Ν, ν) Νεοεκλεχθείσα
Ν, ν) Νεοεκλεχθείσα
Στην καρδιά του Ασημένιου Δάσους βρισκόταν καλά κρυμμένη μια αρχαία, ιερή τοποθεσία, που κάποιοι επέμεναν να υποστηρίζουν ότι μόνον οι Νεράιδες με καθαρή καρδιά μπορούσανε να βρουν: το Ξέφωτο της Αλιερόα, της Πρώτης Αρχιέρειας της Σελήνης. Σύμφωνα με την παράδοση, εκεί έγιναν οι πρώτες τελετές εις το όνομα της Θεάς του Φεγγαριού κι έκτοτε έπαιζε μείζονα ρόλο στη λατρευτική ζωή των πιστών.
Την εικοστή πρώτη νύχτα του Μαΐου του έτους 1107, την νύχτα της γλυκιάς Πανσελήνου του Λουλουδιού, άλλη μια τελετή, μια τελετή σπουδαία και βαρυσήμαντη έμελλε να πραγματοποιηθεί εκεί. Επρόκειτο για το Χρίσμα της Αρχιέρειας ή Αρχισεληνιάδος, όπως αποκαλούσαν τη θρησκευτική μητριάρχη τα παλιά χρόνια. Τούτη τη νύχτα, το μεγάλο κι ιερό καθήκον της πνευματικής ηγεσίας των Νεραϊδών θα παραδιδόταν από τα χέρια του λαού στην ιέρεια που είχε εκλέξει. Αυτή η ιέρεια ονομαζόταν Ραβάννα.
Από τα εικοσιένα της μόλις χρόνια -αριθμός σημαδιακός, όπως εν τέλει αποδείχθηκε κι από την ημερομηνία της φετινής Μαγιάτικης Πανσελήνου-, αφιερώθηκε στη Θεά, στάθηκε ακλόνητη στο πλευρό της Μητέρας Λούθιας κι υπήρξε αρωγός των πνευματικών της αδελφών, αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες, καθοδηγώντας τες και δείχνοντας ηγετικό πνεύμα σε ουκ ολίγες περιπτώσεις. Όσο για τον λαό, παρά την αρχοντική της καταγωγή και την ανώτερη θέση της, δεν τον υποτίμησε, ούτε τον αγνόησε ποτέ. Τα τελευταία επτά και κάτι χρόνια τα αφιέρωσε σε αγαθοεργίες. Δεν υπήρξε φτωχός κι οικογένεια που ορφάνεψε από γονείς ή παιδιά που η Ραβάννα να μην συνέτρεξε. Και παρηγόρησε και γιατροπόρευσε και οικονομική στήριξη προσέφερε κι όλα όσα ήταν απαραίτητα για να τους βοηθήσει. Η αυταπάρνηση με την οποία έσκυβε πάνω απ' τα βάσανα των Νεραϊδών είχε δώσει σε πολύ κόσμο την αίσθηση πως δρούσε σαν να ήθελε για κάτι να επανορθώσει, ωστόσο κανείς ποτέ δε ρώτησε την ιέρεια με τα κυπαρισσί μαλλιά και τα πράσινα μάτια τι ήταν ετούτο που της έσφιγγε την καρδιά. Κι αυτό διότι, παρά την καλοσύνη και την ανιδιοτέλειά της, ήταν επίσης φανερή η ψυχρότητα κι η απρόσιτη στάση της. Ποτέ δεν καθόταν παραπάνω στα σπίτια όσων βοηθούσε, ποτέ δεν δεχόταν τα δώρα της ευγνωμοσύνης τους. Όσο και να την παρακαλούσαν, πάντα αρνιόταν με ευγένεια κι αποχωρούσε σαν φύσημα του νυχτερινού αγέρα.
Και να που απόψε βρισκόταν εδώ, εκλεγμένη απ' όλες τις Νεράιδες, έτοιμη να πάρει τη θέση της ως η επόμενη Φεγγαροφώτιστη του Νοβέλιαν. Πλήθος πολύ είχε μαζευτεί στον καμπυλωτό, αμφιθεατρικό ανοιχτό χώρο, αδημονώντας να παρακολουθήσει την τελετή. Η Βασίλισσα Τιτάνια, έχοντας αφήσει τον σύζυγο και των γιο της με τους Ευγενείς, στεκόταν ήδη πίσω από τον βράχο που φωσφόριζε στο βάθος του ξέφωτου. Οι ιέρειες τον αποκαλούσαν 'Βωμό του Φεγγαριού' κι υποστήριζαν ότι επρόκειτο για τη μεγαλύτερη φεγγαρόπετρα της Μυθυφηλίου, την οποία η Σελντίνια έστειλε στη γη, για να μεταδώσει σ' εκείνες λίγη από τη μαγεία της. Πράγματι, ο βράχος, διάφανος και γαλάζιος στο χρώμα, θα 'λεγε κανείς ότι λαμπύριζε μαγικά με άσπρες ανταύγειες, που μερικές φορές έπαιρναν όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Κανείς δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από τον τεράστιο πολύτιμο λίθο, ούτε κι από τη θεϊκή τους Νεραϊδοβασίλισσα, που φορούσε ένα εκτυφλωτικό λευκό φόρεμα με χρυσές και γαλάζιες λεπτομέρειες. Ωστόσο αυτό άλλαξε μόλις ακούστηκε από μακριά μία αιθέρια μελωδία από γυναικείες φωνές και σε λίγο η νέα Αρχιέρεια μ' όλη της τη συνοδειά* πρόβαλε στον ιερό εκείνο τόπο. Όλοι, μεγάλοι και μικροί σώπασαν, σαν να τους είχαν πάρει τη φωνή.
Η Ραβάννα κατέφτασε με το παραδοσιακό ένδυμα του χρίσματός της: έναν χιτώνα που έμοιαζε ίδιος με φεγγαρόπετρα: γαλάζιος και λαμπυρίζων με λευκές και πολύχρωμες αχτίδες, λες και τ' αστέρια είχαν αποφασίσει να παιχνιδίσουν με τη λάμψη τους πάνω του, για να δουν πώς θ' αντανακλαστούν στην επιφάνειά του. Τα μαλλιά της, μακριά κι άκοφτα, όπως επιβαλλόταν για τις Κόρες της Σελήνης, ήταν λυτά και τα στόλιζε ένα στεφάνι από μικρά, ασημένια κρύσταλλα. Δίπλα και πίσω της, οι άλλες ιέρειες προχωρούσαν με τους λευκούς τους χιτώνες. Στα επόμενα χρόνια, οι χιλιάδες παρευρισκόμενοι θα μιλούσαν για το πόσο χαρούμενες έδειχναν για την αδελφή τους και πόσο την καμάρωναν. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία θα συνέκριναν την εικόνα αυτή με την αντίστοιχη άφιξη της εκλιπούσης Λιουντέμνιας, όπου οι υπόλοιπες ιέρειες ήταν εντελώς ανέκφραστες, λες και τις είχαν φέρει με το ζόρι. Θα μιλούσαν επίσης για το πόσο διαφορετική ήταν η Ραβάννα απ' τη Λιουντέμνια. Εκεί όπου η δεύτερη χαμογελούσε υπερήφανα κι έβγαζε μία πομπώδη μεγαλοπρέπεια, η μεγαλοπρέπεια της Ραβάννας ήταν σιωπηλή. Ναι, είχε επίγνωση ότι βρισκόταν πλέον ψηλά. Ναι, έδειχνε να πιστεύει ότι κάτι τέτοιο της ταίριαζε και της άρμοζε. Μα δεν το επεδείκνυε με σκοπό να καλύψει την αμηχανία της εν παρουσία κοσμικών Νεραϊδών και την ανασφάλειά της, όπως μπορούσαν να παραδεχθούν τώρα ότι έκανε η Αρχιέρεια που τους καταδυνάστευε περίπου δύο δεκαετίες, περιορίζοντας με τον φόβο τη ζωή, τις απόψεις και τις σκέψεις τους.
Οι ιέρειες έψαλλαν μελωδικά ώσπου την οδήγησαν στον βωμό. Η Τιτάνια άφησε τη θέση της κι ήρθε μπροστά της. Τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν και της έκανε νόημα να γονατίσει. Η Ραβάννα ακολούθησε την εντολή εξίσου σιωπηλά κι η Βασίλισσα, τρόπον τινά υπόχρεη να δείξει την αποδοχή της στο θέλημα του λαού, άρχισε ν' απαγγέλλει μία προσευχή στην Κοινή Αρχαία Γλώσσα, επικαλούμενη την Αστράρχη, τη μακρινή πρόγονό της, από την οποία αιτούταν να ευλογήσει τη νεοεκλεχθείσα Αρχιέρεια. Στη συνέχεια της παρέδωσε το σκήπτρο της, ένα ψηλόλιγνο ασημένιο ραβδί με μια ωοειδή σκούρα μπλε πέτρα που θύμιζε τον νυχτερινό ουρανό: σύμβολο δύναμης και καθοδήγησης. Έπειτα ακολούθησε το έμβλημα της το καμωμένο από διάφανη πράσινη φεγγαρόπετρα, την πιο σπάνια και χαραγμένο με την αργυρή σφραγίδα της Σελντίνιας. Όταν το τοποθέτησε γύρω απ' το λαιμό της, το έμβλημα άστραψε δυνατά και το φως του αντικατοπτρίστηκε στο βωμό και στα πρόσωπα των Νεραϊδών, φανερώνοντας την αγαλλίαση της Θεάς για την επιλογή τους. Έως τότε, όλος ο λαός είχε αρχίσει κι αυτός να ψάλλει μαζί με τις ιέρειες και τα ασημίζοντα κλαδιά απ' τις ιτιές κινούνταν ελαφρά με το αεράκι, σαν να συμμετείχαν στον ρυθμό.
«Εγείρου, Αρχιέρεια Ραβάννα της Σελήνης!», διέταξε η Βασίλισσα έπειτα από την παράδοση των ιερών συμβόλων.
«Αρχιέρεια Ραβάννα της Σελήνης!», φώναξε και το πλήθος με ενθουσιασμό σαν η Αρχιέρεια, που εκείνη τη στιγμή έμοιαζε περισσότερο με θεϊκή οπτασία, παρά με γυναίκα, στάθηκε ορθή και περήφανη και στράφηκε από την Τιτάνια στους ανθρώπους της. Τους ανθρώπους που την είχαν κάνει αυτό που ήταν και τώρα υποκλίνονταν με σεβασμό μπροστά της.
Το βλέμμα της ήταν σταθερό, μα όχι αυστηρό, όμως και πάλι το πλήθος βουβάθηκε μετά από λίγο, βλέποντας το νόημα που τους έκανε με το σκήπτρο της και περιμένοντας ευλαβικά να τους βγάλει τον πρώτο της λόγο. Αφήνοντας πολύ πίσω την Τιτάνια, έκανε μερικά βήματα προς το μέρος το δικό τους. Η σιωπή συνεχίστηκε. Κοίταξε μερικούς απ' αυτούς στα μάτια. Τους κοίταξε αργά έναν προς έναν, σαν να ήθελε να νιώσει τις ενέργειές τους, τα συναισθήματά τους. Σίγουρα τους ένιωσε τρομοκρατημένους κι όχι άνευ λόγου. Πέραν κάποιων συντηρητικότερων, κανείς δεν ήθελε άλλη μία Λιουντέμνια, εξού κι ελάχιστοι ψήφισαν τη Νούλιφερ, το δεξί χέρι της εκλιπούσης, που ανήμπορη να δεχθεί την ήττα της, πέταξε τον ασημένιο χιτώνα κι εγκατέλειψε τον Ναό της Σελήνης. Επιτέλους, η Ραβάννα μίλησε πρώτη φορά. Η φωνή της, ήρεμη και καθαρή, έβγαζε τη δύναμη και την ενσυναίσθησή της:
«Λαέ του Νοβέλιαν... Απόψε, κάτω από το άγρυπνο βλέμμα της φωτοδότριάς μας, της Σελντίνιας, κάνατε σ' εμέ την ύψιστη τιμή. Στέκομαι ενώπιον σας με μια καρδιά γεμάτη ευγνωμοσύνη και ταπεινότητα. Ευγνωμοσύνη για την εμπιστοσύνη που δείχνετε στο πρόσωπό μου μ' ετούτη σας την εντολή και ταπεινότητα διότι δεν λησμονώ, μήτε θα λησμονήσω ότι η θέση που μου δόθηκε, δόθηκε από εσάς. Δεν είμαι παρά μια αντανάκλαση της δικής σας πίστης και θέλησης, ένα σκεύος θείας βούλησης της αγαπημένης μας Νυκτοδεσπότιδος. Προορισμός μου είναι να σας καθοδηγήσω στο φωτεινό μονοπάτι Της. Μα για να επιτύχω, οφείλω πρωτίστως να βαδίσω και να συνεχίσω να βαδίζω πρώτη εγώ σ' αυτό. Για ν' αφυπνίσω στις καρδιές σας τον ζήλο και την επιθυμία να το διαβείτε κι εσείς, όσο δύσβατο κι αν φαίνεται. Είθε η υπέρλαμπρη Θεά μας να με βοηθήσει να σας προσφέρω γνώση, ασφάλεια, φροντίδα και προστασία, όπως οφείλει κάθε μητέρα στα τέκνα της, δίχως να τα ξεχωρίζει. Να με βοηθήσει να γίνω το αναμμένο κερί που σας οδηγεί μακριά απ' τις σκιές, το συμπονετικό χέρι που θ' απλωθεί προς το μέρος σας για να σας βοηθήσει κι η απροσπέλαστη ασπίδα που θ' αποκρούσει κάθε εχθρό, ενσώματο κι ασώματο. Μόνη μου δεν είμαι ισχυρή. Η δική σας στήριξη με κάνει ισχυρή. Ας πορευθούμε μαζί στο μονοπάτι αυτό, αδέλφια μου, με ενότητα κι αγάπη στις καρδιές μας. Το Φεγγάρι να φωτίζει τον κοινό δρόμο μας!»
Στα επόμενα χρόνια, όταν θα φέρνανε στη μνήμη τους τον πρώτο λόγο της Φεγγαροφώτιστης Ραβάννας, θα λέγανε ότι μίλησε αληθινά και κατανοητά, χωρίς στόμφο και μεγάλες υποσχέσεις. Θα λέγανε ότι τους συγκίνησε η απλότητα κι η ειλικρίνειά της και πως ξέσπασαν σε ζητωκραυγές, δοξάζοντάς την κι ευχόμενοι να έχει μία καλή αρχιεροσύνη. Θα λέγανε πώς η Μεγαλειότητά της παρέμεινε απαθής, πιθανώς απογοητευμένη που για πρώτη φορά δεν ήταν αυτή το αντικείμενο λατρείας των Νεραϊδών. Θα λέγανε πώς ο Βασιλιάς Όμπερον συνεχάρη την ξαδέλφη του κι εκείνη αρκέστηκε σ' ένα άψυχο 'ευχαριστώ', δίχως να μοιραστεί μια αγκαλιά μαζί του, μα ούτε με τον ανιψιό της, που επίσης τη συνεχάρη τυπικά, με μία βαθιά υπόκλιση. Θα λέγανε για τον εγκάρδιο χαιρετισμό της από την ιδία την Κρυστέλ Σενίτ και τον άντρα της, που ταξίδεψαν από τα μέρη των Ανθρώπων για να είναι παρόντες στο χρίσμα της καλής τους φίλης. Θα λέγανε για την ξέφρενη πομπή που ακολούθησε, συνοδεύοντάς την ως τον Ναό, μα πάνω απ' όλα, θα λέγανε ότι εκείνη τη νύχτα, που όλο το Νοβέλιαν ήταν χαρούμενο και γιόρταζε, η Αρχιέρεια, η πηγή της χαράς, δεν χαμογέλασε ούτε μία φορά.
*φράση που λέει μία ακόλουθος της Τιτάνιας στο 'Όνειρο Θερινής Νυκτός' του Σαίξπηρ, σκηνή δεύτερη, πράξη πρώτη. Είναι μάλλον ειρωνεία που τώρα αφορά τη Ραβάννα κι όχι την Τιτάνια.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top