5. Για σένα εγεννήθηκε στον κόσμον το κορμί μου.
5. Για σένα εγεννήθηκε στον κόσμον το κορμί μου.
Είχε ένα χαζό χαμόγελο στο πρόσωπό του, παρά το αίμα που έτρεχε από μια πληγή στο μάγουλο. Η Μέδα ήταν στα γόνατα δίπλα του σε κάποιο δωμάτιο και μιλούσε με κάποιον αλλά ο Οδυσσέας λάτρευε τη θέα. Το πρόσωπό της φωτίστηκε μόλις τον είδε να ξυπνάει και αν και στην αρχή δεν την άκουσε που του μιλούσε, μετά η φωνή της έφτασε σαν μελωδία στα αυτιά του.
«Ηλίθιος. Είσαι τόσο ηλίθιος.» του είπε. Κάτι κρύο έπεσε στο πρόσωπό του και τον έτσουξε. Σχεδόν πετάχτηκε αλλά ο Θάνος ήταν δίπλα να τον κρατάει. Η Μέδα κούνησε το κεφάλι της απογοητευμένη. «Καλά να πάθεις. Τώρα θα το υποστείς.»
«Πώς είσαι;» ρώτησε ο Θάνος. «Ζαλίζεσαι;»
Ο Οδυσσέας ανοιγόκλεισε πολλές φορές τα μάτια του μέχρι να συνηθίσει στο μισοσκόταδο. Στον έναν τοίχο στεκόταν ένας από τους σερβιτόρους, έτοιμος να προσφέρει βοήθεια και παραδίπλα τους κοιτούσε ένας από τους φίλους της Μέδας, όχι ο Στέφανος, για το δικό του καλό.
Στη σκέψη του, προσπάθησε να σηκωθεί. Η Μέδα και ο Θάνος τον κράτησαν κάτω αμέσως και έπεσε πίσω στο στρώμα. «Θα τον σκοτώσω.»
«Πίστεψέ με, αυτός θα σε σκοτώσει πρώτος.» του είπε η Μέδα πιέζοντας με δύναμη το βαμβάκι στην πληγή του. Ήταν η τιμωρία του, να τον πονάει.
«Πόσα δάχτυλα κρατάω;» ο Θάνος σήκωσε το χέρι του μπροστά από τα μάτια του.
Ο Οδυσσέας ένιωθε όντως ηλίθιος. «Δύο.»
«Μπράβο καμάρι μου. Θα ζήσεις άλλη μια μέρα.» ο Θάνος έριξε την ανήσυχη μάσκα του και τον χτύπησε απαλά στον ώμο, παιχνιδιάρικη η ματιά του. «Ώστε μόνο μιλούσατε, ε;»
Το πρόσωπο της Μέδας έμεινε σοβαρό και κρυφά στριφογύρισε τα μάτια της. Ο Οδυσσέας δεν του απάντησε, φανερά κουρασμένος με τον φίλο του και ανήσυχος, κοιτούσε μόνο τη Μέδα. Ο Στέφανος τον χτύπησε γιατί...γιατί τους ζήλεψε; Δεν ήταν απλώς ότι είχε κάτι για τη Μέδα, άραγε πόσο καιρό ήταν αθεράπευτα ερωτευμένος μαζί της; Και πόσο καιρό εκείνη του αρνούνταν κάθε κίνηση; Η Κατερίνα έλεγε πως οι γυναίκες ξέρουν, πάντα ξέρουν, πριν το πεις. Πόσο καιρό τον απέφευγε πριν τα παρατήσει βλέποντας πως η κατάσταση δεν θα άλλαζε;
Είχε ενδώσει ποτέ στον Στέφανο;
Τώρα αυτός ακουγόταν σαν ζηλιάρης γκόμενος.
Η πόρτα άνοιξε και η ξανθιά φίλη της Μέδας μπήκε μέσα. Το βλέμμα της πρώτα βρήκε τον Θάνο, πριν χαθεί για λίγο στον Οδυσσέα και τελικά καταλήξει στην πλάτη της Μέδας. Εκείνη δεν γύρισε καν να τη δει. Συνέχισε να προσποιείται πως περιποιούνταν το τραύμα του.
«Φώτη, σε ζητούν κάτω.» του είπε η ξανθιά κοπέλα. «Ο Ανέστης πάλι θα φωνάζει.»
Ο Φώτης, ο σερβιτόρος ένευσε. «Έγινε. Αν με χρειαστείτε, πες μου.»
Αργότερα έμαθε πως σπούδαζε Ιατρική στην Αθήνα. Είχε έρθει για να τον ελέγξει για πιθανή διάσειση. Ήταν συμφοιτητές μαζί με τη Ζωή, τη καστανομάλλα που είχε μείνει αμίλητη τόση ώρα. Μόλις ο Φώτης έφυγε, έκανε μερικά βήματα μπροστά και προσπέρασε την ξανθιά φίλη τους. Πήρε τη θέση του Θάνου δίπλα του και σήκωσε έναν φακό στα μάτια του. Ο Οδυσσέας τυφλώθηκε και τα τράβηξε μακριά.
«Πονάει καθόλου το κεφάλι σου; Ζαλίζεσαι;» τον ρώτησε και τον βοήθησε να ανακαθίσει. Η πλάτη του ακούμπησε το μαξιλάρι και η Μέδα παράτησε το βαμβάκι στο κομοδίνο δίπλα τους. Η Ζωή συνέχισε με τις ερωτήσεις χωρίς κάποιο είδος ανησυχίας στο πρόσωπό της. «Ναυτία;»
«Όχι.» απάντησε σε όλα, ειλικρινά. «Απλώς νιώθω λίγο πόνο εκεί που με χτύπησε.»
Η Ζωή ένευσε θετικά. «Είναι επιφανειακή πληγή. Του αρέσουν τα δαχτυλίδια τόσο όσο του αρέσει να χτυπάει με αυτά κάθε άνδρα που πλησιάζει στα δέκα μέτρα τη Μέδα. Βγήκες ζωντανός αλλά στη θέση σου θα κρυβόμουν για το υπόλοιπο ταξίδι σας.»
Ήταν τόσο εμφανές πως δεν ήταν από εδώ;
«Φεύγουμε αύριο το απόγευμα.» είπε ο Θάνος κοιτώντας το ρολόι του. «Ή μάλλον σήμερα.»
Η ξανθιά φίλη έφτασε δίπλα του. «Τόσο σύντομα;»
Η Μέδα και η Ζωή κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Ούτε εκείνες τη συμπαθούσαν ιδιαίτερα από ότι φαίνεται. Η Ζωή τους αγνόησε και ο Οδυσσέας ήθελε να τους διώξει όλους από εκεί. «Ξεκούραση για τις επόμενες μέρες και όχι έντονη γυμναστική. Στην πρώτη στιγμή που θα νιώσεις αδιαθεσία, πήγαινε στον γιατρό σου. Προτείνω να μείνεις εδώ για λίγο, μέχρι να μπορέσεις να σηκωθείς. Να μείνει κάποιος να σε προσέχει, να μιλάτε.»
Ο Οδυσσέας δεν ένιωθε πως δυσκολευόταν, αλλά καταλάβαινε πως η λιποθυμία του μετά το χτύπημα τους ανησύχησε και την ευχαρίστησε. Η Μέδα μίλησε πριν τον Θάνο. «Θα μείνω εγώ.»
«Για να μιλήσετε και άλλο;» ρώτησε ο Θάνος γεμάτος νόημα. Άρχισε να τον κουράζει πολύ.
Και δεν ενόχλησε μόνο τον Οδυσσέα αλλά και τη Ζωή και τη Μέδα. Η Ζωή σηκώθηκε να φύγει με τη Μέδα να απαντάει στον φίλο του. «Έφτασε εδώ εξαιτίας μου, είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω.»
Η ξανθιά είχε σταυρώσει τα χέρια της, φαρμάκι να στάζει από τα χείλη που ήθελε να φιλήσει ο Θάνος. «Αν δεν χαμουρευόσασταν ενώ είσαι με τον Στέφανο, δεν θα γινόταν αυτό.»
«Χαρά!» φώναξε η Ζωή έξαλλη. «Πάψε.»
Η Μέδα φαινόταν λιγότερο νευριασμένη από τη μελλοντική γιατρό. «Με τον Στέφανο δεν είμαστε μαζί, άσχετα το τι νομίζει.»
Η απάντησή της έκανε τη Χαρά να γελάσει ειρωνικά, αλλά δεν ήξερε πως την έλεγε στον Οδυσσέα και όχι σε εκείνη. Δεν χρειαζόταν να του εξηγήσει, ήξερε. Εξάλλου, θα ήταν εδώ μόνο για λίγες ώρες ακόμα. Μόλις το πλοίο φύγει, ή εκείνος από το δωμάτιο, ο Οδυσσέας θα είναι άλλος ένας τουρίστας που φίλησε κάποια στιγμή ένα καλοκαίρι. Τίποτε άλλο.
«Να φεύγουμε τότε. Ο Στράτος κρατιέται με νύχια και με δόντια να μην πλακώσει τον άλλον στο ξύλο. Ο Μιχάλης τον απομάκρυνε πριν τον χτυπήσει με το μπουκάλι.» ο Θάνος τον ενημέρωσε και έβαλε το χέρι του στον ώμο του να τον κοιτάξει. «Μη ξεχαστείς.»
«Θα τον φέρω μετά στο ξενοδοχείο σας.» του είπε η Μέδα. «Μην ανησυχείς.»
Δεν ανησυχούσε. Ούτε στο ελάχιστο. Ο Οδυσσέας έπιασε το χέρι του Θάνου πριν απομακρυνθεί. Κοίταξε τη Χαρά και ύστερα εκείνος. Δεν θα τον συγχωρούσε αν έκανε ό,τι είχε στο μυαλό του. Η γυναίκα του δεν άξιζε άλλη μια ξεπέτα πίσω από την πλάτη της. Ο Θάνος τράβηξε το χέρι του χωρίς να τον καθησυχάζει.
Σύντομα το δωμάτιο έμεινε άδειο, μόνο οι δυο τους πίσω από κλειστές πόρτες. Η Μέδα σηκώθηκε, μαζεύοντας το μπεντατίν και το βαμβάκι σε ένα γραφείο παραπέρα. «Δεν είμαστε μακριά από το ξενοδοχείο πάντως. Δέκα λεπτά περπάτημα. Οπότε όταν μου πεις, μπορούμε να φύγουμε.»
Ο Οδυσσέας ήπιε μια γουλιά από το νερό που βρήκε στο κομοδίνο και πέρασε ένα χέρι μέσα από τα μαλλιά του. Ένιωθε αρκετά εντάξει να περπατήσει, να σηκωθεί να τρέξει, ακόμα και να πετάξει. Είχε πάθει διάσειση στο παρελθόν και ήταν σαν να είχε μεθύσει. Τώρα ήταν νηφάλιος, ίσως πιο νηφάλιος από πριν.
«Πού είμαστε;»
Άνοιξε το παράθυρο πάνω από το γραφείο χωρίς να απαντάει. Οι κουρτίνες πέταξαν μόλις το νυχτερινό αεράκι τις χτύπησε. Είχε θέα τη σκοτεινή θάλασσα και το άρωμα ενός λουλουδιού έπνιξε το χώρο. «Στο δωμάτιο του Φώτη πάνω από το μαγαζί. Δεν θα γυρίσει, θα μείνει στη κοπέλα του.»
«Διαμονή πέντε αστέρων.» σχολίασε πίνοντας και άλλο νερό. «Πώς είναι ο Στέφανος;»
Η Μέδα γέλασε πικρά. «Αλήθεια ρωτάς;»
«Πες μου πώς ακριβώς κατάφερα να σε νευριάσω;» η φωνή του ανέβηκε πιο πάνω από τη δική της. Είχε αρχίσει να εκνευρίζεται μαζί της. «Πώς ακριβώς έφταιξα;»
«Ήξερες τι άνθρωπος είναι. Τον είδες!» του είπε κρατώντας απόσταση. Έμεινε κοντά στην πόρτα και ο Οδυσσέας είχε ένα προαίσθημα πως δεν θα τον πλησίαζε ξανά. «Και πας και τον τσιγκλάς χορεύοντας μαζί μου. Πήγες να με φιλήσεις ή ούτε αυτό το κατάλαβες;»
«Καταλαβαίνεις πόσο χαζό ακούγεται αυτό;» τη ρώτησε. «Τι διαφορά έχει από αυτόν που σε φιλάει στον λαιμό μπροστά σε όλους;»
Η Μέδα έφερε τα χέρια της πίσω από την μέση της και τον κοίταξε παθητικά. «Η διαφορά είναι πως κανείς δεν τον παίρνει σοβαρά όταν με φιλάει. Όλοι ξέρουν τι συμβαίνει μεταξύ μας. Με εσένα όμως...»
«Με εμένα τι;» τη ρώτησε και κατέβασε τα πόδια του από το κρεβάτι. Στήριξε το κεφάλι του στα χέρια του, κουρασμένος με αυτή τη συζήτηση. «Με εμένα τι, Μέδα; Ένας άγνωστος είμαι που θα ξεχάσεις σε μια μέρα.»
Η Μέδα δεν απάντησε. Ο Οδυσσέας δεν την έβλεπε και δεν ήθελε να τη βλέπει όπως δεν ήθελε και η ίδια να τον κοιτά. Η πληγή του θα γινόταν σύντομα μελανιά και δεν ήξερε πώς θα το δικαιολογούσε στη Κατερίνα όταν θα ερχόταν την επόμενη εβδομάδα φωτογράφος από ένα περιοδικό για να προωθήσει το εστιατόριο. Μπορεί να μην είχε πάρει μαγνητάκι από το νησί, ή καρτ ποστάλ για να τη κρεμάσει δίπλα από τις υπόλοιπες στον τοίχο του μαγαζιού, αλλά είχε αποκτήσει ένα αναμνηστικό και αυτό ήταν στο πρόσωπό του.
«Ξέρει πως δεν το θες;» τη ρώτησε σιωπηλά. «Ή του δίνεις ευκαιρίες;»
Φοβόταν πως θα τον χτυπούσε. «Το τι κάνω με τον Στέφανο δεν είναι δική σου δουλειά.»
«Εσύ ήσουν αυτή που άρχισε να μου λέει τα ερωτικά της στα πρώτα λεπτά της γνωριμίας μας.» της υπενθύμισε.
«Μου ανέλυσες τον αποτυχημένο γάμο σου σε λιγότερο από δέκα λεπτά.» μπήκε στην αντεπίθεση. Αυτό έκανε τον Οδυσσέα να νευριάσει. Όντως, της είχε ανοιχτεί όπως τους ανοίχτηκε εκείνη, εύκολα, αβίαστα. «Κοίτα να φτιάξεις τη ζωή σου πριν μπλεχτείς στη δική μου.»
Ο Οδυσσέας σηκώθηκε με μεγάλη ευκολία. Η Μέδα ήταν έτοιμη να τον πιάσει αν πέσει αλλά δεν θα γινόταν αυτό. Σήκωσε το δάχτυλό του στο μάγουλό του, βράζοντας από μέσα του. «Ήδη είμαι μπλεγμένος Μέδα! Εσύ με έμπλεξες.»
«Ώστε τώρα είναι δικό μου φταίξιμο;» τον ρώτησε στον ίδιο τόνο. «Ω, ωραία, έπρεπε να το περιμένω. Μιας και ρίχνεις τις ευθύνες παντού πέρα από τον εαυτό σου!»
«Εσύ!» της φώναξε. «Εσύ φταις. Αν δεν ήσουν εσύ δεν θα συνέβαινε αυτό. Δεν θα σηκωνόμουν να σε πλησιάσω χωρίς σκέψη. Δεν είμαι ο τύπος που πλησιάζει τις γυναίκες τόσο εύκολα οπότε ναι, εσύ φταις!» περπάτησε κοντά της. «Αν δεν μου μιλούσες δεν θα μπλεκόμουν στη ζωή σου με το έτσι θέλω, όπως λες. Θα ήμουν ήσυχος, στη γωνιά μου, μακριά σου.»
Η Μέδα δάγκωσε το εσωτερικό των χειλιών της για να μη ξεφύγει. «Καλύτερα να φύγω.»
Δεν θα την άφηνε τόσο απλά. «Καλύτερα να αρχίσεις να απαντάς στις ερωτήσεις, όχι μόνο να τις κάνεις.»
Έβγαλε μια εκνευρισμένη πνοή προσπαθώντας να τον αγνοήσει. Γύρισε την πλάτη της να φύγει. Ο Οδυσσέας έκλεισε την απόστασή τους και κόλλησε το σώμα του με το δικό της, παίρνοντας τον ήχο έκπληξής της μέσα του. Έσπρωξε την πόρτα με δύναμη να κλείσει και πέρασε το χέρι του πάνω από το δικό της στο πόμολο, κρατώντας το σφιχτά.
«Με εμένα τι Μέδα;» τη ρώτησε ξανά, αυτή τη φορά σιγανά, στο αυτί της. Η αναπνοή της έμεινε παγωμένη και ένιωσε να κλείνει τα μάτια της. Είχε ανατριχιάσει. «Με εμένα τι;»
___________________
A/N Death rates in this book so far: 0%. Είναι αστείο σε αυτό το σημείο.
DL
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top