και ήρθα. "
" Χαίρομαι που δεν με αγνόησες. Θα το καταλάβαινα πάντως αν το έκανες. " του είπε ο Ζήσης.
" Ήταν μια σκέψη μου, αλλά όταν είδα τον Παύλο στο κρεβάτι, ένιωσα πως θα τον έχανα. Είπα τότε ότι δεν θα άφηνα καμία ευκαιρία να πάει χαμένη. "
" Το εκτιμώ. Ήθελα να σου πω ότι θα ήθελα γενικά να κρατήσουμε επαφές. Κατανοώ ότι δεν με νιώθεις σαν πατέρα σου αλλά είναι η αλήθεια. Την μητέρα σου την αγάπησα. Ακόμα την αγαπώ και την θέλω κοντά μου. " απάντησε. Εδώ κάτι δεν άρεσε στον Στρατή. Δηλαδή ο μόνος λόγος που ήθελε να έχουν επαφές ήταν επειδή αγαπούσε την Χαρά ή επειδή όντως μετάνιωσε;
" Και αφού την αγαπούσες για ποιον λόγο σκότωσες την μάνα της; " ρώτησε. Ο Ζήσης δεν ήξερε τι να απαντήσει, πως να αποκριθεί, τι να πει και τι όχι.
" Ήταν ατύχημα. Δεν το έκανα μόνος και ούτε επίτηδες έγινε. " πρόλαβε να πει. Αυτό μπόρεσε να του πει μόνο. Να βγάλει την ουρά του απέξω και να φανούν οι υπόλοιποι δύο ένοχοι. Και ας ήταν μια εξ'αυτών η Χαρά.
" Σε βόλευε όμως. Παραδέξου το. " επέμενε ο Στρατής. Για κάποιο λόγο δεν του φαινόταν τόσο αθώος ο λόγος του Ζήση και ούτε τόσο πειστική η αιτία που ήθελαν να συναντηθούν εν τέλει. Κάθε λεπτό που περνούσε ήταν πιο σίγουρος για την γνώμη που είχε δημιουργήσει εξ'αρχής.
" Με βόλευε επειδή η γιαγιά σου ήταν εκείνη που δεν μας άφησε να είμαστε μαζί. Ήθελα με κάποιο τρόπο να την διώξω από τη ζωή μου και της μητέρας σου αλλά δεν ήταν ακριβώς αυτό που ζήτησα. Θέλω να με πιστέψεις. Ποτέ δεν θα σκεφτόμουν να την σκοτώσω. " έλεγε. Ο Στρατής άκουγε με προσοχή ο,τι απαντούσε ο Ζήσης. Πάλι όμως δεν τον έπειθε η πλήρης αφοσίωσή του.
" Και ενώ ήξερες ότι η κυρία Στέλλα, η μάνα σου, ήταν σε κρίσιμη κατάσταση στο ψυχιατρείο που έτυχε να δουλέψω, γιατί δεν την πήρες από εκεί; Δεν σε ενδιέφερε η μητέρα σου; Δεν έδειξες συμπόνοια; Ήταν εκεί μέσα κοντά δέκα χρόνια και ποτέ κανείς δεν την πήρε και την πήγε σπίτι. Γιατί; "
" Η μάνα μου ήταν άρρωστη. Κάποιος έπρεπε να την βοηθήσει και η οικογένειά μου δεν ήταν η κατάλληλη. Μεγάλοι άνθρωποι, ελάχιστο ήθος είχαν τότε. " απάντησε.
" Και τότε για ποιον λόγο δεν σκέφτηκες το ίδιο για την Ελευθερία; Εκείνη μεγάλη δεν ήταν; Ήθος ελάχιστο δεν είχε; " ρώτησε υπαινικτικά. Ο Ζήσης σκάλωσε. Δεν μπορούσε να απαντήσει. Ο Στρατής σηκώθηκε από το παγκάκι αργά και η τελευταία του φράση ήταν και η τελειωτική.
" Όταν βρεις την απάντηση τηλεφώνησέ μου. "
Φτάνοντας στο σπίτι των θείων του βρήκε μέσα την άγνωστη κοπέλα, ξαδέλφη του, που ομολογουμένως η πρώτη τους συνάντηση δεν θα ήταν για καλό.
" Καλησπέρα..." είπε εκείνος.
" Είμαι η Ασημίνα. Η κόρη του Βαγγέλη. " είπε με σοβαρό ύφος.
" Α του θείου! Χάρηκα. " απάντησε και άπλωσε το χέρι του προς το μέρος της αλλά εκείνη δεν ανταποκρίθηκε.
" Εγώ πάλι καθόλου. "
" Δε κατάλαβα; "
" Είσαι ο Στρατής σωστά; " ρώτησε για επιβεβαίωση.
" Ναι. ". Εκείνη την στιγμή η Ασημίνα πηγαίνει στις βαλίτσες της, που βρισκόντουσαν στον κάτω όροφο και παίρνει τον φάκελο. Τον δίνει στον Στρατή και εκείνη με σταυρωμένα χέρια, περιμένει να δει την αντίδρασή του.
" Τι; Τι είναι αυτά; Ποιος τα έφερε εδώ; Πως έγινε όλο αυτό; " αναρωτήθηκε. Έβλεπε μια μια τις φωτογραφίες από την καυτή και ένοχη νύχτα του με την Ζέτα και δεν μπορούσε να καταλάβει τι συμβαίνει. Είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου και του τόπου. Αυτόματα σκέφτηκε την Ζέτα και εκείνη την νύχτα. Ίδρωνε μόνο και μόνο στη σκέψη ότι μπορεί να τις έχει δει η Σαβίνα.
" Τις...τις έχει..."
" Όχι. Η Σαβίνα δεν τις έχει δει. Και καλά θα κάνεις να τις καταστρέψεις. Η Σαβίνα είναι μια εκπληκτική κοπέλα και δεν της αξίζει αυτό. Είμαι μόνο μια μέρα εδώ και έχω καταλάβει την αξία της. " λέει. Η γνώμη της παρόλα αυτά δεν αλλάζει.Την έχει σχηματίσει ήδη.
" Το ξέρω. Γαμώτο Ζέτα! Τι μου έκανες! Γαμώτο! " φωνάζει, αρπάζει ξανά το σακάκι του και φεύγει τρέχοντας. Το μίσος που έτρεφε για την Ζέτα πια δεν είχε όρια. Ήταν απόλυτα σίγουρος πως αυτή τον παγίδεψε. Για ποιον λόγο όμως; Ζήλια; Μίσος; Εγωισμός; Αγάπη; Πάθος; Έρωτας; Τι από αυτά; Πάντως σίγουρα ήταν εσκεμμένο. Και εκεί που ήταν πια μυστικά στην Κρήτη, όταν πήγε στο πατρικό του στην Πλάκα ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με την Σαβίνα.
" Στρατή; " είπε εκείνη μόλις τον είδε να μπαίνει στο σπίτι.
" Σαβίνα; Τι κάνεις εδώ; "
" Γιατί δεν μου είπες ότι θα έρθεις; Συνέβη κάτι; " ρώτησε. Ο Στρατής ένιωθε την ανάγκη να μιλήσει αλλά κάτι τον κρατούσε πίσω και αδυνατούσε να το κάνει.
" Σου είπα να μένεις στο σπίτι με τον Βαγγέλη και τον Λάμπρο. Γιατί ήρθες εδώ; "
" Ήρθα για να πάρω κάποια πράγματα. Εσύ γιατί βρίσκεσαι εδώ; Γιατί δεν μου είπες ότι θα έρθεις Στρατή; " επέμενε.
" Ήρθα για να μιλήσω στον Ζήση και δεν ήθελα να μάθει κανένας τίποτα. Ούτε η μάνα μου ξέρει." απάντησε.
" Εγώ δεν είμαι ο κανένας όμως. Περάσαμε τόσα μαζί. Δεν ήθελα να σε ενοχλήσω τόσο καιρό αλλά περίμενα ένα τηλεφώνημα έστω. "
" Το ξέρω αγάπη μου. Απλά συνέβησαν πάρα πολλά. Και όντως δεν ήθελα να σε ενοχλήσω ούτε εγώ. Περνούσες ποιοτικό χρόνο με την μητέρα σου. Δεν ήθελα να σας χαλάσω τις στιγμές σας. Όπως εσύ σέβεσαι τις στιγμές με την οικογένειά μου, έτσι ήθελα να πράξω και εγώ. " απάντησε. Εν μέρει όλο αυτό ήταν αλήθεια. Αλλά και πάλι συνέχιζε να μη μπορεί να της μιλήσει. Θα γινόταν όμως. Σύντομα.
" Τέλος πάντων. Θα κοιμηθείς εδώ; "
" Θα κοιμηθούμε εδώ. Μαζί. "
" Είσαι σίγουρος; Δεν θες να κοιμηθείς στους συγγενείς σου; " ρώτησε ξανά.
" Όχι. Με εσένα θέλω να κοιμηθώ. Όπως τους παλιούς καλούς καιρούς. " της είπε. Την πλησίασε, την αγκάλιασε και την φίλησε. Αλλά το κουδούνι, και οι εξελίξεις τρέχουν και σε βρίσκουν εκεί που δεν το περιμένεις.
" Ποιος μας διακόπτει πάλι; " λέει η Σαβίνα. Πάει να ανοίξει όμως ο Στρατής τη σταματά.
" Κάτσε εδώ. Θα ανοίξω εγώ. " είπε. Τώρα φοβόταν μήπως είναι ο Χρόνης, μήπως είναι ο Ζήσης ή μήπως είναι κανένας κούριερ με νέο φωτογραφικό υλικό; Με βαριά καρδιά ανοίγει την πόρτα και σαστίζει με αυτό που βλέπει.
" Εσείς; "
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Γεια σε όλους! Πως είσαστε;
Αυτό σίγουρα είναι το μεγαλύτερο κεφάλαιο που έχω γράψει γενικότερα στη ζωή μου.
Ποιος νομίζετε είναι πίσω από την πόρτα;
Η συνάντηση Μάνου και Λάμπρου θα είναι στο επόμενο κεφάλαιο.
Αλήθεια πως νομίζετε ότι θα τελειώσει η ιστορία *γιατί μεταξύ μας δεν έχω αποφασίσει ούτε εγώ *
Μην ξεχάσετε να πατήσετε το αστεράκι κάτω αριστερά και να σχολιάσετε τη γνώμη σας παρακάτω.
Σμουτςςς😘😘😘
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top