4
Φυλακές Νεαπόλεως Λασιθίου Κρήτης
«Δεν μπορώ να κάνω τίποτα περισσότερο Βίκτωρ.» γρύλισε ο μεσήλικας με το κουστούμι και στοίβαξε νευρικά στα χέρια του σε ένα σωρό τις σελίδες που είχε αραδιάσει μπροστά του ενώ δίπλα στα πόδια του η δερμάτινη καφέ τσάντα του έστεκε ανοικτή. «Κρίθηκες με τη σύμφωνη γνώμη ανακριτή και εισαγγελέα προσωρινά κρατούμενος και μόνο με ένα θαύμα μπορούν οι κατηγορίες να αποσυρθούν.»
«Ξέρεις πολύ καλά ,ότι πριν καταφύγουμε σε λαμπάδες και τάματα θα μπορούσαμε να βρούμε τον πραγματικό δολοφόνο, Πέτρο!» σχολίασε απεγνωσμένος ο άντρας με τις παλάμες του να κοπανάνε ανοικτές με δύναμη στην ξύλινη επιφάνεια εμπρός του. «Κάτι που θα είχε ήδη συμβεί αν δεν περιστοιχιζόμουνα από ηλίθιους και άχρηστους!» συνέχισε με την οργή ξέχειλη και το σώμα του σφιγμένο κάτι που προκάλεσε την προσοχή του φρουρού που έβαλε αυτομάτως το χέρι στο όπλο που βρίσκονταν στη ζώνη στη μέση του και έκανε ένα βήμα προς το μέρος τους. Οι άντρες που καθόντουσαν αντικρυστά αντάλλαξαν ένα βλέμμα με νόημα όσο ο Βίκτωρ ξεφύσησε ρίχνοντας την πλάτη του πίσω στο κάθισμα.
"Δεν ξέρετε καν ποιος είναι το πτώμα."
«Ο αδερφός σου ήδη ψάχνει. Από την πρώτη στιγμή.»
Ο Βίκτωρ ανασήκωσε καυστικά το φρύδι και κάγχασε.
«Σε ποια ακριβώς στιγμή της νηφαλιότητας του;»
«Βίκτωρα...» ξεκίνησε ο Πέτρος αλλά ο συνομιλητής του σήκωσε τη παλάμη του κουρασμένος σταματώντας τον και έκλεισε λίγο τα βλέφαρα προσπαθώντας να θέσει το μυαλό του σε λειτουργεία.
Ποιο ήταν το νόημα να επιμείνει; Να θυμώνει ακόμα και να απειλεί θεούς και δαίμονες; Είχε πλήρη επίγνωση της όλης κατάστασης. Ο Λούκας δεν μπορούσε στη κατάσταση του να δει πέρα από την μύτη του όχι να βρει τον υπεύθυνο που φύτεψε ένα πτώμα στο γραφείο του με όλα τα στοιχεία να φωτογραφίζουν ως δολοφόνο τον ίδιο. Ούτε οι κάμερες που ήταν εγκατεστημένες στο γραφείο του μπορούσαν να δώσουν ελαφρυντικά στοιχεία μιας και είχαν βρεθεί από την αστυνομία κατεστραμμένες με τις μνήμες τους... άφαντες. Είχε λείψει ελάχιστα από το γραφείο που είχε στο πάνω όροφο του κλαμπ. Ποιος θα μπορούσε να ξέρει την ανάγκη που προέκυψε να μεταβεί στην κεντρική αποθήκη όπου χτύπαγε συναγερμός από το γραφείο που είχε εκεί; Και όμως όπως αποδείχτηκε κάποιος είχε μελετήσει καλά τόσο τις κινήσεις αλλά και το χρόνο που χρειαζόταν να κάνει την διαδρομή. Και σε αυτό το χρόνο ένας άγνωστος άντρας είχε βρεθεί στο προσωπικό του γραφείο...νεκρός. Με την αστυνομία να έχει ήδη ειδοποιηθεί και να τον υποδέχεται, επιστρέφοντας. Όλα σχεδιασμένα στην εντέλεια με μοναδικό σκοπό εκείνον να βρίσκεται σε αυτή την δυσμενή θέση.
Όταν θα ανακάλυπτε, γιατί ήταν το μόνο σίγουρο, ποιος κρυβόταν πίσω από αυτό το καλά στημένο σκηνικό, ορκιζόταν ότι ο θόρυβος που θα ξεσπούσε με τις μετέπειτα κινήσεις του θα αποκάρδιωνε τον οποιοδήποτε θα σκεφτόταν να τον βλάψει ξανά στο μέλλον. Θα ήταν ξεκάθαρα αμείλικτος.
«Εσύ κάνε ότι μπορείς να βρεθώ έξω από ένα κελί. Οτιδήποτε. Τα υπόλοιπα άφησε τα πάνω μου.» σχολίασε αργά βαθιά βυθισμένος στις σκέψεις του με τις γροθιές του ακόμα σφικτά κλεισμένες.
*
«Αυτό μπορεί να είναι μια από τις πιο μεγαλειώδης βλακείες σου, αδερφή.»
Η Δανάη κοίταξε προσπαθώντας να διατηρήσει την ψυχραιμία της τον Σωτήρη να σχολιάζει την είδηση που μόλις του είχε ανακοινώσει και σούφρωσε τα χείλη της ελάχιστο δείγμα του εκνευρισμού της.
«Μην εκνευρίζεσαι, κουρκουμπινάκι.» συνέχισε εκείνος αδιάφορα ρουφώντας λίγο από το παγωμένο του καφέ.
«Μετανιώνω ήδη που σου είπα να περάσεις από το ιατρείο.» γρύλισε η Δανάη ακούγοντας το παιδικό της υποκοριστικό. Αυτό που χρησιμοποιούσε η οικογένεια της χρόνια τώρα. Πραγματικά το είχε μετανιώσει που τον είχε καλέσει να πιούνε καφέ εκείνο το απόγευμα παρέα στο ιατρείο. Αυτή δεν είχε δουλειά και εκείνος είχε περάσει να πάρει φαγητό και να τους δει και είχε τόσο καλό καιρό εκείνο το ανοιξιάτικο απόγευμα που είχαν σύρει δύο καρέκλες και είχαν καθίσει έξω ανάμεσα στα λουλούδια σχεδιάζοντας να κάνουν μια ανάλαφρη συζήτηση και να του εκμυστηρευτεί τι είχε κάνει σχεδόν άθελα της.
«Θα το μετανιώσεις ακόμα περισσότερο όταν θα έρθουν οι αντιδράσεις του κόσμου.» σχολίασε ανέμελα ο αδερφός της με ένα αμυδρό χαμόγελο. Σε αυτό η Δανάη αντέδρασε αυτόματα στενεύοντας τα μάτια της.
«Έγινε σχεδόν κατά λάθος Σωτήρη.» γρύλισε εκείνη και συνέχισε αμυντικά στον ίδιο τόνο προκαλώντας του ευχαρίστηση «Αλλά και πάλι δεν περίμενα αυτή την αντίδραση από εσένα. Κάποιον που υπερασπίζεται τα χειρότερα καθάρματα και προσπαθεί να τα αθωώσει. Αντιθέτως θα έπρεπε να ήσουν πιο θετικός απέναντι μου. Να υπερασπιζόσουν την απόφαση μου που πήρα μέρος στο πρόγραμμα.»
«Ακριβώς. Για να βρίσκονται εκεί που βρίσκονται είναι καθάρματα. Και ειδικά όταν μιλάμε για τις φυλακές της Νεάπολης και της Αλικαρνασσού. Δανάη, δεν είναι αγροτικές φυλακές αυτές οι δύο που έχουμε στο νησί. Διατηρούν έγκλειστους που έχουν διαπράξει κακουργήματα όπως ανθρωποκτονίες, βιασμούς, ληστείες και εσύ μου λες με χαλαρότητα ότι θα έρθουν μερικοί από αυτά τα καθάρματα να χτίσουν το ιατρείο σου και να στο βάψουν; Αλήθεια τώρα; Δεν το σκέφτηκες και πολύ βάζω στοίχημα. Και μου ζητάς να σε υπερασπιστώ; Απέναντι σε ποιον; Στον μπαμπά; Στον Κώστα; Ή στο χωριό; Γιατί από όλες τις πλευρές θα υπάρξουν αντιδράσεις πίστεψε με.»
Η Δανάη γούρλωσε τα μάτια της στην αναφορά και μόνο όσων θα είχε απέναντι της όσο ο Σωτήρης έβαζε το καλαμάκι στο στόμα και ρούφαγε άλλη μια γουλιά από τον καφέ του. Η φαινομενική ηρεμία του τέντωνε τα δικά της νεύρα. Ο ήχος της ήρεμης φωνής του ξεσήκωνε θύελλα μέσα της.
«Δεν χρειάζομαι κανένα προστάτη ούτε υποστηρικτή, Σωτήρη. Απλά στο ανακοίνωσα. Ναι, πήρα μέρος στο πρόγραμμα της κοινωφελούς εργασίας κατά λάθος αλλά δεν το μετανιώνω. Με διαβεβαίωσαν από το ίδρυμα, ο ίδιος ο διευθυντής μάλιστα ο κύριος Ιωάννου, ότι όλοι αυτοί που θα έρθουν έχουν δικαστεί για πλημμελήματα. Για μικρό απάτες, μικρό κλοπές και υπεξαιρέσεις. Τίποτα το δραματικό. Δεν θα μου στείλουν βαρυποινίτες! Και όλοι αυτοί οι άνθρωποι θέλουν την συμπαράσταση όλων μας ώστε να σωφρονιστούν, να νοιώσουν χρήσιμο κομμάτι της κοινωνίας ώστε να επανέλθουν με πείσμα και θέληση απέναντι σε μερικούς στενοκέφαλους σαν εσένα.» είπε με επικριτικό τόνο η Δανάη κοιτώντας τον αυστηρά και συνέχισε ολοκληρώνοντας «Πραγματικά απορώ που έχεις τέτοια άποψη για αυτούς.»
Ο Σωτήρης ανασήκωσε τους ώμους αδιάφορα.
«Δανάη θα σου πω την γνώμη μου. Για να καταλήξουν όλοι αυτοί να διαπράξουν κάποιο αδίκημα οφείλεται ξεκάθαρα στην έλλειψη παιδείας, το κοινωνικό και οικογενειακό περιβάλλον. Όσες κοινωφελείς εργασίες και να κάνουν αυτά τα τρία δεδομένα δεν αλλάζουν στη ζωή τους και βγαίνοντας ξανά πράττουν τα ίδια. Είναι φαύλος κύκλος. Δεν μπορούν να σωφρονιστούν. Δεν μπορούν να αλλάξουν. »
Η Δανάη καθισμένη στη καρέκλα της αναλογίστηκε τα λόγια του αδερφού της. Δεν είχε άδικο. Ολότελα. Αλλά πάντα εκείνη από μικρό παιδί ήθελε να βλέπει παντού ελπίδα. Χρωμάτιζε με τα έντονα χρώματα της ελπίδας την καθημερινότητα της. Δεν χρειαζόταν να σηκώσει το πιγούνι της να αντικρίσει τον ήλιο όταν η ίδια ακτινοβολούσε θετική ενέργεια. Αυτό που έκανε ήταν καλό. Πολύ καλό. Ίσως να τους μιλούσε να μπορούσε να τους συνετίσει και η ίδια να συνεισφέρει κάπως στην σωφροσύνη τους. Χαμογέλασε και ήπιε λίγο από το καφέ της.
«Δεν είναι μόνο αυτό έτσι;»
Η ερώτηση του έφερε ένα ακόμα πιο πλατύ χαμόγελο στα χείλη της και κοίταξε τον αδερφό της με κέφι. Αν του είχε προκαλέσει τόση αναστάτωση η είδηση ότι θα έρθουν δυο τρεις κρατούμενοι να καλλωπίσουν το χώρο μάντευε την αντίδραση του όταν θα του έλεγε και τα υπόλοιπα. Γιατί η Δανάη το είχε προχωρήσει περισσότερο. Πολύ περισσότερο.
Το ξεκαρδιστικό γέλιο του Σωτήρη στο άκουσμα του δεύτερου νέου της δεν ήταν πάντως μέσα στις αντιδράσεις που περίμενε.
*
Κοίταξε την μητέρα της που την κοίταγε με φρίκη και τον πατέρα της που έστεκε τρομαγμένος απέναντι της και αναστέναξε. Τέτοια αντίδραση είχαν τα νέα που τους ξεφούρνισε και χάρηκε που τα άσχημα συναισθήματα που τους προκάλεσε έσβησαν σχεδόν αμέσως με το μυαλό της να κρατάει προς αξιολόγηση- αργότερα βέβαια- την πρώτη αντίδραση των γονιών της.
"Θα είναι άνθρωποι που έχουν δικαστεί για πλημμελήματα και θέλουν κάπως να εξαγοράσουν την ποινή τους...Θα έχουν πάντα φρουρούς μαζί τους, αστυνομικούς οπλισμένους και ειδικό μεταγωγικό όχημα που θα τους μεταφέρει. Δεν θα μείνουν πολλές μέρες με διαβεβαίωσε ο ίδιος ο διευθυντής της φυλακής. Με ένα πρόχειρο υπολογισμό το δωμάτιο θα είναι έτοιμο σε δύο βδομάδες. Και θα πρέπει να μείνουμε στο θετικό της υπόθεσης ότι θα έχουμε σύντομα ένα νέο δωμάτιο που θα χρήζει χρέη εξεταστήριου. Υπεξαιρέσεις και κλοπές...τίποτα το σπουδαίο...πλημμελήματα... Μαμά..;"
Η Δανάη κοίταξε την μητέρα της. Τα χείλη της μια ευθεία γραμμή, σφικτά κλεισμένα παρέμεναν αμίλητα. Το βλέμμα της ακόμα τρομαγμένο. Το κορμί της ακίνητο. Αν δεν έκανε αυτό με τα χέρια της σ της η Δανάη θα πίστευε ότι την είχε αφήσει στο τόπο. Χρειαζόταν όμως να ξέρει την άποψη τους. Ο Σωτήρης είχε δηλώσει την επιθυμία του να είναι μπροστά στην ανακοίνωση και θα ήταν τρίβοντας μεταξύ τους τις παλάμες του αλλά μόλις η Δανάη του ανέφερε τα σκουπίδια στη κρεβατοκάμαρα του είχε φύγει έξαλλος βρίζοντας την αδερφική σχέση τους. Μια χαρά τον είχε ξεφορτωθεί. Και επειδή δεν υπήρχε χρόνος, γιατί ήξερε ότι θα επέστρεφε να την εκδικηθεί παρουσιάζοντας τα νέα της ο ίδιος με τον πλέον δραματικό τρόπο- στο κάτω κάτω δικηγόρος ήταν, άψογος τεχνίτης του λόγου- είχε κλείσει το ιατρείο, είχε πάει σπίτι και πριν καλά καλά τους αφήσει να πάρουν μια ανάσα έστω ,τους είχε ξεφουρνίσει τα νέα. "Μπαμπά;" ρώτησε κοιτώντας τον πατέρα της και ευχαρίστησε την τύχη της που φαινόταν ήρεμος και αυτό ήταν καλό μιας και είχε ανησυχήσει αν τυχόν τα νέα επηρέαζαν την πίεση του.
"Θα είμαι και εγώ εκεί."
Η μικρή του πρόταση φορτωμένη με τρυφερότητα και υποστήριξη έφερε χαμόγελο στα χείλη της Δανάης και έγνεψε θετικά με το κεφάλι της. Φυσικά και δεν είχε πρόβλημα να είναι και εκείνος εκεί. Αντιθέτως ένοιωθε ασφάλεια. Όχι ότι φοβόταν τους κρατούμενους αλλά ένοιωθε ασφαλής όσον αφορά το κτίσιμο του δωματίου. Μόνο ο πατέρας της θα μπορούσε να τους καθοδηγήσει σωστά και να έχουν το αποτέλεσμα που ήθελαν.
"Φυσικά και να είσαι μπαμπά. Χρειάζεται να είσαι ως επικεφαλής μιας και εγώ θα λείπω τις περισσότερες ώρες..." είπε με την φωνή της να σβήνει και την καρδιά της να φτερουγίζει στο στήθος της. Ωραία, το πρώτο σκέλος των νέων το είχαν δεχτεί δίχως φωνές και αντιρρήσεις αλλά για αυτό που θα ακολουθούσε δεν ήταν καθόλου σίγουρη. Αντίθετα πίστευε ότι μόλις άκουγαν την συνέχεια όσων είχε να ανακοινώσει θα γινόταν χαμός και θα τους άκουγε ολάκερη η κοινότητα.
"Μπα, και που θα είσαι εσύ κουρκουμπινάκι μου και θα λείπεις; Σε έπεισε ο Κώστας και θα πας στο νοσοκομείο να δουλέψεις;"
Η Δανάη κοίταξε τον πατέρα της και έσμιξε τα μάτια της ενοχλημένη.
"Δεν θα αφήσω ποτέ το πόστο μου εδώ μπαμπά. Το ξέρεις αυτό." απάντησε και ο κυρ Μανώλης ανασήκωσε τους ώμους του
"Τόσο καιρό σε πιλατεύει, σκέφτηκα ότι σε έπεισε. Μην με μαλώνεις, κοριτσάκι μου."
"Ναι, τέλος πάντων μην το πιστέψεις ποτέ ότι θα εγκαταλείψω την θέση μου. Κανένας Κώστας δεν θα με κάνει. Δεν τα παράτησα όλα για ένα καπρίτσιο. Και όσο και να με πιλατεύει εσύ έπρεπε να είσαι βέβαιος για το πείσμα μου. Με ξέρεις καλύτερα από τον καθένα."
"Το πείσμα σου το ξέρουμε όλοι Δανάη αλλά καμιά φορά ο έρωτας σε κάνει και κάνεις πράγματα πέρα από τα προγραμματισμένα σου. Κοίτα τον αδερφό σου τον Σωτήρη που είχε σκοπό να αφοσιωθεί στο επάγγελμα του πως βρέθηκε να αλλάζει πάνες στην κόρη του με ευχαρίστηση και να περνάει το κατώφλι του Αρχαγγέλου μας."
"Δεν είναι το ίδιο με τον Κώστα." απάντησε στεγνά η κοπέλα με ειλικρίνεια που ξάφνιασε μέχρι και εκείνη πόσω μάλλον τον πατέρα της που την κοίταζε σοβαρός και αρκετά σκεφτικά.
"Αυτοί δεν θα έχουν ασθένειες;"
Η Δανάη και ο κυρ Μανώλης ξαφνιασμένοι από την διακοπή κοίταξαν την Καλλιόπη που δεν είχε μιλήσει ακόμα και από ότι φαινόταν δεν είχε χωνέψει τα νέα αλλά της είχαν πέσει άπεπτα μιας και βρίσκονταν καθισμένη στην ίδια στάση με το μυαλό κολλημένο ακόμα στα πρώτα νέα.
"Δεν πιστεύω να έχουν κάτι μεταδοτικό μαμά."
"Δεν θα είσαι σίγουρη όμως."
"Θα είμαι."
"Πως παιδί μου;" ρώτησε σοκαρισμένη η μητέρα της συνεχίζοντας να σφίγγει τα χέρια της στην ποδιά της.
Η Δανάη δάγκωσε την γλώσσα της που βιαζόταν να απαντήσει. Έπρεπε να μην βιαστεί. Να απαντήσει όσο γινόταν πιο καθησυχαστικά. Μάνα της ήταν. Ανησυχούσε ποιος μπορούσε να της δώσει άδικο. Δεν είχε περάσει λίγα για να τους μεγαλώσει όλους. Και όσον αφορά την Ροδάνθη τους...εκεί είχε γονατίσει. Και ήταν τότε που είχε ορκιστεί να γίνει γιατρός. Τι λέξεις και τι προτάσεις όμως να χρησιμοποιούσε για να εξηγήσει ότι θα ήταν σίγουρη για αυτούς μιας και θα αναλάμβανε ως γιατρός στο σωφρονιστικό ίδρυμα; Πως μπορεί κάποιος αυτό το νέο να το πει και να ακουστεί κατευναστικός;
Ξεροκατάπιε ενώ στα αυτιά της ήχησε το ξεκαρδιστικό γέλιο του Σωτήρη όταν σε αυτόν είχε ανακοινώσει το νέο αλλά κοιτώντας τα δύο πρόσωπα τους απέναντι της δεν πίστευε ότι είχε ελπίδα να έχουν την ίδια αντίδραση με το γιό τους και να γελάσουν. Πήρε μια ανάσα και ξεφύσησε. Μια ψυχή που θα έβγαινε...
"Ας ξεκινήσουμε με το συμπέρασμα ότι και οι έγκλειστοι στα σωφρονιστικά ιδρύματα είναι άνθρωποι με δικαιώματα εξίσου με όλους τους υπόλοιπους ανθρώπους. Τους έχει στερηθεί ένα μονάχα δικαίωμα αυτό της ελευθερίας αλλά σε όλα τα υπόλοιπα ανθρώπινα δικαιώματα θα έπρεπε να έχουν πρόσβαση. Να είναι ακέραια όλα και να μην τους στερηθούν. Και μερικά από αυτά είναι η μόρφωση, η υγεία , η επικοινωνία, η εργασία, η ..."
"Δανάη παιδί μου δεν γράφεις έκθεση. Τι πολυλογία σε έπιασε; Αυτό το παθαίνεις μόνο όταν έχεις κάνει αταξία και φοβάμαι ότι κάτι έχεις σκαρώσει εσύ για να μιλάς σαν τον αδερφό σου τον Σωτήρη όταν αγορεύει στις αίθουσες του δικαστηρίου. Εδώ όμως δεν είναι δικαστήριο. Δεν θα σε μαλώσουμε. Έχεις πάρει μια απόφαση και ότι και να είναι αυτό θα σε στηρίξουμε, παιδί μας είσαι. Πες το και θα μας σκάσεις!"
Η Δανάη έριξε το βλέμμα της στον πατέρα της που είχε μιλήσει παραιτημένη. Ποιον πήγαινε να κοροϊδέψει; Θα το έλεγε και ο θεός βοηθός.
"Μπαμπά, ξέμειναν από γιατρό στις φυλακές και δέχθηκα μέχρι να διοριστεί κάποιος να καλύψω την θέση."
*
Ξαπλωμένη στο μονό κρεβάτι της το βράδυ δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Όχι τόσο γιατί επηρεάστηκε από τις αντιδράσεις των γονιών της οι οποίες ήταν πάνω κάτω οι αναμενόμενες αλλά από την αγωνία της για την μέρα που θα παρουσιαζόταν στο νέο της πόστο σε τρεις μέρες. Ναι, είχε κανονίσει άμεσα να μεταβεί στο σωφρονιστικό ίδρυμα, πριν ακόμα εγκριθεί η κοινωφελής εργασία μιας και όπως της είχε εξηγήσει ο κύριος Ιωάννου ο προηγούμενος γιατρός λόγω συνταξιοδότησης δεν είχε δώσει ιδιαίτερη σημασία στα καθήκοντα του τον τελευταίο καιρό και ειδικά οι νέοι τρόφιμοι είχαν μείνει εκτός ιατρικής περίθαλψης δημιουργώντας μια ανησυχία ιδιαίτερα στο προσωπικό αλλά και στους υπόλοιπους έγκλειστους.
Όταν η Δανάη τον είχε ρωτήσει τι σύστημα ακολουθούσε ο προκάτοχος της οι απαντήσεις που είχε λάβει δεν την καθησύχασαν καθόλου αλλά αντιθέτως την είχαν αναστατώσει. Ο γιατρός των φυλακών ακολουθούσε απαρχαιωμένο σύστημα. Είχε να αντιμετωπίσει ένα μεγάλο όγκο εργασίας, κατέληξε αλλά έδιωξε αμέσως από το μυαλό της οποιοδήποτε αρνητικό συναίσθημα. Θα τα κατάφερνε μια χαρά. Τα δύσκολα φτιάχτηκαν για εκείνη. Το πίστευε αυτό. Όλα τα δύσκολα της άνηκαν.
Και τώρα που είχε πει δύσκολα ...θα έπρεπε να το ανακοίνωνε και στον Κώστα. Μπορεί να της είχε πει ότι το πρόγραμμα του θα ήταν επιβαρυμένο και δεν θα βρίσκονταν αλλά δεν ήθελε να του το κρατήσει κρυφό. Δεν του άξιζε. Απλά έπρεπε να πάει να τον βρει και να του πει την απόφαση της. Δεν ήταν κάτι μόνιμο άλλωστε. Αυτό επαναλάμβανε και στους γονείς της και είχε πιάσει μιας και όποτε τους το έλεγε ηρεμούσαν αισθητά. Το ίδιο θα επαναλάμβανε και στον Κώστα. Δεν ήταν κάτι μόνιμο αλλά προσωρινό. Σε ελάχιστο χρόνο θα είχε και το επιπλέον δωμάτιο της έτοιμο και θα είχε επιτελέσει και η ίδια κοινωφελή έργο με μια δυνατή εμπειρία στην επαγγελματική της φαρέτρα.
Θα κατάφερνε να ισορροπήσει το χρόνο της ανάμεσα στο κοινοτικό ιατρείο και το ιατρείο στη φυλακή και θα ήταν σωστή απέναντι και στις δύο κατηγορίες ασθενών που είχαν προκύψει. Θα τα κατάφερνε. Είχε γεννηθεί για τα δύσκολα, επανέλαβε τα λόγια του πατέρα της όταν την σύστησε να είναι ιδιαιτέρως προσεχτική, την στιγμή που η μητέρα της είχε σηκωθεί και πάει στη κουζίνα να ξεσπάσει την άρνηση της στη σάρκα των πορτοκαλιών που βάλθηκε να στύβει.
Ο πατέρας της θα την υποστήριζε και αυτό είχε σημασία. Και η μητέρα της μπορεί να ήταν αντίθετη αλλά δε θα της έφερνε αντίρρηση. Όταν οι γονείς σου στηρίζουν τις αποφάσεις σου πως να μην νοιώθεις ασφαλής, αναρωτήθηκε και ευχήθηκε όλα τα παιδιά να έχουν τέτοιους γονείς σαν τους δικούς της και αν αυτή κάποτε γινόταν μητέρα να τους έμοιαζε. Μια ιδιότητα που αργούσε ακόμη να σκεφτεί μιας και για να συμβεί θα έπρεπε να υπάρχει και κατάλληλο ταίρι που θα την έκανε να προχωρήσει σε τέτοιες σκέψεις και ο Κώστας φοβόταν ότι δεν θα πληρούσε ποτέ τα στάνταρ που εκείνη είχε θέσει. Άρα τι ακριβώς έκανε μαζί του; Η Δανάη στριφογύρισε στο κρεβάτι αναστενάζοντας. Έπρεπε να παραδεχτεί στον εαυτό της πρώτα ότι δεν πήγαιναν τα πράγματα μεταξύ τους καλά και επειδή δεν ήταν άνθρωπος της αναβολής κάποια στιγμή, θα προτιμούσε σύντομα, έπρεπε να καθίσει μαζί του να συζητήσει σοβαρά την κατάσταση μεταξύ τους. Είτε θα κατάφερναν να διέλυαν τα μαύρα σύννεφα από την σχέση τους είτε θα διέλυαν την ίδια την σχέση τους σκέφτηκε και στριφογύρισε ξανά ανήμπορη να κοιμηθεί ήσυχα.
*
Ενώ την ίδια στιγμή κάπου αλλού...
Είχε σκαλώσει το βλέμμα του στα σίδερα του κρεβατιού που βρίσκονταν ακριβώς πάνω από το κεφάλι του παρά το σκοτάδι που επικρατούσε γύρω του. Μέσα από τα κενά τους έκανε την εμφάνιση του το παλιό, ταλαιπωρημένο μπλε στρώμα. Η μούχλα που κατοικούσε πάνω του ήταν ορατή όπως και η δυσοσμία του έντονη μιας και η απόσταση μεταξύ των δύο κρεβατιών στην κουκέτα ήταν τόσο μικρή μεταξύ τους που αν αποφάσιζε να αλλάξει πλευρό θα χτύπαγε στο πάνω μέρος. Του είχε δοθεί το κάτω κρεβάτι της στενής κουκέτας στο κελί που τον είχαν μεταφέρει λες και τον ένοιαζε ποιο από τα δύο θα του δινόταν. Το μέρος ήταν άθλιο. Βρώμαγε έντονα καπνό, κλεισούρα, ιδρωτίλα, βρώμα και κάτουρα. Το κρύο ήταν έντονο αλλά εκείνος δεν το αισθανόταν. Ένοιωθε να βράζει γι αυτό είχε αφαιρέσει το πάνω μέρος της στολής που του είχε δοθεί. Έσφιξε τα χείλη του δυνατά μεταξύ τους κάνοντας τα να ματώσουν. Ο θυμός του ξεχείλιζε από κάθε ίντσα του μυώδες του κορμιού. Η οργή του κόχλαζε σε κάθε κύτταρο του. Γνώριζε όμως ότι αυτό ήταν καλό. Αυτά τα συναισθήματα δήλωναν δύναμη. Έβαζαν το μυαλό του σε εγρήγορση. Οι σκέψεις διαδέχονταν η μία την άλλη. Έπρεπε να βρει αυτός την λύση και σε αυτό. Άκου να βρεθεί σε κελί σε φυλακή! Όχι ότι ορισμένες από τις δραστηριότητες του δεν φλέρταραν με ποινή φυλάκισης...ειδικά οι παλαιότερες αλλά ποτέ δεν είχε κινδυνέψει να γίνουν αυτές αντιληπτές από την αστυνομία. Και να σου που τώρα ενώ είχε αφήσει τις παρανομίες στο παρελθόν του βρέθηκε στη φυλακή εντελώς αθώος! Ήταν το λιγότερο γελοίο και ήταν σίγουρος ότι δεν θα υπήρξε καμία στιγμή στο μέλλον που θα γέλαγε με αυτό που είχε πάθει. Ανήκουστο αλλά δεν ήταν ώρα για μεμψιμοιρίες. Ήταν ώρα για δράση.
Έσφιγγε και ξέσφιγγε την γροθιά του με τον ρυθμό του καρδιακού παλμού του ο οποίος σφυροκοπούσε στα μηλίγγια του. Τα γρανάζια του μυαλού του γύρναγαν γρήγορα και μεθοδικά σαν καλοκουρδισμένη μηχανή. Όλα τα προβλήματα είχαν λύση. Τα πάντα είχαν λύση. Και αυτός είχε αποδείξει ότι από μικρός ήταν αυθεντία στο να βρίσκει τις λύσεις στα προβλήματα του. Και αν δεν έβρισκε...δημιουργούσε την δική του λύση. Τόσο ξεκάθαρα και απλά.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top