5

Με το παλιό σαραβαλάκι της ήδη να μουγκρίζει και να αγκομαχά στην ανηφόρα δεν υπήρχε περίπτωση να το ζορίσει περισσότερο και να βγάλει φλας ώστε να προσπεράσει  τον αγρότη με το τρακτέρ που κινούταν μπροστά της σε ρυθμό χελώνας. Γι αυτό πήρε μια βαθιά ανάσα, παρέμεινε στωικά πίσω του και προσπάθησε όπως μπορούσε να ηρεμήσει την αγωνία που είχε από την ώρα που ξύπνησε σήμερα το πρωί. Άλλωστε έπρεπε να είχε όλη της την προσοχή στραμμένη στο δρόμο   μιας και έπρεπε να βρει σε ποιο σταυροδρόμι έπρεπε να στρίψει μιας και μόλις είχε αφήσει την εθνική οδό προς Ηράκλειο και είχε πάρει τον επαρχιακό δρόμο που οδηγούσε στην Νεάπολη  η οποία είχε γίνει αμέσως ορατή. Είχε ξαναέρθει στην Νεάπολη φυσικά. Περισσότερο ως παιδί, όπου κάθε 15 Αύγουστο  γιόρταζε στην πλατεία η μεγάλη εκκλησία που ήταν αφιερωμένη στην Παναγία και στηνόταν ένα υπαίθριο πανήγυρι που φιλοξενούσε από κλόουν και πλανόδιους μικροπωλητές παιχνιδιών ως μαλλί της γριάς και σουβλάκια στο χέρι . Της άρεσε η Νεάπολη. Ήταν μια γραφική μικρή πόλη που παλαιότερα αποτελούσε την πρωτεύουσα του νομού Λασιθίου πριν γίνει ο Άγιος Νικόλαος προς δυσαρέσκεια των κατοίκων της. Και αντί το κράτος να εξιλεωθεί απέναντι τους με κάποιο τρόπο, στέγασε στην περιοχή επιπλέον τις φυλακές υπομονεύοντας περισσότερο την περιοχή.

Το βλέμμα της πέρασε από το τεράστιο τρούλο της εκκλησίας της Παναγίας που βρισκόταν στην πλατεία της πόλης για να καρφωθεί στο κτίριο των φυλακών που βρίσκονταν στην άκρη της πόλης, το οποίο με δυσκολία φαινόταν λόγω των πυκνών συρματοπλεγμάτων που το περιβάλανε. Αμέσως ένα άσχημο συναίσθημα εγκαταστάθηκε στο στομάχι της μαζί με την  εικόνα στο μυαλό της με την αντίδραση του Κώστα ο οποίος με το που το άκουσε είχε γίνει πυρ και μανία. Θυμόταν ακόμα, εκτός από το δάχτυλο του που είχε τεντωθεί προς εκείνη ,μέχρι και τον τόνο της φωνής του όταν επικριτικά της έλεγε ότι εκείνος της είχε προσφέρει μια θέση σε ένα υγιές περιβάλλον και εκείνη αντί αυτού διάλεξε το πλέον νοσηρό. Αλλά φυσικά ο Κώστας δεν είχε σταματήσει μόνο εκεί. Είχε αναρωτηθεί δυνατά αν η Δανάη πλέον του πήγαινε κόντρα σε κάθε τι που έλεγε και αν υπήρχε λόγος να είναι ακόμα εκείνοι οι δύο ζευγάρι από την στιγμή που ο καθένας κοίταγε σε διαφορετική κατέυθυνση.

Η Δανάη δεν είχε διαφωνήσει αλλά ούτε συμφωνήσει. Και ο Κώστας είχε αποχωρήσει βροντώντας την πόρτα πίσω του αφήνοντας την μόνη στο εξεταστήριο του με ένα σωρό ασθενείς απέξω να τον κοιτούν με περιέργεια και αναμεμιγμένη αγανάκτηση που ο γιατρός που περίμεναν ,έφευγε. Δεν είχαν μιλήσει έκτοτε και είχαν περάσει τρεις ολόκληρες μέρες. Ανάθεμα το γινάτι του! Ξεφύσησε και έστριψε στο μονόδρομο που οδηγούσε προς τις φυλακές ενώ αναρωτιόταν γιατί δεν την πόναγε το ενδεχόμενο να διαλυθεί η σχέση τους με την απάντηση να δίνεται αμέσως και από την ίδια. Δεν ήταν τυφλή ότι προς τα εκεί όδευαν. Δεν θα έπρεπε να ένοιωθε έστω όμως μια μικρή ενόχληση ή έστω λίγη πίκρα  για τους μήνες που πέρασαν μαζί; Για όσα είχαν μοιραστεί; Γιατί υπήρξαν και καλές στιγμές μεταξύ τους...Αντιθέτως αισθανόταν κάπως... ανακουφισμένη. Αν και δεν θα έπρεπε. Αυτές τις μέρες που δεν μίλαγαν είχε καθίσει και είχε σκεφτεί την σχέση τους. Ο Κώστας ήταν συνάδελφος της, μίλαγαν την ίδια γλώσσα, ήταν υγιής, σοβαρός και δίχως δυσάρεστες εκπλήξεις να την περιμένουν στο μέλλον. Ήταν μια άριστη περίπτωση για εκείνη. Αν παντρευόντουσαν φυσικά που το έβλεπε αμφίβολο πλέον μετά από τον τσακωμό τους.  

Μα τι τον είχε πειράξει τόσο εφόσον όπως τον είχε βεβαιώσει θα ήταν προσωρινό μέχρι να βρεθεί και να διοριστεί γιατρός στην θέση του παλαιού που συνταξιοδοτήθηκε; Σαν χάρη της το είχε ζητήσει ο διευθυντής μέχρι να καλυφτεί η θέση και του το εξήγησε και αυτό! Λίγες ώρες την ημέρα, όποτε εκείνη μπορούσε του είχε πει . Η απόσταση του ιατρείου στη κοινότητα της και των φυλακών δεν ήταν πάνω από δέκα λεπτά με το αυτοκίνητο, άρα τις μέρες που δεν θα είχε δουλειά στο ένα μέρος θα εξυπηρετούσε το άλλο. Και αυτό μόνο προσωρινά. Όχι μόνιμα! Αλλά η αντίδραση του ήταν λες και του είχε πει το αντίθετο!

Συνεχίζοντας να οδηγεί  θυμήθηκε την γνωριμία τους. Ο Κώστας ήταν ο θεράπων γιατρός της γιαγιάς Δανάης όταν χρειάστηκε να νοσηλευτεί και να χειρουργήσει την χολή της. Στην αρχή είχε υπάρξει μια τεταμένη ατμόσφαιρα ανάμεσα τους, έμοιαζαν με ξιφομάχους που ακόνιζαν τα σπαθιά τους πριν ορμίσουν στην αρένα. Ο Κώστας είχε την άποψη του ως γιατρός της γιαγιάς ενώ η Δανάη έφερνε νέες ιδέες από το Λονδίνο πυροδοτώντας την ατμόσφαιρα. Ένα βράδυ που και οι δύο ήταν ξεθεωμένοι, ο μεν από την διπλή βάρδια και η Δανάη από το ξενύχτι στο προσκεφάλι της πολυαγαπημένης της γιαγιάς είχαν συναντηθεί τυχαία στο υπαίθριο χώρο της κλινικής. Είχαν μοιραστεί το παγκάκι πριν καταλήξουν στο μικρό δωμάτιο εφημερίας του Κώστα και μοιραστούν το κρεβάτι του ξεσπώντας στο σεξ όσα τους διέλυαν.  Και μόλις είχαν ολοκληρώσει είχε πάρει ο καθένας το δρόμο του δίχως λόγια, αμίλητοι. 

Η Δανάη όφειλε να ομολογήσει την αλήθεια έστω στο εαυτό της. Μετά από εκείνο το βράδυ δεν είχε σκοπό να το συνεχίσει με τον Κώστα. Δεν είχε νοιώσει κάτι ιδιαίτερο να υπήρχε ανάμεσα τους και το σεξ ήταν χλιαρό. Καμία χημεία.  Όταν όμως είχε διοριστεί στο αγροτικό ιατρείο του χωριού της με σκοπό να αντικαταστήσει τον υπάρχοντα γιατρό, ήρθε ξανά σε επαφή μαζί του μιας και ο Κώστας το είχε αναλάβει από τα θεμέλια και το είχε στήσει αλλά  έφευγε για να ασχοληθεί αποκλειστικά με το τμήμα του στην κλινική. Την είχε καλοδεχτεί, την είχε κατατοπίσει και στο τέλος της είχε ζητήσει να βγουν για φαγητό...το ένα είχε φέρει το άλλο...υπήρχε και εκείνο το βράδυ ανάμεσα τους ως ανάμνηση και πριν το καταλάβει είχαν γίνει ζευγάρι. 

Στο θεό έρωτα δεν πίστευε. Οι ιστορίες που είχαν γραφτεί δεν ήταν άλλο παρά ανόητα κατασκευάσματα των συγγραφέων που ήθελαν να πουλήσουν αντίτυπα σε αφελής κορίτσια. Η περίπτωση του αδερφού της ήταν από τις εξαιρέσεις. Και των γονιών της. Και της Ελβίνας.

Πάρκαρε στο σχεδόν αδειανό πάρκινγκ των φυλακών και βγήκε έξω αργά αφήνοντας τις σκέψεις της με τον Κώστα και την φιλοσοφία της αγάπης για αργότερα. Ίσιωσε το κορμί της και κοίταξε το κτίριο που ορθωνόταν μπροστά της επιβλητικό, ψυχρό και αυστηρό. Έδιωξε την ανησυχία της προσπαθώντας να χαμογελάσει αλλά δεν τα κατάφερε. Επανέλαβε στον εαυτό της ότι δεν είχε απολύτως τίποτα να φοβηθεί. Θα δούλευε σε ένα ιατρείο όπου θα υπήρχε ασφάλεια πάντοτε την είχε διαβεβαιώσει ο διευθυντής. Ακόμα και οι ανησυχίες των δικών της μην κολλήσει κάτι ή την χτυπήσουν ήταν αβάσιμες και παράλογες. Μια χαρά θα πήγαιναν όλα. Πέρασε τη δερμάτινη τσάντα της από τον ώμο, σήκωσε το κεφάλι και περπάτησε προς την είσοδο με τη καρδιά να χτυπάει ξέφρενα υπό το άγρυπνο βλέμμα των φρουρών στα ψηλά παρατηρητήρια.

*

Αυτό που με τίποτα δεν περίμενε όμως ήταν να ασκήσει τα καθήκοντα της τόσο σύντομα από την άφιξη της, σκέφτηκε με τη καρδιά να αναπηδά στην είδηση ότι είχε ξεσπάσει καβγάς στο θάλαμο δέλτα! Το αριθμό του κελιού δεν τον είχε συγκρατήσει πάνω στην ταραχή της. Ήταν επιβεβλημένο να είχε στην διάθεση της  λίγο χρόνο να εγκλιματιστεί, να δει τι αρχεία φύλαγε ο προηγούμενος γιατρός που κατείχε την θέση και να οργανώσει το πως θα χειριστεί τις όποιες ελλείψεις σε υλικό. Όχι όμως έτσι, κατέληξε έντονα αναστατωμένη  τρέχοντας πίσω από το διευθυντή και μερικούς φύλακες προς το θάλαμο δέλτα μέσα από γκρίζους διαδρόμους προσπερνώντας κελιά με αναστατωμένους κρατούμενους που φώναζαν και έκαναν τέτοια φασαρία επιβαρύνοντας την ήδη τεταμένη κατάσταση. 

Δεν είχε προλάβει καλά – καλά να συστηθεί και να ανταλλάξει μερικές προτάσεις με τον κύριο Ιωάννου τον διευθυντή  όταν είχε ορμίσει ένας φύλακας μέσα στο γραφείο του για να τον ειδοποιήσει ότι στο κελί που δεν είχε συγκρατήσει τον αριθμό έπαιζαν ξύλο. Ο διευθυντής ατάραχος, ξεκάθαρα συνηθισμένος σε παρόμοια περιστατικά, της είχε ρίξει μια ματιά όλο νόημα και της είχε προτείνει να τον ακολουθήσει με την δήλωση ότι ίσως χρειάζονταν την βοήθεια της. Τι καλύτερο για εκείνον άλλωστε να αξιολογήσει το νέο εργαζόμενο σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, κατέληξε η Δανάη ενώ θυμόταν τα λόγια που την είχαν κάνει να αρπάξει την τσάντα της χωρίς δισταγμό.

«Είτε στο χώρο τους ,είτε στο δικό σας. Εσείς διαλέγετε. Στην πρώτη περίπτωση καθαρίζουν μόνοι τα χάλια τους ενώ στην δεύτερη περίπτωση καθαρίζετε εσείς αφού θα είναι ο δικός σας χώρος.»

Και επειδή αυτό είχε ακουστεί ως ένα πολύ δυνατό επιχείρημα έτσι είχε βρεθεί να τον ακολουθεί μακαρίζοντας που το πρωινό που ντυνόταν είχε επιλέξει τα λευκά σνίκερς της. Αν και το γαλάζιο αέρινο μακρύ φόρεμα με τα μικροσκοπικά λευκά λουλούδια δεν ήταν η καλύτερη επιλογή. Αλλά δεν είχε φανταστεί ποτέ ότι θα αναγκαζόταν να επιδοθεί σε αγώνα δρόμου μες στις φυλακές!

Με αυτά στο μυαλό κόντεψε να πέσει πάνω στο διευθυντή που είχε σταματήσει απότομα στο κέντρο ενός διαδρόμου, έστριβε το σώμα του και έμπαινε όπως και οι φύλακες σε ένα από τα κελιά. Οι φύλακες δεν έχασαν χρόνο και έπεσαν βρίζοντας και απειλώντας πάνω σε μια μάζα από δύο σώματα γεμάτα μυς και χρωματισμένη σάρκα και άρχισαν να τραβάνε ότι έβρισκαν. Δεν ξέφυγε της Δανάης η χρήση των γκλοπ τους κάτι που την έκανε να σφίξει τα δόντια της για να μην φωνάξει από αποστροφή όσο τα δάχτυλα της τυλίχτηκαν γύρω από την δερμάτινη λουρίδα της τσάντας της. Ούτε αγνόησε τα σχόλια που δέχτηκε από τους κρατούμενους στα δίπλα κελιά που την είχαν αντιληφθεί αστραπιαία και που σε άλλη περίπτωση θα την έκαναν να κοκκινήσει έντονα.

'Έστρεψε την προσοχή της στη μάζα από δέρμα μπροστά της όπου ανάμεσα σε βρισιές, γροθιές και κατάρες , με τεράστια δυσκολία και χρήση βίας οι φύλακες κατάφεραν να χωρίσουν τους δύο άντρες που είχαν αναμειχθεί στη συμπλοκή. Καυτή οργή, καθαρό μίσος, σώματα στιβαρά λερωμένα με κατακόκκινο αίμα σε μουτζουρωμένα ήδη από μελάνι δέρματα ... Ένας συνδυασμός που πιθανότατα θα έπρεπε να συνηθίσει. Δάγκωσε δυνατά το κάτω χείλος της όσο το βλέμμα της έπιασε την τελευταία απεγνωσμένη προσπάθεια του ενός να φτύσει μια γενναία ποσότητα αίμα και σάλιου στον αντίπαλο του ο οποίος ξέφυγε από τα χέρια που τον υποβάσταζαν πανεύκολα και του κατάφερε μια γροθιά με την Δανάη να μην καταφέρνει να συγκρατήσει την κραυγή της. Ο ήχος από κόκκαλα που θρυμματιζόντουσαν θα έμενε χαραγμένος στο μυαλό της ίσως για πολύ καιρό, όπως και το γέλιο των υπόλοιπων κρατουμένων από τα διπλανά κελιά, σκέφτηκε με ανατριχίλα, πριν νοιώσει την οργή να κατακλύζει κάθε κύτταρο της. 

«Ω φτάνει πια! Δηλαδή κάπου έλεος! Αλήθεια είστε τόσο βλάκες;! Δεν σας φτάνει ο εγκλεισμός σας αλλά καταπονείτε και τα σώματα σας;!» φώναξε με μάτια που πέταγαν σπίθες και πέρασε μπροστά από τον εμβρόντητο διευθυντή πλησιάζοντας τους δύο άντρες που βρίσκονταν ξανά ακίνητοι στα χέρια των φρουρών.  Τα γιουχαΐσματα πίσω της έδιναν και έπαιρναν οργίζοντας την περισσότερο.  Άρπαξε το πρόσωπο του ενός μες στα δάχτυλα της και τον κοίταξε έξαλλη προσπαθώντας να βγάλει κάποιο πόρισμα  παρά το κακό φωτισμό του κελιού. 

«Εσύ να αποχαιρετήσεις δια παντός όποια σκέψη είχες για φινετσάτη μυτούλα. Περισσότερο για μελιτζάνα θα μοιάζει.» σχολίασε αγριωπά βλέποντας την να μελανιάζει τόσο σύντομα και πλησίασε τον άλλον με την ίδια οργή και πάθος άσχετα αν το κεφάλι του το είχε ρίξει εμπρός προφανώς ζαλισμένος από τα χτυπήματα ενώ βρισκόταν υποβασταζόμενος από δύο φρουρούς. Μερικές τούφες που έπεφταν μπροστά στο μέτωπο του ακόμα λικνιζόντουσαν πιθανότατα από την ορμή της εκπνοής του. Η εικόνα της σπασμένης μύτης του αντιπάλου του ο οποίος ήταν υπεύθυνος αυτός φούντωσε τον θυμό της περισσότερο.

Άρπαξε το πιγούνι του με τα δάχτυλα της να καρφώνονται στην τραχιά επιδερμίδα του από γένια μερικών ημερών και ανασήκωσε το κεφάλι του με δύναμη για να αναπηδήσει η καρδιά της στο στήθος της και την ανάσα της να της σταθεί στο λαιμό με το σκοτεινό βλέμμα του αντίκρυ της να την καρφώνει σαν σφαίρα τρομάζοντας της και κάνοντας την να τα χάσει. Μαύρο σκοτάδι όρμισε πάνω της σαν ανεμοστρόβιλος δίχως να το περιμένει ή να έχει χρόνο να προετοιμαστεί. Μες από το βλέμμα του το σκοτάδι ξεχύθηκε ορμητικό και άγριο σαν χείμαρρος εν τω μέσω μιας αδυσώπητης καταιγίδας την νύχτα παρασύροντας τα πάντα στο πέρασμα του και την τύλιξε εγκλωβίζοντας την. Η Δανάη αισθάνθηκε ζάλη. Ήταν ζωτικής σημασίας να καταφέρει να κατεβάσει την ανάσα που είχε σταθεί στο λαιμό της ,στα πνευμόνια της. Τι της συνέβαινε; Μια  φλέβα στο κρόταφο του  που έκανε έντονη την παρουσία της κέρδισε την προσοχή της,  καταφέρνοντας έτσι να ξεφύγει από το βλέμμα του. Ένοιωσε να λυτρώνεται έστω και λίγο. Ταραγμένη στάθηκε ακίνητη στη θέση της.  Ποιος ήταν αυτός; Πως κατάφερε να την κάνει να τα χάσει έτσι; Που ήταν  η ψυχραιμία της στα επείγοντα περιστατικά και ο επαγγελματισμός της;  Γιατί είχε επιτρέψει να ξαφνιάσει έτσι το σώμα της και το μυαλό της ένας άγνωστος;  Μόνο με το βλέμμα του. Ξαφνιασμένη και ανήσυχη κατέβασε το βλέμμα της από το μέτωπο του στην μύτη του προσπερνώντας το σημείο που την τρόμαξε τόσο αρχικά ,κλείνοντας στιγμιαία τα μάτια της.  Η τέλεια μύτη του είχε πλημμυρίσει από αίμα αλλά ευτυχώς δεν είχε σημάδι πρηξίματος που να σημαίνει ότι την είχε σπάσει και αυτός. Μάλλον η γροθιά του αντιπάλου του τον είχε βρει ξώφαλτσα. Ευτυχώς, σχολίασε το μυαλό της επηρεασμένο ακόμα από την ένταση του βλέμματος του. Στα χείλη του άντρα όμως είχε χαραχτεί ένα υπεροπτικό χαμόγελο.

«Ολοκλήρωσες την επιθεώρηση, γιατρουδάκι;»

Η φωνή του, βαθιά και καθαρή τίναξε την Δανάη η οποία άφησε το πιγούνι του απότομα. Έκανε δύο βήματα νευρικά προς τα πίσω νοιώθοντας ντροπή να την κατακλύζει. Με τι θράσος είχε σταθεί μπροστά σε τόσους άντρες; Και μάλιστα σε εγκληματίες; Ακόμα ούρλιαζαν χλευαστικά σχόλια για εκείνη προφανώς στις διάφορες γλώσσες τους. Άκουγε τα γέλια τους και τις ακατανόητες λέξεις και φράσεις τους. Ένοιωσε να χάνει το θάρρος της όταν αντιλήφθηκε το υπεροπτικό του βλέμμα και το μυαλό της έπιασε ανάποδες στροφές.

Το μυαλό της έτρεξε στο πατέρα της. Στα λόγια του που σαν ιερό ευαγγέλιο κράταγε πάντα ζωντανά μέσα της. Σε αυτά της είχε τονίσει κάποτε να μην αφήσει κανένα να την ποδοπατήσει. Να διαφυλάξει τον εαυτό της σαν το πολυτιμότερο πράγμα σε αυτή την ζωή. Ότι έπρεπε μόνο περηφάνια να αισθάνεται για την ίδια.  Και αισθάνθηκε δίχως να είναι εκεί την ασφάλεια της αγάπης του. Και γέμισε θάρρος και σήκωσε το πιγούνι της ψηλά. Υπεροπτικά. Με αυτοπεποίθηση. Ποιος νόμιζε ήταν αυτός μπροστά της που την χλεύαζε; Δεν ήταν τίποτα παραπάνω από έναν εγκληματία . Έναν καταδικασμένο. Και τόλμησε αυτός ο τιποτένιος  και κορόιδεψε εκείνη γιατρουδάκι, που τα τελευταία χρόνια δεν είχε σηκώσει κεφάλι από τα βιβλία της μέχρι να πάρει το πτυχίο και την ειδίκευση της; Που είχε στερηθεί οικογένεια, φίλους και εξόδους, ακόμα και ένα σύντροφο όπως τον επιθυμούσε για να φτάσει να είναι αυτό που είναι; Αν νόμιζε ότι θα την πτοούσε είχε κάνει λάθος μιας και τον κοίταξε θαρραλέα στενεύοντας το βλέμμα της.

«Δεν έχω καν αρχίσει...»τραγούδησε απειλητικά «Φέρτε τους στο ιατρείο μου.» διέταξε και έκανε μεταβολή και με την άκρη του φορέματος της να μπερδεύεται ανάμεσα στα πόδια της που έτρεμαν πήρε την κατεύθυνση από την οποία είχαν έρθει. Ή μάλλον αυτήν.

Ναι, μπορεί να μην ήξερε που ήταν το ιατρείο της αλλά δεν θα έδινε την ευχαρίστηση σε εκείνον να το μάθει.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top