Ε, ε) Επίθεση

Ε, ε) Επίθεση

Σε λίγες μέρες το ημερολόγιο θα έδειχνε 21 Ιουνίου. Θα συμπληρωνόταν μισό έτος από τη μάχη στο Ύψωμα του Μαύρου Αίματος. Οι περισσότερες ιέρειες ασχολούνταν με τα εξάμηνα της νεκρικής τελετής των πεσόντων, όλες ήταν τρομερά απασχολημένες κι η θλίψη των σκοτεινών εκείνων ημερών που έμαθαν για την τραγωδία στο Δάσος των Δρυάδων, είχε επιστρέψει στα πρόσωπά τους. Αν κι είχε αποφασίσει να μην το κάνει, η Ραβάννα εξήλθε από το δωμάτιό της και περπάτησε αργά στον θερμό από τη ζέστη του Καλοκαιριού διάδρομο. Τους έξι αυτούς μήνες κυκλοφορούσε σαν φάντασμα μέσα στον ναό και δεν έλεγε, παρά τις απαραίτητες κουβέντες κι αυτές μόνο στη Λάμεννυ και δυο-τρεις άλλες φίλες της, κατόπιν επιμονής τους. Πλησίασε την κεντρική αίθουσα και το άρωμα των ρόδων ήρθε έντονο στη μύτη της. Κόκκινα τριαντάφυλλα, συλλογίστηκε. Για τις Νεράιδες, τα λουλούδια του θανάτου. Για τους Ανθρώπους, τα λουλούδια του έρωτα. Για εμάς... και τα δύο, αγάπη μου.

Τη συγκινούσε βαθιά η πρόθεση των αδελφών της να οργανώσουν τα εξάμηνα και να σταθούν για άλλη μια φορά στις οικογένειες των νεκρών, όμως τελικά δεν ήταν ακόμα αρκετά δυνατή για να μετέχει στην προετοιμασία και να αισθανθεί έτσι μία λύτρωση, όπως αυθόρμητα πίστεψε ότι θα αισθανόταν όταν ξύπνησε από τον μεσημεριανό ύπνο της και πήρε την απόφαση να βγει έξω, χωρίς να σκεφτεί υπερβολικά. Ήταν έτοιμη να επιστρέψει στο δωμάτιό της και να κάνει ό,τι μπορούσε για να μην σκέφτεται τον δικό της νεκρό, όταν ένας αχνός ήχος κλάματος τράβηξε την προσοχή της. Ακουγόταν κοντά στο άγαλμα της Θεάς. Έκανε να πλησιάσει, μα δεν πρόλαβε.

«Καλή μου, είστε εντάξει;»

«Ν-Ναι... ε... εντάξει είμαι. Με συγχωρείτε για το ξέσπασμα».

«Μην απολογείστε. Ο Ναός της Σελήνης είναι ανοιχτός για όλους κι εμείς είμαστε εδώ για να σας βοηθήσουμε». Ήταν η φωνή της Τίλλιας που καθησύχαζε μια επισκέπτρια. Με ένα αθόρυβο φτερούγισμα, η Ραβάννα βρέθηκε στην γωνία του τοίχου και την είδε: ήταν μία όμορφη νεαρή γυναίκα, κάποια χρόνια νεότερή της, με πυρόξανθα μαλλιά κι ένα κόκκινο, μακρύ φόρεμα, που πρόδιδε το πένθος της.

«Σας ευχαριστώ, είστε πολύ καλή», απάντησε η πενθούσα Νεράιδα στο ευγενικό πλησίασμα της Τίλλιας, σκουπίζοντας τα μάτια της μ' ένα μαντήλι.

Η Τίλλια την κοίταζε με ανησυχία. «Βλέπω, φοράτε κόκκινα κι αφήσατε κι εκείνο το τριαντάφυλλο μαζί με τα δικά μας», παρατήρησε, δείχνοντας προς την κατεύθυνση των συγκεντρωμένων λουλουδιών, πάνω σε ένα μακρόστενο τραπέζι με ασημοκέντητο λευκό τραπεζομάντηλο. «Χάσατε κάποιον σε... εκείνη τη μάχη;», ρώτησε με συστολή κι η άλλη συγκρατήθηκε για να μην κλάψει ξανά.

«Ναι... ήταν κάποιος που με αγαπούσε κι εγώ... δεν του συμπεριφέρθηκα όπως του άξιζε...» Η γυναίκα δεν συνέχισε κι η ιέρεια δεν επέμεινε. Αντ' αυτού άρχισε να της μιλάει για το πόσο μεγάλη δοκιμασία ήταν η απώλεια, αλλά πόσο δεν θα έπρεπε να την αφήνει να την μαραζώνει, διότι όσοι έφυγαν σαν ήρωες, κατοικούσαν στα άστρα τα πιο κοντινά όλων στη Θεά κι έβρισκαν αγαλλίαση στο πλευρό της.

Η Ραβάννα άκουγε και προσπαθούσε να βρει κι αυτή παρηγοριά στα λόγια της πνευματικής αδελφής της, σαν να απευθύνονταν στην ίδια. Της ήταν ανακουφιστικό που κι άλλοι άνθρωποι, όπως η κοκκινοντυμένη Νεράιδα, περνούσαν το ίδιο βάσανο μαζί της. Την έκανε να νιώθει λιγότερο μόνη, όπως και τογεγονός ότι κι άλλοι είχαν αδικήσει και μετάνοιωναν γι' αυτό. «Επιθυμώ να σας έχω στην προσευχή μου, καλή μου. Πείτε μου τ' όνομά σας», πρότεινε η συνάδελφός της με προθυμία να βοηθήσει με όποιον τρόπο ήταν δυνατός.

«Νίλυα», απάντησε η άγνωστη κι η Τίλλια απομακρύνθηκε, λέγοντας ότι πήγαινε να καταγράψει το όνομα στο σημειωματάριό της και να της φέρει κι ένα φυλαχτό. Κινήθηκε ανάλαφρα προς τον χώρο των δωματίων κι ούτε πρόσεξε τη Ραβάννα πίσω απ' τον τοίχο. Σε αντίθεση μ' εκείνη, η πρασινομαλλούσα ιέρεια δεν μπορούσε να κινηθεί.

Αυτή είναι, αυτή είναι, επαναλάμβανε μέσα της με τρόμο και ταυτόχρονα απέχθεια. Τρέμοντας, με το αίμα ήδη καυτό στις φλέβες της, έριξε άλλη μια κρυφή ματιά στην επισκέπτρια: πορτοκαλόξανθα μαλλιά, υπερβολικά κοκκαλιάρικο σώμα, σκούρα μάτια, όπως της την είχε περιγράψει. Δεν χωρούσε αμφιβολία... Ήταν η Νίλυα του Σίον! Εκείνη που κόντεψε να τον στείλει στη φυλακή με τα ψέματά της, με την κλοπή που διέπραξε εις βάρος της οικογένειάς της και που πήγε να φορτώσει σε εκείνον επειδή προσπάθησε να την αποτρέψει. Την κοίταξε προσεκτικά: είχε γείρει μπροστά το πάνω μέρος του σώματός της σε μια στάση θρηνητική και μαζί παρακλητική και κάτι ψιθύριζε στο άγαλμα. Πιθανώς μια προσευχή για την ψυχή του Σίον ή για να τη συγχωρήσει η Θεά για το άδικο που του 'κανε. Όμως αντί να ηρεμήσει στη σκέψη ότι η Νίλυα είχε καταλάβει το σφάλμα της, η Ραβάννα οργίστηκε περισσότερο. Η φράση της 'κάποιος που με αγαπούσε' έκανε το αίμα της που έκιγε να κοχλάσει για τα καλά και η ζήλεια ήρθε απρόσμενα και την έκανε να τρέμει ακόμα πιο πολύ. Δε μπορεί, δεν ήταν δυνατόν ο Σίον να είχε αγαπήσει αυτήν περισσότερο από την ίδια κι είχε μεγάλο θράσος να το διατυμπανίζει έτσι! Παρακινημένη από αυτό της το συναίσθημα, ξεπρόβαλε από το σημείο όπου κρυβόταν και σίμωσε την άλλη με γοργό βήμα. Η Νίλυα την κοίταξε κλαμένη, μα η θέα των δακρύων της δεν συγκίνησε την ιέρεια διόλου.

«Τι γυρεύεις εδώ;», ρώτησε με φωνή τραχιά, σαν να γνωρίζονταν ήδη μεταξύ τους κι η Νεράιδα με τα κόκκινα έδειξε να τρομάζει με το ύφος της.

«Ξέρετε ή-ήρθα να προσευχηθώ για... έναν δικό μου άνθρωπο, που χάθηκε στο Ύψωμα του Μαύρου Αίματος», τραύλισε.

Η Ραβάννα ρουθούνισε. «Δικό σου άνθρωπο», επανέλαβε κι αν η Νίλυα δεν έβλεπε ότι η γυναίκα απέναντί της φορούσε στεφάνι από νυχτολούλουδα κι ασημένιο χιτώνα, θα έλεγε ότι την ειρωνευόταν και μάλιστα πολύ άσχημα. Αλλά δεδομένου ότι μιλούσε με Κόρη της Σελήνης, απέκλεισε το παραπάνω ενδεχόμενο και της έγνεψε. Μα το ύφος της συνομιλήτριάς της δεν άλλαξε. «Πόσο δικό σου άνθρωπο;»

«Π-Πολύ. Από όσο άκουσα, ήταν εδώ τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του. Είχε γίνει Ράναντιρ, άρα θα τον ξέρατε. Σίον τον έλεγαν».

«Και για ποιο λόγο αποφάσισε ο δικός σου άνθρωπος να εγκαταλείψει τη ζωή του και να έρθει εδώ;»

«Δεν γνωρίζω... Μα το όνομά του δεν σας θυμίζει κάτι;» Τα μάτια της Ραβάννας άστραψαν με μίσος. Πώς τολμούσε αυτή η απαίσια να ψεύδεται μπροστά της; Να της λέει ότι δε γνώριζε για ποιο λόγο ο Σίον αποσύρθηκε στον Ναό της Σελήνης μετά την καταστροφή της σχέσης του με την θετή οικογένειά του; Κάθε συναίσθηση καθήκοντος, χώρου κι ευαισθησίας έσβησε κι η επίθεση έγινε μονόδρομος.

«Ναι, μου θυμίζει κάτι, σε αντίθεση με το δικό σου πρόσωπο», δήλωσε ψυχρά κι η Νίλυα εισέπνευσε κοφτά στην ειρωνεία που τούτη τη φορά ήταν ολοφάνερη. «Αφού αυτός ο Ράναντιρ ήταν 'δικός σου άνθρωπος'...», έσειρε η ιέρεια τις λέξεις, ποτίζοντάς τες με όσο περισσότερο σαρκασμό μπορούσε. «...τότε γιατί δεν ήρθες να τον δεις μια φορά όλα αυτά τα χρόνια;»

«Μα τι τρόπος είναι αυτός, δεν καταλαβαίνω».

«Ουτε εγώ καταλαβαίνω! Ξέρεις τι δεν καταλαβαίνω; Πώς είναι δυνατόν να διαπράττεις ένα έγκλημα, να ενοχοποιείς γι' αυτό έναν αθώο, να χάνει τα πάντα εξαιτίας σου κι έπειτα ν' αδιαφορείς για την τύχη του και να 'ρχεσαι εδώ δήθεν μετανιωμένη και να προσεύχεσαι για να απαλλαγείς από τις ενοχές σου!» Η Νίλυα την κοιτούσε άφωνη. Σίγουρα θα ήθελε να ρωτήσει πώς τα ήξερε όλα αυτά, αλλά δεν μπορούσε ν' αρθρώσει λέξη. «Υποκριτές σαν εσένα δεν έχουν θέση εδώ. Εσείς είστε που δίνετε κακό όνομα στην πίστη μας. Φύγε», διέταξε η Ραβάννα κι η Νίλυα, ανήμπορη να κάνει οτιδήποτε άλλο, με τα μάγουλά της να έχουν πάρει το ίδιο χρώμα με την περιβολή της και τα μάτια της δακρυσμένα από ντροπή, χαμήλωσε το κεφάλι και βγήκε έξω. Η Ραβάννα έμεινε να την αγριοκοιτάζει, ώσπου εξαφανίστηκε και μετά από λίγο άκουσε ξανά τη φωνή της Τίλλιας.

«Ραβάννα, εσύ φώναζες;», τη ρώτησε ταραγμένη. «Τι συνέβη; Πού είναι η κοπέλα που ήταν εδώ πριν;»

«Την έδιωξα».

«Πώς;», ακούστηκε η σοκαρισμένη αντίδραση. «Ραβάννα, πώς μπόρεσες να το κάνεις αυτό; Γιατί;»

«Δεν ήταν άξια να βρίσκεται εδώ μέσα;»

«Και ποια είσαι εσύ που θα το κρίνεις αυτό!; Η κοπέλα έχασε δικό της! Υποφέρει!»

«Μη μου πεις ότι την πίστεψες. Τις τύψεις της καθησύχαζε και τίποτ' άλλο».

Η Τίλλια φαινόταν πολύ δυσαρεστημένη μαζί της. «Είσαι απαράδεκτη», της είπε, πασχίζοντας να μην απελευθερώσει τον δικό της θυμό. «Ξέρω ότι δεν είσαι καλά, μα τώρα αρχίζεις να βλεπεις τελώνια παντού. Δεν θα πω τίποτα στη Λιουντέμνια, αλλά καλά θα κάνεις να πας να σε δει ένας Θεραπευτής, γιατί μου φαίνεται ξεχνάς ποιο είναι το καθήκον σου και πόσο μεγάλο αμάρτημα είναι η κατάκριση και η αδικία εις βάρος ενός αθώου».

«Δεν το ξεχνώ, Τίλλια, γι' αυτό της φέρθηκα έτσι...», ψιθύρισε η Ραβάννα, μόνο όταν η συνάδελφός της είχε απομακρυνθεί. Για εκείνη τη μέρα και για αρκετές ακόμα πίστευε ότι έκανε το σωστό: ότι αποκατέστησε μια αδικία, αντιμετωπίζοντας τη γυναίκα που αδίκησε τον αγαπημένο της όπως της άρμοζε. Αργότερα, όταν ο θυμός της ξεφούντωσε, διαπίστωσε πως απλά ξέσπασε την οργή της, τη ζήλεια της και το δικό της πένθος. Ξέσπασε πάνω στη Νίλυα, χωρίς να καθίσει καν να ακούσει την δική της πλευρά. Αντί να αποκαταστήσει την αδικία, διέπραξε μια άλλη, χειρότερη, προσβάλλοντας κάποιον και μη επιτρέποντάς του να εξιλεωθεί. Κι όλα αυτά ακριβώς μπροστά από το άγαλμα της Σελντίνιας, της Θεάς που αγαπούσε τη συγχώρεση και ζητούσε από τις κόρες της να την προσφέρουν με ανοιχτά τα χέρια. Με τούτο το πνευματικό πλήγμα που έριξε στον εαυτό της, η Ραβάννα ένιωσε πως έγινε ακόμα χειρότερη ιέρεια. 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top