Α, α) Ανάμνηση
⚠️ Προς αναγνώστες από mirror sites, όπως το teenfic: ⤵️
Εγώ, η Στυλιανή Κανταρτζή, ως μοναδική διαχειρίστρια του προφίλ EstelleLuminesCent και συγγραφέας του παρόντος βιβλίου, δηλώνω υπεύθυνα ότι ουδεμία σχέση έχω με την αναδημοσίευσή του στο teenfic κι άλλους παρόμοιους ιστότοπους κι απαιτώ την άμεση και μόνιμη διαγραφή του από αυτούς, καθώς η παράνομη παρουσία του εκεί αποτελεί παραβίαση του νόμου περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Αν διαβάζετε δικό μου κείμενο σε ιστοσελίδες πέραν του Wattpad, σας ενημερώνω ότι βρίσκεστε σε έναν παράνομο ιστότοπο που παραβιάζει τα πνευματικά δικαιώματα των συγγραφέων, κλέβει τη δουλειά τους και πιθανότατα εκθέτει τη συσκευή σας σε κακόβουλα λογισμικά κι επικίνδυνους ιούς. Εγκαταλείψτε άμεσα αυτόν τον ιστότοπο, καταγγείλτε τον στη δίωξη ηλεκτρονικού εγκλήματος και διαβάστε τις ιστορίες μου στο Wattpad.
⚠️ To readers from mirror sites such as teenfic: ⤵️
I, Styliani Kantartzi, as the sole administrator of the EstelleLuminesCent profile and the author of this book, declare responsibly that I have nothing to do with its republishing on teenfic and other similar websites and I demand its immediate and permanent deletion, as its illegal presence there is a violation to the law of copyright. If you are reading my literary work on websites other than Wattpad, I am informing you that you are on an illegal web page that violates authors' copyrights, steals their work, and probably exposes your device to malware and dangerous viruses. Please leave this site immediately, notify cybercrime prosecution and read my stories on Wattpad.
Αφιερωμένο στην panzissi για την ονομαστική της εορτή! 🌸
Α, α) Ανάμνηση
Θυμόταν ότι υπήρξε ένα πολύ ευτυχισμένο αγοράκι. Τα παιδικά του χρόνια ήταν ξέγνοιαστα, δίχως ανησυχίες, δίχως στενοχώριες, δίχως τον ογκόλιθο των τύψεων που έπεσε στους ώμους του βαρύς μετά τον χαμό του πατέρα και της μητέρας του. Ο Σίον πέρασε το πρώτο διάστημα στο νέο του σπίτι χωρίς να βγάλει μιλιά. Μόνο όταν τον ρωτούσε κάτι ένας από τους νέους του γονείς, απαντούσε αμέσως για να μην φανεί αγενής. Δεν ήθελε να σκεφτούν ο κύριος Μέιλορ κι η κυρία Αντίν ότι δεν τους εκτιμούσε, ότι δεν ήταν ευγνώμων που τούτο το σπιτικό, ήδη κατάμεστο από μια τρίτεκνη οικογένεια, άνοιξε τις πόρτες του γι' αυτόν.
Τα νέα του αδέλφια δεν του είχαν απευθύνει το λόγο τις τρεις μέρες που έμενε εκεί. Μπορεί να ντρεπόντουσαν ή να μην τον ήθελαν. Αποφάσισε πως το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να τους δώσει χρόνο να τον δεχτούν. Τα αγόρια, που ήταν μεγαλύτερά του, ο ένας δεκαέξι κι ο άλλος δεκαεφτά ετών, βρίσκονταν κιόλας σε καλό δρόμο, αν έκρινε από τον τρόπο που τον κοίταζαν. Το κορίτσι πάλι, η ηλικίας δέκα ετών 'μικρότερη αδελφή του', δεν είχε τις ίδιες προθέσεις. Ο Σίον την είχε πιάσει να του ρίχνει κοφτερές ματιές στο τραπέζι, λες και το γεύμα του ήταν δικό της και της το είχε αρπάξει μέσα απ' το στόμα. Μια-δυο φορές του ήρθε να της δώσει το φαγητό του, με την ελπίδα να εξομαλύνει τις σχέσεις τους, αλλά ο πιο μεγάλος απ' τους 'αδελφούς του' έβαλε τελευταία στιγμή το χέρι του στο δικό του και κούνησε αριστερά-δεξιά το κεφάλι του αποτρέποντάς τον.
«Έτσι είναι η Νίλυα, εριστική και κακομαθημένη. Απλά αγνόησέ την και σύντομα θα κόψει τα παιδιαρίσματα», του είπε ιδιαιτέρως στο τέλος του μεσημεριανού τους κι ο Σίον, αν και δυσαρεστημένος με την πληροφορία, το εκτίμησε πολύ που ο Πέλλον του είχε πρώτη φορά μιλήσει. Πίστεψε ότι και με τον Ζούριον θα ήταν εξίσου εύκολο. Μέτρησε υπέρ του το γεγονός ότι, πέρα από μεγαλύτεροι και πιθανώς ωριμότεροι, ο Πέλλον κι ο Ζούριον ήταν αγόρια όπως αυτός. Μαζί τους ένιωθε μια παραπάνω οικειότητα. Η Νίλυα ήταν κορίτσι και δεν είχε ιδέα πώς να την πλησιάσει.
Περιστατικά από τη ζωή του στο χωριό ήρθαν στην επιφάνεια: δεν είχε παίξει παρά μόνο λίγες φορές με κορίτσια, τότε που ήταν παιδάκι. Τα πιο πολλά ελεύθερα απογεύματά του, όταν φυσικά δεν τον απορροφούσε η ζεστή συντροφιά ενός βιβλίου, ο Σίον έπαιζε με κάποιους συνομηλίκους του, μα ήταν όλοι τους αγόρια. Τα κορίτσια συνήθιζαν να τους αποφεύγουν. Προτιμούσαν να παίζουν δικά τους παιχνίδια ή να συζητάνε για πράγματα που ο νεαρός έφηβος μπορούσε μονάχα να μαντέψει. Σκέφτηκε πιο έντονα. Ήθελε να πετύχει τούτο τον στόχο, να κερδίσει τη συμπάθεια της θετής του αδελφής. Μέσα στα ξέγνοιαστα παιδικά του χρόνια, η μόνη δυνατή ανάμνηση του ίδιου να παίζει μ' ένα κορίτσι, αναδύθηκε θολή, σαν ένα μακρινό όνειρο...
Πρέπει να ήταν πέντε με έξι χρονών όταν οι γονείς του τού είπαν ότι θα πήγαιναν κι οι τρεις μια εκδρομή. Θυμόταν την προσμονή του τόσο μεγάλη που δεν τον άφησε να κοιμηθεί το βράδυ. Τόσο μεγάλη που στο δρόμο, την άλλη μέρα, δεν είχε σταματήσει να χοροπηδάει πάνω στη θέση του, κάτι που έκανε τη μητέρα του να του κάνει παρατήρηση για να μην πέσει και τον πατέρα του να γελάσει γλυκά λέγοντάς της «Άσ' το το παιδί να χαρεί», καθώς οδηγούσε το μικρό κάρο τους στο δρόμο για τη μεγάλη πόλη. Ο Σίον παρατηρούσε με τα περίεργα μάτια του τα ψηλά πεύκα που ορθώνονταν με την ασημένια λάμψη τους γύρω τους. Τα πάντα στο Ασημένιο Δάσος μοιάζανε... μαγικά! Ακριβώς όπως στις ιστορίες που του διάβαζε η μητέρα του. Χάρη σ' εκείνη την πρώτη εκδρομή είχε το μέρος τούτο στο νου του σαν κάτι εντελώς ακίνδυνο.
Το κεφάλι του διαπέρασε μια σουβλιά και το στομάχι του σφίχτηκε σε σημείο που δεν μπορούσε να πάρει ανάσα. Η εκδρομή αυτή, η πρώτη του επαφή με μία περιοχή πέρα απ' τις Νότιες Επαρχίες, ήταν που του έδωσε λάθος εντυπώσεις. Η ανόητη πεποίθησή του ότι ο έξω κόσμος ήταν εντελώς ακίνδυνος τον έκανε να πάρει αψήφιστα τις προειδοποιήσεις των γονιών του για τους εχθρικούς Τζέργκα που είχαν εισβάλει στο βασίλειο και εν τέλει να τους οδηγήσει κατευθείαν στον θάνατο κάποιες εβδομάδες πριν. Δάκρυα θόλωσαν την όρασή του κι ο Σίον πάλεψε να κάνει τους λυγμούς του βουβούς. Το προσωρινό κρεβατάκι που του είχαν παραχωρήσει ήταν στο σαλόνι, πλάι στην τραπεζαρία κι ήταν πιθανό να βγει κανείς στον κοινόχρηστο αυτό χώρο και να τον ακούσει. Θα μπορούσαν να νομίζουν ότι δεν του άρεσε να μένει μαζί τους, να τον περάσουν για αγνώμονα κι ανικανοποίητο. Νιώθοντας τόσο σκουπίδι όσο κι όλες τις άλλες νύχτες που θυμόταν τον πατέρα και τη μητέρα του, προσπάθησε να επιστρέψει το μυαλό του πίσω στο μονοπάτι για το οποίο είχε κινήσει. Στο παρελθόν! Στον Ναό της Σελήνης! Στον κήπο του Ναού! Στο κορίτσι του κήπου!
---
Το εντυπωσιακό κτίσμα με τον όμορφο κήπο και τα αστραφτερά μισοφέγγαρα στις κορφές τού είχε κόψει την ανάσα από μακριά. «Τι ωραίο!», θυμόταν τον εαυτό του να αναφωνεί και τη μητέρα του να γελάει συγκινημένη και να τον τραβάει από τη θέση του στην αγκαλιά της.
«Όταν ήσουνα μωράκι ήσουν πολύ άρρωστος. Η μανούλα σ' έφερε εδώ κι έγινες καλά. Γι' αυτό ήρθαμε», του είχε πει ο πατέρας του, γυρίζοντας μια στιγμή προς τα πίσω και χαμογελώντας του τρυφερά.
«Μα τώρα δεν είμαι άρρωστος. Είμαι, μανούλα;», ρώτησε το παιδάκι μπερδεμένο, κερδίζοντας γέλια και από τους δυο του γονείς αυτή τη φορά.
«Όχι, Σίον μου, δεν είσαι», απάντησε η μητέρα του. «Αντιθέτως, θέλουμε να δουν η Θεά κι η Αρχιέρεια πόσο καλά είσαι και να τις ευχαριστήσουμε γι' αυτό και τις δυο». Ο μικρός Σίον δεν ήταν σίγουρος ότι κατάλαβε. Δεν του λέγανε ό,τι η Θεά ήταν πάντα εκεί, όπως και το φως του Φεγγαριού; Αν ήταν έτσι, τότε θα μπορούσε να τον δει όπου κι αν βρισκόταν. Αλλά η 'Αχιρέρεια', όποια κι αν ήταν αυτή, ίσως δεν μπορούσε να κάνει το ίδιο.
---
Όταν επιτέλους φτάσανε στον προορισμό τους, ο Σίον πέρασε την περισσότερη ώρα ν' ακούει τους μεγάλους να μιλάνε μεταξύ τους. Μια καλή κυρία με γαλάζια μαλλιά κι όμορφο, γυαλιστερό φόρεμα τον πλησίασε χαμογελώντας και του μίλησε τόσο όμορφα όσο του μίλαγε η μητέρα του. Αυτός ένιωσε αμέσως άνετα μαζί της κι εντελώς κόντρα στην παιδική του ντροπαλοσύνη άνοιξε τα χεράκια του και τα τύλιξε γύρω από τον λαιμό της. Σαν να του φάνηκε ότι άκουσε τους γονείς του να του λένε ανήσυχοι κάτι σαν 'μη', 'δεν πρέπει', 'Σίον, τι είναι αυτά;.' Ωστόσο, η καλή γυναίκα τους καθησύχασε λέγοντάς τους ότι δεν πειράζει και τον αγκάλιασε κι αυτή με στοργή. Αργότερα, όταν πρόσεξε ότι ο μικρός κουνούσε χέρια και πόδια, σημάδι ότι έπληττε στο κάθισμά του, φώναξε μια άλλη γυναίκα με γυαλιστερό φόρεμα και της ζήτησε να τον βγάλει στον κήπο για να παίξει. Έτσι έκανε και σε λίγο ο Σίον ήταν έξω, απολαμβάνοντας τον ζεστό ήλιο και τις υπέροχες μυρωδιές από τα λουλούδια.
Έτρεξε και χοροπήδησε για λίγο στον μεγάλο προαύλιο χώρο, μα σύντομα ένιωσε μοναξιά. Αχ και να υπήρχαν εκεί κι άλλα παιδάκια για να παίξουνε μαζί. Έψαξε τριγύρω με τα μάτια του, ώσπου είδε κάτι: ένα κοριτσάκι ίσα μ' αυτόν καθόταν σκυμμένο μέσα στο μοναχικό κιόσκι του κήπου και κάτι μουρμούριζε. Με την περιέργεια να τον οδηγεί, ο Σίον πήγε πιο κοντά και διαπίστωσε ότι το κοριτσάκι κρατούσε στα χέρια του δύο παιχνιδάκια και πιο συγκεκριμένα δύο μικρές μαγικές φιγούρες· η μία είχε έντονο πορτοκαλί χρώμα και θύμιζε τον ήλιο, ενώ η άλλη ήταν ανοιχτή γαλάζια κι έμοιαζε με αστεράκι. Καθώς τις κουνούσε, η πρώτη έβγαζε χρυσή λάμψη κι η δεύτερη ασημένια. Ο Σίον εντυπωσιάστηκε, όχι τόσο από τις φιγούρες -άλλωστε είχε ξαναδεί-, αλλά από τον πολύ ενδιαφέροντα και ζωηρό διάλογο που έκανε το κοριτσάκι ανάμεσά τους, αλλάζοντας και τη φωνή του, όταν άλλαζε και το πρόσωπο που μιλούσε:
«'Αστεροσκόνη, θα έπρεπε να ντρέπεσαι'».
«'Εγώ να ντρέπομαι; Γιατί;'»
«'Γιατί δεν είναι σωστό να φεύγεις για τον ουρανό και ν' αφήνεις τα καημένα τα άλλα αστεράκια μόνα τους'».
«'Μα δεν πάω να διασκεδάσω. Πάω να τα βάλω με τους κακούς μετεωρίτες, που πέφτουν όλο πάνω μας!'»
Το αγοράκι άκουγε συνεπαρμένο τη συζήτηση ανάμεσα στις δυο φιγούρες. Τώρα ήξερε ποιοι ήταν: η Ηλιάνθη κι ο Αστεροσκόνης, δύο από τους κεντρικούς ήρωες μιας δημοφιλούς σειράς παιδικών βιβλίων που όλα τα Νεραϊδάκια αγαπούσαν.
«'Και πρέπει να πας μόνος σου;'»
«'Ναι, πρέπει να πάω μόνος μου. Ολομόναχος!'», τόνισε το κοριτσάκι με ηρωικό στόμφο, κάνοντας χοντρή τη φωνή του για να μοιάζει με αντρική, όταν μια άλλη φωνή διέκοψε το παιχνίδι της.
«Δεν κάνει να πάει μόνος του», γύρισε ξαφνιασμένη κι είδε ένα αγοράκι να στέκεται από πάνω της.
«Έι, μη με κρυφακούς!», του γκρίνιαξε εκνευρισμένη, αν και πιο πολύ φαινόταν να ντρέπεται, αφού τα μάγουλά της έγιναν κόκκινα κι έμοιαζαν πλέον εντελώς διαφορετικά από τα σκούρα πράσινα μαλλιά της. Το αγοράκι γέλασε, αλλά όχι για να την κοροϊδέψει.
«Η ιστορία σου είναι πολύ ωραία!», θαύμασε. «Ακούγεται σαν τα βιβλία που μου διαβάζει η μητέρα μου, τις 'Περιπέτειες του Αστεροσκόνη'», είπε κι αμέσως μετά συμπλήρωσε: «Μου έχει διαβάσει και τα δέκα!»
«Έχεις όλα τα βιβλία;», ρώτησε με ενθουσιασμό το κοριτσάκι κι τα μάτια του έμειναν ορθάνοιχτα. «Εγώ έχω μόνο ένα, αλλά η μητέρα κι ο πατέρας μου μού πήραν αυτά εδώ για τα γενέθλιά μου», συνέχισε ξεχνώντας τον εκνευρισμό που είχε πριν από λίγο και δείχνοντας τα παιχνίδια της. «Είναι σε όλα τα βιβλία η Ηλιάνθη; Είναι η αγαπημένη μου!»
«Ναι, είναι», απάντησε ο Σίον και μπαίνοντας στο κιόσκι, κάθισε απέναντί της. «Αυτή τον βοήθησε να νικήσει τους μετεωρίτες! Ήταν μαζί του συνέχεια! Μόνος του δεν θα τα κατάφερνε», της εξήγησε. «Γι' αυτό σου είπα, μην τον στείλεις μόνο του να τα βάλει μαζί τους, δεν θα τους νικήσει. Βάλ' τον να της ζητήσει να τον ακολουθήσει».
Το άλλο Νεραϊδάκι σκέφτηκε. «Έτσι έκανε και στο βιβλίο;»
«Ναι, της ζήτησε να πάει μαζί του κι αυτή».
«Τότε να τον κάνεις εσύ να της το ζητήσει όπως στην ιστορία», του πρότεινε και του έδωσε στο χέρι το γαλάζιο αστεράκι. Ο Σίον το κράτησε χαμογελώντας κι η απαλή, βελούδινη αίσθησή του στα χεράκια του τον έκανε να χαμογελάσει ακόμα περισσότερο. Στράφηκε στο κοριτσάκι που κρατούσε τον πορτοκαλί ήλιο έτοιμο να πιάσει ξανά τη συνομιλία. Για λίγο κόμπλαρε: ήταν σίγουρος ότι δεν μπορούσε να βγάλει τόσο γρήγορα διαλόγους, αλλά κοιτάζοντας την προσμονή της συμπαίκτριάς του, βάρυνε τη φωνή του κι άρχισε να μιλάει:
«'Ηλιάνθη, δεν μπορώ να νικήσω τους μετεωρίτες ολομόναχος. Δεν μπορώ να ταξιδέψω στον μεγάλο ουρανό ολομόναχος. Έλα μαζί μου κι ενωμένοι θα τα καταφέρουμε'», επανέλαβε ένα κομμάτι από το βιβλίο που του διάβασε πιο πρόσφατα η μητέρα του, ωστόσο αντικατέστησε κάποιες λέξεις για να μην είναι ολόιδιο. Το κορίτσι του χαμογέλασε πλατιά.
«Πω πω, είσαι πολύ καλός!», αναφώνησε, πριν λεπτύνει τη φωνή της για να παραστήσει την Ηλιάνθη: «'Εντάξει, Αστεροσκόνη, θα έρθω, θα τους νικήσουμε και μετά θα παντρευτούμε!'», ανακοίνωσε πριν σταθεί όρθια. «'Έλα, ας πετάξουμε!'», φώναξε γελώντας κι άρχισε να τρέχει και να πεταρίζει έξω απ' το κιόσκι. Ο Σίον έμεινε για λίγο αποσβολωμένος, αλλά αμέσως μετά σηκώθηκε κι αυτός κι έτρεξε πίσω της γελώντας επίσης.
Η ιστορία τους από εκεί και πέρα γινόταν όλο και πιο περιπετειώδης. Για μερικά λεπτά, ο αυλόγυρος του ναού μεταμορφώθηκε σ' έναν σκούρο μπλε ουρανό γεμάτο πολύχρωμους αστερισμούς. Οι φιγούρες στα χέρια των παιδιών ήταν σαν να πήραν ζωή, σαν να μπορούσαν να μιλήσουν με τις φωνές τους, να πάρουν τις εκφράσεις των προσώπων τους και να νιώσουν τα συναισθήματά τους. Τώρα το κορίτσι γελούσε γλυκά κι έμοιαζε να κρέμεται απ' τα χείλη του, περιμένοντας τι θα πει, ώστε να του δώσει την καλύτερη πιθανή απάντηση. Ο Σίον δεν θυμόταν ποτέ πριν να έχει διασκεδάσει τόσο πολύ. Μόλις λίγα λεπτά παιχνιδιού με αυτή την άγνωστη συνομήλική του ήταν αρκετά για να πιστέψει πως θα γίνουν οι καλύτεροι φίλοι, ακόμα κι αν δεν ήξερε τίποτα γι' αυτήν, ούτε το όνομά της.
«Ύβενλυθ!», ακούστηκε ξαφνικά μια θυμωμένη φωνή που τους έκανε να σταματήσουν και να γυρίσουν ταραγμένοι στην κατεύθυνσή της. Εκεί είδαν ένα άλλο αγόρι με μαλλιά γκριζοπράσινα, περίπου έναν χρόνο μεγαλύτερό τους, να τους κοιτάζει με τα χέρια στη μέση. «Ύβενλυθ, τι νομίζεις ότι κάνεις;», απαίτησε και το κοριτσάκι τον αγριοκοίταξε.
«Τι θες, Όμπερον;», ρώτησε εξίσου απαιτητικά. «Εσύ μ' άφησες μόνη μου και πήγες στους φίλους σου. Εμένα όμως μου αρέσει να παίζω στον ναό, όχι στην πλατεία, όπως σ' αρέσει εσένα!»
«Δεν μπορείς όμως να παίζεις μ' αυτόν. Μαζί μου μόνο πρέπει να παίζεις!»
«Τι μας λες; Γιατί;», του αντιγύρισε εκείνη κι ο Σίον δίπλα της έκανε ένα βήμα πίσω, νιώθοντας άβολα.
«Γιατί εγώ είμαι ο ξάδελφός σου! Αυτός είναι ξένος και χαζός», δήλωσε και πλησιάζοντας, άρπαξε τη φιγούρα από τα τρεμάμενα χέρια του άλλου αγοριού.
Η Ύβενλυθ έδειχνε εξαγριωμένη από την προσβολή και την κίνησή του. «Χαζός είσαι εσύ!», του φώναξε. «Αυτός είναι φίλος μου και τον αγαπώ πιο πολύ από σένα!», έδειξε τον Σίον. «Δώσε πίσω τον Αστεροσκόνη!» Μα ο Όμπερον δεν άκουγε.
«Όχι!», της έκανε, κρατώντας τη φιγούρα ψηλά. «Θα τον δώσω πίσω μόνο αν υποσχεθείς ότι δεν θα παίξεις ξανά μ' αυτόν, αλλά μόνο μ' εμένα», δήλωσε καθώς η κατά πολύ πιο κοντή ξαδέλφη του προσπαθούσε μάταια να φτάσει το παιχνίδι της.
Βλέποντάς την να ζορίζεται, ο Σίον πλησίασε κι αυτός θαρρετά. «Την άκουσες! Δώσ' της τον πίσω!», αναφώνησε με θυμό κι ο Όμπερον τον κοίταξε έκπληκτος. «Δώσ' τον τώρα, αλλιώς θα φωνάξω τις ιέρειες!»
Το άλλο αγόρι έμεινε παγωμένο για λίγο, έχοντας προφανώς τρομάξει από την απειλή. Χαμήλωσε το χέρι του και κοίταξε την ξαδέλφη του που φαινόταν έξαλλη μαζί του. Του Σίον του φάνηκε ότι για λίγο ο Όμπερον ήταν πολύ στενοχωρημένος που η Ύβενλυθ δεν ήθελε να παίζει μαζί του και για μια στιγμή σκέφτηκε να τον προσκαλέσει στην παρέα. Την επόμενη στιγμή όμως, αντί να επιστρέψει τον Αστεροσκόνη, ξανασήκωσε το χέρι του και τον πέταξε μακριά, μέσα σ' ένα παρτέρι.
«Αστεροσκόνη!», φώναξε η Ύβενλυθ κι έτρεξε κλαίγοντας προς τα εκεί. Ακόμα πιο θυμωμένος από πριν, ο Σίον όρμηξε στον Όμπερον φωνάζοντάς του ότι είναι πολύ κακό παιδί, ώσπου εκείνος έφυγε κυνηγημένος έξω απ' τον κήπο. Ο Σίον ήθελε να τον ακολουθήσει κι έξω και να του δώσει ένα καλό μάθημα, αλλά από τη μία φοβήθηκε μη χαθεί κι από την άλλη δεν ήθελε να αφήσει τη νέα του φίλη μόνη της. Γύρισε στη μεριά της Ύβενλυθ που είχε τρυπώσει στο παρτέρι και βαστούσε στην αγκαλιά της το λερωμένο της παιχνίδι κλαίγοντας ακόμα. Ανήσυχος την πλησίασε.
«Μην κλαις», της είπε παρηγορητικά.
«Κοίτα πώς έγινε ο καημένος», παραπονέθηκε το κοριτσάκι, δείχνοντάς του τον Αστεροσκόνη. Είχε στραπατσαριστεί ελαφρά και το γαλάζιο βελούδινο σώμα του ήταν γεμάτο χώμα και λάσπη.
«Θα τον θεραπεύσω εγώ, μην στενοχωριέσαι. Θα τον κάνω όπως ήταν πριν», τη διαβεβαίωσε και παίρνοντας τη φιγούρα, πλησίασε μια από τις πηγές του κήπου και την βύθισε με προσοχή μέσα. Καθώς την έπλενε, προσπαθούσε να επαναφέρει το σχήμα της στο φυσιολογικό, πιέζοντας αντίστροφα τα μέρη που είχαν πατικωθεί. Η Ύβενλυθ κοιτούσε ανήσυχη, ώσπου μετά από λίγο... «Δες!», φώναξε ο Σίον χαρούμενος. «Ο Αστεροσκόνης έγινε καλά!» Εκείνη αγκάλιασε με ανακούφιση το αστεράκι που πράγματι έγινε όπως πριν, αν εξαιρούσε φυσικά ότι ήταν βρεγμένο. Το πήρε και το έβαλε δίπλα στην Ηλιάνθη, που τόση ώρα είχε μείνει ολομόναχη.
«Είσαι τόσο καταπληκτικός, σ' ευχαριστώ πολύ!», του είπε πηγαίνοντας κοντά του κι αγκαλιάζοντάς τον κι αυτόν. «Ας περιμένουμε να στεγνώσει ο Αστεροσκόνης κι ας ξαναπαίξουμε!»
«Ναι!», έκανε με ενθουσιασμό ο Σίον, ώσπου η φωνή της μητέρας του ακούστηκε
«Σίον! Γλυκέ μου, ώρα να φύγουμε!»
Γύρισε κατσουφιασμένος και την είδε. «Από τώρα;»
«Ναι, αγόρι μου, έχουμε μεγάλο ταξίδι μέχρι το σπίτι», συμπλήρωσε κι ο πατέρας του, που εκείνη τη στιγμή βγήκε μέσα από τον ναό. «Έλα, αποχαιρέτησε τη νεαρή δεσποινίδα». Λυπημένος που δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, ο Σίον εστίασε την προσοχή του στη νέα του φίλη.
«Συγγνώμη, πρέπει να φύγω», απολογήθηκε. «Χάρηκα πολύ που σε γνώρισα».
«Κι εγώ», του είπε αποκαρδιωμένη κι έτοιμη να βάλει πάλι τα κλάματα, αλλά αντί γι' αυτό, τον πήρε μια τελευταία αγκαλιά, προτού τον αφήσει να ακολουθησει τους γονείς του.
---
Ο δεκατετράχρονος πλέον Σίον χαμογέλασε με νοσταλγία στην ανάμνηση αυτού του κοριτσιού, που τώρα θα είχε γίνει κοπέλα. Δεν την ξαναείδε από τότε και τώρα που το σκεφτότανε, αν την έβλεπε, πιθανότατα δεν θα την αναγνώριζε. Άσε που δεν είχε ρωτήσει καν τ' όνομά της, όπως ούτε κι εκείνη το δικό του. Είχε ακούσει βέβαια εκείνο το άλλο αγόρι, τον ξάδελφό της, να την προσφωνεί, αλλά πώς την είπε; Δεν μπορούσε να θυμηθεί... Ήξερε ότι ήταν εντελώς αδύνατο, αλλά ευχήθηκε κάποια μέρα να την ξαναδεί. Έπειτα γύρισε το νου του στην Νίλυα. Είχε μια ιδέα για το πώς να την πλησιάσει. Άραγε θα πετύχαινε;
---
Την άλλη μέρα το απόγευμα, βρήκε τη θετή του αδελφή να κάθεται σε μια γωνιά στο πάτωμα της κουζίνας μουτρωμένη. Δίπλα της ήταν παρατημένο ένα ανοιχτό βιβλίο, με έντονα χρωματισμένη εικονογράφηση. Το είχε ξαναδεί κοντά της και τόσο το εξώφυλλο, όσο κι οι ζωγραφιές μέσα τού ήταν ευτυχώς γνώριμες. Την πλησίασε, αλλά εκείνη έκανε σαν να μην τον είδε, μέχρι που με την άκρη του ματιού της, διαπίστωσε πως πήγαινε να σηκώσει το βιβλίο. «Μην το πιάνεις! Δικό μου είναι!», φώναξε πολύ νευριασμένη κι ο καημένος ο Σίον κόντεψε να στραβοπατήσει απ' την τρομάρα του.
«Μπα, μπα, πρώτη φορά μου απευθύνεις το λόγο», είπε χαρωπά, αφού ήταν πράγματι η πρώτη φορά. «Αυτό σημαίνει ότι... θα μου μιλάς από εδώ και πέρα;»
«Τς».
«Ούτε μία κουβεντούλα;»
«Τς».
«Ούτε θα μ' αφήσεις να δω κι εγώ το βιβλίο σου;»
«Τς».
«Κρίμα...», ξεφύσηξε ο έφηβος και γύρισε να φύγει. «Κι απ' ό,τι πρόλαβα να δω, είναι το πρώτο βιβλίο από τις 'Περιπέτειες του Αστεροσκόνη'. Και τώρα που το σκέφτομαι, όλες εκείνες οι φορές που παρακαλούσες τους γονείς σου ήταν για να σου πάρουν και τα άλλα βιβλία. Εγώ τα έχω διαβάσει όλα και θα μπορούσα να σου πω με λεπτομέρειες τι συνέβη στη συνέχεια της ιστορίας, αλλά αφού δεν θες να μου μιλάς...», ολοκλήρωσε κι έκανε κάποια βήματα μακριά της. Ήταν σαν να μπορούσε να διαισθανθεί τις εκφράσεις του προσώπου της, παρ' όλο που της είχε γυρίσει την πλάτη και δεν μπορούσε να τις δει: στην αρχή θα θύμωσε που αυτός 'την κρυφάκουγε' με τους γονείς της, μετά θα παραξενευτηκε που 'ένα φτωχόπαιδο είχε τόσα βιβλία' και στο τέλος θα νικούσε η περιέργεια ή έστω σ' αυτό ήλπιζε. Δεν πρόλαβε να περάσει το κατώφλι της κουζίνας, όταν την άκουσε να του απευθύνει το λόγο, χωρίς καθόλου εκνευρισμό αυτή τη φορά.
«Αλήθεια τα διάβασες όλα;»
Την ξανακοίταξε. «Ναι», της έγνεψε.
«Και... θα μου πεις αν τελικά ο Αστεροσκόνης κι η Ηλιάνθη είναι μαζί στο τέλος;»
Πήγε κοντά της. «Αμέ», της ψιθύρισε συνωμοτικά. «Αλλά δεν θα 'ταν καλύτερα να μάθεις κι όλα τα άλλα γεγονότα μαζί; Πίστεψέ με, θα είναι πολύ πιο συναρπαστικό έτσι...»
Η μικρή σκέφτηκε. «Καλά», είπε τελικά. «Πες τα μου όλα με τη σειρά. Αλλά δεν θ' αγγίξεις το βιβλίο μου, εντάξει;», τόνισε αυστηρά στο τέλος.
«Εντάξει», δέχτηκε ο Σίον, που έτσι κι αλλιώς είχε υποσχεθεί στον εαυτό του πως δεν θα του επέτρεπε να διαβάσει άλλη φορά βιβλίο. Ήταν η ελάχιστη τιμωρία που πίστευε ότι του άξιζε μετά τον θάνατο των δικών του. Προσεκτικά, κάθισε δίπλα στο κορίτσι στο πάτωμα κι άρχισε να αφηγείται τις μαγικές ιστορίες του Αστεροσκόνη, της Ηλιάνθης και των υπολοίπων χαρακτήρων. Η Νίλυα τον άκουγε με όλο και αυξανόμενη προσοχή και στο τέλος με εντυπωσιασμό. Ήταν μια όμορφη αρχή για τους δυο τους.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top