Κεφάλαιο 26ο.
Ο Στρατής έφυγε κατευθείαν για το πατρικό του. Κάθε σκέψη του και ένας λόγος παραπάνω να βιάζεται. Η Σαβίνα δεν μπορούσε να μείνει μόνη της με την Μιμίκα. Ήθελε τον Στρατή δίπλα της αλλά τώρα αυτός την χρειαζόταν όσο τίποτε άλλο δίπλα του. Εκείνος δεν είχε καταλάβει διόλου ότι τόσην ώρα τον ακολουθούσε. Αφού τα πόδια του έτρεμαν από φόβο. Δεν ήξερε τι φόβο όμως. Φόβος μη χάσει τον άνθρωπο που τον μεγάλωσε ή φόβος μη χάσει τον πατέρα που μόλις γνώρισε; Δεν μπορούσε να το προσδιορίσει αλλά σίγουρα πλέον τον ένοιαζε και για τον έναν και για τον άλλον.
Έσπρωξε την πόρτα με μανία και είδε τον Λάμπρο να στέκεται δίπλα σε κάποιες εικόνες. Προσευχόταν. Τόσο άσχημα ήταν τα πράγματα λοιπόν;
Εκείνη τη στιγμή από τις σκάλες κατεβαίνει κρατώντας κάποιες βαλίτσες η Ζέτα. Ο Στρατής είχε ξεχάσει εντελώς πως βρισκόταν ακόμα εδώ. Βασικά ήθελε να μην καθόλου εδώ, αλλά τώρα είναι η ευκαιρία να γυρίσει πίσω μια και καλή. Τότε η Χαρά εμφανίστηκε από την πόρτα και πήρε μια από τις βαλίτσες που κρατούσε η Ζέτα και πήρε από το χέρι τον Στρατή. Βγήκαν έξω και τότε εκείνος συνειδητοποίησε πως ήταν και η Σαβίνα μαζί του.
" Γιατί δεν είσαι με τη μαμά σου; "
" Δεν ήθελα να σε αφήσω μόνο σου. " του είπε και τον πλησίασε. Τον αγκάλιασε σφιχτά και παράλληλα ο Στρατής αντιλήφθηκε την Ζέτα να τους κρυφοκοιτά από το σαλόνι του σπιτιού. Έκανε σαν να μην υπήρχε και συνέχισε να χαϊδεύει τα απαλά μαλλιά της Σαβίνας. Αυτοί οι δύο άνθρωποι είχαν έρθει πια τόσο κοντά που θα ήταν τρομερά παράξενο αν χώριζαν ή συνέβαινε το παραμικρό ανάμεσά τους. Αλλά η Ζέτα θα φρόντιζε για αυτό αργότερα...
" Κυρία Χαρά τι θα κάνετε τώρα; "
" Έχω κλείσει εισιτήρια για Θεσσαλονίκη σε μια ώρα με το πλοίο. Θα πάρουμε το αεροπλάνο από Αθήνα. Στρατή ανησυχώ πολύ για τον πατέρα σου...Μετά από όσα έγιναν..." λέει εκείνη φανερά στεναχωρημένη.
" Δηλαδή ο Παύλος είναι στο νοσοκομείο. Έχουμε και πολλούς τώρα πια..." απαντά υπαινικτικά ο Στρατής. Η Χαρά όμως συμμερίζεται την αγανάκτησή του και δεν συνεχίζει τη συζήτηση.
" Στρατή! Σεβάσου τον φόβο της μαμάς σου. Δεν είναι ώρα να μαλώνετε. " αποκρίνεται η Σαβίνα.
" Καλά συγγνώμη αλλά ακόμα δεν μπορώ να το διαχειριστώ. Τέλος πάντων. Πάμε; Θα χάσουμε το αεροπλάνο. " είπε ξανά ο Στρατής. Η Χαρά μάζεψε τις βαλίτσες και πήγε στο αυτοκίνητο να τις τακτοποιήσει. Ο Στρατής ωστόσο που δεν πρόλαβε να μαζέψει τίποτα, θα πήγαιναν για λίγο στο σπίτι του στη Πλάκα για να πάρει λίγα ρούχα. Όσο η Χαρά ήταν έξω, ο Στρατής μπήκε μέσα στο σπίτι και αντίκρισε τη Ζέτα, χαλαρά να κάθεται στον καναπέ.
" Πήγαινε στο αυτοκίνητο. Σε λίγο φεύγουμε. " της είπε. Αυτή έκανε ένα νεύμα και έφυγε για το αμάξι. Ο Στρατής όμως δεν ήταν ακόμα έτοιμος να φύγει. Ήθελε να διευθετήσει ένα ακόμα θέμα.
" Θείε Βαγγέλη, Λάμπρο. Έρχεστε λίγο. " είπε. Όταν οι δύο άνδρες τον πλησίασαν κάθισαν στις καρέκλες δίπλα στο τζάκι και αμέσως κατάλαβαν πως επρόκειτο για κάτι σημαντικό.
" Θέλω όσο λείψω να προσέχετε την Σαβίνα. Θέλω να μείνει εδώ μαζί σας και να την έχετε σαν παιδί σας. Το ζητάω σαν χάρη και ελπίζω να της φερθείτε αναλόγως. " συμπλήρωσε. Έβλεπε στα μικρά μάτια τους, πίσω από τα γυαλιά και την κρητική αντρική φιγούρα τους, ευαισθησία, φιλοξενία, καλοσύνη και πάνω απ'όλα στήριξη. Τη στήριξη που δεν βίωσε από συγγενείς εδώ και δεκαοκτώ χρόνια, τη ζει τώρα. Και τελικά χρειάζεται.
" Αυτό εννοείται Στρατή. Δεν έπρεπε να το ζητήσεις. Φαίνεται ότι είναι σημαντική για σένα και πως την αγαπάς. Για εμάς σημασία δεν έχουν οι υλικές αγάπες, αλλά οι συναισθηματικές. Κρητικός και Φραγγελάκης σημαίνει αγάπη και κατανόηση. " απάντησε ο θείος Λάμπρος.
" Τώρα μου τα λέτε αυτά. Τότε με τη μαμά όμως δεν έγιναν έτσι τα πράγματα. "
" Τότε ήταν μικρό παιδί. Ξέραμε ότι δεν θα είχε μέλλον με τον Μπρουσαλάκη. Και το είδες μόνος σου. Σου είπε φαντάζομαι ότι δεν ενδιαφέρθηκε για εσένα καθόλου. Πράμα δε ζήτησε να μάθει για σένα τόσα χρόνια που είσαι στη γη. Για αυτό και τώρα εσύ είσαι πρόθυμος και έτοιμος να συναντήκεις τον πατέρα σου, τον Παύλο, να του μιλάς και να θες να τον δεις. Μη ξεχνάς πως τη καρδιά της μαμάς σου την έχεις καταλάβει ολάκερη εσύ και πως πατέρας λέγεται εκείνος που μεγαλώνει και όχι εκείνος που, τέλος πάντων, συνέβαλλε στο να γεννηθείς. " είπε ο Βαγγέλης συμπονετικά. Αυτά τα λόγια σημάδεψαν το μυαλό του Στρατή. Αλλά και πάλι κάτι τον κρατούσε πίσω από το να δεχτεί απόλυτα ότι είχε δύο πατεράδες. Πως να συγχωρέσει στον έναν ότι σχεδόν τον ξέχασε και τον παράτησε και πώς στον άλλον ότι του έκρυψε τέτοιο σημαντικό γεγονός. Σε αυτό βέβαια έβαλε το χεράκι της και η Χαρούλα. Ίσως τελικά έβαλε το χεράκι της και στους δύο προηγούμενους ισχυρισμούς.
" Όπως και να έχει είναι και οι δυο μέρος της ζωής μου πια και πρέπει να σκεφτώ αρκετά. Τέλος πάντων. Θέλω μόνο αυτό που σας ζήτησα. Και να μην την αφήνετε μόνη. Φοβάμαι μην εμφανιστεί από το πουθενά αυτός ο Χρόνης και τα διαλύσει όλα ξανά. " συμπλήρωσε.
" Όσο θα λείπεις, θα προσπαθήσω να μάθω κάτι για τον Χρόνη από τον Ανδρονικήτα. "
" Δεν χρειάζεται Βαγγέλη. Σημασία έχει που γλιτώσαμε. Δεν θέλω να μπλεχτώ άλλο μαζί του. Φτάνει όσα έγιναν. Εμένα με ενδιαφέρει να τηρήσετε αυτό που σας ζήτησα. " απάντησε.
" Για καλό και για κακό θα πω στην κόρη μου να έρθει. Να έχει παρέα και αυτή και η φίλη σου. " του είπε ο Βαγγέλης. Ο Στρατής παραξενεύτηκε αρκετά. Τόσες μέρες κανένας δεν του είχε αναφέρει πως ο Βαγγέλης έχει ολόκληρη οικογένεια.
" Βαγγέλη έχεις παιδί; Πρώτη φορά το ακούω. "
" Ναι. Α! Ευκαιρία να σου πω και την ιστορία που υποσχέθηκα στην Σαβίνα. " απάντησε. Τότε φώναξαν την Σαβίνα για να ακούσει και εκείνη.
" Όταν ήταν η Χαρούλα με τον Στρατή μια μέρα στο σπίτι, ο Παύλος έλειπε θυμάμαι, χτύπησε η πόρτα και η Χαρά βρήκε ένα μωρό στον κήπο. Σοκ έπαθε. Και τι δεν του είπε του δόλιου του Παύλου. Τελικά μετά από μέρες κατάλαβα πως η μαμά του παιδιού ήταν μια φοιτήτρια που βγήκαμε τυχαία μια μέρα και την πήγα στο σπίτι σας. Τώρα πια είμαστε παντρεμένοι. " είπε. Ο Στρατής προσπαθούσε να φανταστεί την αντίδραση της μαμάς του. Σίγουρα δεν θα ήταν η καλύτερη.
Γύρισε να δει το ρολόι. Αντιλήφθηκε πως δεν είχε ακόμα πολύ ώρα μπροστά του. Αγκάλιασε τους θείους του και βγήκε έξω αγκαλιά με την Σαβίνα. Αισθανόταν πως άφηνε πίσω ένα κομμάτι της καρδιάς του. Είχαν λίγο καιρό μαζί αλλά είχαν ζήσει τόσα πολλά που αυτό τους ένωνε ακόμα παραπάνω.
" Θα μείνεις εδώ. Το κανόνισα με τους θείους μου. "
" Δεν ήταν ανάγκη Στρατή. Μπορούσα να μείνω και στο σπίτι μας. " λέει εκείνη.
" Δεν ακούω κουβέντα. Και να πας να δεις τη μαμά σου. Να μιλήσετε, να τα βρείτε. Εντάξει κούκλα μου; "
" Εντάξει. Να προσέχεις. Και να με πάρεις όταν φτάσεις. " του υπενθύμισε.
" Θα σε πάρω. Να προσέχεις και συ. " απάντησε. Την αγκάλιασε για μια ακόμη φορά και την φίλησε στοργικά στο μέτωπο.
Η Θεσσαλονίκη ήταν φανερά πιο θορυβώδης πόλη από τον Άγιο Νικόλαο. Δεν είχε καμία απολύτως σχέση η μια με την άλλη. Στη Κρήτη δέσποζαν οι μυρωδιές από τα ευωδιαστά λουλούδια και τις ανθισμένες βουκαμβίλιες. Ο ζεστός καφές από τα καφενεία και τα γραφικά σπίτια, νεοκλασσικά και μη. Ενώ η Θεσσαλονίκη ακόμα ήταν μια ξερή πόλη, με πολυσύχναστους δρόμους και μεγαλοπρεπή κτήρια. Δεν συγκρίνεται η πόλη με το χωριό βέβαια. Κάθε άνθρωπος κοιτάζει τον εαυτό του και τους γρήγορους ρυθμούς της ζωής. Ενώ στη Κρήτη οι ρυθμοί ήταν ήσυχοι και αργοί.
Το νοσοκομείο ένας κλειστός χώρος και γεμάτος προβλήματα. Φοβέρα και άγχος κυρίευε κάθε άνθρωπο που έμπαινε μέσα. Πάντα ψυχρά και ανήσυχα. Ο Στρατής ήταν πιο εξοικιωμένος με το νοσοκομείο, αφού έμοιαζε αρκετά με το ψυχιατρείο που είχε περάσει ώρες ατελείωτες εκεί. Αλλά ακόμα δεν ήταν έτοιμος να αντικρίσει τον Παύλο σε εκείνο το κρεβάτι, καθηλωμένο, με σωληνάκια και διάφορα τέτοια.
" Μαμά θα έρθω σε λίγο...Θέλω να κάνω ένα τηλεφώνημα. " της είπε. Εκείνη έκανε ένα νεύμα και συνέχισε να ανεβαίνει τις σκάλες. Μολονότι τόσες ώρες ταξίδι, ακόμα δεν κατάφερε να του μιλήσει ανοιχτά για όλα. Και αυτό θα το πλήρωνε. Και αυτή και αυτός.
Πληκτρολόγισε τον αριθμό της Σαβίνας και περίμενε στο ακουστικό μέχρι να ακούσει τη φωνή της.
" Ναι; "
" Έφτασα Θεσσαλονίκη. "
" Είχες καλό ταξίδι; "
" Ναι. Αρκετά. Εσύ είσαι καλά; "
" Ναι. Είμαι στο ψυχιατρείο. Ήρθα να μιλήσω με την Αλκμήνη. Έρχεται και η κόρη του Βαγγέλη σήμερα. " του είπε.
" Ωραία μωρό μου. Ελπίζω να γυρίσω γρήγορα. Σ'αγαπάω. "
" Και εγώ αγάπη μου. " απάντησε με μια γλυκύτητα στα χείλη.
Ο Στρατής έκλεισε το κινητό του και κατευθύνθηκε προς τα δωμάτια των ασθενών. Θυμόταν που είναι το δωμάτιο του Παύλου και πήγε προς τα εκεί. Τότε αντίκρισε μια γυναίκα να συνομιλεί έντονα με την Χαρά και κοντοστάθηκε για ακούσει επειδή ήταν σίγουρος πως η Χαρά θα τα μπάλωνε αργότερα λέγοντάς του ψέμματα.
" Χαρά δεν φταίω σε τίποτα! Ήρθε, ζήτησε βοήθεια και αυτό είναι όλο! "
" Ήξερες ότι η μαμά ζει και δεν μου είπες τίποτα! Δέσποινα δεν θα στο συγχωρήσω ποτέ αυτό! Ποτέ! "
" Ο Παύλος μου είπε ότι θα ήταν μοιραίο αν το γνώριζες. Θα ήθελες να την δεις. Είδες τι κακό πήγε και έκανε στον Στρατή! "
" Θες να μου πεις πως ο Παύλος ξέρει τι έγινε στη Κρήτη; "
" Όχι. Η Μελπομένη με πήρε αιφνιδίως τηλέφωνο. Ζήτησε να μάθει πως είναι ο Στρατής. Μετά μου είπε τι συνέβη με τη μαμά και με εκείνο το αγόρι και πήρα να το πω στον Παύλο μήπως σου βάλει μυαλό και γυρίσεις πίσω αλλά όταν έμαθε ότι η μάνα ζει και πως κινδυνεύει ο μικρός, τα έχασε. Έπεσε κάτω αναίσθητος. Τρόμαξα. " είπε η μέχρι τότε άγνωστη γυναίκα. Μετά εμφανίστηκε μια αναλαμπή. Την είχε ξαναδεί. Υποτίθεται πως ήταν μια φίλη της Χαράς. Μετά από αυτό όμως, άλλα κατάλαβε. Τις πλησίασε απειλητικά και η Χαρά σοκαρίστηκε όταν τον είδε.
" Θέλω όλη την αλήθεια. Θέλω να μου πεις τα πάντα. Έστω και κάτι να μου κρύψεις, εγώ την κάνω για Κρήτη ακόμα και τώρα. " είπε με μιαν ανάσα. Η Χαρά αναγκάστηκε να μιλήσει για να μην χάσει το παιδί της. Πάλι.
" Πώς μπλέξαμε έτσι! Πως!; " του απάντησε. Αλλά συνέχισε να μιλά παρόλο το άγχος και το σοκ της.
" Στρατή από εδώ είναι η αδερφή μου η Δέσποινα. Η Δέσποινα είχε σχέση κάποτε με έναν Μπρουσαλάκη. Γιαυτό αποκληρώθηκε. Η άλλη μας αδερφή, η δίδυμή της, Μελπομένη ή Μάνια, όπως θες πες την, είναι συνεργός με τη γιαγιά σου που νομίζαμε όλοι ότι ήταν νεκρή. Την Ελευθερία ή αλλιώς Λέα. "
" Είσαι σοβαρή; Μου λες ότι έχεις άλλες δυο αδερφές και το μαθαίνω τώρα; Πως η γιαγιά μου με τη θεία μου συνεργάστηκαν για να με βγάλουν από τη μέση εμένα και τη κοπέλα μου; Είσαι καλά; Άκουσες τι είπες; " ρωτούσε συνεχώς και γέμιζε το μυαλό του με απορίες και σκέψεις.
" Παιδί μου σου λέω ότι δεν ήξερα! Είχε πεθάνει! Εμείς την σκοτώσαμε! " είπε. Εκεί ο Στρατής τα έχασε. Κάθε λογική είχε μεταμορφωθεί σε πανούργες σκέψεις. Το τόσο είχε γίνει άλλο τόσο και το πρόβλημα ήταν μεγαλύτερο από όσο νόμιζε.
" Τι; Ποιοι εσείς; Τι εννοείς; "
" Εγώ, ο Λάμπρος και ο Ζήσης. Στρατή δεν καταλάβαμε πως έγινε! Πετάξανε τη σωρό της κάπου και αυτό ήταν όλο. Μη φύγεις παιδί μου. Σου ζητάω συγγνώμη για ο,τι σου έκρυψα. Σε παρακαλώ μη μου κρατάς κακία. " είπε η Χαρά κλαίγοντας. Ο Στρατής έχασε πάσα ιδέα για την Χαρά. Η λέξη μάνα δεν την χαρακτήριζε πια καθόλου. Ο,τι και να έλεγε πια δεν άξιζε.
Έφυγε βιαστικά από το νοσοκομείο, χωρίς καν να δει τον Παύλο και πήρε τους δρόμους. Σχεδόν εννιά το βράδυ και ακόμα γυρνούσε από εδώ και από εκεί. Κάθε κενό του γέμιζε με ανούσιες σκέψεις συγχώρεσης, απιστίας, φόνων, δόλου και διάφορα αρνητικά άλλα. Δεν τον χωρούσε ο τόπος καθόλου. Σταμάτησε ασυναίσθητα σε ένα μεταμεσονύκτιο μπαρ και κάθισε εκεί. Ξαφνικά εμφανίστηκε σαν από μηχανής θεός η Ζέτα που πριν λίγες ώρες την είχαν αφήσει στο σπίτι της.
" Στρατή εσύ εδώ; " τον ρώτησε.
" Φύγε. Θέλω να μείνω μόνος. " απάντησε κατεβάζοντας ένα ποτήρι ουίσκι με πάγο. Γύριζε το μαγαζί και θόλωνε το μυαλό του αλλά ήθελε να το πιει. Ξεχνούσε τα προβλήματά του ευκολότερα.
" Δεν θέλεις να πάμε κάπου πιο ήσυχα; Δεν ζαλίζεσαι εδώ μέσα; " είπε. Εκείνος όμως ξανά αρνήθηκε. Παρόλα αυτά, η Ζέτα τον έσυρε με το ζόρι μέχρι έξω. Σχεδόν τον κουβάλησε μέχρι ένα από τα πολλαπλά διαμερίσματά του πατέρα της.
" Μα γιατί με έφερες εδώ; " ρώτησε ενώ το ποτό του κυρίευε το κεφάλι.
" Θα σου δείξω γιατί. " είπε εκείνη μέσα από ένα δωμάτιο. Ο Στρατής εντόπισε το μίνι μπαρ του δωματίου και σηκώθηκε όρθιος, με δυσκολία, για να βάλει το τέταρτο του ποτό. Την στιγμή που γύρισε για να καθίσει, ήρθε και η Ζέτα. Ντυμένη, ή μάλλον γδυμένη, με δαντελωτά εσώρουχα και μόνο με αυτά.
" Ντύσου, ντύσου θα κρυώσεις. " της είπε. Κάθισε εκείνος στην πολυθρόνα και η Ζέτα τον πλησίαζε σιγά σιγά.
" Εγώ θέλω να με ζεστάνεις εσύ. " απάντησε. Κάθισε πάνω του και τώρα ήταν η ευκαιρία της.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Γεια σας! Τι κάνετε;
Αυτό είναι ένα γιγάντιο κεφάλαιο για μένα φίλοι μου.
Υπενθυμίζω πως σε 4 κεφάλαια η ιστορία μας τελειώνει.
Μην ξεχάσετε να πατήσετε το αστεράκι κάτω αριστερά και να μου αφήσετε τα σχόλιά σας!
Τα λέμε.
Σμουτςςς😘😘😘
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top