Φ, φ) Φαντασίωση
ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: περιέχει σκηνή σκοτεινής φαντασίωσης βιασμού μεταξύ ξαδέλφων.
Φ, φ) Φαντασίωση
Τη νύχτα μετά το δείπνο με τη Ραβάννα στο παλάτι, ο Όμπερον δεν έχει ύπνο. Στριφογυρίζει στο κρεβάτι και δε βρίσκει ησυχία. Όταν το Φεγγάρι παίρνει το δρόμο της κατηφοριάς προς τη δύση του, τον αντικρίζει από ψηλά να επιστρέφει στον Ονειροδάκτυλο του Μαύρου Άλσους. Νιώθει ασφάλεια στο πατρικό του σπίτι, στο μέρος όπου έγινε αυτός που έγινε, που απέκτησε τις δυνάμεις που απέκτησε. Χωρίς να διστάζει, καλεί την ύφανσή του να εμφανιστεί κι η γκρίζα της όψη είναι το μόνο που τον ηρεμεί και διώχνει μακριά τις αρνητικές του σκέψεις. Συγκεντρώνεται σ' αυτήν για λίγο, ώσπου κάτι τον διακόπτει. Ήχος ανθρώπινης φωνής το δίχως άλλο. Έντρομος εξαφανίζει το Ονειρονήμα κι αφουγγράζεται με προσοχή. Ακολουθεί τον ήχο και σε μια στιγμή παγώνει: τη βλέπει. Η Ραβάννα είναι κι αυτή στο Άλσος. Σκέφτεται να κάνει πως δεν την είδε. Έτσι κι αλλιώς δεν θέλει ούτε να της μιλήσει έπειτα από τη βίαιη συμπεριφορά της λίγες ώρες πριν. Κι όμως... κι όμως η περιέργειά του είναι δυνατότερη από τον θυμό του... ή μπορεί να έχει αναμειχθεί μαζί του.
Την πλησιάζει αθόρυβα και συνειδητοποιεί πως κλαίει, εξού κι η φωνή που άκουγε πριν. Την κοιτάζει πιο προσεκτικά. Διάφανα, κρυστάλλινα δάκρυα κυλούν στο πρόσωπό της, προσδίδοντάς του μια όμορφη λάμψη κάτω απ' το φεγγαρόφωτο. Το σώμα της είναι γερμένο σ' έναν μικρό παλιό φράχτη, από τον οποίο δείχνει να στηρίζεται για να μη σωριαστεί. Δείχνει πράγματι απεγνωσμένη και μπορεί να παραδεχτεί ότι του αρέσει τούτη η όψη της. Όσο είναι δυνατή και περήφανη αντιστέκεται και προσβάλλει. Επιτίθεται και πληγώνει. Μα τώρα... τώρα είναι ευάλωτη, τόσο υπέροχα ευάλωτη. Την πλησιάζει κι άλλο κι εκείνη ξαφνιάζεται όταν νιώθει την παλάμη του πάνω στη δική της στον φράχτη. Κάνει να τη τραβήξει, μα ο Όμπερον την πλακώνει με το χέρι του, καθηλώνοντάς την στο ίδιο σημείο. Τον κοιτάζει στα μάτια μ' ένα βλέμμα που προφανώς θα 'θελε να 'ταν σκληρό, μα με τα δάκρυα να τρέχουν, μόνο παράπονο βγάζει.
«Τι γυρεύεις εδώ, ξαδέλφη;», τη ρωτά ήρεμα, ψιθυριστά σχεδόν.
Δεν του απαντά αμέσως. Μόνο κοιτάζει ψηλά, προς το Φεγγάρι. «Δεν ξέρω», μουρμουρίζει τελικά.
«Με ακολούθησες;»
«Όχι, Όμπερον», του λέει κοφτά. «Κάτι σαν να με τράβηξε να έρθω στο παλιό μας σπίτι. Κάτι μου έλεγε πως εδώ θα γιατρευτώ από το δηλητήριο που μου έριξες με τα λόγια που μου είπες πριν. Έκανα λάθος...», συμπληρώνει και πάει να φύγει.
«Και γιατί κλαις;», επιμένει αυτός, χωρίς να της αφήσει το χέρι. Η γυναίκα δίπλα του δεν απαντά καθόλου αυτή τη φορά. Ξέρουν κι οι δυο ότι δεν χρειάζεται. «Για εκείνον κλαις;», τη ρωτά και τα μάτια της δακρύζουν κι άλλο, όταν της σπρώχνει απαλά το πρόσωπο με κατεύθυνση το δικό του, ώστε να κοιτιούνται. «Πες το, για εκείνον κλαις;»
«Ναι, για εκείνον», του παραδέχεται θυμωμένα κι ένα κύμα οργής τον κάνει να θέλει να της αστράψει ένα χαστούκι για το θράσος της, μα δεν το κάνει. Αντ' αυτού σηκώνει το χέρι της που τόση ώρα κρατούσε αιχμάλωτο στο κρύο σίδερο του φράχτη.
«Φοβάσαι μη σκοτωθεί εκεί που πήγε;»
«Γι' αυτό δεν τον έστειλες;»
Αποφεύγει να της πει, μόνο χαμηλώνει το βλέμμα και κοιτάζει το χέρι της μέσα στο δικό του. «Αν μου το ζητήσεις... θα τον φέρω πίσω», της λέει κι ακόμα κι αυτός νιώθει το ρίγος που τη διαπερνά στα λόγια του.
«Τι;»
«Ζήτησέ το μου και θα σου τον φέρω».
Η Ραβάννα τον κοιτάζει δύσπιστα. «Λες αλήθεια;» Εκείνος σηκώνει τα ενωμένα τους χέρια και τα φέρνει αναμεσά τους.
«Οτιδήποτε για σένα, ξαδέλφη», μουρμουρίζει κι αρχίζει να πλέκει τα δάχτυλά του με τα δικά της, σαν να πρόκειται για κάποιο είδος μυστικιστικής τελετουργίας. «Αρκεί να μου πεις μόνο μια μικρή, τόσο δα μικρή κουβέντα», συνεχίζει και φέροντας τα χείλη του στο χέρι της, το φιλά αργά. Το βλέμμα του δεν φεύγει απ' το δικό της. Μπορεί να διακρίνει τον προβληματισμό, την απόγνωση και την καχυποψία της.
«Τι κουβέντα είν' αυτή;»
«Πες... ότι είσαι δική μου», της λέει και ξαναφιλά το χέρι της προτού το σφίξει περισσότερο. «Πες ότι δεν το θες αυτόν κι ότι είσαι μόνο δική μου κι ο αγαπητικός σου θα γυρίσει πίσω σώος κι ασφαλής».
Η Ραβάννα παγώνει. «Είσαι τρελός», του πετά μετά από πολλά δευτερόλεπτα σιωπής. «Σε πιάσανε πάλι οι ίδιες σκιές, έπρεπε να το είχα καταλάβει», του γρυλλίζει και τραβά με δύναμη το χέρι της. «Όλα όσα μου είπες εκείνη τη νύχτα στον κήπο του ναού δεν ήταν για λόγους ηθικής, ήταν επειδή ζήλευες. Μα εγώ δεν είμαι δική σου, κατάλαβέ το πια. Είμαι η ξαδέλφη σου κι εσύ έχεις παντρευτεί την Τιτάνια, κατάλαβέ το πια και παράτα με επιτέλους ήσυχη!», ολοκληρώνει και μ' ένα ακόμα απότομο τράβηγμα καταφέρνει να ελευθερωθεί κι απομακρύνεται. Ο Όμπερον την προλαβαίνει κεραυνοβόλα. Αυτό ήθελε να γίνει! Αυτό ακριβώς περίμενε! Να τον προσβάλει και να τον απορρίψει πάλι. Τώρα πια δεν έχει λόγο να είναι πολιτισμένος. Τώρα μπορεί να εκφράσει ακριβώς ό,τι νιώθει τόσον καιρό, από εκείνη την καταραμένη νύχτα που την είδε στην αγκαλιά του.
«Δεν έχεις να πας πουθενά!», της φωνάζει καθώς και τα δυο του χέρια φυλακίζουν τους καρπούς της.
«Άσε με, Όμπερον!»
«Δε δέχομαι διαταγές από σένα, πόρνη!», της απαντά και τελικά της αστράφτει το χαστούκι που ήθελε, προτού την αρπάξει απ' τους ώμους κι αρχίσει να την ταρακουνάει βίαια. «Νόμιζες ότι θα σ' αφήσω να ερωτοτροπείς μπροστά στα μάτια μου μ' αυτόν τον τιποτένιο;», ρωτάει μέσα από σφιγμένα δόντια, ενώ εκείνη κλαίει με αναφιλητά εξαιτίας του πόνου του ραπίσματός του. «Νόμιζες ότι μπορείς να με ταπεινώσεις έτσι, ιέρεια της κακιάς ώρας;», συνεχίζει και το πρόσωπό της τώρα είναι ακόμα πιο όμορφο από τα δάκρυα και το σημάδι από το χέρι του στο μάγουλο. Τόσο όμορφο που δεν θέλει πια να αντισταθεί.
«Είσαι μόνο δική μου, το κατάλαβες;», ρωτάει και τη φιλάει με δύναμη. «Μόνο δική μου, μόνο δική μου», επαναλαμβάνει ξανά και ξανά και κάθε φορά τη φιλά πιο άγρια, ώσπου τα χείλη της είναι μελανιασμένα, μα δεν τον νοιάζει. Τη ρίχνει στο γρασίδι και πέφτει από πάνω της σε κατάσταση φρενίτιδας. Ακούει το κλάμα της, ακούει τα παρακάλια της, μα δεν τον σταματούν. Αντιθέτως, τον ερεθίζουν περισσότερο. Ρουφά και δαγκώνει όποιο μέρος του κορμιού της βρίσκει ακάλυπτο, τα χέρια του τη σφίγγουνε με μανία και σχεδόν αμέσως της σηκώνει τη φούστα και χώνεται μέσα της με όλη την ένταση που έχει συσσωρεύσει. Την ακούει να φωνάζει και ν' αναστενάζει από κάτω του και δεν ξέρει αν είναι από πόνο ή ηδονή. Δεν τον ενδιαφέρει. Συνεχίζει τις ωθήσεις σαν τρελός, ο πόθος κι η οργή του να βγαίνουν στις δικές του κτηνώδεις κραυγές. Μονάχα λίγο μετά θυμάται ότι ξέχασε να ελέγξει αν την έκανε να ματώσει ή όχι. Η αγωνία για το αν αυτός ο αλήτης ο Σίον πρόλαβε και την έκανε δική του πριν από αυτόν τον παραλύει. Ανασηκώνεται λίγο, ώστε να μπορέσει να δει μα τότε... η Ραβάννα εξαφανίζεται...
Μπερδεμένος κοιτάζει ξανά προς το μέρος της τρεμάμενης μορφής της, μόνο για να διαπιστώσει ότι αυτή δεν είναι εκεί και δεν είναι ξαπλωμένος πάνω της, αλλά όρθιος, ενώ το Ονειρονήμα του λάμπει πολύ δυνατά στα χέρια του. Δεν τολμά να κοιτάξει τι συμβαίνει στο κάτω μέρος του σώματός του, ήδη το υποψιάζεται. «Καταραμένες ονειρικές φαντασιώσεις», μουρμουρίζει κι ανασαίνει αργά για να συνέλθει από την επίδραση που είχε τόσο στο μυαλό, όσο και στο κορμί του τούτο που μόλις αντίκρισε. Η συνειδητοποίηση έρχεται και τον λογχίζει με μίσος.
«Τέρας», μουρμουρίζει και πάλι στον εαυτό του. «Ανθρωπόμορφο κτήνος, τι είν' αυτά που φαντάζεσαι;», συνεχίζει και πέφτει στα γόνατα αφήνοντας ένα επιφώνημα πόνου. Δεν αισθάνθηκε τόσο βρώμικος ούτε όταν επισκεφτόταν τον οίκο ανοχής στα νιάτα του, ούτε καμία από τις φορές που απάτησε την Τιτάνια, ούτε καν όταν η Συνοδός της, η Ζέλλια, του ανακοίνωσε ότι το παιδί που περίμενε πιθανότατα δεν ήταν του άντρα της...
Μόλις λίγα λεπτά υπό την επιρροή του Σάιτρους και του Ονειρονήματος ήταν αρκετά για να βγάλουν προς τα έξω τον χειρότερο εαυτό του. Να τον κάνουν να φανταστεί πως βιάζει την ίδια του την ξαδέλφη και να το ευχαριστηθεί κιόλας. Αηδία τον πιάνει στις θύμησες και χτυπά τις γροθιές του στο χώμα με μένος. Όχι! Δεν θα γίνει τέτοιο τέρας! Ποτέ δεν θα γίνει αυτός ο Όμπερον. Σηκώνεται όπως-όπως και δίχως να σκουπίσει τα χώματα απ' τα ρούχα του, φεύγει απ' εκείνο το καταραμένο μέρος. Το μόνο που μένει στο νου του είναι το κλαμένο πρόσωπο της Ραβάννας στη φαντασίωση, πόσο θλιμμένη ήταν για τον Νεράιδο που αυτός καταδίκασε κρυφά εις θάνατο. Το παίρνει απόφαση. Αύριο θα διατάξει οι στρατιώτες της πρώτης γραμμής να γυρίσουν στο Νοβέλιαν. Άκυρη η βοήθεια του Σάιτρους, άκυρη κι η χρήση του Ονειρονήματος στο Σίον, άκυρα όλα, αρκεί να μη δει το πρόσωπό της έτσι ποτέ ξανά, ούτε στα όνειρα, ούτε στην πραγματικότητα.
Μέχρι να επιστρέψει στο παλάτι αλλάζει πάλι γνώμη...
Δεν θα της κάνει ποτέ κακό, μήτε ευθέως, μήτε πλαγίως. Δεν θα την αγγίξει ποτέ, αλλά εκείνον δεν θα της τον ξαναφέρει πίσω. Είναι ο καλύτερος συμβιβασμός που μπορεί να σκεφτεί.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top