Θ, θ) Θαλπωρή

Θ, θ) Θαλπωρή

Τέσσερις και μία, τρεις και μία, δύο και μία, μία και μία, καμία και μία, καμία και καμία!

Ο Σίον μετρούσε αντίστροφα τις μέρες με λαχτάρα! Επιτέλους! Επειτα από έξι ολόκληρα χρόνια, κατά τα οποία δεν άφησε το Κούσσρον, παρά μόνο για εξωτερικές αποστολές, η στρατιωτική του εκπαίδευση κι οι επιπρόσθετες υπηρεσίες που προσέφερε στον Στρατό ολοκληρωνόντουσαν! Δεν θα έλεγε με την καρδιά του ότι νοστάλγησε το 'σπίτι': ήταν σαφές από τις επιστολές του Μέιλορ ότι θα τον έστρωνε πάλι να σκάβει στο λιοπύρι όταν θα γυρνούσε. 'Τα χωράφια σε πεθύμησαν', του είχε γράψει χαρακτηριστικά. Όσο κι αν αγαπούσε και πονούσε τούτη τη γη που τον ανάστησε, δεν μπορούσε να πει ότι τα αισθήματα ήταν αμοιβαία. Καμιά πεθυμιά δεν είχε μήτε για τις ατέλειωτες ώρες στα χωράφια, μήτε για τις επίσης ατέλειωτες δουλειές του σπιτιού, μήτε για τις φωνές που του έβαζε η Αντίν, η οποία θα είχε προφανώς μπουχτίσει τόσα χρόνια να τα ψέλνει στον άντρα και την κόρη της και θα 'θελε πίσω το παραπαίδι της, για να τα ψέλνει σ' εκείνο αντ' αυτού.

Ο Σίον χασκογέλασε. Η απόσταση τον είχε βοηθήσει να δει πιο καθαρά και να πάψει να έχει τους θετούς γονείς του σαν αναμάρτητους, σπλαχνικούς ευεργέτες. Μα τώρα που η απόσταση θα μειωνόταν, το είχε αισθανθεί, οι ενοχές θα επέστρεφαν. Θα τους έβλεπε και πάλι σαν θεούς, θα δούλευε εξαντλητικά και με αυταπάρνηση για να μην τον πουν ποτέ 'τεμπέλη' κι ο εσωτερικός αυστηρός γονιός του, που πυροδοτούσε τις ενοχές του διαρκώς, θα τον ορμήνευε να μη σηκώνει κεφάλι και να χαίρεται που θα τον φόρτωναν με όλων των ειδών τις δύσκολες εργασίες, αντιμετωπίζοντάς τον ουσιαστικά σαν υπηρέτη και τίποτ' άλλο. Δεν του άρεσε αυτή η κατάσταση, όμως την είχε συνηθίσει. Φάνταζε οικεία κι ακόμα... σωστή. Η ασφαλής γωνίτσα του στον εχθρικό ετούτο κόσμο! Μια γωνίτσα πάντα συννεφιασμένη.

Κι όμως... στη συννεφιασμένη γωνίτσα υπήρχε και μια στάλα φως: μια ηλιαχτίδα που περνούσε μέσα απ' τις νεφέλες με τη μορφή ενός κοριτσιού με πορτοκαλόξανθα μαλλιά κι εκφραστικά μάτια.

---

«Πού φεύγεις και μ' αφήνεις;», τη θυμόταν να του λέει με δάκρυα στα μάτια την ημέρα που αποχώρησε για το στρατόπεδο.

«Μην κάνεις έτσι, κορίτσι μου», της απάντησε με στοργή, τολμώντας να χαϊδέψει τα μαλλιά της, για να την καθησυχάσει. «Δεν θα είναι και τόσο άσχημα», την παρηγόρησε. Η θέση του ήταν πολύ πιο δύσκολη από τη δική της. Θα πήγαινε σε ένα εντελώς καινούριο μέρος και θα υποβαλλόταν σε σκληρή προπόνηση. Εκείνη θα έμενε στην ασφάλεια του σπιτιού της, με όλα τα αγαπημένα της πράγματα, ενώ ο ίδιος δεν θα είχε τίποτα. Αυτό ήθελε να της πει, όμως φοβόταν μην τυχόν εκείνη θεωρήσει ότι υποτιμά την κατάστασή της, κάτι που ποτέ δεν θα έκανε.

«Θα είναι!», του φώναξε. «Θα είναι γιατί θα μείνω ολομόναχη με αυτούς, χωρίς κανέναν να με καταλαβαίνει». Η σπαρακτική της φωνή έκανε τον Σίον να λυγίσει.

Η Νίλυα μπορεί να ήταν αντιδραστική μαζί του τον πρώτο καιρό που ο νεαρός έγινε μέλος της οικογένειας, αλλά από τη στιγμή που άρχισε να την πλησιάζει, οι δυο τους δεθήκανε γρήγορα! Τον αγαπούσε πιο πολύ από τους αδελφούς της, τον είχε σαν τον καλύτερό της φίλο κι ήταν αυτός στον οποίο εμπιστευόταν όλα τα μυστικά της. Μόνο αυτός μπορούσε να κατανοήσει εις βάθος τον πόνο αυτού του παιδιού που βίωνε διαρκώς την υποτίμηση και που δεν έπαιρνε παρά τα ψήγματα της αγάπης των γονιών, που περίσσευαν από τα δυο της αδέλφια, που την είχαν όλη. Για τους άλλους, ήταν ένα κακομαθημένο πλάσμα. Για εκείνον, ήταν πληγωμένη κι είχε ανάγκη από τρυφερότητα και κάποιον να της δίνει σημασία και να τρέχει για τις ανάγκες της. Αυτό τον ρόλο ανέλαβε ο Σίον: έγινε το καλό της πνεύμα, που δεν της χαλούσε κανένα χατίρι κι άκουγε πάντα με σεβασμό και διακριτικότητα όσα είχε να πει. Της στοίχιζε πολύ που τον έχανε. Στα είκοσί της ήταν ακόμα τόσο ανασφαλής κι ευάλωτη, που δύσκολα θα συνδεόταν συναισθηματικά με οποιονδήποτε άλλο. Πολύ βαθιά μέσα του, ήταν υπερήφανος που είχε καταφέρει να γίνει τόσο σημαντικός για κάποιον, μα τώρα... τώρα ένιωθε πάρα πολύ άσχημα, σαν να την εγκατέλειπε, έστω κι αν δεν ήταν επιλογή του.

«Τα χρόνια θα φύγουν σαν καπνός, θα το δεις!», μουρμούρισε, προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δικά του δάκρυα. «Εσύ θ' ασχοληθείς με την ξυλογλυπτική, θα φτιάξεις πολλά όμορφα αγάλματα και πριν το καταλάβεις, θα είμαι πίσω!»

Η κατά τέσσερα χρόνια μικρότερή του κοπέλα τον κοίταζε απαρηγόρητη. «Κι αν... όσο είσαι εκεί, αγαπήσεις καμιά στρατιωτίνα;», ρώτησε δειλά, ρουφώντας τη μύτη της.

Μην ξέροντας πώς αλλιώς ν' αντιδράσει, ο νεαρός γέλασε αμήχανα και καλοσυνάτα. «Δεν έχει πολλές γυναίκες ο στρατός και δεν πάω να βρω νύφη», της έκανε. «Αλλά αν το θέλει η Σελντίνια και γνωρίσω το ταίρι μου εκεί, δεν θα είναι άσχημα. Δεν θέλεις να με δεις ευτυχισμένο;»

Η Νίλυα συνοφρυώθηκε κι ο θυμός της ήταν εμφανής. «Τι δεν καταλαβαίνεις, Σίον;», του φώναξε κι έσκυψε το κεφάλι της, ενώ ένας καταρράκτης νέων κι ορμητικών δακρύων άρχισε να κυλάει στα μάγουλά της. «Δεν το βλέπεις ότι δεν μπορώ πια να σε δω σαν αδελφό μου; Δεν το βλέπεις ότι... η καρδιά μου πονά για σένα;»

Μια απότομη εισπνοή του έφυγε κι ο Σίον την κοίταξε σοκαρισμένος. Εννοούσε αυτό που κατάλαβε; Ότι ήταν... ερωτευμένη μαζί του; Έφερε με προσοχή το αριστερό του χέρι στο πιγούνι της και της σήκωσε το κεφάλι, μόνο για να δει τα μάτια της που γυάλιζαν από τα δάκρυα, να επιβεβαιώνουν τη δήλωσή της. Πώς μπόρεσε, ο ανόητος, να μην το αντιληφθεί τόσο καιρό; Πώς μπόρεσε να την αφήσει να βασανίζεται; Βαθιά συγκίνηση πλημύρισε μεμιάς την ύπαρξή του. «Ω, κορίτσι μου», ψιθύρισε κι αφήνοντας στην άκρη κάθε σκέψη, λογική και ντροπή, έσκυψε και τη φίλησε. Δεν το είχε ξανακάνει και πολλές φορές αναρωτιόταν πώς θα είναι το πρώτο του φιλί κι αν θα έμοιαζε η αίσθηση με ετούτη που τόσο γλαφυρά περιγραφόταν στα βιβλία. Όμως τελικά τίποτα από αυτά δεν έμεινε στο νου του καθώς γεύτηκε τα χείλη της. Η αντίδρασή της ήταν να τον φιλήσει κι αυτή και να γαντζωθεί πάνω του απεγνωσμένα, επιβεβαιώνοντάς τον έτσι ότι έκανε το σωστό. Συνέχισαν να φιλιούνται για μερικές στιγμές ακόμα μέχρι που ο Σίον, ενθυμούμενος πως βρίσκονταν έξω και κινδύνευαν να τους δει κάποιος από το χωριό ή ακόμα χειρότερα κάποιος από την οικογένεια, έκανε λίγο πίσω και κράτησε το πρόσωπό της. «Θα γυρίσω γρήγορα, σου το υπόσχομαι», ψιθύρισε ξανά, αδειανός από ανάσα. «Θα παλέψω όλα να διορθωθούν, σου δίνω το λόγο της τιμής μου», ολοκλήρωσε και το δακρυσμένο της πρόσωπο έγινε πιο πανέμορφο από ποτέ, καθώς ένα ανακουφισμένο χαμόγελο κόσμησε τα χείλη που πριν από λίγο φιλούσε.

---

Αυτό το χαμόγελο το ονειρευόταν έξι χρόνια! Για χάρη του υπέμεινε κάθε καψόνι, για χάρη του αδιαφόρησε για όλες τις κοπέλες στη μονάδα του, για χάρη του ανυπομονούσε να επιστρέψει στο σπίτι!

«Έι, Σίον! Κοιμήθηκες όρθιος;», τον αποτράβηξε από την ανάμνησή του η φωνή του κοκκινομάλλη που περπατούσε δίπλα του προς την έξοδο του στρατοπέδου.

«Μπα... απλώς... θυμήθηκα κάτι...»

«Στην κοπελιά έτρεχε ο νους σου, έτσι;»

«Νέβιν!»

«Τι; Ο κόσμος το 'χει τούμπανο κι εσύ κρυφό καμάρι!», γέλασε ο άλλος Νεράιδος με την ντροπιασμένη έκφραση του φίλου του. «Αχ, μακάρι να 'μουν σαν κι εσένα!»

«Ορφανός, υιοθετημένος και το παιδί για όλες τις δουλειές;»

«Όχι, ρε, πας καλά; Αυτό ούτε στον εχθρό μου, που λέει ο λόγος... χωρίς παρεξήγηση, δηλαδή. Εννοώ, να... μακάρι να με περίμενε κι εμένα ένα καλό κορίτσι πίσω στο σπίτι. Είσαι πολύ τυχερός».

Ο Σίον γέλασε αχνά με το πείραγμα του άλλου. Μετά από τέσσερα χρόνια γνωριμίας κι όλα τα κοινά βάσανα που πέρασαν υπό τις διαταγές κάμποσων ξιπασμένων στρατηγών, δε χωρούσαν παρεξηγήσεις ανάμεσά τους. «Κάποια θα βρεθεί και για σένα και θα είστε πολύ καλά μαζί...», τον διαβεβαίωσε χαϊδεύοντας παρηγορητικά τον ώμο του. «...αυτό, βέβαια, μέχρι ν' ανοίξεις το στόμα σου και ν' αρχίσεις ν' αμολάς κοτσάνες. Τότε θα φύγει τρέχοντας».

Η έκφραση ευγνωμοσύνης του Νέβιν μεταβλήθηκε απότομα σε μια χαζή έκφραση ξαφνιάσματος, αφού διαπίστωσε ότι ο Σίον, το σιγανό ποτάμι, του είχε μόλις ανταποδώσει το πείραγμα. «Και πώς θα της μιλήσω της κοπέλας χωρίς ν' ανοίξω το στόμα μου, ε; Με μουγκρητά; Αχ άμα σε πιάσω στα χέρια μου, θα φας φάπα!» Κατά το επόμενο λεπτό, ο Νεράιδος με τα κόκκινα μαλλιά πήρε αυτόν με τα μωβ μαλλιά στο κυνήγι.

Ο Ήλιος που ανέτελλε, έκανε τον επιτηρητή στο παιχνίδι τους αυτό, που τους οδηγούσε όλο και πιο μακριά από το Στρατόπεδο Κούσσρον κι όλο και πιο κοντά στην ελευθερία τους. Γιατί έτσι το έβλεπαν: σαν παιχνίδι. Ένα παιχνίδι που κράτησε μέχρι να φτάσουν στο σταυροδρόμι που θα τους χώριζε. Ο Σίον, απορροφημένος από την ξεχασμένη σχεδόν ξεγνοιασιά που τον χτύπησε κατακούτελα όσο γελούσε κι έτρεχε, έμεινε έκπληκτος όταν είδε ότι ο Νέβιν είχε δακρύσει από συγκίνηση. Όταν δε τον αγκάλιασε σφιχτά, υποσχόμενος ότι θα κρατήσουν επαφή κι έπειτα πήγε να πάρει το δρόμο του για το χωριό του. ο Σίον ένιωσε κι αυτός τη θλίψη του αποχωρισμού.

«Νέβιν!», κάλεσε τ' όνομά του κι ο άλλος γύρισε να τον κοιτάξει κόντρα στο φως. Ο Σίον τράβηξε το ξίφος του από τη θήκη στη στολή του και το παρέθεσε μπροστά του. Ο Νέβιν στην αρχή δεν κατάλαβε, μα έπειτα, σαν πρόσεξε την στάση του σώματος του άλλου, θυμήθηκε. Ήταν ο χαιρετισμός που είχαν μάθει να κάνουν στα πρώτα μαθήματα της ξιφασκίας. Χαμογελώντας με νόημα, έβγαλε κι αυτός το ξίφος του κι όλο χάρη, το διασταύρωσε με το άλλο. «Αυτό ναι», είπε ο Σίον. «Αυτό είναι το 'αντίο' που μας ταιριάζει, φίλε μου». Κάπως έτσι οι δύο Νεράιδοι πήραν ο καθένας διαφορετική στράτα, μα ο αποχαιρετισμός τους σε καμία περίπτωση δεν ήταν οριστικός.

---

Ο Σίον ταξίδεψε σχεδόν όλη τη μέρα, ζητώντας ακόμα κι από τους επιβάτες μιας περαστικής άμαξας να τον πάρουν μαζί τους, κάτι που ευτυχώς κάνανε. Στο τελευταίο του γράμμα είχε υποσχεθεί στη Νίλυα ότι θα είναι στην είσοδο του χωριού στις 4 Οκτώβρη, προτού να δύσει ο ήλιος. Τα είχε φανταστεί όλα με λεπτομέρειες: την πορτοκαλιά λάμψη του ουρανού να λούζει τα χωράφια με το καλαμπόκι, την είσοδο έρημη από κάθε διαβάτη και το μικρό του, το γλυκό του κορίτσι να τον περιμένει με το ίδιο χαμόγελο. Έτσι σκεφτόταν και δεν μπορούσε να πάψει να χαμογελάει ο ίδιος. Όλα έγιναν όπως τα περίμενε...

Ο αμαξάς τον άφησε, προτού συνεχίσει για το επόμενο χωριό κι ο Νεράιδος με τα μωβ μαλλιά πέρασε κάτω από τη σκούρα πέτρινη πύλη με την καρδιά του να χτυπά ακανόνιστα. Κοίταξε γύρω του το τοπίο που χρυσάφιζε στη δύση και τότε... την είδε: η Νίλυα έστεκε κρυμμένη στις σκιές της πύλης, μα όταν εκείνος προχώρησε αρκετά στο ενδότερο τμήμα του χωριού, έκανε κι αυτή ένα βήμα μπροστά και του φανερώθηκε. Τα μαλλιά της τα είχε κόψει λίγο πιο κάτω από τους ώμους και δεν είχε τη φράντζα της πια, αλλά στα μάτια του ήταν ίδια κι όμορφη, όμορφη όπως τη θυμόταν. «Σίον;», άκουσε τη φωνή της να λέει το όνομά του σαν να επρόκειτο να τον μαλώσει για κάτι αμέσως μετά. Όμως εκείνος τη θωρούσε με γλυκύτητα. Η γλυκύτητα αυτή φάνηκε να μεταδίδεται και στο πρόσωπό της, καθώς του χαμογέλασε αργά.

«Νίλυα...», ψέλλισε συγκινημένος κι η κοπέλα έτρεξε κοντά του κλείνοντάς τον σε μια αγκαλιά που κράτησε πάνω από ένα λεπτό. Εκείνος αφέθηκε, προσποιούμενος μια εκπνοή ανακούφισης. Στην πραγματικότητα δεν ήταν ανακουφισμένος: ανησυχούσε μήπως έκανε κάτι λάθος, μήπως το ύφος της στην αρχή σήμαινε ότι κάπως τη δυσαρέστησε. Κι αν η Νίλυα περίμενε να την φιλήσει και πάλι; Αν δεν το περίμενε; Τι να έκανε μετά;

Η νεαρή Νεράιδα τον έβγαλε από το δίλημμα, καθώς έσπασε την αγκαλιά τους κι έφερε τα χείλη της στα δικά του. Ο Σίον ξαφνιάστηκε ευχάριστα και τη φίλησε τρυφερά, ώσπου, πριν το καταλάβουν, το πάθος τους συνεπήρε και το φιλί έγινε πιο βαθύ κι έντονο. Μόνο τότε, μόνο μετά από έξι χρόνια, ο νεαρός ένιωσε ηρεμία μέσα του. Η Νίλυα αποφάσισε τελικά να κάνει πίσω.

«Μου έλειψες πολύ, κορίτσι μου», της εξομολογήθηκε.

«Πάμε στο σπίτι», του είπε ξέπνοα. «Θέλουν να σε δουν». Ο Σίον έγνεψε και την ακολούθησε.

---

«Καλώς μας ήρθες, Σίον! Πίνω στην επιστροφή και στην υγειά σου!», φώναξε με τη μπάσα του φωνή ο Μέιλορ κι ύψωσε το ποτήρι με το κρασί του, προσκαλώντας και τα υπόλοιπα ποτήρια του τραπεζιού να τσουγγρίσουν με αυτό. Ο Σίον, που καθόταν δεξιά του Πέλλον και αριστερά του Ζούριον, δεν θα μπορούσε να είναι πιο ενθουσιασμένος για τη θερμή υποδοχή. Ήταν ακριβώς όπως τότε που ήτανε μικρός! Μέχρι και τα δύο μεγαλύτερα 'αδέλφια του' είχαν έρθει να τον δουν κι είχαν κάνει μεγάλο ταξίδι, όπως έδειχνε. Τα τελευταία χρόνια γύριζαν όλο το βασίλειο αναζητώντας, όπως έλεγαν, νέες και πιο κερδοφόρες καλλιέργειες για τα χωράφια τους. Η Νίλυα, βέβαια, υποστήριζε ότι το μόνο που έκαναν ήταν να γυρνάνε από 'δώ κι από 'κεί ξοδεύοντας τα λεφτά του πατέρα τους στα γλέντια, τους χορούς και τους αγοραίους έρωτες. Ο Σίον δεν ήθελε να το πιστέψει, μιας και τους είχε σε εκτίμηση, όμως οι καλοζωισμένες φιγούρες τους, που μόνο κουρασμένες από την έρευνα δεν έμοιαζαν, προσέφεραν μια ανησυχητική δόση επιβεβαίωσης στα λεγόμενα της κοπέλας.

«Ελπίζω να το πέτυχα, αγόρι μου!», έκοψε τον ειρμό του η χαρωπή φωνή της Αντίν, που πέρασε πίσω απ' την καρέκλα του, σερβίροντάς τον. Κοίταξε το πιάτο του με γουρλωμένα μάτια: ήταν οι αγαπημένες του πατάτες, βραστές στην κατσαρόλα, με λιωμένο βούτυρο κι ένα μείγμα μπαχαρικών που είχε ως βάση το δεντρολίβανο. Δεν το πίστευε ότι το θυμόταν. Ενθαρρυμένος από την οικοδέσποινά του, έφαγε μια κουταλιά και θα ορκιζόταν ότι δεν είχε ξαναδοκιμάσει πιο νόστιμο φαγητό.

«Είναι καταπληκτικό!», αναφώνησε κερδίζοντας ένα χαμόγελο από την θετή του μητέρα. «Όλα είναι καταπληκτικά, σας ευχαριστώ πάρα πολύ!», συνέχισε κοιτάζοντας τους άλλους γύρω του με ευγνωμοσύνη.

«Αλίμονο, τόσον καιρό έφαγες τα νιάτα σου στην αγγαρεία του στρατού για χάρη μας», χαμογέλασε ο Πέλλον, χτυπώντας τον στην πλάτη φιλικά.

«Ε, ναι», συμπλήρωσε ο Ζούριον. «Κι αφού έφαγες τα νιάτα σου, φάε τώρα κι ένα καλό φαΐ», ολοκλήρωσε γελώντας, ήδη στην αρχή της μέθης.

Ο Σίον γέλασε μαζί του κι ήπιε μια ακόμα γουλιά κρασί. «Πώς σου φαίνεται, παλικάρι μου; Καλό, καλό;», τον ρώτησε ο Μέιλορ κι αυτός έγνεψε. «Τα αγόρια μου μού το φέρανε από το ταξίδι τους στις Ανατολικές Επαρχίες. Χρυσά παιδιά! Πάντα σκέφτονται τον πατερούλη τους τα καμάρια μου, η Θεά να τα 'χει καλά!», συνέχισε με ένα τρανταχτό γέλιο, που φανέρωνε ότι αυτό που έπινε δεν ήταν το πρώτο του ποτήρι. Ούτε το δεύτερο, ούτε το τρίτο.

«Αχ ναι, τα καμάρια μου», είπε κι η Αντίν. «Η Θεά να τα 'χει καλά! Να μας φέρνουν μόνο χαρές, γιατί αρκετές λύπες παίρνουμε από τη θυγατέρα μας». Η καρδιά του Σίον σφίχτηκε, μόλις παρατήρησε την πληγωμένη έκφραση της Νίλυας, που καθόταν δίπλα στη μητέρα της.

«Νομίζω ότι τα παραλέτε, κυρία Αντίν», άρχισε να λέει καλόγνωμα. «Η Νίλυα σας βοηθάει στο σπίτι, κάνει τόσες δουλειές και-»

«Και περνάει όλο τον ελεύθερο χρόνο της ν' ασχολείται με τα κούτσουρα», τον διέκοψε η γυναίκα, ρίχνοντας μια υποτιμητική ματιά στην κόρη της, που μονάχα έσκυψε το κεφάλι της παραπάνω.

«Εμ, βέβαια, το κούτσουρο με τα κούτσουρα θ' ασχολείται», αστειεύτηκε πάλι ο Ζούριον, όμως αυτή τη φορά ο Σίον δεν γέλασε καθόλου. Αντιθέτως ενοχλήθηκε κι ευχόταν να μπορούσε να απαντήσει ανάλογα. Ευτυχώς, ο Πέλλον άλλαξε την κουβέντα:

«Τι θα γίνει, βρε 'σύ;», ρώτησε τον θετό του αδελφό, περνώντας το χέρι του γύρω από τους ώμους του. «Το στρατιωτικό το τελείωσες, τη δουλειά σου την έκανες, στα τριάντα έφτασες, τι λες; Μήπως ήρθε ο καιρός να σου βρούμε καμιά κοπέλα να σε παντρέψουμε;» Ένας ήχος από κάτι μεταλλικό που έπεσε αντήχησε στην τραπεζαρία κι όλοι στράφηκαν στη Νίλυα, που είχε ρίξει το κουτάλι της.

«Απρόσεκτη», της σφύριξε η Αντίν. «Τώρα θα πρέπει να καθαρίσεις το πάτωμα».

«Συγγνώμη, μητέρα», ψιθύρισε η κοπέλα κι ο Σίον ήταν ευτυχώς ο μόνος που κατάλαβε τι προκάλεσε την πτώση του κουταλιού της: δυσάρεστη έκπληξη και αγωνία μην τον χάσει.

«Δ-Δε νομίζω», απάντησε στον Πέλλον. «Σε ευχαριστώ πολύ που το σκέφτηκες, αλλά δεν είμαι έτοιμος να κάνω αυτό το βήμα ακόμη. Άσε που θα προτιμούσα να βρω μόνος μου τη γυναίκα που θα πάρω», συμπλήρωσε κι η άκρη του ματιού του αφέθηκε μια στιγμή στο κορίτσι απέναντί του, που ευτυχώς έδειξε μια μικρή ανακούφιση.

«Καλώς, αδελφάκι μου. Εσύ ξέρεις πότε θα εί-», έκανε ο μεγαλύτερος Νεράιδος, προτού τον διακόψει ο πατέρας του με ένα ακόμη τρανταχτό γέλιο.

«Τι παντρειές κι αηδίες λέτε;», ρώτησε και τους δύο. «Τον Σίον τον χρειαζόμαστε εδώ. Τον έχουμε ανάγκη! Ποιος θα μας βοηθάει εμάς; Η Νίλυα που ξέρει μόνο να πελεκάει και να σκαλίζει ξύλα; Εδώ, μαζί μας θα κάτσει, το παλικάρι μας! Δεν πιστεύω να διαφωνείς, ε Σίον;»

«Τι να διαφωνεί, καλέ;», παρενέβη η Αντίν. «Ο Σίον είναι φιλότιμο παιδί! Πρώτα την οικογένεια που τον ζει θα κοιτάξει, έτσι αγόρι μου;»

Ο νεαρός κατάπιε με δυσκολία τη μπουκιά του. «Έτσι», απάντησε μονολεκτικά και το δείπνο συνεχίστηκε. Παρά την περίεργη ατμόσφαιρα και τα κακά σχόλια ενάντια στη Νίλυα, εκείνο το βράδυ αισθάνθηκε για πρώτη φορά μια οικογενειακή θαλπωρή. Αισθάνθηκε ότι οι 'γονείς του' τον θέλανε, οι 'αδελφοί' του τον νοιαζόντουσαν και η Νίλυα... η Νίλυα δεν ήταν πια η αδελφούλα του, αλλά το κορίτσι που αγαπούσε. Το κορίτσι για το οποίο ήταν διατεθειμένος να κάνει τα πάντα, προκειμένου να τηρήσει τον όρκο που έδωσε πριν φύγει. Ήταν αληθινή θαλπωρή; Δεν ήξερε, μα τουλάχιστον εκείνες τις ώρες έμοιαζε αληθινή, όπως κι η ζωή του έμοιαζε ευτυχισμένη.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top