Κ, κ) Κατανόηση

ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: πραγματεύεται την ομοφυλοφιλία κι αναφέρεται σε πολύ λεπτά ζητήματα σεξουαλικής ταυτότητας.

Κ, κ) Κατανόηση

Η Φυρόλνυ είχε καταλάβει ότι, μετά τις αποκαλύψεις της, η Άλισσυ την κοιτούσε διαφορετικά: με περιέργεια, με καχυποψία, σαν να προσπαθούσε να δει μέσα στο μυαλό της. Το βλέμμα αυτό την εκνεύριζε κι αναθεμάτιζε την ώρα που, παρασυρμένη από το ανάλαφρο κλίμα της παρέας και την ερώτηση της Λιδσένιας περί έρωτος, ανοίχτηκε. Έκτοτε προσπαθούσε να παριστάνει την αδιάφορη, αλλά ο φόβος που της έκαιγε το στομάχι, ο φόβος ότι τώρα οι φίλες της θα την έβλεπαν σαν ανώμαλη κι ακόλαστη, που θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να τους επιτεθεί για να ικανοποιήσει τις ορέξεις της, τη σκότωνε. Είχε δουλέψει πολύ με τον εαυτό της για να αποβάλει τέτοιου είδους αρνητικές σκέψεις. Είχε αποφασίσει ότι, όσο κι αν την έτρωγε, το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να μη μιλήσει ποτέ σε καμιά για την έλξη της προς το ίδιο φύλο. Πολλές από αυτές είχαν μεγαλώσει σε αυστηρές, θρησκόληπτες οικογένειες και στην καλύτερη των περιπτώσεων δεν θα πήγαινε καν το μυαλό τους ότι υπήρχαν άνθρωποι σαν αυτήν. Τη δε χειρότερη δεν ήθελε ούτε να τη σκέφτεται. Τι την έπιασε κι άνοιξε το μεγάλο στόμα της; Τι σημασία είχε τάχα, τώρα που ήταν ιέρεια κι ο έρωτας ήταν διαγραμμένος από τη λίστα των επιλογών της;

Αναστέναξε ηχηρά, χωρίς να τη νοιάζει που η Άλισσυ δούλευε δίπλα της στο ίδιο δωμάτιο και θα την άκουγε. Υπέθετε πως όλα αυτά τα χρόνια την έπνιγε υποσυνείδητα που δεν μπορούσε να μοιραστεί μαζί τους τούτο το κομμάτι του εαυτού της. Πως ήταν σαν να τους έλεγε ψέματα και δεν το άντεχε! Και μπορεί καμία να μην έδειξε εμφανή παραξενιά, απογοήτευση ή ακόμα και θυμό προς αυτήν, μα ούσες υποτακτικές της Λιουντέμνιας, είχαν εξασκηθεί καλά στο να προσποιούνται και να κρατούν για τους εαυτούς τους όσα ένιωθαν. Όλες εκτός από την Άλισσυ, που ήταν η πιο απονήρευτη και το πρόσωπό της έμοιαζε βιβλίο ανοιχτό. Και μα τη Σελντίνια, τη Φυρόλνυ τη γέμιζαν ανασφάλεια όσα μπορούσε να διαβάσει τελευταία στις σελίδες αυτού του βιβλίου. Απ' τις πνευματικές της αδελφές, ήταν η πιο στενή της φίλη και ήταν εκείνη που έτρεμε μη χάσει περισσότερο απ' όλες. Διώχνοντας τη σκέψη, συνέχισε να λιώνει τους σταλακτίτες μέσα στο δοχείο με το νερό μπροστά της, κάνοντας παράλληλα προσευχή στη Θεά από μέσα της...

«Δηλαδή... εσύ τώρα πλαγιάζεις με γυναίκες;», άκουσε κάπου δεξιά της τη λεπτή φωνή της κιτρινομάλλας. Πάγωσε, ακριβώς σαν τους μακρόστενους, ψυχρούς όγκους που έκαναν τα χέρια της να πονάνε απ' το κρύο. Δεν ήξερε αν έπρεπε να γελάσει με το πόσο κουτοπόνηρη ήταν αυτή η ερώτηση ή να θυμώσει, παίρνοντάς την ως πλάγια επίθεση με όπλο την ειρωνεία. Στράφηκε προς το μέρος της. Αντίκρισε το ίδιο αθώο κορίτσι που ήξερε, το πρόσωπό της αντανακλούσε την περιέργειά της, αλλά μήτε κουτοπονηριά, μήτε ειρωνεία κατάφερε να εντοπίσει. Πήρε μια βαθιά ανάσα.

«Όχι, Άλισσυ, προφανώς δεν πλαγιάζω με γυναίκες», απάντησε και κατάλαβε αμέσως από το ύφος της άλλης ότι είχε ακουστεί επιθετική, πράγμα που προσπάθησε κατόπιν να μαζέψει. «Έχω δώσει κι εγώ όρκο αγνότητας, θυμάσαι;», της υπενθύμισε κάπως πιο ευγενικά αυτό που ανέφερε ως επιχείρημα εκείνη τη νύχτα. Η Άλισσυ βλεφάρισε.

«Σωστά», μουρμούρισε. «Μα... θα πλάγιαζες, δεν θα πλάγιαζες;», ξαναρώτησε με φωνή που φανέρωνε πόσο μπερδεμένη ήταν. Οι σταλακτίτες της είχαν μείνει να μουλιάζουν μέσα στο δοχείο της.

Η Φυρόλνυ αναστέναξε πάλι, μα ένα αχνό χαμόγελο κατανόησης στόλιζε αυτή τη φορά τα χείλη της. «Ναι, αν δεν είχα γίνει ιέρεια, μπορεί να το έκανα», δήλωσε, εγκαταλείποντας και τους δικούς της σταλακτίτες στην ίδια μοίρα, ώστε να επικεντρωθεί στη συζήτηση.

«Γιατί;»

«Τι 'γιατί';»

«Γιατί γυναίκες και όχι άντρες;»

«Δεν ξέρω πώς να σου απαντήσω. Υποθέτω δεν το πολυσκέφτηκα ποτέ, όπως ποτέ δεν ένιωσα την ανάγκη να κάνω κάτι μ' έναν άντρα, όσο κι αν μου τριβελίζαν τα αυτιά συγγενείς και συγχωριανοί. Υποθέτω κατέληξα σε αυτή την 'επιλογή' από 'ένστικτο', αν μπορώ να το πω έτσι. Αυτό ήταν που είχα πραγματική ανάγκη και με έκανε να νιώθω καλά με τον εαυτό μου...» Η συνομιλήτριά της άφησε ένα 'ω', αλλά ήταν φανερό ότι μέσα του φώλιαζε ένα υβρίδιο παραπόνου κι αποστροφής, που μόνο λόγω ήπιας και διστακτικής ιδιοσυγκρασίας δεν εκφραζόταν αυτή τη στιγμή με αποδοκιμασία και αυστηρή ομιλία. Η Φυρόλνυ ένιωσε πληγωμένη βλέποντάς το, ωστόσο δεν έδειξε τίποτα και προτίμησε να ξαναμιλήσει για να δει πού θα έφτανε η κουβέντα. Αν ήταν να χάσει τη φιλία της, ας την έχανε τώρα. Το προτιμούσε δέκα φορές από το να κάνουν και οι δύο πως όλα είναι εντάξει και σιγά-σιγά η Άλισσυ να ξεμακρύνει, χωρίς να της δώσει ποτέ έναν ξεκάθαρο λόγο και να την αφήσει να φαντάζεται διάφορα. «Πού θέλεις να καταλήξεις;»

«Δεν ξέρω...», ανασήκωσε η νεότερη ιέρεια τους ώμους κι έπειτα έγειρε το κεφάλι της στο πλάι. «Το κατάλαβες όταν ήσουν μικρή;»

Η Φυρόλνυ έμεινε να συλλογιέται. «Χμμμ, νομίζω ναι. Θυμάμαι, είχαμε πάει μια φορά σ' ένα γάμο...», άρχισε ν' αφηγείται κι ακούμπησε με προσοχή το δοχείο της στο πάτωμα, ώστε να έχει όλο το χώρο του πάγκου ελεύθερο για να καθίσει οκλαδόν. «...εγώ ήμουν μικρή, τεσσάρων ή πέντε χρονών και σκεφτόμουν... πόσο ωραία θα ήταν αν αντί για μία νύφη κι έναν γαμπρό, ήτανε δύο οι νύφες».

«Δύο νύφες;», ρώτησε η Άλισσυ, με ένα ίχνος γέλιου.

Η Φυρόλνυ γέλασε ελάχιστα κι αυτή. «Αμέ! Για σκέψου: δύο όμορφα φορέματα, δύο περιποιημένα χτενίσματα, δύο-»

«Πολύ παράξενος τρόπος ν' ανακαλύψει κανείς τι του αρέσει στον έρωτα».

«Ναι... τώρα που το λες, ίσως είναι παράξενο και πιθανότατα δεν ήταν τελικά αυτό που με βοήθησε να καταλάβω. Απλά ήταν... ξέρεις... ένα πρώτο, μικρό δείγμα. Η πρώτη φορά που θυμάμαι τους γονείς μου να αντιδρούν σαν να έκανα κάτι... 'κακό', όταν τους το είπα».

Η Άλισσυ την κοίταξε ανήσυχα αυτή τη φορά. «Οι γονείς σου ξέρουν για σένα;»

«Όχι», της απάντησε σιγανά. «Φοβήθηκα να τους μιλήσω, Άλισσυ. Δεν ήταν... έτοιμοι να το δεχτούν...» Η φωνή της έσβησε καθώς μια δεύτερη νεανική ανάμνηση ήρθε στην επιφάνεια. «Είχαμε στο χωριό μας ένα αγόρι», ξεκίνησε να λέει διστακτικά. «Ήταν διαφορετικό από τα άλλα: του άρεσαν τα πολύ έντονα χρώματα, ήταν πάντα γελαστό και σκανταλιάρικο και σε όλους μιλούσε σαν να ήταν φίλοι του. Αυτό το αγόρι, όταν μεγάλωσε λίγο, αρκετοί το είδαν να φιλιέται με ένα άλλο αγόρι και να πηγαίνουν μαζί κρυφά μέσα στο δάσος». Σταμάτησε και φαινόταν σαν να προσπαθούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της. «Εγώ τον θαύμαζα κι είχα αρχίσει να σκέφτομαι πως αφού υπήρχε αυτός κι είχε ανοίξει το δρόμο, θα ήταν ίσως οι συνθήκες πιο ευνοϊκές και για μένα. Αλλά δεν έγινε έτσι. Συνέχεια άκουγα τον πατέρα και τη μητέρα μου να μιλούν πολύ άσχημα γι' αυτό το αγόρι... να το κοροϊδεύουν και να λένε ότι λυπούνται τους γονείς του. Δεν μπορούσα να τους μιλήσω! Θα με αντιμετώπιζαν έτσι και χειρότερα κι αυτοί και όλοι οι άλλοι στο χωριό! Θα με έβλεπαν σαν άρρωστη. Θα με κοίταζαν όπως... όπως...»

«Όπως σε κοιτάζω εγώ τώρα;» Η συμπλήρωση της άλλης την έκανε να σηκώσει το κεφάλι και να γυρίσει να την κοιτάξει. Αυτή τη φορά η κοκαλιάρα ιέρεια έμοιαζε στενοχωρημένη.

«Ναι, κάπως έτσι», μουρμούρισε η Φυρόλνυ αδύναμα, χωρίς όμως να θέλει να τη στενοχωρήσει κι άλλο. «Η μόνη φορά που ήμουν πρόθυμη να τους τα πω όλα ήταν όταν ήμουν με την Έλντρυ...»

«Η-Η Έλντρυ ήταν...»

«Το κορίτσι που αγαπούσα, ναι. Όταν ήμουν μαζί της πίστευα ότι ενωμένες μπορούσαμε να πετύχουμε τα πάντα. Δεν ζητούσα να επιδεικνύουμε τους εαυτούς μας σαν να 'μαστε κανένα θεατρικό δρώμενο, ούτε να αναγκάσουμε τους άλλους να μας δίνουν συγχαρητήρια και να γίνουν σαν εμάς. Το μόνο που ήθελα ήταν... ήταν να μην χρειάζεται να κρυβόμαστε και να φοβόμαστε», ξεφύσηξε λυπημένα η μεγαλύτερη ιέρεια και η μωβ φράντζα της έπεσε μπροστά στο πρόσωπό της, καλύπτοντας τα υγρά της μάτια. «Εκείνη όμως, παρ' όλο που έδειχνε η πιο απελευθερωμένη, δυσανασχετούσε πάντα. Δεν σου κρύβω ότι, όταν έμαθα γι' αυτήν και τη ζωγράφο και για το πόσο ανοιχτά παραδέχτηκαν τον δεσμό τους, κακοί λογισμοί ξεφύτρωσαν μέσα μου. Σκέφτηκα ότι τότε που ήμασταν μαζί δεν ντρεπόταν επειδή θα μάθαινε ο κόσμος ότι είναι ομοφυλόφιλη, αλλά επειδή ήταν μαζί μου. Ντρεπότανε για μένα, Άλισσυ...», εξομολογήθηκε τις πιο απόκρυφες σκέψεις της, αυτές που δεν τις ήξερε κανείς, παρά μόνο η Θεά.

Η Άλισσυ χαμήλωσε το βλέμμα στο δοχείο της. «Ω, Σελντίνια, αν ντρεπόταν πράγματι, ήταν πολύ ανόητη...», είπε απλά κι άλλαξε θέμα για να τη βγάλει από τη δύσκολη θέση. «Στη Λούθια είπες για..;»

«Ναι, η Μητέρα δεν θα μπορούσε να μην ξέρει», απάντησε η Φυρόλνυ και θυμήθηκε την πρώτη φορά που ένιωσε αυτό που οι βαθιά πιστοί αποκαλούσαν 'θείο έρωτα'. Εννοούσαν φυσικά την αγάπη για τη Θεά, μία αγάπη τόσο δυνατή κι ισοπεδωτική, που μόνο με τον έρωτα μπορούσε να παραλληλιστεί. Κι ήταν δυνατή κι ισοπεδωτική για τη Νεράιδα με τα μωβ μαλλιά, που όσο μεγάλωνε, περνούσε ώρες ατέλειωτες να προσεύχεται τη νύχτα, κοιτάζοντας το Φεγγάρι και να δακρύζει από κάτι που αδυνατούσε να ξεχωρίσει αν ήταν λύπη η χαρά. Με τα χρόνια, η ανάγκη για σύνδεση με την Αστράρχη έγινε τόσο μεγάλη, που τελικά έκανε τα πάντα να μοιάζουν μικρά, ώσπου πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει τα εγκόσμια. «Ήμουν πολύ αγχωμένη όταν της μίλησα. Έτρεμα μη με πετάξει έξω... Ξέρεις όμως τη γύρισε και μου είπε;», ρώτησε βουρκωμένη. «Ότι από τη στιγμή που ένιωσα το κάλεσμα της Θεάς και την επιθυμία να έρθω κοντά της και να την υπηρετήσω, δεν είχε απολύτως καμία σημασία αυτό που ήμουν πριν, αλλά αυτό που θα γινόμουν έπειτα από τη μύηση. Το ίδιο ακριβώς που είπε και στις άλλες. Δεν με ξεχώρισε ποτέ».

«Ήταν απίθανη», είπε η Άλισσυ με συγκίνηση. «Μακάρι να την είχα προλάβει». Η συνομιλήτριά της τής έγνεψε καταφατικά. Ευτυχώς ή δυστυχώς, το συγκινητικό κλίμα πέρασε για λίγο, καθώς η περιέργεια κατέλαβε ξανά την αφελή ιέρεια. «Και πριν γίνεις ιέρεια, τότε που σου άρεσαν τα κορίτσια, εμ... φίλησες ποτέ καμία».

Ένα γέλιο ξέφυγε της άλλης από την απρόσμενη αλλαγή της συζήτησης. «Ναι», απάντησε με ευγένεια. «Με την Έλντρυ φιληθήκαμε αρκετές φορές. Δεν είναι τόσο διαφορετικό απ' το να φιλάς ένα αγόρι».

«Και τα... άλλα;»

«Τα 'άλλα';», επανέλαβε η φίλη της με τα φρύδια υψωμένα.

«Τα... πονηρά...»

«Το 'χεις βάλει σκοπό να με κολάσεις σήμερα, έτσι δεν είναι;»

«Όχι! Εγώ-»

«Αστειεύομαι», την πρόλαβε η Φυρόλνυ, σηκώνοντας το ένα χέρι στον αέρα. «Αν εννοείς αυτό που κατάλαβα, όπως ξέρεις, από τη στιγμή που είμαι εδώ, δεν έφτασα ποτέ μέχρι εκεί», της εξήγησε προσπαθώντας να μη γελάσει και να μη δώσει στην άλλη ιέρεια την εντύπωση ότι την κορόιδευε. Αντ' αυτού, της χαμογέλασε ευγενικά. «Αλλά θα σου πω κάτι: ο έρωτας και η έλξη δεν έχουν να κάνουν μόνο με τη σωματική επαφή. Έχουν να κάνουν με το συναίσθημα και τη σύνδεση. Πώς να το εξηγήσω καλύτερα; Έχουν να κάνουν με το ποιος είναι αυτός ή ποια είναι αυτή που μαζί του ή μαζί της η καρδιά σου είναι... γεμάτη».

Η Άλισσυ σκεφτόταν για ώρα. «Υποθέτω όλο αυτό... βγάζει νόημα», μουρμούρισε τελικά και εστίασε την προσοχή της στη φίλη της. «Άκουσε, Φυρόλνυ, δεν θέλω να νομίζεις ότι σε αποστρέφομαι ή δεν σε θέλω κοντά μου ή οτιδήποτε άλλο ή-«»

«Είμαι η ίδια που ξέρεις εδώ και χρόνια. Επειδή σας μίλησα, δε σημαίνει ότι τώρα θ' αλλάξω και θα γίνω Καλικάντζαρος ή κάτι τέτοιο!»

«Ναι, το ξέρω! Απλά... όλα αυτά που μου είπες για μένα ήταν μέχρι πριν λίγες μέρες αδιανόητα. Δεν το λέω για να σε προσβάλω, σε παρακαλώ μην το πάρεις έτσι. Αλλά μου είναι πολύ καινούρια και θέλω χρόνο να τα χωνέψω και να τα κατανοήσω».

Η Φυρόλνυ την άκουσε με πολλή προσοχή, όπως ακριβώς την άκουγε κι εκείνη πριν. «Καταλαβαίνω...», έκανε τελικά. «Το εκτιμώ πολύ που είσαι ειλικρινής μαζί μου και χαίρομαι που μου κάνεις ερωτήσεις», συνέχισε χαϊδεύοντας τον ώμο της. «Και μόνο η καλή σου προαίρεση κι η πρόθεση να με καταλάβεις, είναι πολύ σημαντικές για μένα».

«Κι εγώ χαίρομαι που μου εξηγείς. Που με βοηθάς να σε καταλάβω».

«Γι' αυτό δεν είναι οι φίλες», της χαμογέλασε και αφήνοντας έναν ακόμα ηχηρό αναστεναγμό, αυτή τη φορά από ανακούφιση, σήκωσε από το πάτωμα το δοχείο της και πρότεινε να συνεχίσουν το ξεπάγωμα, πριν έρθει να τους επιπλήξει η Νούλιφερ ή η Μέλιαλυθ ότι αργήσανε.

Η κιτρινομάλλα ένευσε και ξανάπιασε δουλειά, μέχρι να της έρθει και κάτι ακόμα: «Να σου πω;»

«Μμμ;»

«Φαντάζεσαι να το μάθαινε η Λιουντέμνια;»

«Να τα μας! Να με καρφώσεις θες;»

«Όχι, καλέ!», γέλασε η κοπέλα. «Προσπαθώ όμως να φανταστώ την έκφρασή της».

Η Φυρόλνυ προσπάθησε να φανταστεί κι αυτή το πρόσωπο της Φεγγαροφώτιστης, έτσι και μάθαινε. Η εικόνα ήταν περιέργως πολύ αστεία. «Ωωω, θα σκανδαλιζόταν», αναφώνησε γελώντας κι η Άλισσυ δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί άλλο και γέλασε κι αυτή.

«Ή μπορεί και να ήταν ευχαριστημένη και να σου έδινε συγχαρητήρια. Αφού μισεί τους άντρες».

«Διόρθωση: δεν μισεί τους άντρες, τους ανθρώπους μισεί γενικότερα». Το τελευταίο σχόλιο έκανε και τις δύο ν' αφήσουν ακόμα πιο δυνατά γέλια που ακούστηκαν μέχρι έξω, στον διάδρομο.

---

Πέρασαν μερικές εβδομάδες, μα η Μεγάλη Γιορτή του Φθινοπώρου, που φέτος θα χαρακτηριζόταν από ακόμα περισσότερη μεγαλοπρέπεια, συμπέφτοντας με τη μύηση της Λιδσένιας, δεν έγινε ποτέ. Η είδηση ενός σκανδάλου διαδόθηκε σ' όλο το βασίλειο: η νεαρή εκπαιδευόμενη που επρόκειτο να γίνει Κόρη της Σελήνης και να πάρει το τιμημένο όνομα της Φεγγαροφώτιστης, είχε πρόθυμα παραδώσει την τιμή της σ' έναν άθεο κηπουρό κι η Αρχιέρεια Λιουντέμνια έπεσε σε βαριά οδύνη. Το βίαιο ξέσπασμά της δεν έμεινε χωρίς παράπλευρες απώλειες: πάνω στην οργή της έδιωξε από τον Ναό της Σελήνης την Έδιββυ, την καλοκάγαθη ηλικιωμένη ιέρεια που ήταν κάποτε το δεξί χέρι της αείμνηστης Λούθιας, με την άδικη κατηγορία ότι συγκάλυψε τις βλάσφημες πράξεις του παράνομ ου ζευγαριού, προκειμένου να την ρεζιλέψει. Σιωπή βύθισε το λαμπρό, φεγγαρόσχημο οικοδόμημα. Μια σιωπή που μαρτυρούσε τη ντροπή όλων, όχι τόσο για την ηθική κατάπτωση της παρ' ολίγον αδελφής τους, αλλά για την άδικη αποχώρηση της καλής τους Έδιββυ και κυρίως, για την αδυναμία τους να βάλουν όρια στην ανάλγητη γυναίκα που τις καταδυνάστευε με τόση παράνοια, όπως πολύ σωστά τις προέτρεψε κάποτε η Ραβάννα. Καμιά τους δεν έλεγε, παρά λίγες ψιθυριστές κουβέντες, που μπορούσαν να δώσουν την αίσθηση στον λατρευτικό τους χώρο ότι ήταν μέχρι και στοιχειωμένος.

Η Άλισσυ τη φοβόταν αυτή την ησυχία. Φοβόταν τον ήχο της σιωπής, που άφην' ελεύθερους άλλους ήχους να ξεχυθούν στο κενό: τους ήχους των μαύρων της σκέψεων, που δεν μπορούσε με τίποτα να σιγήσει. Το πρωί είχε αποχαιρετήσει την Έδιββυ μαζί με τη Ραβάννα και τη Λάμεννυ, που ήταν οι μόνες που άντεξαν να κάνουν τούτο το καθήκον. Η εμπειρία την άφησε καταρρακωμένη ψυχολογικά κι έκανε κι όλες τις άλλες μαύρες σκέψεις που τη βασάνιζαν, να ορθωθούν γύρω της σαν εβένινο, ακανθώδες τοίχος. Αν δεν μιλούσε, θα έχανε τα λογικά της εκεί μέσα!

«Φυρόλνυ;», κάλεσε τ' όνομα της Νεράιδας με τα μωβ μαλλιά, που καθόταν μόνη στην άκρη ενός απ' τους έρημους διαδρόμους. Εκείνη γύρισε και την κοίταξε, ανήσυχη από τον τόνο της φωνής της που αντιλαλούσε στον μακρόστενο χώρο. Η Άλισσυ δεν ξαναμίλησε αμέσως, μόνο έκανε μερικά πολύ αβέβαια βήματα προς το μέρος της. «Δεν μπορώ να σταματήσω να σκέφτομαι την κουβέντα που κάναμε. Ξέρεις... αυτή περί γυναικών που πηγαίνουν με άλλες γυναίκες». Η Φυρόλνυ περίμενε υπομονετικά να μάθει τι θα της έλεγε μετά η φίλη της. Ήταν φανερό πως είχε ξαλαφρώσει κι ήταν πολύ πιο χαλαρή από τότε που έκαναν τη συζήτηση που έκαναν, όσο ήταν επίσης φανερό ότι η Άλισσυ έδειχνε προβληματισμένη όλο και περισσότερο. «Θέλω...», πήγε να ξαναμιλήσει, μα ένας κόμπος στο λαιμό της την εμπόδιζε. «Θέλω να σου ζητήσω να... Ω, Σελντίνια, πόσο ντρέπομαι», ξαναπροσπάθησε και τα μάγουλά της είχαν γίνει κόκκινα, ενώ η φωνή της είχε φτάσει στην ένταση του ψίθυρου. «Θέλω να σου ζητήσω να φιληθούμε. Όπως φιλιώσουν με εκείνο το κορίτσι», κατέληξε αφήνοντας την άλλη με το στόμα ανοιχτό.

«Τι;», ψιθύρισε η Φυρόλνυ, παντελώς άναυδη κι απροετοίμαστη για ένα τέτοιο αίτημα, ειδικά από τη συγκεκριμένη.

«Απ' όταν μιλήσαμε, αναρωτιέμαι συνέχεια πώς είναι», παραδέχτηκε η νεότερη Νεράιδα. «Είσαι η καλύτερη φίλη μου τόσα χρόνια. Μαζί σου ένιωθα και νιώθω τόσο άνετα, τόσο οικεία... άρχισα να σκέφτομαι ότι μπορεί και να είναι... κάτι άλλο. Μέχρι και στον ύπνο μου σε είδα τη Νύχτα των Ασημένιων Δακρύων. Ήταν γλυκό και ρομαντικό όνειρο».

Η Φυρόλνυ την κοίταζε και το πρόσωπό της ήταν αναστατωμένο από πολλά και διαφορετικά συναισθήματα. «Άλισσυ... είμαστε ιέρειες κι είμαστε μέσα στον ναό. Αλλά και να μην ήμασταν, αυτό που μου ζητάς είναι ένα πολύ μεγάλο βήμα», εξήγησε και της κιτρινομάλλας της φάνηκε ότι η φίλη της δυσκολευόταν ν' αναπνεύσει. «Δεν... δεν νομίζω ότι ωφελεί οπουδήποτε να βάλουμε κάτι τέτοιο ανάμεσά μας. Δεν θα μου περνούσε ποτέ απ' το μυαλό να-»

«Βασανίζομαι, Φυρόλνυ!», της φώναξε, πράγμα εντελώς αντιφατικό με τον γαλήνιο, αθόρυβο χαρακτήρα της. «Δεν αντέχω όλες αυτές τις πιθανότητες να γυρίζουν μέσ' στο κεφάλι μου και να με τρελαίνουν. Μόνο εσύ μπορείς να με βοηθήσεις ν' απαλλαγώ».

«Ίσως οι σκιές προσπαθούν να διεκδικήσουν την ψυχή σου. Είναι ιερό σου καθήκον ν' αντισταθείς».

«Ίσως. Αλλά δεν μπορώ να μην ξέρω. Σε παρακαλώ, βοήθησέ με».

Ήταν προφανές, η άλλη ιέρεια δεν άντεχε να τη βλέπει να υποφέρει. «Εντάξει... Εντάξει, θα σε βοηθήσω. Είναι το... πρώτο σου φιλί, σωστά;» Ένα ελαφρύ νεύμα ήρθε ως απάντηση. «Ωραία, λοιπόν», δήλωσε, όμως τραβώντας την διακριτικά στο σκοτάδι, για να είναι σίγουρη ότι δεν θα τις πάρει κανένα μάτι, διαπίστωσε κάτι: «Άλισσυ, τα χέρια σου τρέμουν. Γιατί;»

Η άλλη την κοίταξε τρομοκρατημένη. «Φοβάμαι, Φυρόλνυ», ψιθύρισε με μάτια έτοιμα να δακρύσουν. «Αν μου αρέσει; Αν έχω πέσει τόσο έξω σε αυτά που πίστευα για τον εαυτό μου όλα αυτά τα χρόνια; Αυτό θα σημαίνει ότι η εικόνα που είχα για μένα όλη μου τη ζωή ήταν ένα μεγάλο ψέμα. Ήμουν πάντα τόσο σίγουρη για το ποια είμαι».

Η Φυρόλνυ χαμογέλασε με συμπόνια στον προβληματισμό της και της κράτησε τα χέρια με στοργή. «Και μπορεί να μην έκανες λάθος», της είπε χαμογελώντας. «Είναι λογικό να κάνεις δεύτερες και τρίτες σκέψεις γι' αυτά τα θέματα. Δε σημαίνει όμως απαραίτητα ότι σου αρέσουν οι γυναίκες», συνέχισε κάνοντας πίσω μια τούφα από τα μαλλιά της, μα εκείνη αρνιόταν να την κοιτάξει. «Δεν αποκλείεται να νιώθεις μπερδεμένη επειδή, όπως είπες, αισθάνεσαι άνετα μαζί μου και ξέρεις ότι θα μπορούσα, κατά κάποιον τρόπο, να είμαι διαθέσιμη για σένα».

Η κοπέλα μπροστά της κατέπνιξε έναν λυγμό. «Ν-Ναι, το σκέφτηκα κι εγώ αυτό», παραδέχτηκε και το σφίξιμο στο στομάχι της αλάφρωσε για μια φευγαλέα στιγμή. «Είναι τόσο πολύπλοκο, όμως. Κάποτε δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από εκείνο τον άντρα που ερχόταν στον ναό και τώρα δεν μπορώ να πάρω τη σκέψη μου από σένα, από τη φαντασίωση του τι θα μπορούσε να γίνει μεταξύ μας». Έσκυψε το κεφάλι της περισσότερο και τα μάγουλά της έγιναν ακόμα πιο κόκκινα. «Είναι τόσο ντροπιαστικό... Το ξέρω πως είμαι ιέρεια, το ξέρω πως φαίνομαι ντροπαλή. Το ξέρω επίσης πως δεν θα 'πρεπε να με απασχολούν διόλου οι ηδονές της σάρκας, αλλά ώρες-ώρες η ανάγκη μου γι' αυτές είναι τόσο έντονη...»

«Μη ντρέπεσαι, ξωθιά μου, είναι ανθρώπινο. Όλες περνάμε αυτούς τους πειρασμούς, όλες μας!», την καθησύχασε βιαστικά η Φυρόλνυ κι αυτή αμέσως λύγισε κι άρχισε να κλαίει, μόλις άκουσε τη γλυκιά προσφώνηση.

«...και τώρα δεν ξέρω αν θέλω τους άντρες ή τις γυναίκες, αν θέλω και τα δύο ή τίποτα απ' τα δύο κι αν δεν έχει να κάνει καθόλου με το φύλο κι είναι απλώς η άπειρη, στερημένη πλευρά μου που λαχταρά να νιώσει το ρομάντζο και τη σαρκική απόλαυση!», κατέληξε γοερά κι η Φυρόλνυ το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να τη μαζέψει σε μια ζεστή, προστατευτική αγκαλιά. «Δεν αντέχω άλλο», μουρμούρισε το κορίτσι ανήμπορο. «Νιώθω τόσο μπερδεμένη και βρώμικη, τόσο, μα τόσο βρώμικη...»

«Μην το ξαναπείς! Δεν είσαι βρώμικη».

«Είμαι! Είμαι, γιατί εκτός όλων των άλλων, σου ζητώ να μοιραστείς μαζί μου μια τέτοια αμαρτία, χωρίς να λογαριάζω τα δικά σου συναισθήματα, πόσο κουβάρι θα τα κάνω. Με τέτοιον εγωισμό που δείχνω, η Θεά δεν θα με θέλει πια για ιέρειά της». Η Φυρόλνυ τη χάιδευε παρηγορητικά ανάμεσα στα φτερά, αρνούμενη για λίγο να μιλήσει. Αφού τη γνώριζε καλά, η Άλισσυ ήταν σίγουρη ότι η φίλη της θα υπέμενε έναν μεγάλο συναισθηματικό ανεμοστρόβιλο που πιθανώς θα την άφηνε εξίσου μπερδεμένη και γεμάτη αμφιβολίες, μετά από κάτι τέτοιο. Ευχόταν αυτό που ζούσε να ήταν ένας εφιάλτης και να ξύπναγε στο κρεβάτι της με απόλυτη άγνοια για της προτιμήσης της, χωρίς να έχει μπει σε σκέψεις η ίδια, χωρίς τη γνώση που της στέρησε τη βεβαιότητα. Όταν τελικά η ιέρεια που την αγκάλιαζε έσπασε τη σιωπή της, τα λόγια της ήταν εντελώς απρόσμενα.

«Άκου με, Άλισσυ. Είσαι ένα αθώο και καλό πλάσμα και η Θεά σ' αγαπάει πολύ κι είναι χαρούμενη που αφιερώθηκες σ' εκείνη», της είπε και την απομάκρυνε από κοντά της για να την κοιτάξει στο πρόσωπο. «Δίνεις τον αγώνα σου, όπως κι εγώ, όπως κι η Ντεμάιρα κι η Σιβέλ και τ' άλλα κορίτσια. Είναι πολύ γενναίο εκ μέρους σου που θέλεις να μάθεις και που είσαι ανοιχτή στα ενδεχόμενα. Άλλη στη θέση σου μπορεί να έθαβε μέσα της βαθιά τις επιθυμίες της και να μιλούσε προσβλητικά για όσους κάνουν αυτά που εκείνη δεν τολμά. Όμως εσύ δεν κρύβεσαι πίσω απ' το δάχτυλό σου και μια τέτοια γενναιότητα αξίζει ν' ανταμειφθεί. Δεν θέλω να πάρεις πάνω σου καμιά αμαρτία. Την παίρνω όλη εγώ, που σου μίλησα».

«Δεν έκανες άσχημα που μου μίλησες».

«Το γνωρίζω. Αλλά δεν θέλω να έχεις ενοχές. Αν αυτό αρκεί για να νιώσεις καλύτερα...»

«Μα κι εσύ;»

«Για μένα, το κομμάτι των ερώτων έκλεισε οριστικά όταν φόρεσα τον ασημένιο χιτώνα, τουλάχιστον αυτή την πεποίθηση έχω. Μα ό,τι και να γίνει, όπως και να νιώσεις εσύ, ό,τι κι αν θες, θα είμαι εδώ για να σε στηρίξω, ναι;»

Τη συγκίνηση της κοπέλας εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσαν να την περιγράψουν τα λόγια. Άφησε τη σιωπή ν' απλωθεί ξανά, τούτη τη φορά χωρίς να τη φοβάται. Η μόνη της αντίδραση ήταν το κούνημα του κεφαλιού της. Μια ένδειξη κατανόησης στα λόγια της ιέρειας μπροστά της, μια ένδειξη προτροπής. Πέρασαν λίγες στιγμές ακόμη, προτού η Φυρόλνυ γείρει μπροστά για να τη φιλήσει απαλά στα χείλη. Ήταν τρυφερό και σύντομο κι η Άλισσυ συγκράτησε στη μνήμη το θρόισμα από τους χιτώνες τους, που ήρθαν σε επαφή, τη μαλακή αίσθηση του στόματός της πάνω στο δικό της και το ρίγος που διαπέρασε τις σπονδυλική της στήλη στην πρωτόγνωρη εμπειρία. Μα πέρα από αυτά, δεν ήταν όπως στο όνειρό της. Η Φυρόλνυ έκανε πίσω, δίνοντας της χρόνο να δει και να αναγνωρίσει τα συναισθήματά της μετά το πρώτο της φιλί. Η διακριτικότητα την έκανε να γυρίσει μέχρι και το κεφάλι της αλλού, προκειμένου να της παρέχει και χώρο, εκτός από χρόνο. Η Άλισσυ έμεινε ν' αναπνέει κοφτά κι άγγιξε τα χείλη της. Σιγά-σιγά, τα μάτια της άνοιξαν στη συνειδητοποίηση και κοίταξε τη φίλη της.

«Ήταν... πολύ όμορφο», μουρμούρισε ξάφνου ήρεμη. «Σ' ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου...», συνέχισε και της κράτησε το χέρι. «...όμως δεν ένιωσα ερωτική έλξη». Μέσα της ανησυχούσε μη και η ειλικρίνειά της την πληγώσει, όμως η Φυρόλνυ χαμογέλασε ανακουφισμένη. «Σ' αγαπώ σαν αδελφή μου, Φυρόλνυ. Νομίζω ότι εν τέλει δεν μπορώ να δω ερωτικά μία γυναίκα. Δεν ξέρω αν είναι συγκεκριμένο ή γενικό το συμπέρασμά μου, αν είναι οριστικό ή αν θ' ανατραπεί στο μέλλον ή-»

«Δε χρειάζεται να μου δίνεις εξηγήσεις, ούτε να το σκέφτεσαι τόσο πολύ», τόνισε η Φυρόλνυ ζουλώντας μαλακά το χέρι της. «Κι εγώ σ' αγαπώ και είναι χαρά μου που βοήθησα. Μα τώρα κάνε αυτό που μας έλεγε εμάς η Λούθια: προσευχήσου, άσε την ψυχή σου να γαληνέψει. Και να θυμάσαι ότι πάντα θα είμαι δίπλα σου».

«Ό,τι και να γίνει;», τη ρώτησε ελπιδοφόρα.

«Ό,τι και να γίνει», της απάντησε χαμηλόφωνα και με μία ακόμη αγκαλιά.

Ήταν οι τελευταίες κουβέντες που αντάλλαξαν οι δύο γυναίκες, προτού εγκαταλείψουν τον κρύο διάδρομο με προορισμό την κουζίνα, ώστε να τσιμπήσουν κάτι. Κι οι δυο ήταν ξαλαφρωμένες κι η σχέση τους, η αλληλοκατανόηση κι η αλληλοαποδοχή που είχαν αναπτύξει έγιναν πολύ πιο δυνατές. Περνώντας από την κεντρική αίθουσα, είδαν τη Ραβάννα να βγαίνει με ένα σκοτεινιασμένο ύφος. Πλησιάζοντας την είσοδο, είδαν και τη Λιουντέμνια να κάθεται αντίκρυ στο άγαλμα της Σελντίνιας κι υπέθεσαν πως Ιέρεια κι Αρχιέρεια είχαν άλλη μια άσχημη διένεξη για το ζήτημα της Έδιββυ. Ποιος ξέρει τι δηλητηριώδεις προσβολές θα πέταξε η ανώτερή τους στη φτωχή τη Ραβάννα, για να την έφερε σε τόσο άσχημη κατάσταση; Θέλησαν να τη σταματήσουν για να μάθουν τι είχε, μα πριν προλάβουν, η συνάδελφός τους είχε φύγει. Θα της μιλούσαν κάποια άλλη στιγμή. Πιασμένες χέρι-χέρι, οι δύο πνευματικές αδελφές συνέχισαν το δρόμο τους.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top