Β, β) Βιβλία
Β, β) Βιβλία
Στον Ναό της Σελήνης μπορεί να βρει κανείς πολλά άδυτα: χώρους μόνο για τις ιέρειες, χώρους μόνο για την Αρχιέρεια, χώρους μόνο για συγκεκριμένα τελετουργικά, που τον υπόλοιπο καιρό μένουν απάτητοι. Για τον ταπεινό Έιλουντιρ ωστόσο, ο πιο μαγευτικός και συνάμα πιο απαγορευμένος χώρος όλων είναι 'κείνος που από κανέναν δεν ονομάζεται άδυτο. Ίσως παρά μόνο από τον ίδιο τον εαυτό του, τούτον που θέλησε σφοδρά να τιμωρήσει. Όποτε τυχαίνει άλλος να μην τον βλέπει, σαν περνά, το βλέμμα του, λες και μαγνητίζεται, γυρνά κατά την μισάνοιχτη πόρτα και για λίγο χάνεται, περιπλανώμενο ανάμεσα σε τόμους χρυσοποίκιλτους, αρχαίους παπύρους και περγαμινές δεμένες μ' ασημιές κορδέλες. Η απόλυτη ησυχία της βιβλιοθήκης τον ελκύει, τον μαγεύει, του υπόσχεται μια κρυφή γωνιά πλημυρισμένη γνώσεις, θρύλους και την απέραντη γαλήνη που συχνά ο νους του αποζητά. Το επιθυμεί διακαώς να μυρίσει ξανά το χαρτί, ν' ακούσει τον ήχο των σελίδων καθώς όλο χάρη γυρίζουν από 'δώ κι από 'κεί, να δει τα γράμματα να ζωντανεύουν εμπρός του, ταξιδεύοντάς τον σε μέρη μακρινά, που δεν μπορεί, όπως λένε, ο κάθε νους να συλλάβει. Μα όχι, δεν τολμά να μπει. Μονάχα στο κατώφλι στέκει κι αγναντεύει τους θησαυρούς των γραμμάτων, στα οποία ήθελε κάποτε ν' αφιερώσει τη ζωή του.
Η κυρά του, εκείνη που γνωρίζει και κρυφά συναισθάνεται τον καημό του, τον έχει δει πολλάκις στο μοναχικό αυτό κατώφλι. Σήμερα παίρνει την απόφαση να τον πλησιάσει. «Λοιπόν, θα περάσεις μέσα;» Ακούει ο Ακόλουθος τη φωνή της ν' αντηχεί στον μισοφωτισμένο διάδρομο, παγερή, αλλά προτρεπτική. Με τη ντροπή να του βάφει τα μάγουλα, χαμηλώνει το κεφάλι από σεβασμό και ψελλίζει:
«Όχι... Με συγχωρείτε, ιέρειά μου, αφαιρέθηκα».
«Γιατί μου ζητάς να σε συγχωρήσω, τι έκανες;», τον ρωτά, μα αυτός κρατά ακόμα το κεφάλι του σκυμμένο. «Αφού σε βλέπω κι άλλες φορές. Θέλεις να πας να διαβάσεις, έτσι δεν είναι;», ανήμπορος να της πει ψέματα, αρκείται σ' ένα μικρό νεύμα. «Ε τότε, πήγαινε», τον παρακινεί. «Είσαι κι εσύ μέρος του Ναού, όπως κι εγώ, όπως κι όλοι εμείς που υπηρετούμε την Αστράρχη. Είναι επιτρεπτό να χρησιμοποιείς τη βιβλιοθήκη».
Σιωπή απλώνεται καθώς εκείνος παλεύει να επιζήσει ανάμεσα σε δυο τρομερά θεριά: την επιθυμία του και την ενοχή του. «Δεν είναι επιτρεπτό από μένα. Θέλω να πω... έχω υπηρεσία κι επίσης... υποσχέθηκα στον εαυτό μου να μην ξαναδιαβάσω ποτέ...», λέει τελικά με φωνή σιγανή, μη θέλοντας ν' ακουστεί η ντροπή του.
Η ιέρεια με τα κυπαρισσί μαλλιά ανοιγοκλείνει τα φτερά της δυσαρεστημένη. Φέρνει στη μνήμη την ιστορία του, τη θλιβερή και πικρή ιστορία που της αφηγήθηκε το βράδυ εκείνο στο δάσος. «Δεν ξανάπιασα βιβλίο στα χέρια», της είχε πει κι αυτή πίστεψε πως ήταν η νέα του οικογένεια που του επέβαλε άδικα μια τέτοια τιμωρία. Τώρα όμως βλέπει· βλέπει πως ετούτος ο Νεράιδος με την καλή καρδιά και την ευγενική ψυχή τιμώρησε μόνος τον εαυτό του. Αποφασισμένη να τον απαλλάξει από το βάρος που τόσο άδικα φόρτωσε στους ώμους του, τού απευθύνει τον λόγο έτι μία ακόμη φορά:
«Σίον, κοίταξέ με», ακούει ο Ακόλουθος τη διαταγή της και δεν τολμά να κάνει διαφορετικά. Υψώνει το κεφάλι και τα σκοτεινά του μάτια αντικρίζουν τα φωτεινότερα μάτια της ιέρειας που έγινε προστάτιδά του. Μόνο που, αντί για την αυστηρότητα, τα γεμίζει η συμπόνια κι η τρυφερότητα. «Πόσος καιρός πάει από τη νύχτα που μου μίλησες για το παρελθόν σου;»
Η ερώτησή της τον ξαφνιάζει. «Πέντε μήνες», απαντά κι η ίδια του η απάντηση φανερώνει πόσο δεν λησμονεί τα κρίματά του.
Η ιέρεια νεύει. «Ξέρεις τι θυμάμαι απ' όσα είπες;», τον ρωτά δίχως να προσμένει απάντηση, αφού την παραθέτει αυτή. «Τα πάντα. Όλα όσα μου είπες τα θυμάμαι. Εσύ όμως δεν πρέπει. Θέλω να προσπαθήσεις ν' αφήσεις τις τύψεις πίσω σου».
«Μα-»
«Το γνωρίζω ότι δεν είναι εύκολο», του αποκρίνεται με το ένα χέρι στον αέρα κι αποπειράται ν' ακουστεί σαν μητέρα σοφή, μη λογαριάζοντας πως έχει δει τόσες Πανσελήνους όσες κι εκείνος. Βαθιά μέσα της δεν ξεχνά ότι η προσπάθειά της δεν είναι παρά μια αποτυχία οικτρή. Δεν ξεχνά τι άθλος υπεράνθρωπος είναι ν' αφήσει κάποιος τις τύψεις πίσω και πόσο εύκολο είναι να μην πετύχει. Τούτο της δίδαξε η δική της η πείρα. Αλλά είναι τόσο γλυκιά, τόσο παρηγορητική η ενθάρρυνση όταν τη δίνει σε άλλον. Γιατί τάχα να μην μπορεί να τη δώσει και στον εαυτό της; Πριν αυτός καταλάβει τη θλίψη της και πάει να μιλήσει, πάλι εκείνη του μιλά: «Όμως εδώ που είσαι κάνεις ένα νέο ξεκίνημα. Όταν προσπάθησες να με προστατεύσεις από τους Τίρεϊν, ήσουν αληθινά γενναίος, αληθινά πρόθυμος ακόμα και να θυσιαστείς...», η γλώσσα της σταματά, προτού πει κι άλλα λόγια. Κάπου στο βάθος των απόκρυφών της σκέψεων, τρέμει μη και αντί για σοβαρή ιέρεια, ακουστεί σαν καμιά ερωτευμένη παιδίσκη και παρεξηγηθεί. Σκοπός της είναι να του αλαφρύνει το νου, όχι να τον κάνει να μπερδευτεί και να πιστέψει λόγια και συναισθήματα πλαστά... Πιο λακωνικά, συνεχίζει το λόγο της: «Αν γυρεύεις άλλη μία συγχώρεση, τότε σου λέω ξανά πως σου τη δίνω».
Ο Έιλουντιρ μένει ασάλευτος όσο η άμμος κυλά στην κλεψύδρα του χρόνου, καθώς απρόσμενα επιστρέφουν ξανά στις αρχικές κουβέντες που ανταλλάξανε περί συγχωρήσεως. «Πώς;», αναφωνεί εν τέλει.
«Ως ιέρεια και προστάτιδά σου, έχω τη δικαιοδοσία να σου δώσω συγχώρεση για κάποιο περασμένο αμάρτημα. Το γνωρίζεις ήδη, αλλά αν θες να το ακούσεις άλλη μία φορά, σε έχω συγχωρέσει. Κι οι γονείς σου είμαι βέβαιη πως έχουν κάνει το ίδιο. Μην τιμωρείς τον εαυτό σου. Αφέσου και κάνε αυτό που επιθυμείς, αυτό που σε κάνει χαρούμενο».
Την κοιτάζει με κομμένη την ανάσα και το σπάνιο και φιλικό της χαμόγελο είναι αρκετό για να τον κάνει να νιώσει ότι ο ήλιος βγήκε. Ότι όλες οι συννεφιές, όλες οι ομίχλες της δυστυχιάς υποχωρούν εμπρός στην ισχυρή του λάμψη. Για λίγο περνά από το νου του ο λογισμός πως το χαμόγελό της είναι που τον κάνει χαρούμενο. Θέλει να της πει ότι μόνο αυτό είναι που επιθυμεί να θωρεί και δεν ζητά τίποτε πέραν αυτού. Μα στη συνέχεια, ενθυμούμενος τι είναι η γυναίκα που στέκει απέναντί του, σιωπά. Εκείνη περνά με χάρη το κατώφλι της βιβλιοθήκης, αφού πρώτα σιγουρεύεται μ' ένα βλέμμα πως τα λόγια της αγγίξαν την καρδιά του, δίχως τη χρονοβόρα και περιττή αναμονή ενός λόγου ευχαριστείας από τα χείλη του. Της είναι οφθαλμοφανές πως την ευχαριστεί, το νιώθει στην καρδιά της, λες κι η δική του καρδιά χτυπά στη θέση της, θερμή κι ελαφρύτερη. «Θα έρθεις;», ρωτά για τελευταία φορά.
«Όχι χωρίς πρόσκληση από εσάς», της απαντά, όπως του επιβάλλει το επάγγελμά του κι η ευπρέπεια που ακούραστα το συνοδεύει.
Τα σμαραγδένια μάτια της αστράφτουν, σαν να 'χει μόλις πάρει χαμπάρι ένα παιχνίδι με ανείπωτους κανόνες, στο οποίο πριν το καταλάβουν, έχουν αρχίσει κι οι δύο να συμμετέχουν. «Η πρόσκληση μόλις δόθηκε», του αντιγυρνά και το δικό του χαμόγελο, εκείνο το χαμόγελο του ενθουσιασμένου μικρού παιδιού έρχεται να τη ζεστάνει κι άλλο. Ο Ακόλουθος εισέρχεται στην πελώρια βιβλιοθήκη και πρώτη φορά εδώ κι ενάμιση χρόνο τού δίνεται η ευκαιρία να παρατηρήσει από κοντά τα βιβλία. Τα αγγίζει, τα ξεφυλλίζει και τα χέρια του τρέμουν. Ανοίγει ένα απ' αυτά κι ευθύς δάκρυα μαζεύονται στις άκρες των ματιών του. Πόσο τα αγαπά, πόσο τα πεθύμησε! Του φαίνεται πώς για ώρες ολόκληρες ψάχνει να βρει με ποιο να ξεκινήση την ανάγνωση κι όταν επιλέγει και κάθεται σ' ένα απ' τα δρύινα τραπέζια, βλέπει και πάλι την κυρά του, να κάθεται αντίκρυ του με μια περγαμηνή αρχαία και ταλανισμένη απ' του καιρού τις αλλαγές.
«Σας ευχαριστώ», ψιθυρίζει κι εκείνη τον θωρεί με καλοσύνη, προτού γείρει μπροστά για να ξεκινήσει το ταξίδι του διαβάσματος. Την ακολουθεί. Διαβάζει έπειτα από δεκαεννέα ολάκερα έτη. Είναι ευτυχής! Είναι πλήρης! Είναι ευγνώμων στη Θεά που βρίσκεται εδώ, μ' ένα βιβλίο εμπρός του και την αγαπημένη του ιέρεια να επικροτεί την απελευθέρωσή του από τα δεσμά της αυτοτιμωρίας. Αρκετά συχνά επισκέπτεται τη βιβλιοθήκη κατά τα επόμενα χρόνια, όχι μόνο για να καταπιαστεί με την πιο αγαπημένη του ασχολία, μα και για να θυμάται το υπέροχο συναίσθημα που ένιωσε αυτή την πρώτη φορά...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top