Γ, γ) Γράμμα

Γ, γ) Γράμμα

'Σίον,

Δεν έχω ιδέα ποια δύναμη μ' επηρέασε κι αποφάσισα να σου γράψω αυτή την επιστολή. Είμαι τόσο θυμωμένη μαζί σου, που μήτε να σε σκέφτομαι δεν θέλω. Κι όμως, δεν φεύγεις λεπτό από τη σκέψη μου και διαρκώς αναρωτιέμαι γιατί, γιατί; Για ποιο λόγο πήρες τόσο απότομα την απόφαση να καταταγείς; Έχω την αίσθηση ότι κάτι άλλο σε παρακινεί και σου το είπα πολλές, πολλές φορές, μα εσύ δεν μιλάς. Μένω, λοιπόν, στην δικαιολογία που άκουσα απ' τα χείλη σου: ότι επιθυμείς να αναχαιτήσεις την εισβολή των Τζέργκα στo Δάσος των Δρυάδων. Δεδομένης αυτής σου λέω τα ακόλουθα:

Γνωρίζω από πρώτο χέρι πόσο ισχυρό έχεις το αίσθημα του καθήκοντος και την μεγάλη σου προθυμία να προσφέρεις σε 'κείνους που έχουν ανάγκη. Το ίδιο έκανες και σ' εμένα. Όμως τούτη τη φορά αδυνατώ να δεχθώ πως τόσο βιαστικά θέλεις να φύγεις, μη λογαριάζοντας τα σχέδια που κάναμε. Σε θερμοπαρακαλώ για μια ύστατη φορά: μην πας! Υπάρχουν κι άλλοι εθελοντές πρόθυμοι να πολεμήσουν στο πλευρό των Δρυάδων! Γιατί να εκτεθείς εσύ σ' έναν τέτοιο κίνδυνο;

Μπορεί να σκέφτεσαι ότι δεν μιλώ σωστά. Ότι βάζω την δική σου ασφάλεια πάνω από την ασφάλεια μιας ολόκληρης φυλής που κινδυνεύει, αλλά φοβάμαι για σένα, Σίον! Οι Δρυάδες που φιλοξενούμε στον Ναό, όσες είναι ακόμα σε θέση να μιλήσουν, δηλαδή, μας είπαν πράγματα που με κάνουν να φρίττω ακόμα και στη θύμισή τους. Αυτοί οι Τζέργκα που τις πολυορκούν είναι τέρατα! Τέρατα! Δε λογαριάζουν τίποτα! Και δεν πρόκειται για ένα απλό στράτευμα που περιπλανάται στα δάση στήνοντας ενέδρες, σαν εκείνο που σας επιτέθηκε τότε. Πρόκειται για ένα μεγάλο μέρος του στρατού τους στο οποίο θα βρίσκονται κι ελίτ, μέλη του Πολεμικού Συμβουλίου του Σάιτρους! Φαντάζομαι γνωρίζεις καλά τι σημαίνει αυτό, πόσο λυσσαλέα και ανελέητα θα σας πολεμήσουν.

Θα βρούμε άλλον τρόπο να βοηθήσουμε την Ανατολική Φυλή. Πρέπει να υπάρχει άλλος τρόπος! Μην πας! Μην πας! Δεν πρέπει να πας! Δεν θέλω να πας! Δεν θέλω να σε χάσω! Δεν σε διατάζω, Σίον, σε ικετεύω. Σε ικετεύω όπως μέχρι τώρα ικέτευα μόνο την Αστράρχη. Τι θέλεις να κάνω για να καταλάβεις; Θέλεις να ξεσπάσω σε κλάματα; Θέλεις να σου ζητήσω συγγνώμη για ό,τι κακό σου έκανα, έστω κι ακούσια; Θέλεις να πέσω στα γόνατα και να σε παρακαλέσω; Θα το κάνω. Θα κάνω ό,τι μου ζητήσεις. Ξαναζύγισε την απόφασή σου και μην φεύγεις. Η καρδιά μου είναι μισή μακριά σου, όπως σου είπα στο Φέρθελντι. Αν σε χάσω, ακόμα κι αυτή η μισή καρδιά θα σπάσει. Σε χρειάζομαι, Σίον μου.

Σε αγαπώ,
Ραβάννα.'

Κοίταξε το γράμμα μπροστά της, αφού πρώτα πήρε μερικές βαθιές ανάσες και κατάφερε να ηρεμήσει τα αναφιλητά της. Το χαρτί ήταν μουλιασμένο με δάκρυα, που ειδικά στο κάτω μέρος είχαν μουτζουρώσει τη γραφή. Οι λέξεις, στην αρχή γραμμένες καλλιγραφικά και προσεκτικά, όσο προχωρούσαν έμοιαζαν να έχουν αποτυπωθεί όλο και πιο βιαστικά: γράμματα κακοσχηματισμένα, κακογραμμένα, με το μελάνι να τους αφήνει μικρές ουρές, καθώς δεν φρόντιζε να βουτάει την πέννα στο μελανοδοχείο ή την ειδική άμμο με τη συχνότητα που έπρεπε. Απελπισία. Η εικόνα του γράμματος έβγαζε απελπισία απ' την πρώτη κιόλας ματιά. Αποπειράθηκε, αν και ήδη ντροπιασμένη, να το διαβάσει, όμως δεν άντεξε. Ακουγόταν αδιάφορη για τις Δρυάδες, υπερπροστατευτική, εγωίστρια και κτητική όσο δεν έπαιρνε. Χαμήλωσε τα πράσινα μάτια της στο κλείσιμο. 'Σε αγαπώ'. Ένας αναστεναγμός ξέφυγε απ' τα χείλη της. Ήξερε ότι αυτή η αποκάλυψη και μόνο θα μπορούσε να κάνει μεγάλη διαφορά για εκείνον, μα ένα σφίξιμο στο στομάχι δεν την άφηνε να του το εξομολογηθεί, ούτε καν γραπτώς.

Με βλέμμα άδειο, η Ραβάννα επικεντρώθηκε πάλι στον θυμό της για τον Σίον, έσκισε το χαρτί κι έκαψε τα κομματάκια με το ξόρκι της ανάφλεξης. Δεν αφέθηκε ξανά να 'παραφερθεί', όπως πίστεψε ότι έκανε όταν θέλησε να του γράψει. Δεν αποπειράθηκε να αρχίσει άλλο γράμμα, ούτε του μίλησε τις τελευταίες μέρες πριν φύγει από τον Ναό. Αν ήξερε ότι ήταν οι τελευταίες μέρες που τον έβλεπε ζωντανό, ίσως να το είχε ξανασκεφτεί.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top