Τ, τ) Τύψεις
Τ, τ) Τύψεις
Εδώ και μία εβδομάδα γυρίζω μοναχός από το ένα διαμέρισμα του παλατιού στο άλλο. Δεν απαντώ όταν με ρωτούν, δεν δείχνω προσοχή στην Τιτάνια και το γκρινιάρικο ύφος της μου προκαλεί για πρώτη φορά χαρά κι όχι εκνευρισμό. Χαρά, διότι ο τρόπος με τον οποίο μ' αντιμετωπίζει είναι η λιγότερη τιμωρία που μου αξίζει για ό,τι έκανα. Ήμουν θολωμένος από θυμό και ζήλεια! Έγινα ένα κτήνος! Χειρότερος από τους Τζέργκα! Χειρότερος ακόμη κι από τον Σάιτρους, του οποίου τη βοήθεια ζήτησα, βυθίζοντας τον εαυτό μου σ' έναν κατάμαυρο, βρωμερό βούρκο, από τον οποίο αναρωτιέμαι αν θα βγω ποτέ. Μα και να βγω, η δυσοσμία του δεν θα καθαρίσει. Πάντα θα νοτίζει το δέρμα μου, όπως πάντα θα νοτίζει την ψυχή μου το έγκλημα ενάντια στη Ραβάννα, στον Σίον και σ' όλο μου τον λαό.
Οι υπήκοοί μου θρηνούν τους χαμένους μας στρατιώτες επτά μέρες μετά σαν να 'ναι η πρώτη μέρα. Μανάδες που χάσανε γιους. Γυναίκες που χάσανε άντρες. Παιδιά που χάσανε πατεράδες. 'Σκάστε!', 'Βγάλτε το σκασμό!', 'Δεν αντέχω να σας ακούω!', θέλω να βγω και να φωνάξω απ' το μπαλκόνι που απευθύνει τα διαγγέλματά της η Τιτάνια. Θέλω να κόψω τ' αυτιά μου για να μην αισθάνομαι τις φωνές τους να μου τρυπούν τα τύμπανα. Κάθε βράδυ πετάγομαι απ' τον ύπνο μου με την παρόρμηση να τρέξω στους δρόμους και να ουρλιάξω: 'Είμαι ένοχος! Είμαι ένοχος! Συλλάβετέ με! Εγώ καταδίκασα εις θάνατο τους αγαπημένους σας! Εγώ ζήτησα να μην επιστρέψει κανείς τους ζωντανός! Σκοτώστε με! Σκοτώστε με! Εμένα, τον προδότη και βλάσφημο Βασιλιά σας! Εγώ φταίω!' Ανασηκώνομαι κάθε φορά απ' το στρώμα, ρίχνω μια ματιά πρώτα στην Βασίλισσά μου που εξακολουθεί να κοιμάται, μετά στα κρεμασμένα ρούχα μου και την κλειστή πόρτα του υπνοδωματίου κι ετοιμάζομαι να σταθώ στα πόδια μου και να κάνω πράξη την επιθυμία μου. Αλλά τελευταία στιγμή... δεν το κάνω.
Είμαι δειλός, το παραδέχομαι. Κι ας έλεγα εκείνον δειλό. Εκείνος τελικά ήταν γενναίος και πρόθυμος ν' αφήσει την ασφάλειά του και τη γυναίκα που αγαπούσε. Τη γυναίκα που κατά βάθος δε σταμάτησα ποτέ να θέλω κολασμένα. Αυτή η εμμονή μαζί της δεν θα μ' αφήσει ήσυχο; Δεν θα σταματήσει να μου καίει τα σωθικά; Πίστευα ότι αφού άρχισα να χρησιμοποιώ ξανά τ' Ονειρονήμα, θα έβρισκα μια μέθοδο για να διώξω το αίσθημα του φθόνου, μα η παλιά μου φλόγα για εκείνη ξαναφούντωσε αντ' αυτού. Είναι αρρωστημένο. Όλο αυτό που γίνεται είναι αρρωστημένο. Εγώ είμαι αρρωστημένος! Αρρωστημένος και προδότης! Η μόνη σκέψη που με παρηγορεί είναι πως ο Σίον είναι νεκρός. Αναπαύθηκε και δεν θα τυραννηθεί άλλο. Η Ραβάννα τυραννιέται ασταμάτητα. Θα τυραννιέται για καιρό ακόμα. Μακάρι να την ξανάβλεπα στην αγκαλιά του, παρά στα μαύρα χάλια που την είδα την τελευταία φορά, όταν της πήγα τον Ντάζεϊλτον. Ας ήταν γερή κι ευτυχισμένη κι ας πλήγωνε τον εγωισμό μου...
Μα τι λέω; Δεν έπρεπε ποτέ της να είχε ερωτικές σχέσεις. Ούτε μ' αυτόν, ούτε μ' εμένα, ούτε με κανέναν! Ιέρεια είναι! Κάτι τέτοιο θα ήταν ατίμωση του όρκου της. Εγώ ήμουν εκείνος που την έσωσε! Ναι, την έσωσα! Η Θεά θα κατάλαβε και θα με δικαιολογεί. Κι η Ραβάννα θα συνέλθει και θα πάει παρακάτω. Είναι δυνατή, πιστεύω σ' εκείνη.
Όσο για τους πεσόντες, προσεύχομαι να βρουν γαλήνη στα αστέρια. Αύριο κιόλας θα διατάξω να τους φτιάξουμε ένα μνημείο μέσα στον κήπο του παλατιού. Θα τιμήσουμε τη θυσία τους κι οι συγγενείς κι οι φίλοι τους θα έχουν ένα μέρος που θα τους συνδέει μαζί τους. Είναι η καλύτερη λύση. Η μόνη μου ελπίδα να απαλλαγώ απ' τις τύψεις. Ω, Σελντίνια κι όλοι εσείς οι αδικοχαμένοι νεκροί, σας ικετεύω, δείτε πόσο μετάνιωσα και συγχωρήστε με!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top