Κεφάλαιο 16ο.


" Μην μπλέξεις την Σαβίνα σε όλο αυτό. Δεν της φτάνει νομίζεις αυτό που περνάει; " λέει ο Στρατής φανερά ενοχλημένος από τις άθλιες ιδέες του Χρόνη.

" Κοίτα την δουλειά σου. Με την Σαβίνα έχουμε ανοιχτούς λογαριασμούς. "

" Τι λογαριασμούς; "

" Δουλειά σου!! " του απαντάει και φτιάχνοντας το καπέλο του, απομακρύνεται από τον χώρο.

Ακόμα η εντύπωση του για αυτόν τον άνθρωπο είναι αρνητική. Αν και προσπαθεί να βρει κάτι αληθινό πάνω του, δεν μπορεί. Απορεί για την σχέση του με την Σαβίνα. Περπατώντας στον δρόμο αντιλαμβάνεται πως ο Χρόνης έφυγε με ένα πολυτελές αυτοκίνητο. Αυτό δίνει την εντύπωση του πλούσιου. Οπότε το αντάλλαγμα σίγουρα δεν είναι χρήματα. Αλλά κάτι άλλο που το μυαλό του το σκέφτηκε όμως ήθελε να το ξεχάσει.

Μετάνιωσε που έφυγε έτσι βιαστικά από το ψυχιατρείο. Για αυτό το λόγο γύρισε ξανά εκεί για να χαιρετίσει την Μιμίκα και την Στέλλα. Μόλις κατέβηκε από το ταξί αντιλήφθηκε ένα ασθενοφόρο να κατευθύνεται προς τον περιφερειακό δρόμο. Βγαίνει έξω και τρέχει στην υποδοχή για να μάθει τι έγινε όμως δεν βρίσκεται κανένας εκεί. Με μεγάλα και γρήγορα βήματα κατευθύνεται στα δωμάτια τους και εκεί παρατηρεί τον άντρα με τις γάζες που είδε το πρωί. Χωρίς δεύτερη σκέψη τον ρωτά τι έγινε για να μάθει.

" Τι συνέβη εδώ; "

" Δεν έπρεπε να έρθω! Δεν έπρεπε! " φωνάζει μόνος του. Εκείνη την στιγμή έρχεται ο γιατρός που έχει αναλάβει την Στέλλα.

" Τι συνέβη γιατρέ; "

" Που ήσουν; Εσύ είχες αναλάβει την Στέλλα! Έπρεπε να ήσουν εδώ. "

" Είχα μια επείγουσα δουλειά σε μια δικηγόρο. Μπορείτε να μου εξηγήσετε τι έχει γίνει; "

" Θα σου πει ο κύριος. Εγώ ήρθα μόλις με ενημέρωσαν για το συμβάν. "

" Πείτε μου επιτέλους! " φωνάζει στον άντρα με τις γάζες.

" Είναι η μητέρα μου! Ωραία τώρα! Ικανοποιήθηκες νεαρέ! "

" Η κυρία Στέλλα; Η Μπρουσαλάκη; " αναρωτιέται.

" Ναι. "

" Έπρεπε να είχατε ενημερώσει την υποδοχή πρώτα κύριε. Να την προετοίμαζα. "

" Σε παρακαλώ πολύ νεαρέ μου. Θα μου κάνεις υπόδειξη για το πώς θα φέρομαι στη μαμά μου! "

" Είμαι ο υπεύθυνος ψυχολόγος της κυριε μου. Έπρεπε να ενημερώνατε πρωτού αποφασίσετε με το έτσι θέλω να έρθετε. " τον επιπλήττει.

" Κάνε μου την χάρη μικρέ. Εδώ είναι το καλύτερο ψυχιατρείο της πόλης. Αποκλείεται να την αναλάμβανε ένας μικρός και ανώριμος νεαρός. "

" Μαθητευόμενος είμαι κύριε Μπρουσαλάκη. Και το ανώριμος αφήστε το να το κρίνω εγώ και όχι εσείς. "

" Τι την πέρασες την μητέρα μου; Πειραματόζωο; "

" Δεν διάλεξα την μητέρα σας εκούσια κύριε. Από την σχολή με έστειλαν εδώ. "

" Τότε έπρεπε να είσαι πιο προσεκτικός μαζί της. "

" Και εσείς θα έπρεπε να είσαστε τουλάχιστον πιο ευγενικός που κάθομαι μαζί της και της κρατάω συντροφιά όσο εκείνη έκλαιγε που δεν θυμάται τον γιο της και δεν μπορεί να ελέγξει τα συναισθήματά της για την κατάσταση που βρίσκεται. " του λέει επιβλητικά. Εκείνος κρατά την σιωπή του κλειδωμένη μέσα του. Η συνέπεια είναι αυτό που του λείπει. Που τον έκανε να λείπει.

" Εν πάση περιπτώσει δεν ήρθα για να μαλώσω. Ήρθα για να μάθω τι έγινε με την κυρία Στέλλα. "

" Ήρθα να της μιλήσω, να την αγκαλιάσω για να νιώσω την ζεστασιά της και μόλις με είδε έπεσε χάμω. "

" Εγκεφαλικό ή καρδιακή προσβολή; "

" Δεν ξέρω. " απαντάει. Τότε ο Στρατής πηγαίνει προς την έξοδο και ο Ζήσης τον ακολουθεί από πίσω. Τον αρπάζει από τον ώμο και εκνευρισμένος του αποκρίνεται.

" Ίντα κάμεις; Που πας; "

" Στο νοσοκομείο να την δω. "

" Γιος της είμαι εγώ. Εμένα θέλει να ειδεί. Εσύ να φύγεις σπίτι σου." του λέει.

" Εδώ και τέσσερεις μήνες είμαι στο πλευρό της. Δεν γίνεται να μην πάω να την δω. Σας παρακαλώ κύριε μου. " του λέει αγνοώντας τον.

" Μην σε δω στο νοσοκομείο. Μόνο αυτό σου λέω. " του λέει και φεύγει από το ψυχιατρείο με γοργά βήματα. Μπαίνει στο αυτοκίνητο του και βάζει μπρος για το νοσοκομείο. Ο λόγος που δεν ήθελε τον Στρατή δίπλα στην Στέλλα, ανεξήγητος.

~ Θεσσαλονίκη ~

Το τηλεφώνημα το περίμενε με ανυπομονησία. Ήταν μονίμως πανω απο το ακουστικό. Ο Παύλος ήταν υπεύθυνος για τον ξυλοδαρμό του Ζήση. Ναι. Ήξερε πως ήταν λάθος και θα στοίχιζε στην Χαρά, όμως το διακινδύνευσε για χάρη του Στρατή. Εμένα μόνιμα στο γραφείο τώρα πια. Η Χαρά του έλειπε αφόρητα. Ξεροστάλιαζε έξω από το σπίτι για να την δει έστω και λίγο τα βράδυα αλλά εκείνη μήτε να τον δει, μήτε να τον ακούσει. Έτσι νόμιζε ο Παύλος. Εκείνη την ημέρα όμως θα σιγουρευόταν.

Ανέβηκε τις σκάλες του γραφείου με αργά βήματα. Ακούγονταν τα τακούνια της από μακριά. Ήταν πάλι κομψή και στιλάτη όπως πάντα άλλωστε. Δεν φαινόταν ότι είχε παιδί. Και μάλιστα τόσο μεγάλο. Χτύπησε διστακτικά την πόρτα και ο Παύλος απάντησε με ένα ξερό "ναι". Εκείνη άνοιξε την πόρτα και αυτός μόλις είδε, από χαμηλά, τα τακούνια, κατάλαβε πως ήταν η Χαρά. Αμέσως κοίταξε προς τα πάνω και την είδε τόσο ανανεωμένη και ανακουφισμένη που τελικά ίσως και να χρειαζόταν αυτή η απόσταση μεταξύ τους. Σηκώθηκε από την καρέκλα του και πήγε μπροστά από το γραφείο.

" Πώς είσαι; " την ρώτησε.

" Καλά. Ξέρεις αυτή η απόσταση με βοήθησε. "

"  Ναι το βλέπω. Είσαι ομορφότερη από ποτέ. " της λέει.  Εκείνη προχωράει προς το μέρος του. Είναι λίγο επιφυλακτικός αλλά η Χαρά είναι διεχυτική μαζί του.

" Μίλησες με τον Στρατή καθόλου; " την ρωτάει όσο εκείνη τον πλησιάζει ακόμα πιο πολύ.

" Έχω καιρό να του μιλήσω. " του ψιθυρίζει. Αυτός αγκαλιάζει την μέση της.

" Μου έλειψες καρδιά μου. " αναφωνεί ενώ περιεργάζεται τον λαιμό της αργά. Η Χαρά τον κοιτάζει τόσο έντονα που γεύεται με τα ζουμερά χείλη της τα δικά του. Εκείνη η γεύση τους! Την είχε ξεχάσει! Είχα καιρό να την αισθανθεί.

" Τι θα κάνω εγώ με εσένα! Μου λες!; " ρωτάει ο Παύλος με αγανάκτηση.

" Προς το παρόν θα έρθεις στο σπίτι μας. Γιατί δεν αντέχω άλλο το κρεβάτι μόνη μου. Θέλω να σε έχω δίπλα μου. Να κοιμηθούμε μαζί όπως πριν. " λέει με μιαν ανάσα. Αυτός με πάθος φιλάει τα χείλη της και χωρίς δεύτερη σκέψη πηγαίνει στον κάτω όροφο να μαζέψει τα λιγοστά του πράγματα. Αλλά που να ήξερε.

~ Κρήτη ~

Η Μάνια τραβά από το χέρι την Σαβίνα. Κλείνει η πύλη των φυλακών και βγαίνουν έξω από τον χώρο. Η Σαβίνα φαίνεται σαν χαμένη. Τόσες μέρες εκεί μέσα δεν είδε το φως του ήλιου και της φαίνεται σαν να βλέπει πρώτη φορά το χωριό. Δεν ξέρει πως και ποια είναι αυτή που την έβγαλε αλλά θα την ευγνωμονεί μια ζωή.

Περπατάνε ως το αυτοκίνητο και τότε η Σαβίνα βρίσκει την ευκαιρία να μάθει περεταίρω για την μυστηριώδη δικηγόρο.

" Πώς σε λένε είπαμε; " ρωτά με τον αλαζονικό τρόπο της.

" Μάνια Φράγκου. " απαντά αδιάφορα.

" Ο Στρατής σου μίλησε για μένα;"

" Περίπου. "

" Δεν μιλάς πολύ ε; Δεν είναι κακό για δικηγόρο αυτό; "

" Όχι απαραίτητα. "

" Α. Ευχαριστώ κιόλας. "

" Την δουλειά μου έκανα. " της απαντά χωρίς κανένα ιδιαίτερο μορφασμό. Αδιάφορα ξανά.

" Και τι κάνω τώρα; Είμαι ελεύθερη; Μπορώ να φύγω και στην Αμερική που λέει ο λόγος; " ρωτά η Σαβίνα. Η Μάνια σταματά  απότομα το μαύρο τζιπ της στην άκρη του δρόμου.

" Άκου μικρή μου. Εγώ έχω αναλάβει υπουργούς, δημοσιογράφους, ηθοποιούς, τραγουδιστές για κάθε είδους παρανομία. Και έχω εσένα τώρα. Ένα μικρό κλεφτρόνι. Περιμένεις να μπορείς να κάνεις ό,τι γουστάρεις μετά από όλη αυτή τη κοροϊδία που τσαμπούνεψες; " της λέει με τέτοιο ανεδή τρόπο.

" Κάτσε ρε μανταμίτσα να πούμε. Μια ερώτηση έκανα. Δέκα απαντήσεις έδωσες. Κάτσε λίγο στα αυγά σου ντε. " απαντά με φανερό θράσος. Η Μάνια τότε εξοργίζεται με την συμπεριφορά της και ανοίγει την πόρτα του συνοδηγού για να βγει έξω η Σαβίνα.

" Φύγε. "

" Γιατί μωρε τι έκανα. "

" Μόνο και μόνο το ότι δεν παραδέχεσαι ότι εν τέλη εσύ έκλεψες το κειμίλιο της κυρίας εκείνης δείχνει μεγάλη αδιαφορία και ανωριμότητα. Αν το παραδεχόσουν, έστω, θα σε πήγαινα μέχρι εκεί. " της απαντά.

" Ποια στο διάολο είναι εκείνη! Τι κειμίλιο είναι αυτό! "

" Με δουλεύεις ακόμα; "

" Εγώ όταν έγινε η καταγγελία ήμουν στο σπίτι κάποιου και όχι στο δικό της. Και πώς την λένε αυτή τέλος πάντων! "

" Το συνεχίζεις! Έφυγες! " της φωνάζει και την διώχνει έξω. Η Μάνια βάζει μπρος και φεύγει χωρίς να την ενδιαφέρει που άφησε πίσω της την Σαβίνα.

Σκέφτεται και προσπαθεί να δει τι στο καλό έχει συμβεί. Θέλει να συνδέσει τα γεγονότα.

" Εγώ βρισκόμουν αλλού την ώρα της κλοπής. Ποια είναι αυτή που λέει ότι της πήρα κειμίλιο και γιατί ενοχοποίησε εμένα συγκεκριμένα!; " αναρωτιέται.

Τότε το κεφάλι της φέρνει τις μνήμες εκείνης της ημέρας. Και κάπως έτσι θυμάται.

" Όχι! Όχι όχι όχι! Όχι εκείνος! "

Και μόνο η σκέψη την ανατριχιάζει.

~ Θεσσαλονίκη ~

Ανεβαίνει επιτέλους τα σκαλιά με την ευτυχία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Ανοίγει την πόρτα και βλέπει την τσάντα της Χαράς πεσμένη στο πάτωμα. Εκείνη είναι γυρισμένη πλάτη. Φαίνεται όμως η αναστάτωση στον τρόπο που στέκεται.

" Αγάπη μου τι έχεις; Τι συμβαίνει; "

" Θέλω διαζύγιο. " του απαντά νευρικά και ψυχρά.

Τι έγινε άραγε;

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Γεια σας! Ναι ναι!

Είναι γεγονός ότι ανέβασα κεφάλαιο!

Πείτε μου ποιον σκέφτεται η Σαβίνα ως πιθανό φταίχτη;

Αυτή η γυναίκα με το κειμίλιο ποια είναι τελικά;

Πώς θα εξελιχτεί η σχέση Παύλος Χαρά;

Η σχέση Ζήσης Στρατής;

Η Στέλλα πως θα είναι;

Θα τα μάθετε όλα στο επόμενο κεφάλαιο.

Μην ξεχάσετε να πατήσετε το αστεράκι κάτω αριστερά και να μου πείτε την γνώμη σας στα σχόλια.

Σμουτςςς😘😘😘

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top