Σ, σ) Σύλληψη
Σ, σ) Σύλληψη
Ξυπνά από την αναστάτωση στο σαλόνι κι αναρωτιέται μισοκοιμισμένος τι γίνεται. Ξεχωρίζει τη φωνή της Αντίν που ακούγεται πολύ αναστατωμένη κι αμέσως μετά του Μέιλορ. Η δική του φωνή είναι φορτωμένη θυμό κι έστω κι αν τους χωρίζουν δύο κλειστές πόρτες, ο Σίον καταλαβαίνει τι λέει:
«Παλιοκόριτσο! Πώς μπόρεσες να το κάνεις αυτό!; Πώς μπόρεσες να ληστέψεις την ίδια σου την οικογένεια;! Ντροπή σου!»
Τινάζεται πάνω. Από τι μία στιγμή στην άλλη όλες του οι αισθήσεις αφυπνίζονται κι οξύνονται. Ω, όχι, σκέφτεται κι η καρδιά του μαγκώνει. Το γυναικείο κλάμα που ακολουθεί την άγρια φωνή του Μέιλορ επιβεβαιώνει το φόβο του. Η Νίλυα! Απ' ό,τι φαίνεται δεν άκουσε καθόλου τι της έλεγε. Πεισματάρα, όπως πάντα, πήγε κι έκλεψε τα πετράδια που φύλαγε ο πατέρας της, μαζί μ' ό,τι άλλα τιμαλφή βρήκε στο κρυφό μπαούλο. Είναι ολοφάνερο ότι την έπιασαν στα πράσα, πιθανότατα ενώ μετέφερε τα κλοπιμαία. Ή μπορεί να ανακάλυψαν έντρομοι ότι κάτι έλειπε απ' το μπαούλο, να πήγαν να τη ρωτήσουν και να τα είδαν στο δωμάτιό της.
Σηκώνεται όρθιος. Δεν αντέχει να κάθεται σε απραξία. Περπατά στο μικρό του δωμάτιο γεμάτος υπερένταση και το κλάμα της του σπαράζει την καρδιά. Παίρνει γρήγορα την απόφασή του: θα βγει στο σαλόνι και θα την υπερασπιστεί! Όχι για χάρη της τελειωμένης σχέσης τους, αλλά για χάρη του καιρού που τη θεωρούσε αδελφή του. Θα πει στους γονείς της ότι η Νίλυα δεν ήταν καλά ψυχολογικά αυτό τον καιρό (πράγμα που είναι αλήθεια) κι ότι πάνω στην απελπισία της και το αίσθημα της αδικίας που την έπνιγε, προέβη σε μια τόσο άσχημη πράξη. Μπορεί έτσι να τους κάνει να καταλάβουν και να τη συγχωρήσουν. Πλησιάζει ξανά στο κρεβάτι του και κάνει να πάρει ένα ρούχο από τα ράφια που βρίσκονται πάνω από αυτό, όταν κλωτσάει κάτι. «Τι ήταν αυτό;», μουρμουρίζει. Δε θυμάται ν' άφησε κάτι στο πάτωμα. Μέσα στο σκοτάδι σκύβει να μαζέψει το αγνώστου ταυτότητας αντικείμενο και τα μάτια του ανοίγουν διάπλατα όταν το πιάνει κι αντιλαμβάνεται πως πρόκειται για πολύτιμη πέτρα και μάλιστα μεγάλη. Ποτέ δεν είχε τέτοιες! Πώς είναι δυνατόν να..;
«Πατέρα, δε φταίω εγώ, ο Σίον φταίει!» Για μια στιγμή είναι σίγουρος ότι δεν άκουσε καλά. Η φωνή της Νίλυας ακουγόταν μπουκωμένη, επειδή μάλλον ο Μέιλορ την έχει αρπάξει από το πρόσωπο, απαιτώντας εξηγήσεις. Δε βγάζει νόημα να λέει ότι φταίει αυτός. «Εκείνος με πλεύρισε και μ' έβαλε να το κάνω! Κι αν δεν με πιστεύετε, ψάξτε στο δωμάτιό του. Έχει τα μισά πετράδια εκεί!» Το πετράδι πέφτει απ' το χέρι του και το στομάχι του αρχίζει να καίει. Τον κατηγόρησε για κλέφτη! Πώς τόλμησε!; Πανικόβλητος, βάζει ξανά το χέρι του κάτω απ' το κρεβάτι και πιάνει κι άλλα πετράδια. Το μυαλό του, που δουλεύει σε ταχύτητες που δεν πίστευε ότι υπάρχουν, τον οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πρέπει αυτή η απαράδεκτη να τα έκρυψε στο δωμάτιο όταν εκείνος ήταν έξω. Γιατί; Γιατί του το έκανε αυτό!; Δεν ξέρει τι νιώθει. Οργή; Προδοσία; Τρόμο; Το μόνο που ξέρει είναι ότι έχει ήδη αρχίσει να μαζεύει πανικόβλητος τα κλοπιμαία, όταν η πόρτα ανοίγει με δύναμη και το φως πέφτει πάνω στις γυαλιστερές επιφάνειες που κρατά, μαζί με τη σκιά του Μέιλορ, που τον κοιτάζει άναυδος.
---
«Σε είχα σαν παιδί μου!», φωνάζει ο μεγαλύτερος άντρας. «Σου άνοιξα το σπίτι μου, όταν άλλος στη θέση μου θα σε άφηνε στην τύχη σου», συνεχίζει κι ο Σίον τον ακούει σκυφτός και με εντελώς ανέκφραστο πρόσωπο. Στον καναπέ πίσω και δεξιά του ακούει τη Νίλυα να κλαίει γοερά, ενώ η μητέρα της την έχει αγκαλιά και την παρηγορεί αποκαλώντας την για πρώτη φορά 'κοριτσάκι μου. «Κι εσύ έτσι μου το ανταποδίδεις!; Αποπλανώντας την κόρη μου και κλέβοντάς με!;», κορυφώνεται ο κατηγορητικός του λόγος κι η Νίλυα αφήνει έναν πιο δυνατό λιγμό, στον οποίο ο Σίον γυρίζει μια στιγμή και την κοιτάει. Το βλέμμα του πέφτει πάνω της με θυμό. Διακρίνει την ενοχή στο δικό της βλέμμα, αλλά μόλις για μια ανάσα, προτού αρχίσει ξανά να κλαίει και να τον κατηγορεί στην Αντίν που της σκουπίζει τα δάκρυα, αγριοκοιτάζοντας τον θετό γιο της. «Δεν έχεις τίποτα να πεις για το έγκλημά σου, Σίον!;», του τραβά και πάλι την προσοχή ο Μέιλορ κι ο Σίον τον αντικρίζει εξίσου ανέκφραστος με πριν.
«Δε διέπραξα κανένα έγκλημα, Μέιλορ», απαντά με απάθεια. «Με ξέρεις παραπάνω από τη μισή μου ζωή. Σε αντιμετώπισα με σεβασμό, σαν πατέρα. Σου δούλεψα τίμια. Δεν θα τολμούσα ποτέ να σε προδώσω».
«Τα αποδεικτικά στοιχεία άλλα λένε! Θα περάσεις τα υπόλοιπα χρόνια σου στη φυλακή, αλήτη!», πετιέται η Αντίν, χωρίς ν' αφήνει από την αγκαλιά της τη Νίλυα. Σε άλλη περίπτωση, ο Σίον θα το έβρισκε συγκινητικό που επιτέλους της δείχνει αγάπη, μα τώρα η εικόνα τους του ανακατεύει το στομάχι, αφού γνωρίζει πως βασίζεται όλη σε ένα κάρο ψέματα της κοπέλας που αγαπούσε.
Δεν τους μιλά ξανά. Δεν έχει νόημα. Δεν θα τον πιστέψουν. Η Νίλυα είναι τόσο δυνατή στα ψέματα, τα οποία εξασκούσε όλο τον καιρό που παρίστανε πως τάχα νοιαζόταν γι' αυτόν, που δεν θα πιστέψουν λέξη. Άλλωστε τους είπε την αλήθεια. Αυτοί ήταν που δεν θέλανε ν' ακούσουνε. Ένοπλοι φρουροί μπαίνουν στο σπίτι και ρωτούν τον Μέιλορ γιατί τους κάλεσε. Εκείνος τους δείχνει τον Σίον κι απαιτεί να τον συλλάβουν. Τότε η αγωνία τον καταβάλλει κι αρχίζει να φωνάζει ότι δεν το έκανε αυτός, ενώ τον παίρνουν σηκωτό. Κοιτάζει τελευταία φορά το πρόσωπο της Νίλυας. Το κοιτάζει ικετευτικά και την παρακαλά να πει την αλήθεια. Εκείνη γυρίζει αλλού κι η πόρτα του σπιτιού που έμενε από τότε που ορφάνεψε, κλείνει πίσω του για πάντα, κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top