Επίλογος. Ήτανε όμορφο θαρρώ, εκείνο τον παλιό καιρό, το καπηλειό μου.
Επίλογος. Ήτανε όμορφο θαρρώ, εκείνο τον παλιό καιρό, το καπηλειό μου.
Ήταν Αύγουστος. Το γιασεμί πάνω από το κεφάλι της κρεμόταν από τα κάγκελα του άδειου μπαλκονιού. Στον κέντρο του καπηλειού, η μουσική θέριζε τα ψέματα και φύτευε σκληρές αλήθειες στις οποίες είχε μάθει να χορεύει. Σαν την Αμφιτρίτη με τις αδελφές της, χόρευε μέσα στο φόρεμά της μισομεθυσμένη από το αλκοόλ και τη χαρά της. Η κιθάρα της χάιδευε τα χέρια και τα σήκωνε ψηλά πριν τυλίξει το κορμί της να χαθεί στη μελωδία των στίχων που ψιθύριζε χαμηλά μακριά από τα ζευγάρια. Πριν μια εβδομάδα έβλεπε τους χορούς από μακριά στην Πορτογαλία και τραβούσε τα ζευγάρια φωτογραφία. Τώρα ήταν πάλι σπίτι της, έτοιμη να πετάξει μακριά ξανά. Είχε γευτεί το όνειρό της. Ποιος την σταματούσε από αυτά που ήθελε να ζήσει;
Κανείς πλέον. Κανένας τους.
Δύο χέρια τυλίχτηκαν στη μέση της και στο άρωμά του ένιωσε το σώμα της να πηγαίνει πιο αργά, να χαλαρώνει στα χέρια του. Δεν τον είδε μα θα μπορούσε να τον αναγνωρίσει παντού. Έκλεισε τα μάτια της και τον άφησε να πιάσει τα χέρια της να τη χορέψει όπως της αξίζει. Γυρνούσαν μαζί, σώμα με σώμα, να τη κρατάει όρθια για να μην πέσει.
Έστρεψε το κεφάλι της στο πλάι. «Όνειρο βάρκα με πανιά, να σεργιανίζω τον ντουνιά με τα φιλιά σου.» ψιθύρισε τους στίχους στον εαυτό της. Τώρα όμως την άκουγε και αυτός. Και όταν η λύρα δυνάμωσε και ο στίχος έφερε ξανά την ένταση, την έπιασε με το ένα χέρι από τη μέση για να τη χορέψει γρήγορα στον ρυθμό. Το σώμα της τον ζητούσε, το πνεύμα της τον έψαχνε και η ψυχή της τον βρήκε.
«Αργό το ζάλο μου, βαρύ
Ήτανε ψεύτικος μπορεί
Ο έρωτάς σου» ψιθύρισε στο αυτί της γλυκά η αναπνοή του να την καίει.
«Ρωτώ διαβάτες στα στενά
Αν είδαν μάτια καστανά
Σαν τα δικά σου» δεν της τραγουδούσε, της το έλεγε, σαν υπόσχεση. Εμείς οι δύο δεν τελειώσαμε.
Δεν χρειαζόταν να τα ψάξει πολύ. Βρήκε τα μάτια της με ευκολία, σε ένα καλά κρυμμένο καπηλειό στην Νάξο, το νησί της και ίσως, μελλοντικά, το δικό τους. Στην Αμφιτρίτη.
_________________
Α/Ν Κλείνουμε με το αγαπημένο μου, Το Καπηλειό, σε συνεργασία Γιάννη Χαρούλη και Μίλτου Πασχαλίδη. Ταιριαστό, αν με ρωτάτε.
Ευχαριστώ πολύ που ήσασταν σε αυτές τις μικρές διακοπές στη Νάξο μαζί μου. Δεν είδαμε τόσο το νησί αλλά πιστεύω πως αγγιξαμε λίγο στους κατοίκους της και σε αυτή τη κάποια κρυφή ομορφιά της.
Δεν ξέρω για εσάς, αλλά εγώ πιστεύω πως ο Οδυσσέας βρήκε τελικά το κτήριο του. Άνοιξε το μικρό του εστιατόριο και ίσως να το ονόμασε Ανδρομέδα, αν θέλει να είναι τόσο ρομαντικός όσο η δημιουργός του. Για την Μέδα....τα ταξίδια τη γυρνούσαν πίσω στον αγαπημένο της, αλλα μάλλον δεν τη κρατούσαν με αλυσίδες πλέον εκεί. Εξάλλου, είχε έναν κόσμο να εξερευνήσει.
Καλά μπορεί και να μην έγιναν όλα αυτά.
Σας φιλώ γλυκά, καλές διακοπές. Θα χαρώ πολύ να σας δω στο άλλο μου βιβλίο, Kidnapped. Αγαπώ.
DL
Υ.Γ. Δεν είμαι μόνο δολοφόνος, μου αρέσει η ζωή υπερβολικά πολύ.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top