Ο, ο) Οργή

ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: περιέχει αναφορά σε ημισυναινετικές σεξουαλικές σχέσεις συμφεροντολογικού χαρακτήρα μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου.

Ο, ο) Οργή

Το κλειδί γύρισε αργά στην κλειδαριά κι η βαριά σμαραγδένια πόρτα άνοιξε μ' ένα ηχηρό τρίξιμο. Το γραφείο είχε μείνει σφραγισμένο πάνω από πέντε μήνες, αλλά τα έπιπλα, σκεπασμένα από ένα λευκόγκριζο στρώμα σκόνης, προσέδιδαν μια πινελιά πολυετούς εγκατάλειψης στο χώρο.

«Εδώ μέσα μυρίζει θάνατο», μουρμούρισε η Άλισσυ και μια ανατριχίλα τη διαπέρασε καθώς πλησίασε την καρέκλα που συνήθιζε να κάθεται η ανώτερή της. Οι υπόλοιπες δεν μοιράστηκαν κανένα σχόλιο πάνω στη δήλωσή της, αν κι όλες συμφωνούσαν. Το να βλέπουν την καρέκλα άδεια και στραβά τοποθετημένη, σαν να είχε τραβηχτεί απότομα τις έκανε να σκέφτονται πόσο βιαστικά θα σηκώθηκε η Λιουντέμνια να φύγει για έναν προορισμό από τον οποίο δε γύρισε ζωντανή. Ήταν μακάβριο, αν και μονάχα το ένα δέκατο απ' όσο ήταν η κατάσταση στην οποία είχε βρεθεί η Αρχιέρεια κι η αντίπαλός της, που όπως φάνηκε, είχαν γίνει η μια φόνισσα της άλλης.

«Γρήγορα, έχουμε πάρα πολλή δουλειά», αναφώνησε η Σιβέλ, σε μια προσπάθεια να σβήσει από το νου της τη φρικώδη εικόνα που αντίκρισε τη μέρα που ανακαλύφθηκαν τα νεκρά σώματα των δύο γυναικών. Με σβέλτες κινήσεις άφησε τον κουβά της καταγής και βούτηξε μέσα ένα μεγάλο κομμάτι ύφασμα, το οποίο χρησιμοποίησε για να ξεσκονίσει και ν' απολυμάνει την επιφάνεια του γραφείου. Οι συνάδελφοί της ακολούθησαν το παράδειγμά της και στρώθηκαν στο καθάρισμα, προσπαθώντας επίσης να μη σκέφτονται. Σύντομα το λευκόγκριζο στρώμα σκόνης εξαφανίστηκε και μια ανεπαίσθητη γυαλάδα πήρε τη θέση του.

«Νιώθω πολύ περίεργα», έλεγε η Ραβάννα στη Ντεμάιρα, ενώ τη βοηθούσε να περάσει ένα χέρι απολυμαντικό υγρό το κούφωμα του στρογγυλού παραθύρου.

«Ακόμα δεν το 'χεις συνειδητοποιήσει, έτσι;», ρώτησε εκείνη. «Δεν μπορώ να το εξηγήσω αλλιώς που κοτζάμ Φεγγαροφώτιστη κάνει γενική, αντί να καλλωπίζεται για τη μεγάλη μέρα. Άσε κάτω το πανί, είπαμε, δική μας δουλειά είναι», της επανέλαβε για άλλη μια φορά αυτό που της έλεγε όλη την ώρα κι αποπειράθηκε ν' αρπάξει το πανί που χρησιμοποιούσε για να καθαρίσει.

«Μ' έχεις για αναίσθητη;», απόρησε η πρασινομαλλούσα, παίρνοντάς το μακριά, πριν προλάβει να της το αρπάξει. «Εσείς να δουλεύετε σαν υπηρέτριες κι εγώ να κάθομαι;»

Στο πρόσωπο της Ντεμάιρας ήταν για λίγο φανερή η ενόχληση που πάλι δεν κατάφερε να τη σταματήσει απ' ό,τι έκανε, ωστόσο αμέσως μετά γλύκανε. «Όχι, Ραβάννα», της είπε ήρεμα και σοβαρά. «Δεν σ' έχω για αναίσθητη. Όλες εδώ μέσα γνωρίζουμε και πόσα υπέμεινες και πόσο δούλεψες και πόσο μας υπολογίζεις. Προσωπικά, γνωρίζω επίσης ότι δεν πρόκειται η εξουσία να κάνει τα μυαλά σου να πάρουν αέρα, δεν περιμένω τίποτα λιγότερο από σένα». Κοίταξε από απόσταση τις άλλες γυναίκες που έκαναν κάτι παρόμοιο μ' αυτές σε άλλα σημεία του δωματίου. «Όμως αυτή η περίπτωση είναι ειδική... Η προετοιμασία των διαμερισμάτων σου είναι δική μας υποχρέωση και ευχαρίστηση. Άσε μας να σου δείξουμε πόσο χαρούμενες είμαστε για τη νίκη σου στις εκλογές και κοίταξε να ξεκουραστείς για τις εικοσιμία του μηνός...», ολοκλήρωσε με τα χέρια της στους ώμους της συνομιλήτριάς της.

Η Ραβάννα κοίταξε το πάτωμα κι έπειτα τη δρύινη έδρα και την καρέκλα, που είχε επιστρέψει σε κλειστή θέση. «'Των διαμερισμάτων μου'...», επανέλαβε βλοσυρά. «Αυτό είναι που με κάνει να νιώθω περίεργα... Θα κοιμάμαι και θα εργάζομαι στα ίδια μέρη που κοιμόταν κι εργαζόταν εκείνη. Θα κρατώ το σκήπτρο που κρατούσε εκείνη και θα φοράω το έμβλημα που φορούσε εκείνη. Θα έχω πάντα μια ταύτιση με τη Λιουντέμνια. Μια ταύτιση που δεν τη θέλω... Δε θέλω να εξελιχθώ σε τύραννο...»

«Δεν θα εξελιχθείς σε τύραννο», πετάχτηκε απρόσκλητη στη συζήτηση η Σιβέλ.

«Πάλι κρυφακούς εσύ;», της έκανε παρατήρηση η Ντεμάιρα.

«Δεν κρυφακούω, έχω πολύ οξυμένη ακοή».

«Μμμ, έτσι τη λένε τώρα την κουτσομπολίστικη διάθεση;»

«Σώπα, Ντεμάιρα κι άσε με να συνετίσω ετούτη εδώ. Λοιπόν, άκου εσύ...», επέμεινε η Σιβέλ και κοίταξε τη Ραβάννα. «...δεν έχεις καμία απολύτως σχέση με τη Λιουντέμνια, ούτε θα έχεις ποτέ. Κατανοητό;»

«Μαλώνεις την Αρχιέρεια, Σιβέλ; Δεν ντρέπεσαι;»

«Δε φοβάσαι μη σε διώξει;», παρενέβησαν περιπαιχτικά η Φυρόλνυ με την Τίλλια, που άκουσαν τον τόνο επίπληξης στη φωνή της. «Μα εν πάση περιπτώσει, έχει δίκιο, Ραβάννα», δήλωσε η τελευταία.

«Ναι», συμπλήρωσε η Φυρόλνυ. «Η Λιουντέμνια μας έκανε το βίο αβίωτο από το πρωί ως το βράδυ. Και δεν θα 'ναι υπερβολή να σου πω ότι μόνο με την προσευχή αντέξαμε όλες και δε φύγαμε τρέχοντας. Η εκλογή σου είναι ο λόγος που εδώ και τόσες μέρες ξυπνάμε χαρούμενες. Που ετοιμαζόμαστε με προσμονή για τα καθήκοντά μας, αντί να τα τελούμε σαν αγγαρείες. Και που αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε εδώ μέσα, σ' αυτό το γραφείο που όλες φάγαμε κατσάδα κι αντί να φοβόμαστε, αστειευόμαστε».

«Και να σου πω και κάτι τελευταίο;», πήρε το λόγο η Ντεμάιρα. «Μη σκέφτεσαι ότι θα κρατάς και θα φοράς τα δικά της σύμβολα, αλλά τα σύμβολα της Λούθιας. Της καλής μας Λούθιας, που σκόρπαγε απλόχερα την καλοσύνη και την αγάπη της όσο ζούσε. Ό,τι άφησε πίσω έχει ποτιστεί ακόμα και στους τοίχους αυτού του δωματίου. Δεν μπορεί να εξατμίστηκε μέσα σε δεκαέξι χρόνια...»

«Σωστά, εσύ στα δικά της χνάρια θα βαδίσεις, όχι στης Λιουντέμνιας», μπήκε επιτέλους στην κουβέντα η Άλισσυ, έχοντας στηρίξει τη σκούπα της στον τοίχο. «Θα κάνεις τον Ναό μας κι όλο το βασίλειο ευτυχισμένο, όπως λένε ότι ήταν τότε που κυβερνούσε η Μητέρα Λούθια. Πιστεύουμε σ' εσένα, Ραβάννα...»

Η πρασινομαλλούσα κοιτούσε συγκινημένη τα πρόσωπά τους. Σε όλα έβρισκε ειλικρίνεια κι ευτυχία. Δύο στοιχεία που σε μερικά εξ αυτών δεν τα είχε βρει ποτέ. Ευχήθηκε να ήταν κι η Έδιββυ μαζί τους. Η λύπη της ήταν μεγάλη σαν ανακάλυψε ότι η δύστυχη είχε φύγει από τη ζωή πριν από δύο χρόνια. Πόσο ευχόταν να την έφερνε πίσω στον Ναό! Να της έδινε ξανά τον χιτώνα της και την τιμή που τόσο άδικα η Λιουντέμνια της στέρησε διώχνοντάς την άνευ λόγου. Από τότε που το έμαθε, η Ραβάννα προσευχόταν γι' αυτήν κάθε βράδυ και ζητούσε από τη Σελντίνια να την έχει στην αγκαλιά της, εκεί όπου άξιζε να είναι πάντα η ταπεινή και καλοκάγαθη γυναίκα. Το μυαλό της έτρεξε αμέσως μετά στη Λάμεννη. Στη Λάμεννυ που θα ήταν τόσο ευτυχισμένη όσο οι άλλες, αν όχι και περισσότερο. Μα ξέροντας ότι εκεί στα ξένα που βρισκόταν επιτελούσε σπουδαίο έργο κι έχοντας ήδη διαβάσει την γεμάτη ενθουσιασμό συγχαρητήρια επιστολή που της έστειλε μετά τα αποτελέσματα, προσπέρασε την επιθυμία της να τη δει από κοντά κι επικεντρώθηκε στις υπόλοιπες αδελφές της.

«Σας ευχαριστώ πολύ», μουρμούρισε με ευγνωμοσύνη για τα λόγια και την ενθάρρυνση που της προσέφεραν. Ήταν έτοιμη να ξαναπιάσει δουλειά, όταν ένας θόρυβος από κάτι που σερνότανε τράβηξε την προσοχή της στον διάδρομο. Οι άλλες γύρισαν τα βλέμματά τους κατά 'κει κι αυτό που αντίκρισαν τις άφησε με τα στόματα ανοιχτά.

«Νούλιφερ; Έκοψες τα μαλλιά σου; Και γιατί είσαι ντυμένη έτσι; Τι σημαίνει αυτό;», ρώτησε μία, σαρώνοντας με τα μάτια της τη μελαχρινή γυναίκα απ' την κορυφή ως τα νύχια. Αντί για τον χιτώνα της, φορούσε ένα σταχτί φόρεμα που έδειχνε πάρα πολύ παλιό, τα μαλλιά της, που είχαν πλέον το μισό τους μήκος, ήταν πιασμένα σε μια ψηλή κι αυστηρή αλογοουρά, ενώ πίσω της σερνόταν ένας βαρύς σάκος.

«Φεύγω. Παραιτούμαι», δήλωσε ψυχρά και κουρασμένα.

Ακολούθησε καταιγισμός από 'τι', καθώς οι ιέρειες δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι άκουσαν κάτι τέτοιο. «Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό», της είπε η Ραβάννα. «Είναι μεγάλη αμαρτία προς τη Θεά κι άδικο προς τον εαυτό σου».

«Μεγαλύτερο άδικο απ' εκείνο που μου 'κανε η Σελντίνια; Αποκλείεται».

«Γίνεσαι βλάσφημη. Το ξέρω ότι σε παραξένεψε που δε βγήκες εσύ πρώτη, όπως παραξένεψε κι εμένα, γιατί αλήθεια σου λέω, με παραξένεψε, όμως-»

«...όμως προσπάθησε να δεις την ήττα με αξιοπρέπεια», διέκοψε τη Ραβάννα η Ντεμάιρα, δείχνοντας επιτέλους τον εκνευρισμό της απέναντι στη Νεράιδα που όλα αυτά τα χρόνια αποτελούσε το ρόλο της σπιούνας για όλες.

«΄Αξιοπρέπεια'...», μουρμούρισε με θυμηδία η Νούλιφερ κι έσκυψε το κεφάλι. «Εγώ δεν έχω πια αξιοπρέπεια...», συνέχισε και παρ' όλο που πάντα μιλούσε με πικρία, αυτή τη φορά ήταν πολύ πιο έντονη στον χρωματισμό της φωνής της. «Να μείνω και να κάνω τι; Την υποτακτικιά αυτηνής; Να υποστώ κι αυτή την ταπείνωση; Όχι, ευχαριστώ».

«Κανείς δε μίλησε για υποτακτικές, Νούλιφερ», πέταξε η Ραβάννα. «Να μείνεις γιατί αυτό το καθήκον επέλεξες. Να μείνεις γιατί αποτελείς κομμάτι του Ναού της Σελήνης, όσο κι εμείς».

«Μη μου παριστάνεις εμένα την καλή τώρα που βγήκες πρώτη στις ψήφους, ξαδέλφη του Βασιλιά», αντιγύρισε η Νούλιφερ κι ο αδιόρατος, ωστόσο σαφής υπαινιγμός της εκνεύρισε τη Ραβάννα σε δευτερόλεπτα. «Ξέρω ότι θα βγάλεις το άχτι σου πάνω μου, όπως σκοπεύουν να κάνουν κι οι άλλες», έδειξε κι η μελλοντική Αρχιέρεια ακολούθησε το χέρι της και προς δυσαρέσκειά της, τα πρόσωπα των γυναικών γύρω της επιβεβαίωναν ότι δεν επρόκειτο να φανούν καλές κι ευγενικές με τη μεγαλύτερη ιέρεια. «Και να σου πω κάτι; Δεν πρόκειται να το ανεχτώ για δεύτερη φορά...»

«Για δεύτερη φορά; Δεν καταλαβαίνω σε τι αναφέρεσαι».

«Αναφέρομαι στη Λιουντέμνια, αυτό το γέννημα της κακιάς ώρας», ξεστόμισε με μίσος τα λόγια της η Νούλιφερ κι άφησε κάτω τον σάκο της. «...που θεωρούσε ότι ήταν καλύτερη απ' όλους. Δεν υπήρχε άλλη μέσα σ' ετούτο τον ναό με πιο λαμπρή περηφάνεια, πιο καθαρή τιμιότητα, πιο φωτεινή ψυχή!», έφτυσε με ειρωνεία. «Εικοσιπέντε χρόνια ήμουν η σκιά της. Μια σκιά που θα την είχε πίσω της και θα την αγνοούσε, ή μπροστά της και θα την ποδοπατούσε. Εικοσιπέντε χρόνια της έκανα τη μάνα που δε γνώρισε, την αδελφή που δεν απέκτησε, τη φίλη που δεν έκανε. Σε κάθε της αρρώστια έσπευδα να τη συντρέξω κι ας μου ρήμαζε την ψυχή με τις προσβολές και την υποτίμησή της. Σε κάθε δύσκολη απόφαση τη συμβούλευα κι ας κορόιδευε την φτωχή μου καταγωγή όποτε της δινόταν ευκαιρία για να νιώθει ανώτερη. Μέρες και μέρες κρυφάκουγα να μάθω τι κάνατε για να πάω να τις τα πω. Νύχτες και νύχτες άκουγα τις κίβδηλες ασυναρτησίες της περί ηθικής κι αγνότητας, τα ίδια και τα ίδια ως το ξημέρωμα!». Σταμάτησε για να ηρεμήσει την ανάσα και τους χτύπους της καρδιάς της που ως τώρα είχαν πάρει φωτιά, τόσο λόγω της οργής που άφηνε ελεύθερη, όσο και για την ντροπή που της προκαλούσε η αποκάλυψη που επρόκειτο να κάνει αμέσως μετά.

«Δε λέω, με εμπιστευόταν και μόνο σε μένα εξομολογούταν τα κρυφότερα μυστικά της, μα τι να το κάνω όταν με αντιμετώπιζε σαν ανδρίκελο; Ως και για τις σαρκικές της ανάγκες σ' εμένα έτρεχε». Όλες άφησαν κοφτές ανάσες. Για πολλή ώρα καμία δεν μπορούσε να μιλήσει κι εκείνη έσκυψε το κεφάλι αργά και χαμηλά, τόσο χαμηλά που το πρόσωπό της δε φαινόταν καθόλου. «Πίστευε ότι έβγαζα από μέσα της τις σκιές που τη σπρώχναν στο κακό όποτε την έπιαναν εκείνα τα καταραμένα σκιρτήματα κι απ' τη στέρηση ξεσπούσε τα νεύρα της πάνω μας. Κατά κάποιον τρόπο αυτό έκανα αφού μετέπειτα ηρεμούσε και για λίγο δεν μας φώναζε. Είμαι βέβαιη, όμως, πως κατά βάθος γνώριζε πως τούτη η πράξη στην οποία προβαίναμε δεν ήταν 'αρχαία τελετή', όπως την αποκαλούσαμε αναμεταξύ μας. Γνώριζε τι της έκανα, τι αναγκαζόμουν να της κάνω. Γνώριζε από την πρώτη φορά που της το πρότεινα πως ήταν αμαρτία, αλλά συνέχισε να το επιδιώκει προς ικανοποίησή της. Άλλωστε... μόνο αυτή την ικανοποίηση θα μπορούσε να 'χει, με τον όρκο και τον παλιοχαρακτήρα της στη μέση. Σιχαινόμουν κάθε δευτερόλεπτο που την άγγιζα με τη γλώσσα μου, κάθε αρρωστημένο βογγητό που άκουγα απ' τα χείλη της, μα συνέχιζα ν' ακολουθώ υπάκουα όλες τις δήθεν 'τελετουργικές οδηγίες' της και να της προσφέρω κεκαλυμμένη ηδονή. Κι όλα αυτά για να 'χω την εύνοιά της. Για να μ' εκτιμά και κάποια μέρα να με προτείνει για διάδοχό της, η αχρόνιαστη... Μετανιώνω που δεν την έφτυσα ποτέ κατάμουτρα».

Οι υπόλοιπες ιέρειες είχαν βουβαθεί για τα καλά. Τους έλεγε αλήθεια; Τους έλεγε ψέματα για να προσβάλει τη μνήμη της νεκρής από εκδίκηση; Ποια από τις δύο ήταν που έσπρωξετις συνευρέσεις μεταξύ τους να ξεκινήσουν και για πόσο καιρό συνέβαινε αυτό; Καμιάς το μυαλό δεν ήταν ικανό να δεχθεί ό,τι άκουσαν μόλις από τη μεγαλύτερη Νεράιδα. Όταν αποφάσισε να σηκώσει ξανά το κεφάλι της, αντίκρισε το σοκ και την απογοήτευση στα μάτια τους. Μα περισσότερο στης Φυρόλνυ, που έτρεμε σύγκορμη. «Πώς... μπόρεσες..;», κατάφερε να ρωτήσει κι η φωνή της έτρεμε όσο το κορμί της.

Η Νούλιφερ την κοίταξε με μισό μάτι. «Θα περάσω δικαστήριο από σένα, Φυρόλνυ;», ρώτησε αποκαμωμένη και πικρή όσο ποτέ. «Θα κρίνεις εμένα που η πράξη μου ήταν θυσία για το κοινό καλό εσύ; Που γεννήθηκες με την αρρώστια να ερωτεύεσαι άλλες γυναίκες;»

«Πάψε πια!», πήρε θέση η Ραβάννα εξοργισμένη. «Συγκρίνεις τη Φυρόλνυ, που είναι υπόδειγμα ηθικής και ιέρειας, με τον εαυτό σου και μάλιστα με τέτοιο αισχρό τρόπο!;», συνέχισε να της φωνάζει. «Το είδος του έρωτα είναι το μεγαλύτερο πρόβλημά σου ή το κίνητρο πίσω απ' αυτόν; Κατά πώς μας τα λες, εσύ δεν το έκανες γιατί το ήθελες. Εκπόρνευσες τον εαυτό σου, Νούλιφερ! Και το έκανες γιατί κοιτούσες το συμφέρον σου!»

«Το συμφέρον όλων κοιτούσα!», της απάντησε χωρίς αιδώ. «Και το δικό σας και των κοσμικών! Κι η Θεά το έβλεπε! Ήμουν η πιο κατάλληλη να διοικήσω και τον Ναό και τους υπόλοιπους πιστούς, γιατί μόνο εγώ ήξερα πώς πραγματικά λειτουργεί ο κόσμος και μόνο εγώ θα μπορούσα να τον αλλάξω προς το καλύτερο. Εγώ που ανατράφηκα μέσα στη φτώχεια κι υπέμεινα τα πάνδεινα από την ανάξια Λιουντέμνια! Η Σελντίνια μου το όφειλε να γίνω Αρχιέρεια! Το δικαιούμουν μετά απ' όσα τράβηξα! Μα επέτρεψε να ηττηθώ και να παραμείνω δεύτερη! Μόνιμα δεύτερη! Ως εδώ πια ο εξευτελισμός... φεύγω να ησυχάσω...» Αυτά τα λόγια είπε και μη περιμένοντας ν' ακούσει κάτι άλλο, ξαναπήρε το φορτίο της και γύρισε να φύγει. Το σοκ εξακολούθησε να κρατά σε παράλυση τις συναδέλφους της. Κοιτούσαν την καμπούρα στην πλάτη της και τα αποκαμωμένα της βήματα και παρά την αποστροφή τους για τις πράξεις της, λύπη άρχισε να σαλεύει στις καρδιές τους.

«Νούλιφερ!», τόλμησε να αναφωνήσει θλιμμένα η Τίλλια, προχωρώντας ξοπίσω της. «Μη φεύγεις, Νούλιφερ».

Η παράκλησή της έδωσε θάρρος και στις άλλες να μιλήσουν: «Μη φεύγεις».

«Μείνε μαζί μας, σε παρακαλώ».

«Ξέχνα τα όλα κι έλα να κάνουμε μια καινούρια αρχή, αδελφή μου», ζήτησε τελευταία η Φυρόλνυ, αφήνοντας πίσω την προσβολή που μόλις δέχτηκε. Η μαυρομάλλα σταμάτησε και τις κοίταξε με αδειανό βλέμμα.

«Δεν μπορώ...», ψιθύρισε στενοχωρημένη και συνέχισε το δρόμο της. Από τα μάτια της Άλισσυ έτρεχαν συνέχεια δάκρυα κι έκανε να την προφτάσει και να την εμποδίσει, μα ένιωσε ένα κρύο χέρι στον ώμο της να τη σταματά.

«Αφήστε την», είπε η Ραβάννα, τραβώντας και την προσοχή των υπολοίπων, που γύρισαν να την ακούσουν.

«Μα Ραβάννα...»

«Έκανε τις επιλογές της. Δεν μπορούμε παρά να τις δεχτούμε. Δε θα σώσουμε κάποια που δε θέλει να σωθεί...» Την κοίταξαν έκπληκτες απ' τον ψυχρό της τόνο. Η Φυρόλνυ πλησίασε την Άλισσυ και της κράτησε υποστηρικτικά το χέρι. Εκείνη αφέθηκε στην αγκαλιά της καλύτερής της φίλης κι έκλαψε.Τα πρόσωπά τους ήταν γεμάτα θλίψη.

«Μα είναι άδικο...», μουρμούρισε η Ντεμάιρα. «Η ζωή της όλη ήταν άδικη...»

«Κανενός η ζωή δεν είναι δίκαιη, Ντεμάιρα», ξεφύσησε η μελλοντική Αρχιέρεια. «Οι επιλογές μας κάνουν τη ζωή μας. Θλίβομαι για εκείνη που ξέπεσε σε κάτι τόσο επαίσχυντο κι ανέχτηκε κάτι που μισούσε για να πετύχει τον στόχο της. Θλίβομαι και για τη Λιουντέμνια που ενώ όφειλε να δείξει συγκράτηση λύγισε στις ορμές της και δε σεβάστηκε μήτε τον εαυτό της, μήτε τη Νούλιφερ, μήτε τον ιερό χώρο στον οποίο βρισκόταν...»

«Ραβάννα...», αναστέναξε η Σιβέλ. «...έχω χάσει πάσα ιδέα μ' αυτούς τους ισχυρισμούς της. Δεν μπορεί να είναι αλήθεια. Κι αν είναι...», κοκκίνισε από ντροπή στη σκέψη ότι ήταν αλήθεια. «...δεν μπορώ να ξεχωρίσω αν ήταν η Λιουντέμνια που εκμεταλλεύτηκε τη Νούλιφερ ή η Νούλιφερ που εκμεταλλεύτηκε τη Λιουντέμνια... Δεν μπορώ να καταλάβω τίποτα πια...»

Η πρασινομαλλούσα έπιασε το μέτωπό της, κάνοντας μασάζ για να ηρεμήσει τον πονοκέφαλο που είχε κιόλας εγκατασταθεί εκεί. «Κι οι δυο εκμεταλλεύτηκαν η μία την άλλη», δήλωσε αργά. «Κι οι δυο έγιναν έρμαια των παθών τους...»

«Πώς θα συνεχίσουμε μετά από τέτοιο σκάνδαλο;», ξαναρώτησε η Σιβέλ με τα χέρια στη μέση, επιτρέποντας στο πιο οικείο αίσθημα του θυμού να πάρει τη θέση του σοκ.

Η Ραβάννα έμεινε να σκέφτεται. Όσα άκουσε την είχαν ταράξει όσο τις άλλες, προσπαθούσε όμως να μην το δείχνει, θέλοντας να είναι το στήριγμα που είχαν όλες ανάγκη τη δεδομένη στιγμή. Προσευχήθηκε από μέσα της για μια λύση. «Θα ευχόμαστε και για τις δύο», ανακοίνωσε τελικά. «Θα παρακαλούμε τη Σελντίνια να τις συγχωρήσει και θα φροντίσουμε να μην ξαναγίνει παρόμοια εκμετάλλευση ούτε εδώ μέσα, ούτε αλλού, όσο τουλάχιστον περνάει από το χέρι μας», συνέχισε βέβαιη ότι κι η Λούθια θα ήθελε το ίδιο. «Η Νούλιφερ έχει ανάγκη να φύγει μακριά για να γιατρευτεί. Ίσως τα καταφέρει, ίσως όχι. Από εκείνη εξαρτάται. Μα αν κάποια μέρα θελήσει να επιστρέψει και να διαλέξει το δύσκολο δρόμο της εξιλέωσης, η πόρτα μας θα είναι ανοιχτή και καμιά μας δεν θα την κατακρίνει. Είστε σύμφωνες;» Οι άλλες γυναίκες έγνεψαν, αν και κάποιες πιο δυστακτικά και με το ζόρι. «Ωραία. Και τώρα θέλω όλες να προσπαθήσετε να ξεχάσετε αυτό το συμβάν».

«Δεν είναι εύκολο».

«Το ξέρω, μα είναι το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε-»

Ένα γυναικείο κλάμα από ένα άλλο δωμάτιο τους τράβηξε την προσοχή και τρομαγμένες βγήκαν στον διάδρομο, μόνο για να βρουν τη Μέλιαλυθ, τη δεύτερη έμπιστη της Λιουντέμνιας ν' αφήνει δυνατούς λυγμούς που κόντευαν να την πνίξουν. «Μέλιαλυθ, τι έχεις;», ρώτησε η Άλισσυ, που δεν είχε συνέλθει εντελώς απ' το δικό της κλάμα.

Η άλλη ιέρεια τις κοίταξε. Τα μάτια της ήταν κατακόκκινα. «Η Νούλιφερ... έφυγε!», αναφώνησε ξέπνοα.

«Άκουσες τι μας είπε;», τη ρώτησε η Φυρόλνυ πλησιάζοντάς την. «Ήξερες για εκείνη και τη Λιουντέμνια;»

Η Νεράιδα κούνησε σπασμωδικά το κεφάλι πέρα-δώθε. «Όχι, δεν ήξερα. Ούτε έκανα ποτέ κάτι παρόμοιο», ομολόγησε με αφελή ειλικρίνεια. «Αλλά ήμουν κι εγώ υποτακτική της Λιουντέμνιας και πάντα σώπαινα στις αδικίες που την έβλεπα να διαπράττει... κι όταν της μιλούσα την κολάκευα και την εκθείαζα για να μ' έχει σε εκτίμηση. Τη φοβόμουνα... ήμουν δειλή...», παραδέχτηκε. «Θα με διώξετε κι εμένα;», απηύθυνε την ερώτηση σε όλες, μα περισσότερο στη Ραβάννα, την οποία θωρούσε με τρόμο. Η τελευταία την πλησίασε.

«Εσύ θέλεις να φύγεις;»

«Όχι», έκανε ρουφώντας τη μύτη της. «Δεν έχω πού αλλού να πάω. Θέλω να μείνω... να μείνω και να παλέψω να γίνω καλύτερη... Σας ικετεύω, δώστε μου συγχώρεση... δώστε μου μία δεύτερη ευκαιρία...»

«Δε θα πας πουθενά, Μέλιαλυθ», της είπε η Ραβάννα αφήνοντας τη φωνή της ν' ακουστεί πιο γλυκά και μη δείχνοντας τον παραμικρό δισταγμό στην απόφαση που πήρε. «Θα μείνεις εδώ, μαζί μας. Εδώ είναι το σπίτι σου. Θα έχεις τη δεύτερη ευκαιρία σου! Και δεν θα φοβάσαι πια, εντάξει;», ολοκλήρωσε κι η άλλη ιέρεια την αγκάλιασε ξεσπώντας σε πιο δυνατά κλάματα, που αυτή τη φορά φανέρωναν την ευγνωμοσύνη της. Οι υπόλοιπες Κόρες της Σελήνης παρακολουθούσαν τη σκηνή, ώσπου τελικά, έχοντας την ανάγκη να ξεχαστούν, όπως τους ζητήθηκε και να νιώσουν ότι ναι, κάποια μπορούσε να σωθεί από το προηγούμενο καθεστώς στο οποίο ζούσαν, πλησίασαν κι αυτές κι αγκάλιασαν τη Μέλιαλυθ. Όλες έκλαψαν εκείνο το απόγευμα. Κάποιες από ανακούφιση, άλλες από θυμό, άλλες από δυσαρέσκεια. Μα όλες εκτόνωσαν τα έντονα συναισθήματά τους κι όλες ένιωσαν ότι με τη νέα τους Φεγγαροφώτιστη να τις καθοδηγεί οδεύανε πράγματι σ' ένα πιο φωτεινό μέλλον.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top