Κεφάλαιο 18ο.


~ Κρήτη ~

Η συνάντηση της με τον Χρόνη της είχε βγει σε μεγάλο κακό. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί τα βράδυα. Ο Στρατής το αντιλαμβανόταν αλλά δεν έδινε σημασία επειδή η Σαβίνα ήταν λίγο δύστροπη με τον ύπνο. Στριφογύριζε στο κρεβάτι σαν να ήταν σβούρα. Τα μάτια της αν και πρήζονταν αφού ήταν βουρκωμένα, δεν έβγαζε δάκρυ. Δεν ήθελε να μάθει τίποτα κανένας. Είχε την πεποίθηση ότι θα βρει μια λύση και θα τον ξεφορτωθεί. Η πρώτη της λύση ήταν να το κάνει. Να κάνει την βρωμοδουλειά του η ίδια αλλά εκείνος αρνήθηκε. Η επόμενη λύση ήταν να το ζητήσει ως χάρη από τον Στρατή. Πράγμα αδύνατο. Δεν ήθελε να τον μπλέξει κι άλλο. Η αποτυχημένη λύση είναι να φύγει από εκεί. Να εξαφανιστεί για πολύ καιρό αλλά όταν το έκανε, την ξαναβρήκε. Οπότε ήταν μάταιο. Η τελευταία και πιο ακραία λύση ήταν ο θάνατος. Η δολοφονία. Μόνο έτσι θα γλίτωνε από δαύτον. Όμως μετά θα είχε άλλα. Θα την κυνηγούσε η νύχτα. Οι άνθρωποί του.

Και μια και δύο και τρεις. Λύγισε. Δεν άντεξε. Άγρια μεσάνυχτα και ο Χρόνης την είχε ταράξει στα τηλέφωνα. Εκείνη μετά βίας σήκωνε το ένα από τα δέκα. Δεν ήθελε μπροστά στον Στρατή να μιλάει με αυτόν. Όμως εκείνη η μέρα δεν ήταν σαν τις άλλες.

" Φτάνει! Μην με ξαναπάρεις τηλέφωνο. Σου είπα θα το κανονίσω. " του λέει ψιθυριστά.

" Θέλω χρόνο. Δεν είναι εύκολο αυτό που ζητάς. Το ξέρω. Ναι. Μου είναι δύσκολο. Κατάλαβέ το. " συνεχίζει. Ωστόσο δεν παρατήρησε κάτι. Η πόρτα ήταν ανοικτή. Ο Στρατής είχε ξυπνήσει για να πιεί νερό. Η χαραμάδα έκλεισε από την σκιά του. Στάθηκε πίσω από την πόρτα και κρυφάκουγε σαν εκείνες τις ενοχλητικές γιαγιάδες.

" Μη το συνεχίζεις! Θέλω τον χρόνο μου. Σε παρακαλώ σεβάσου το. Σταμάτα να μου τηλεφωνείς στο σπίτι. Θα του το πω. Είπα θα του το πω! " απαντά τονίζοντας ιδιαίτερα την τελευταία φράση της. Ο Στρατής παραμονεύει έξω από την πόρτα. Πάει να να φύγει αλλά όταν καταλαβαίνει πως πλέον τα δάκρυά  μουσκεύουν το πρόσωπό της δεν αντέχει να το κοιτά. Μπουκάρει μέσα, εκείνη βιαστικά σκουπίζει τα δάκρυά της και παίρνει το γνωστό άγριο ύφος της για να τον απομακρύνει από κοντά της.

" Τι θέλεις εδώ τέτοια ώρα; "

" Εσύ τι κάνεις ξύπνια τέτοια ώρα εδώ. "

" Εγώ...μιλούσα στο τηλέφωνο. "

" Με ποιον; "

" Λογαριασμό θα σου δώσω; "

" Γιατί το παίζεις άγρια τώρα; Αφού σε είδα να κλαις. " λέει εκείνος. Τότε η Σαβίνα στρέφει τα μάτια της προς το ταβάνι θέλοντας να συγκρατήσει τα δάκρυά της ξανά.

" Σαβίνα τι συμβαίνει; " την ρωτάει. Εκείνη κάνει για λίγο την ανήξερη. Προσπαθεί να το παίξει άγρια ξανά. Ο Στρατής αντιλαμβάνεται ότι δεν πρόκειται να του μιλήσει. Οι κόρες των ματιών του διαστέλλονται και εστιάζουν στο βλέμμα της.

" Αν δεν μου πεις δεν θα μπορέσω να σε βοηθήσω. " αποκρίνεται ξανά. Όμως εκείνη συνεχίζει να μην μιλά. Κρύβει όσο μπορεί τα δάκρυά της και προσπαθεί να μην τον κοιτά για να μην λυγίσει. Ο Στρατής όμως σιωπά και κάθεται δίπλα της χωρίς να της μιλά, μόνο κοιτάζει τριγύρω. Με την μέθοδο της απόλυτης σιωπής την κάνει να μιλήσει. Πρόσφατο μαθηνα της σχολής.

" Ο Χρόνης. Μου είπε να κάνω κάτι που δεν θέλω. "

" Τι; "

" Δεν έχει σημασία. Δεν θέλω να σε μπλέξω. "

" Ζήτησε εμένα να το κάνω; "

" Ναι. "

" Και αν το κάνω θα σε αφήσει ήσυχη; "

" Ναι. Αλλά δεν το δέχομαι. Θα βρω άλλον τρόπο να ξελασπώσω από αυτό το καθίκι. "

" Αν δεν το έκανα τι θα γινόταν; "

" Δεν θέλω να ξέρω. " απαντά και ξεσπά σε κλάματα ξανά.

" Δεν θα ξεμπλέξω ποτέ από αυτόν Στρατή! Θα με κυνηγά μια ζωή. Θα με πολιορκεί με κάθε μέσο. Θα με..."

" Θα το κάνω. " απαντά  και της κόβεται η μιλιά μόλις ακούει να ξεστομίζει αυτά τα λόγια.

" Όχι. Όχι δεν θα το κάνεις. Δεν θα σε διακινδυνεύσεις τον εαυτό σου για μια ηλιθιότητα. "

" Θέλω να το κάνω και θα το κάνω. Δεν θα με εμποδίσεις. " της λέει.

" Πρέπει να σε εμποδίσω. Τι πάει να πει θέλεις να το κάνεις; "

" Θέλω να σε ξελασπώσω. Το κάνω για εσένα. Επειδή σε νοιάζομαι. Και σε ..."

" Τι; "

" Σε θεωρώ... Σε θεωρώ φίλη μου. " της απαντάει και σηκώνεται να φύγει. 

Το επόμενο πρωινό βρήκε τον Ζήση στο εξοχικό του στο χωριό. Εκεί που είχαν περάσει τις λιγοστές στιγμές τους με την Χαρούλα κάποτε. Είχε αποκοιμηθεί στον καναπέ. Άνοιξε τα μάτια του και το με το που είδε είναι εκείνη η κορνίζα. Μια φωτογραφία που του τράβηξε την εντύπωση. Σηκώθηκε νοερά και την πλησίασε. Τότε το μυαλό του μονοπώλησε εκείνη την συζήτηση που είχαν. Ιερή.

" Ζήση τι λένε; Τι έγινε;"
" Δεν ξέρω αγάπη μου. Θα πάω και θα μάθω. Σε παρακαλώ μην φοβάσαι! Θα γυρίσω όσο πιο σύντομα μπορέσω! Στο υπόσχομαι καρδιά μου! "
" Σωπα μικρή μου! Θα γυρίσω είπα! "
" Θέλω να έρθω και γω μαζί σου! Πάρτε με και εμένα. "
" Συγνώμη δεσποινίς απαγορεύεται "
" Ζήση! Ζήση σε παρακαλώ!"
" Αφού δεν γίνεται Χαρά μου! Κάτσε εδώ στο σπίτι και θα σε πάρω εγώ ένα τηλέφωνο να σου πω τι έγινε. Σε παρακαλώ άκουσε με! "
" Εντάξει. "

Αυτά. Αυτά και άλλα πολλά. Έλεγε έλεγε αλλά στο τέλος άλλαξε. Έγινε διαφορετικός και αλλιώτικος. Κρατώντας στα χέρια του την κορνίζα κάτι τον έτρωγε. Τον βασάνιζε κάτι. Ο γιος του. Αυτό. Ήθελε να του μιλήσει. Όμως που να προλάβει. Μαντάτα ότι ήταν νεκρός  του είχαν βουήξει στα αυτιά. Δεν το πίστευε όμως. Δεν ήταν μπροστά και δεν πίστευε. Αν δεν έβλεπε δεν πίστευε. Γι'αυτό και δεν πιστεύει στα θεία. Για αυτό.

Το τηλέφωνο αντίκρισε και όλο περισσότερο ήθελε να κάνει ένα τηλεφώνημα που λαχταρούσε. Βαθιά πίστευε ότι θα το σήκωνε άλλος αλλά ήξερε ότι θα το σηκώσει εκείνη. Έψαξε σε ένα συρταράκι στο καθιστικό και βρήκε το τηλέφωνο που έψαχνε. Πληκτρολόγησε τον αριθμό και περίμενε τον ήχο της φωνής της.

Την ίδια στιγμή η Σαβίνα, μετά το νυχτερινό συμβάν είχε αποφασίσει πως ήταν μάταιο να προσπαθεί για να αποτρέψει τον Στρατή. Έτσι δέχτηκε να συναντήσει τον Χρόνη σε ένα απομονωμένο μέρος. Αυτή τη φορά όχι στην γνωστή αποθήκη αλλά σε γραφείο. Με τη φορά έμπαινε σε τέτοιο χώρο. Μεγάλος και ευρύχωρος. Ψυχρός βέβαια. Πάντα όταν μιλάμε για τον Χρόνη ταυτίζεται με την λέξη ψυχρός. Τα σκαλιά ατελείωτα. Ένα ένα και δεν τελείωναν με τίποτα. Όλο και περισσότερα. Όλο και περισσότερα. Κάποτε τα ανέβηκε. Έφτασε στον όροφο που της είπε ο Χρόνης. Μπήκε στο γραφείο και βρήκε μια μεγάλη καρέκλα γυρισμένη προς την μπαλκονόπορτα. Κάποιος καθόταν εκεί. Ή μάλλον κάποια. Έβηξε διστακτικά για να φανεί πως μπήκε μέσα και η καρέκλα γύρισε.

" Εσύ; "

" Εγώ. " λέει η Μάνια. Και ναι. Ήταν και αυτή μπλεγμένη.

" Πίστευα ότι οι δικηγόροι είστε πιο λογικοί από τους εγκληματίες. "

" Καλή η θεωρία σου, δε λέω. Όμως όταν πρόκειται για κάτι τέτοιο, ακόμα και ο πιο τίμιος δικαστής μπορεί να αμφισβητήσει το επάγγελμά του καλή μου. " αποκρίνεται. Πραγματικά τώρα αναρωτιέται τι στο καλό είναι αυτή η δουλειά.

" Τέλος πάντων. Πες μου ό,τι είναι να πεις να τελειώνουμε. "

" Με σένα δεν έχω να πω πολλά. Με τον φιλαράκο σου έχω να πω. " απαντά. Βγάζει από ένα ράφι έναν φάκελο που γράφει " Κλωντάκης" . Μεσα υπάρχουν ένα σωρό φωτοτυπίες και έγγραφα. Ακόμα και φωτογραφίες. Δεν μπορει να δει ξεκάθαρα όμως τι απεικονίζουν. Της δίνει ένα χαρτί και προσπαθεί να καταλάβει τι γράφει. Κάπου εκεί αναγνωρίζει κάτι. Μια τοποθεσία.

" Αυτό εδώ είναι το σπίτι εκείνης που υποτίθεται λήστεψα. "

" Μπράβο είσαι έξυπνο κορίτσι. Πράγματι αυτό είναι. Η κυρία Λέα θα του δώσει τον σάκο για να τον μεταφέρει εκεί που χρειάζεται. "

" Και που χρειάζεται; "

" Αυτά θα τα κανονίσω μαζί του. Ως εδώ είναι η συμφωνία μας. Τώρα πια αναλαμβάνει ο Στρατής. " λέει και κατευθείαν του τηλεφωνεί. Η Σαβίνα φεύγει από κει με ένα μεγάλο βάρος στην συνείδησή της.

Ο Στρατής, καθώς προχωρά στις αίθουσες του νοσοκομείου, σηκώνει το κινητό του και πια αναγνωρίζει κάθε λεπτομέρεια του τηλεφώνου της Μάνιας.

" Καλησπέρα σας. "

" Γεια σου Στρατή. Πρέπει να βρεθούμε σήμερα. Για το πακέτο του κυρίου Κλωντάκη. "

" Πρόκειται για εκείνη την αθώα δουλειά που θα με βάλετε να κάνω."

" Ακριβώς. Σας περιμένω αύριο στις δώδεκα στο γραφείο μου. "

" Μάλιστα. " αποκρίνεται και αγανακτισμένος ανοίγει την πόρτα του δωματίου καθώς κλείνει το τηλέφωνό του. Η Στέλλα είναι φανερά καλύτερα. Φαίνεται καλύτερα η ζωντάνια της αλλά έχει χαθεί η χαρά της. Η μελαγχολία είναι πιο ορατή στα μάτια της και στην ψυχή της.

" Ήρθες αγόρι μου. " του λέει φανερά χαρούμενη.

" Ναι. Ήρθα κυρία Στέλλα μου. Πώς νιώθετε; "

" Καλά καλά. Όμως θέλω κάτι από εσένα. "

" Ό,τι θέλετε! Πείτε μου. "

" Θέλω να πας στο εξοχικό μου στο χωριό και να πάρεις κάποια πράγματα. Τα χρειάζομαι μιας που αύριο βγαίνω από εδώ μέσα. Εκεί είναι και τα κλειδιά. Πάρτα και φέρε μου ό,τι σου έχω γράψει σε εκείνο το χαρτάκι. " είπε. Ο Στρατής δεν έχασε καθόλου χρόνο. Φυσικά και δέχτηκε. Άλλωστε δεν μπορούσε να της χαλάσει χατίρι εύκολα.

Δεν πέρασαν καλά καλά ούτε τριάντα λεπτά και βρισκόταν στο εξοχικό. Δεν ήταν απόλυτα σίγουρος ότι ήταν αυτό αλλά μιας που είναι το μόνο σπίτι στον ορίζοντα με την περιγραφή που του έδωσε, λογικά αυτό θα είναι. Ανοίγει την πόρτα με δυσκολία και μπαίνει μέσα. Είναι αρκετά ευρύχωρο και εντυπωσιακό. Με παλαιά αντικείμενα και έπιπλα αλλά σύγχρονα. Βαριά αλλά όμορφα χρώματα. Φωτεινό σπίτι και μεγάλο. Παρατήρησε τις φωτογραφίες και κάπου εκεί είχε ότι έλειπε μια. Μετά την αντιλήφθηκε στο διπλανό καναπέ. Οπότε αυτό σημαίνει πως κάποιος είχε μπει μέσα. Και είδε κάτι που τον έκανε να αναρωτηθεί.

" Είναι αυτό που νομίζω; "

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Γεια!

Πώς είσαστε; Ελπίζω να μην με ξεχάσατε και να παρακολουθείτε ακόμη τις ιστορίες μου.

Και ναι! Νέο κεφάλαιο.

Άπειρα τα διαγωνίσματα οπότε δύσκολα να προλάβω νέα στην βδομάδα να ξαναγράψω.

Παρόλα αυτά δεν θα το παρατήσω.

Οπότε;

Τι βρήκε ο Στρατής;

Τι είπε τελικά ο Ζήσης με την Χαρούλα;

Θα μάθετε στα επόμενα κεφάλαια!

Μην ξεχάσετε να πατήσετε το αστεράκι κάτω αριστερά και να μου πείτε την γνώμη σας στα σχόλια!

Σμουτςςς😘😘😘

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top