1. Θα πω ένα τραγούδι, σήκω να το χορέψεις.
1, Θα πω ένα τραγούδι, σήκω να το χορέψεις.
Οι φίλοι του τον κορόιδευαν. Ο λόγος; Δεν μπορούσε ούτε να παραγγείλει πλέον. Το μυαλό του ήταν στον φάκελο μπροστά του, για κάποιο κτήριο εδώ στη Νάξο που σκεφτόταν να αγοράσει. Η αρχιτεκτονική του ήταν αυτή που του έπιασε το μάτι στην αρχή πριν ερωτευτεί το πόσο ανοιχτός και φωτεινός ήταν ο χώρος από μέσα. Μια μέρα θα μπορούσε εκεί να είναι το δικό του εστιατόριο, κάτι όλο δικό του, χωρίς συνεργάτες, χωρίς τίποτα. Κάπου μακριά από την Αθήνα, εκεί που δεν τον ξέρει κανείς.
Οι φίλοι του τον κορόιδευαν. Όχι επειδή ήταν ερωτευμένος με ένα κτήριο, αλλά επειδή ήταν ερωτευμένος με ένα κτήριο που δεν ήξερε πού βρισκόταν. Καταραμένο το νησί, ήταν ένας λαβύρινθος γεμάτος ένοχα μυστικά να ψιθυρίζουν όσοι γεννήθηκαν σε αυτούς τους δρόμους. Κλειστούς για τους ξένους ή κάποιον που θα τολμούσε να φέρει κάτι νέο στην περιοχή. Ήταν όμως επιχειρηματίας. Όταν έβαζε κάτι στο νου του, δεν το άφηνε. Το κυνηγούσε, ακόμα και αν ρίσκαρε να τα χάσει όλα.
Οι φίλοι του τον κορόιδευαν. Τον είχαν σύρει από τη σπηλιά του, το γραφείο του, στο εστιατόριό του στο κέντρο της Αθήνας. Μια επιχείρηση στην οποία μπήκε μέσω της κοπέλας που ερωτεύτηκε στη σχολή και ανέλαβε τη διοίκηση μόλις πέντε χρόνια πριν, στα τριάντα του. Τώρα η κοπέλα ήταν πρώην, δήλωνε αποξενωμένη και ξεχασμένη από τον άνδρα της και ο πατέρας της τον απειλούσε πως θα τον πετούσε με αντίποινα, τη καριέρα του, το όνομά του και τη ζωή που έχτισε με ιδρώτα. Όλα για ένα καπρίτσιο.
Οι φίλοι του τον κορόιδευαν. Γιατί φοβόταν έναν γέρο με το ένα πόδι στον τάφο και μόλις το τριάντα τις εκατό της επιχείρησης στην οποία ο τριανταπεντάρης μας είχε την πλειοψηφία με πενήντα πέντε τις εκατό και το υπόλοιπο δεκαπέντε το είχε η...η πρώην τέλος πάντων. Η ξεχασμένη, όπως την είχε αποθηκεύσει στο κινητό του. Δεν θα άφηνε τη ζωή του επειδή πατέρας και κόρη δεν αρέστηκαν στο διαζύγιο που θέλησαν και οι δύο μεριές να βγει αλλά τελευταία τους ξινίζει. Αλλά πνιγόταν. Δεν του άρεζε να βουλιάζει. Έπρεπε να φύγει μακριά.
Οι φίλοι του τον κορόιδευαν γιατί είχε ξεχάσει να μιλάει, να κοιτάει, να το ζει. Τον τράβηξαν σε ένα νησί με δόλωμα το κτήριο στη φωτογραφία για το οποίο θα σκότωνε και τώρα δεν μπορούσε να το βρει. Τρεις μέρες και δεν μπορούσε να το βρει, να το αγοράσει, να τελειώνει η υπόθεση.
Ήταν...κλειστός τύπος τον τελευταίο καιρό. Η πρώην θα έλεγε πως ήταν αδιάφορος. Είχε σκύψει το κεφάλι πάνω από σχέδια και χαρτομάνι και αρνούνταν να σηκώσει το κινητό για εκείνη. Κάποιες φορές δεν γυρνούσε σπίτι γιατί επέλεγε να καθαρίσει το εστιατόριο όλο το βράδυ παρά να μοιραστεί το κρεβάτι του, ξέρεις, σαν σύζυγος που υποτίθεται πως ήταν. Άλλες φορές, όταν το εστιατόριο είχε λίγα τραπέζια γεμάτα, όπως οι Τρίτες, επέλεγε να μη κάτσει μαζί της να φάνε, μαζί με εκείνη και τις φίλες της ή τον πατέρα της δηλαδή, αλλά δήλωνε πως τις Τρίτες έκαναν καταμέτρηση τα κρασιά στην κάβα. Είχε ένα μαξιλάρι και μια κουβέρτα και ουκ ολίγης τον βρήκε ο σομελιέ τον βρήκε σε μια γωνιά δίπλα από τα κόκκινα ημίγλυκα της περσινής χρονιάς. Ήταν χαμένος λοιπόν, από εκείνη. Το διαζύγιο όμως, ήταν δική του ιδέα.
Γιατί κάτι που δεν ήξερε η πρώην ήταν πως ο Οδυσσέας Άνκερ είχε απλώς κουραστεί.
Εκείνη, την καλή ζωή, το εστιατόριο γεμάτο προσωπικότητες η μία χειρότερη από την άλλη, το δύσκολο και το πολύπλοκο. Είχε κουραστεί να προσπαθεί να ικανοποιήσει μια γυναίκα που αναπνέει με την εντολή της οικογένειάς της χάνοντας την δύναμή της κάθε φορά που εκείνος της έλεγε για τα δικά του όνειρα. Δεν ήταν αχάριστος, αντιθέτως ήταν ευγνώμων για τη ζωή που έκανε. Παρ' όλα αυτά, η ευγνωμοσύνη τελειώνει όταν δεν χωράει σε μια σχέση. Όταν δεν έχεις να δώσεις, τελείωσες. Φεύγεις με ό,τι σου έχει μείνει. Όπου δεν χωράς δεν προσπαθείς να αναπνεύσεις.
Το καπηλειό ήταν γεμάτο με παρέες που αν και άγνωστες μεταξύ τους, ένωναν τα τραπέζια για να μεγαλώσει η συζήτηση, να πυκνώσει ο χορός. Ο Οδυσσέας έστριψε το τσιγάρο του και προσπάθησε να ακούσει με κλειστά μάτια πάνω από τη μουσική και τη δυνατή φωνή που τραγουδούσε: ναι, ούτε μία ξένη συζήτηση, ούτε ένας του εξωτερικού. Πίστευε πως ο ίδιος και οι δικοί του φίλοι ήταν ό,τι πιο ξένο σε αυτόν τον τόπο, ακόμα και από τα ρούχα που φορούσαν. Ένας θεατής που προσπαθούσε να μπει στη ταινία αλλά έβλεπε όσα ο σκηνοθέτης του επέτρεπε να δει.
«Δεν μου αρέσει εδώ.» τους είπε πάνω από τις φωνές.
«Γιατί;» τον ρώτησε ο Θάνος. «Δεν είναι αρκετά της υψηλής κοινωνίας για σένα;»
Δεν ήταν. «Δεν ακούω ούτε τη σκέψη μου.»
Ο Μιχάλης, ο μόνος που είχε περάσει εβδομάδες αμέτρητες στο νησί, τον έκανε να σκάσει. «Εδώ δεν είναι κοσμοπολίτικη κεντρική Αθήνα, αδελφέ. Εδώ είναι Ελλάδα.»
Ο Οδυσσέας δεν καταλάβαινε τι εννοούσε στην αρχή και δεν μπήκε στον κόπο να προσπαθήσει. Έβαλε το τσιγάρο του στα χείλη και σήκωσε τον αναπτήρα να το ανάψει, σπρώχνοντας προς τα πίσω τη καρέκλα του γιατί στον Θάνο δεν άρεσε ο καπνός. Κάτι περί παθητικού καπνίσματος και μαλακίες. Η κίνησή του βρήκε αμέσως αντίσταση και σήκωσε τα καστανά του μάτια με ενόχληση.
Δεν πρόλαβε να εκφράσει τη σκέψη του μπροστά στο χαμόγελό της. Ένα συγνώμη θέλησε να βγει πάνω από το τσιγάρο αλλά ούτε αυτό ακούστηκε. Μονάχα λίγα δευτερόλεπτα, τόσα είχε με το πρόσωπό της πριν χαθεί αμέσως. Το λευκό της φόρεμα με τα κόκκινα λουλούδια μπλεκόταν μέσα στα γυμνά της πόδια και μπορούσε να δει τη σιλουέτα της όταν τη χτυπούσε το φως. Τα καστανά μαλλιά της είχαν κύματα ξεβαμμένου ξανθού, σαν να τη χτυπούσε ο ήλιος για ώρες, βρίσκοντας μέρος να κρυφτεί στις αχτένιστες αλατισμένες μπούκλες της. Όλα αυτά, μόνο σε λίγα δευτερόλεπτα. Ήταν σαν το αγαπημένο του κτήριο. Δύσκολο να βρεθεί, εύκολο να ερωτευτεί.
Είχε στον ώμο της μια τσάντα, η οποία πετάχτηκε γρήγορα στην άδεια θέση στο τραπέζι που δεν καθόταν κανείς. Η φίλη της που την πήρε μακριά του την τραβούσε μέσα από τον κόσμο δίχως να της δίνει την ευκαιρία να χαιρετήσει γνωστούς και φίλους. Όλοι τις κοιτούσαν σαν να τις ήξεραν, τις καλωσόριζαν για άλλο ένα βράδυ κοντά τους, με την παρέα, το κρασί και λίγο μετά, τον χορό. Η καστανομάλλα μπλέχτηκε αμέσως στους όρθιους που είχαν τα χέρια στους ώμους και φώναζαν τους στίχους πιο δυνατά από αυτόν που τους τραγουδούσε. Το σώμα της βρήκε τη θέση του αυτόματα εκεί, λες και μπήκε στη θέση που ανήκε από τότε που γεννήθηκε, ανάμεσα σε κάτι παλικάρια, φιλώντας τους στα μάγουλα πριν γυρίσει μέσα στο φόρεμά της μεταξύ τους.
Έχεις ακούσει τη λύρα να λιώνει μαζί με τη κιθάρα κάτω από μια φωνή; Ο Οδυσσέας τα άκουγε και έβλεπε τη μελωδία να τρέχει ανάμεσα στα ιδρωμένα κορμιά και τις αναψοκοκκινισμένες φωνές. Η άγνωστή του σήκωσε τη φούστα της και όταν ήρθε η ώρα να χωριστούν σε ζευγάρια, με ένα πεταχτό φιλί διάλεξε το ταίρι της. Εκείνος σήκωσε τα χέρια ψηλά και με τη φιγούρα του περικύκλωσε τη δική της. Γυρνούσε γύρω από το λευκό ύφασμα με τα μαλλιά κάτω και το ρακόμελο στο χέρι. Και όταν κουράστηκε, βρήκε την ανάσα της στην αγκαλιά του, ακούμπησε την πλάτη της στο στέρνο του με το χαμόγελο της ικανοποίησης και αυτός πλέον είχε αναλάβει να τη χορεύει. Εκείνη έγειρε στο πλάι το κεφάλι της, τα βυσσινιά της χείλη να τραβούν κάθε πνοή που μπορούσαν και τα δικά του στον λαιμό της, να εισπνέουν το θαλασσινό της άρωμα.
Σήκωσε σε εκείνα τα χείλη το ποτήρι και το κατέβασε με μια γουλιά. Εκεί που η λύρα πονούσε, τα μάτια της άνοιξαν. Τον βρήκαν. Χαμογέλασε, άλλη μια φορά, για μια δόση, πριν χαθεί πάλι σε αυτά που της ψιθύριζε στο αυτί ο φίλος της.
Οι φίλοι του τον κορόιδευαν λοιπόν, γιατί ... γιατί ζήλευαν αυτό που είχε καταφέρει να βρει.
___________________
Α/Ν Πάρτε και το πρώτο κεφάλαιο λοιπόν! Οι τίτλοι είναι στίχοι τραγουδιών.
DL
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top