Δ, δ) Διωγμένοι
Δ, δ) Διωγμένοι
Νιώθει τον άνεμο να φυσά πίσω από την πλάτη της σαν να την σπρώχνει, σαν να την διώχνει. Κοιτάει τα δέντρα που, σπρωγμένα κι αυτά από τον άνεμο, λυγίζουν προς την κατεύθυνση που προχωρά, σαν να της υποδεικνύουν αυστηρά πού να πάει. Κι αυτά τη διώχνουν. Όλα τη διώχνουν. Όλα όσα λάτρεψε και μίσησε, όλα όσα έμαθε να συμβιώνει μαζί τους στα δεκαοχτώ έτη της ζωής της, τώρα τη διώχνουν, όπως την έδιωξε η Αρχιέρειά της. Η ανάμνηση έρχεται και τη χτυπά δυνατά, σαν το ράπισμα της Λιουντέμνιας που έκανε αίμα να τρέξει από το μάγουλό της και τα δάκρυα της πρώην εκπαιδευόμενης ιέρειας συνεχίζουν να κυλούν σαν ποτάμι. Σε μια νύχτα ολάκερος ο κόσμος της αναποδογύρισε: θα γινόταν ιέρεια και μετά Αρχιέρεια. Οι Νεράιδες θα τη σεβόντουσαν και θα είχε τη θρησκευτική εξουσία στα χέρια της. Δεν θα ήταν ευτυχισμένη, θα ήταν όμως ασφαλής, εξασφαλισμένη, θα μάθαινε με τα χρόνια να είναι καλά. Πια δεν είναι παρά μια ατιμασμένη εξόριστη, που ντρόπιασε τις Κόρες της Σελήνης και την οικογένειά της, χάνοντας την παρθενιά της μια νύχτα πριν τη μύησή της. Μια ‘πόρνη μισητή από τη Σελντίνια’, όπως τη χαρακτήρισε η Αρχιέρεια πολλάκις, όσο, παγιδευμένη στα μπράτσα της Έδιββυ, την καταριόταν και πάλευε να πιάσει το σκήπτρο της, που είχε πέσει κάτω, για να την κάψει ζωντανή.
Η Έδιββυ, σκέφτεται με λύπηση τη φτωχή γερόντισσα που, ακόμα και μετά τις προσβολές της, προσπάθησε να την υπερασπιστεί. Άκουσε τη Λιουντέμνια να τη διατάζει να φύγει, αφαιρώντας της τον τίτλο της ιέρειας, που τόσα χρόνια έφερε με καμάρι. Εξαιτίας της την έδιωξε, συνειδητοποιεί και μ’ έναν αναστεναγμό αποπειράται να χωνέψει ότι εκτός όλων των άλλων, θα τη βαραίνουν τύψεις και γι’ αυτό. Κι όλα για μερικές στιγμές ηδονής. Όλα για τον απαγορευμένο καρπό που πάνω από δύο χρόνια η Φεγγαροφώτιστη την ορμήνευε να μην επιθυμήσει ποτέ. Μα αυτή δεν τον επιθύμησε μόνο, τον γεύτηκε με όλη τη λαιμαργία που θα μπορούσε να την παρασύρει. Τη γεύτηκε και μάλιστα με τον πιο ακατάλληλο άντρα. Έναν άντρα μεγαλύτερό της, που δεν πίστευε στην Θεά, που δεν υπολόγιζε τις ιέρειες, που η ίδια η κοινωνία του Νοβέλιαν τον είχε παραπετάξει. Πριν λίγες ώρες, αυτό της φαινόταν γοητευτικό, ακαταμάχητο. Τώρα την τρομάζει, την αποστρέφει.
Ο Ράοφεν περπατά δίπλα της προς την ίδια κατεύθυνση, εξίσου εξόριστος και μισητός μ’ εκείνη. Αφ’ ότου δέχτηκε το χέρι του και τον άφησε να την οδηγήσει μακριά απ’ τον ναό, δεν της μίλησε, δεν την παρηγόρησε, ούτε έκανε να σκουπίσει τα δάκρυά της. Προτίμησε να της δώσει κάτι που μέχρι πρότινος δεν της έδινε κανείς: ελευθερία. Ελευθερία στην έκφραση, στην εκτόνωση, στην απόγνωση. Γνωρίζει ότι μόνο έτσι θα έχει ελπίδες να συνέλθει από το σοκ που έπαθε. Διακριτικά μόνο την κοίταζε με την άκρη του ματιού του έως αυτή τη στιγμή, που διέκρινε την απογοητευμένη και μερικώς αηδιασμένη έκφρασή της κι είναι λες κι όλες της οι σκέψεις του αποκαλύπτονται. Καθαρίζει τον λαιμό του και της λέει να σταματήσουν. Κάθεται στο χώμα και της κάνει νόημα να καθίσει απέναντί του. Της παίρνει μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να το κάνει κι όταν το κάνει, ο πρώην παιδαγωγός βλέπει πόσο δυσάρεστο της είναι που κάθεται στη γη κι όχι σε κάποιο μαλακό κάθισμα ή έστω στο περιποιημένο γρασίδι που καθόντουσαν μαζί στις κρυφές τους συναντήσεις στον κήπο του ναού. Από μία άποψη είναι λογικό, όπως σκέφτεται: η Λιδσένια κατάγεται από εύπορη οικογένεια. Έμαθε να ζει με πολυτέλειες, να τα έχει όλα έτοιμα. Ακόμα κι ως εκπαιδευόμενη ιέρεια είχε όσα χρειαζόταν. Πλέον δεν έχει τίποτα και η στάση τους αυτή στην άκρη του Ασημένιου Δάσους, λίγο πριν το εγκαταλείψουν μόνιμα, αποτελεί για εκείνη μια πικρή συνειδητοποίηση.
Την παρατηρεί με προσοχή κι είναι βέβαιος ότι δεν την έχει δει σε χειρότερη κατάσταση. Τα μάτια κι η μύτη της έχουν πρηστεί από το κλάμα, μια πληγή με ξεραμένο αίμα μουτζουρώνει το αριστερό της μάγουλο και το λευκό μεσοφόρι της είναι πρόχειρα φορεμένο και σκισμένο από τη μανία της Αρχιέρειας, που απ’ αυτό την άρπαξε, ταρακουνώντας την βίαια. Αυτός φταίει για την κατάντια της, έτσι σκέφτεται. Η Λιδσένια ήταν μεθυσμένη όταν τον πλησίασε και τον προκάλεσε ερωτικά. Κι εκείνος βέβαια είχε πιεί, αλλά όχι σε σημείο να μην αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει γύρω του. Ως μεγαλύτερος κι άλλοτε δάσκαλος του κοριτσιού όφειλε να δείξει εγκράτεια. Να αντισταθεί στις ορμές του και να την οδηγήσει με το ζόρι πίσω στο δωμάτιό της, έστω και με τη βεβαιότητα ότι την οδηγούσε στην καταδίκη της, σε μια ζωή βουτηγμένη στο ψέμα και τη δυστυχία. Αλλά… μήπως έτσι θα ήταν καλύτερα; Μήπως ως ιέρεια θα ήταν καλύτερα;
Η κοπέλα τουρτουρίζει από την φθινοπωρινή ψύχρα, την οποία φυσικά είναι αδύνατο να αποτρέψει το ελάχιστο ύφασμα που φοράει. Με το κεφάλι γερμένο προς το χώμα, δεν επιθυμεί ν’ ακούσει ούτε λέξη από τα χείλη του συνενόχου της. Και δεν ακούει. Αντ’ αυτού, νιώθει μια απρόσμενη ζεστασιά να τη σκεπάζει. Σηκώνει το κεφάλι της και βλέπει ότι ο Ράοφεν έχει σκεπάσει τους ώμους της με το σακάκι του. Είναι λεπτό κι όχι καλής ποιότητας, μα καταφέρνει να τη ζεστάνει και το τρέμουλο παύει. Το τραβά κοντά της και το φοράει κανονικά, ενώ εκείνος απομακρύνεται και κάθεται πάλι στη θέση που ήταν πριν. Το σακάκι έχει τη μυρωδιά του, εκείνη τη μυρωδιά που την τράβηξε πριν σαν το κάλεσμα μιας Σειρήνας. Τώρα δεν ξέρει αν της φέρνει αηδία ή το ίδιο εκείνο κάλεσμα. Τον κοιτάζει, μα τα σκούρα πράσινα μάτια του δείχνουν έρημα από κάθε συναίσθημα, κάθε πάθος. Εξακολουθεί να τον κοιτά με μάτια εξίσου έρημα, ώσπου εκείνος σπάει τη σιωπή.
«Έχεις μετανιώσει, Λιδσένια;» Η φωνή του είναι σοβαρή κι απρόσιτη, όπως όταν τη ρωτούσε αν διάβασε τα κεφάλαια ιστορίας που της έβαλε για το σπίτι. Αποστρέφει το βλέμμα της με δυσαρέσκεια στον τρόπο ομιλίας του.
«Έχει καμία σημασία;», του αντιγυρίζει κι οι λυγμοί δεν έχουν ακόμη αφήσει την ομιλία της ν’ ακουστεί καθαρή και δίχως βραχνάδα. «Τώρα πια είμαι διωγμένη από τον Τόπο μου».
«Κι εγώ διωγμένος είμαι, Λιδσένια».
«Εσύ ήθελες να φύγεις».
«Γιατί, εσύ τι ήθελες;», της πετάει ξαφνικά με την οργή να ανεβάζει την έντασή του. «Τι περίμενες ότι θα γινόταν όταν ξεγυμνώθηκες μπροστά μου, ε; Ότι την άλλη μέρα θα πήγαινες κανονικά στη μύησή σου, σαν να μην έγινε τίποτα; Ή ότι θα φεύγαμε από τον Ναό με το κεφάλι ψηλά και τις παραλίγο συναδέλφους σου να μας ραίνουν με λουλούδια;» Τον αντικρίζει σοκαρισμένη κι ούτε που πάει ο νους της ότι η συνέχεια θα την σοκάρει παραπάνω. «Μη σκέφτεσαι σαν κοριτσάκι, Λιδσένια. Δεν είσαι κοριτσάκι πια. Γυναίκα είσαι».
«Φρόντισες εσύ γι’ αυτό, έτσι;», τον ρωτά ψυχρά κι επιτυγχάνει τον σκοπό της. Ο Ράοφεν την κοιτάζει το ίδιο σοκαρισμένος, αν όχι και περισσότερο, συνειδητοποιώντας τι έννοια έδωσε η κοπέλα στις λέξεις 'κοριτσάκι' και 'γυναίκα' και πώς τις συσχέτισε άσχημα με τη συνεύρεσή τους.
«Εγώ δεν θα έκανα ποτέ τίποτα, αν εσύ δεν με είχες προκαλέσει», μουρμουρά μέσα απ’ τα δόντια του. Κατόπιν σηκώνεται και της γυρνά την πλάτη, για να μην δει πόσο τον έχει εξαγριώσει η δήλωσή της. Ακολουθούν χειρότερες δηλώσεις από τη μεριά της.
«Άρα δε σήμαινε τίποτα για σένα!», φωνάζει η Λιδσένια. «Μια πρόκληση στην οποία ανταποκρίθηκες! Αυτό και τίποτ’ άλλο! Δεν ένιωσες, ούτε νιώθεις τίποτα για μένα!»
«Σταμάτα τους συναισθηματισμούς!», γυρνάει απότομα προς την όρθια πλέον κοπέλα και με το ζόρι συγκρατιέται να μην την ταρακουνήσει όπως έκανε η Λιουντέμνια.
«Κι εσύ σταμάτα να μου μιλάς μ’ αυτόν τον κυνισμό! Μ’ αυτό το ύφος του σοφού παντογνώστη! Το σιχαίνομαι!», φτύνει εκείνη τις λέξεις κι ο Ράοφεν καταλαβαίνει πως είναι πιο πιθανό να τον αρπάξει από το πουκάμισο και να τον ταρακουνήσει αυτή. «Άλλο πράγμα περίμενα εγώ από σένα. Να με στηρίξεις και να με παρηγορήσεις! Να μου δείξεις ότι με αγαπάς κι ότι η χθεσινή νύχτα ήταν κάτι σπουδαίο για σένα, όπως ήταν και για μένα. Αλλά μάλλον ζητάω πολλά από έναν αναίσθητο ξερόλα!», ολοκληρώνει και του γυρνά την πλάτη, με τα μάγουλά της να καίνε κι εκείνο που έχει χτυπηθεί, να τσούζει. Μα το τσούξιμο είναι ένα τίποτα μπροστά στον πόνο που συνθλίβει την καρδιά της, σαν εκείνος ξαναμιλάει:
«Ξέρεις τι σιχαίνομαι εγώ; Τις υστερίες! Αν δεν ήσουν η μικρή μου Λιδσένια, αν ήσουν οποιαδήποτε άλλη γυναίκα, ξέρεις τι θα έκανα; Θα σου έλεγα ένα ‘τράβα στα Νεκρά Άστρα’ και θα έφευγα!»
«Κάν’ το τότε!», ουρλιάζει η πρώην εκπαιδευόμενη ιέρεια κι όταν την βλέπει ξανά, η στάση του κορμιού της φανερώνει άμυνα και τα μάτια της είναι σκοτεινά, τόσο από λύπη, όσο κι από καθαρό θυμό. «Τι; Δειλιάζεις; Κάν’ το! Στείλε με στα Νεκρά Άστρα μετά απ’ ό,τι έκανες μαζί μου! Έτσι κι αλλιώς, εκεί έχω καταδικαστεί να πάω και από σένα και απ’ τη Φεγγαροφώτιστη κι απ’ όλο το Νοβέλιαν!», εξακολουθεί να ουρλιάζει κι ο Ράοφεν πρώτη φορά τρομάζει με το ξέσπασμά της. Δεν τολμά να της μιλήσει, παρά την αφήνει να πάρει μερικές βαθιές ανάσες και την κοιτά ανέκφραστος να του γυρίζει άλλη μια φορά την πλάτη και να περπατά μακριά του. «Νομίζω ότι τελικά ο λόγος που έμεινες ανύπαντρος δεν είναι οι θρησκευτικές σου πεποιθήσεις. Είναι ότι δεν ξέρεις να συμπεριφερθείς σε μία γυναίκα. Δεν έχουμε να συζητήσουμε τίποτε, δάσκαλε. Πήγαινε στο καλό… κι εγώ θα πάω εκεί που ήθελες να με στείλεις. Κρίμα τον θαυμασμό και την αγάπη που σου είχα…», συμπεραίνει χαμηλόφωνα η Λιδσένια κι απομακρύνεται.
Ο Ράοφεν μένει ενεός. Η καρδιά του πονάει. Δεν μπορεί να της επιτρέψει να φύγει, όχι τώρα! «Συγγνώμη, Λιδσένια», βρίσκει τη δύναμη ν’ απολογηθεί και τα βήματα της νεαρής Νεράιδας σταματούν. Αργά, την πλησιάζει και ξεφυσά ηττημένος. «Έχεις δίκιο σε όλα», παραδέχεται. «Δεν ξέρω να συμπεριφερθώ σε μία γυναίκα. Ποτέ δεν κατάφερα… να σας καταλάβω. Μεγάλη ειρωνεία, αν σκεφτεί κανείς όλους τους καθηγητές στην Ακαδημία, που συνεχώς επαινούσαν το μυαλό και την ευφυία μου. Σε ό,τι αφορά τα συναισθήματα και τη γυναικεία ψυχοσύνθεση, είμαι ανεπίδεκτος μαθήσεως», εξομολογείται, ενθυμούμενος και τις προηγούμενες συναναστροφές που είχε με γυναίκες, μα εν τέλει αποφασίζει να επικεντρωθεί σ’ αυτήν που έχει μπροστά του. «Και ξέρεις γιατί με βλέπεις τόσο θυμωμένο; Γιατί νιώθω υπεύθυνος. Υπεύθυνος που δεν προσπάθησα να συγκρατηθώ εχθές, υπεύθυνος για ό,τι σου συνέβη, υπεύθυνος που υπέμεινες ό,τι υπέμεινες στα χέρια της Λιουντέμνιας σήμερα. Νιώθω… πως σε βίασα», ψιθυρίζει την τελευταία φράση γεμάτος ντροπή.
Η Λιδσένια τον παρακολουθεί με αυτιά τεντωμένα και δεν το πιστεύει ότι τον ακούει τόσο ευάλωτο. Ο θυμός μέσα της αρχίζει σιγά-σιγά να λιώνει, παρά τη θέλησή της. «Δεν το έκανες», δηλώνει και στρέφεται προς το μέρος του για να τον κοιτάξει κατάματα, σαν μια επιπλέον επιβεβαίωση των λεγομένων της. «Ήθελα να γίνει, Ράοφεν».
«Ήσουν μεθυσμένη! Δεν ήξερες τι έκανες!»
«Ήξερα! Καλά, ίσως όχι στο ακέραιο…», κομπιάζει μια στιγμή, αφού θυμάται πόσο τη ζάλισε το κρασί. «…αλλά ήξερα! Γιατί το ήθελα από πριν. Γιατί νομίζεις ότι άρχισα να πίνω; Θάρρος προσπαθούσα να πάρω». Ο πρώην παιδαγωγός νιώθει το αριστερό της χέρι ν’ αγγίζει το πρόσωπό του και πιάνει τον εαυτό του να χάνεται μέσα στην ολόχρυση λάμψη των ματιών της. «Σου είπα αλήθεια, Ράοφεν. Πάντα μου άρεσες. Τουλάχιστον… μέχρι να γίνει ό,τι έγινε και μαζί… αυτή η συζήτηση», το χέρι απομακρύνεται πριν εκείνος να προλάβει να χαρεί τη ζεστασιά του στο κρύο δέρμα του και το κεφάλι της στρέφεται αλλού με απογοήτευση. Το δικό του πάλι πέφτει με ντροπή, ωστόσο η φωνή του ακούγεται καθαρή.
«Κι εμένα, Λιδσένια», της αποκαλύπτει και τα μάτια τους ανταμώνουν πάλι, τούτη τη φορά με το θυμό, την απογοήτευση και τη φλόγα της διαμάχης να τρεμοπαίζουν. «Κι εμένα μου άρεσες και μου αρέσεις! Μου αρέσεις πολύ! Όταν κάναμε μαθήματα, σε έβλεπα απλώς σαν ένα παιδί, αλλά από τη στιγμή που σε ξαναβρήκα, αισθάνθηκα κάτι καινούριο. Κάτι σαν… έρωτα», λέει την τελευταία λέξη μ’ ένα ίχνος γέλιου που μαρτυρά την αμηχανία του. «Δεν μπορώ να σου πω ότι σε αγαπώ ακόμα, δε συνηθίζω να λέω τέτοιες βαριές κουβέντες αψήφιστα, ούτε θα το έκανα απλά για να σου χαΪδέψω τ’ αυτιά. Αλλά ελκύομαι από σένα και σε νοιάζομαι! Σε νοιάζομαι όσο δεν νοιάστηκα ποτέ κανέναν και θέλω να είσαι καλά, να είσαι ευτυχισμένη!», συνεχίζειακάθεκτος κι εκείνη τον κοιτάζει άφωνη, ωστόσο μια συννεφιά τον θολώνει παρακάτω. «Αν γινόταν, θα πήγαινα αυτή τη στιγμή πίσω στον ναό και θα έλεγα σε όλους ότι εγώ έφταιγα. Ότι το λάθος είναι όλο δικό μου! Θα έλεγα ότι εσύ δεν το ήθελες και θα παρακαλούσα να σε δεχτούν πίσω. Μα… η Λιουντέμνια έχει βγάλει τα συμπερασματά της. Αφού, λοιπόν, είμαστε κι οι δυο διωγμένοι, σου ζητώ να μας δώσεις μια ευκαιρία. Θα είναι δύσκολα, αλλά σου δίνω το λόγο μου ότι θα κάνω ό,τι μπορώ για να σε καταλάβω και να εξασφαλίσω την ευτυχία σου. Και θα σε παρηγορήσω και θα σε στηρίξω και ό,τι άλλο μου ζητήσεις, θα το κάνω. Γιατί μόνο μαζί σου έχω ελπίδες να μάθω και να γίνω καλύτερος, μικρή μου».
Στην τελευταία προσφώνηση, η Λιδσένια χαμογελά πριν προλάβει να συγκρατηθεί. Δεν σταματά τη βλεμματική επαφή κι ο τρόπος που τα μάτια του μοιάζουν να την παρακαλάνε, ο τρόπος που τα χείλη του έτρεμαν καθώς της ζητούσε μια ευκαιρία, οι αλήθειες που της είπε, χωρίς να κρύψει τίποτα της φέρνουν μια καλοδεχούμενη συγκίνηση κι η θέρμη του κορμιού της, η επιθυμία για εκείνον κάνει δειλά-δειλά την εμφάνισή της. Θέλει να σκεφτεί κι άλλο, να εξετάσει όλες τις πιθανότητες και ν’ αποφασίσει αντικειμενικά, όμως δεν έχει μυαλό να κάνει τίποτα από τα παραπάνω, όχι εδώ, όχι αυτή τη στιγμή. Ντροπαλά, του προσφέρει για δεύτερη φορά το χέρι της κι εκείνος το πιάνει, σαν να του έδωσε έναν θησαυρό. Η Λιδσένια αφήνεται στον Ράοφεν. Ο Ράοφεν αφήνεται στη Λιδσένια. Κι οι δυο αφήνονται στην κοινή τους μοίρα, καθώς αρχίζουν ξανά να περπατούν προς τα σύνορα του Τόπου τους και το αβέβαιο μέλλον που τους περιμένει έξω από αυτά.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top