30

Η Δανάη μετά τα τελευταία λόγια του Σωτήρη ανέβηκε την σκάλα λες και την κυνηγούσαν. Από όσα μπόρεσε να καταλάβει γιατί ακόμα δεν είχε συλλάβει πως είχε προκύψει το Νικηφόρος ,είχαν φτάσει στο σημείο να χτυπήσουν τον Βίκτωρ! Αν ήταν ποτέ δυνατόν! Και αυτός κάθισε, τις έφαγε και δεν ανταπέδωσε;!  Αυτό και αν ήταν αδύνατον σκέφτηκε και ανέβηκε με την καρδιά της και το στομάχι της σε αναταραχή ψάχνοντας κάποιο ίχνος του στα δωμάτια εντοπίζοντας τον στο χειρότερο που θα μπορούσε να βρίσκεται και δεν ήταν άλλο από αυτό το δικό της. 

Στάθηκε στην πόρτα με μισάνοικτο στόμα , λαχανιασμένη από το ανέβασμα ,όσο τα μάτια της που είχαν εντοπίσει τον Βίκτωρ , έπεσαν πάνω του χωρίς να χορταίνουν  να τον  κοιτάνε. Ένας  Βίκτωρ που είχε κάνει μόλις μπάνιο μιας και τα μαλλιά του έδειχναν νωπά ακόμα  , ημίγυμνος φορώντας μόνο ένα παντελόνι, καθιστός στο κρεβάτι της με χαμηλωμένο το πρόσωπο του , βυθισμένος στις σκέψεις του. Ναι, δεν χόρταινε να τον κοιτά και η καρδιά της μετά από καιρό χτυπούσε ξανά ζωηρά και ευτυχισμένα απλά στην εικόνα του. Το βλέμμα της που διέτρεχε το κορμί του για πολλοστή φορά κατάφερε να εντοπίσει τις νωπές πληγές του χωρίς να καταλαβαίνει αν αυτό  που έδωσε εντολή να τον πλησιάσει ήταν η καρδιά ή το μυαλό της ή ένας συνδυασμός και των δύο με τον Βίκτωρ να αντιλαμβάνεται την παρουσία της και να γυρνάει το πρόσωπο του προς εκείνη με το βλέμμα του να καρφώνεται στο δικό της. 

"Θεέ μου πως έγινες έτσι" ψέλλισε έχοντας τον πλησιάσει και από το σάστισμα άφησε την ιατρική τσάντα που κράταγε στο ένα της χέρι και είχε την σύνεση να αρπάξει πριν ανέβει τρέχοντας τη σκάλα  να πέσει χάμω με εκείνη να προσγειωθεί στα πόδια του δίπλα. Η Δανάη γονάτισε μπροστά του αυτόματα κοιτώντας τις γρατζουνιές που είχαν γεμίσει τα χέρια του αλλά κυρίως το μάγουλο του που ακόμα αιμορραγούσε. 

"Σκόνταψα στις τριανταφυλλιές γιατρουδάκι" 

Η Δανάη με τα χείλη της μισάνοικτα κοίταξε τα χείλη του Βίκτωρ και αμέσως εκείνον. 

"Και η τριανταφυλλιά σε γρονθοκόπησε στο πιγούνι;" ρώτησε η κοπέλα ειρωνικά κοιτώντας τη μελανιά που είχε δημιουργηθεί στο σημείο "Μην τον καλύπτεις. Ο Σωτήρης ήδη έχει ομολογήσει" γρύλισε εκνευρισμένη η Δανάη και άνοιξε την τσάντα της "Εύχομαι να μην χρειαστεί ράμματα η πληγή στο μάγουλο σου"

"Γιατί το εύχεσαι;"

Η Δανάη ακινητοποιήθηκε εκεί μπροστά του. Δεν μπορούσε να του απαντήσει σε αυτή την ερώτηση. Πως θα του έλεγε ότι λάτρευε το πρόσωπο του, κάθε σημάδι του και κάθε γωνία του, κάθε ίντσα εκείνου του κορμιού που της είχε προσφέρει στιγμές που δεν θα ξεχνούσε ποτέ; Στιγμές που την ξυπνούσαν στη μέση του ύπνου με εκείνη αναστατωμένη, υγρή και έτοιμη για εκείνον, στιγμές που είχαν γράψει στο κορμί της και στιγμές που δεν είχε ξεχάσει και ήταν ακόμα φρέσκιες, νωπές, στιγμές που έκαναν το κορμί της να ριγήσει από λαχτάρα ξανά. 

"Δεν ξέρω αν έχω ράμμα μαζί μου" ψέλλισε σιγανά το ψέμα της δίχως να βρει το κουράγιο να τον κοιτάξει κατάματα και πήρε το βάμμα στα χέρια της και πότισε μια αποστειρωμένη γάζα ξεκινώντας να ταμπονάρει τις βαθύτερες γρατζουνιές στα χέρια του αργά και προσεχτικά σαν χάδι με τον φόβο να μην τον πονέσει περισσότερο βρίζοντας τον εαυτό της που αντιδρούσε σαν έφηβη κατά την επαφή τους. Λες και δεν κρατούσε στα δάχτυλα της ανάμεσα μια γάζα , οποία την έσερνε στην πληγή του πάνω και όμως εκείνη βυθιζόταν  σταδιακά λες και ήταν  χάδι ερωτικό στην δική της ονειροπόληση, οδηγούμενη από την δική της επιθυμία  , την δική της ανάγκη και λαχτάρα. Τον ήθελε μέσα της. 

Ακολουθούσε τη πορεία από τις πληγές βάφοντας τες απαλά με δάχτυλα σταθερά  και ανάλαφρα δίχως να ακούγεται το παραμικρό παρά μόνο η ανάσα της που δεν είχε καταλάβει ακόμα η ίδια ότι είχε αλλάξει έχοντας γίνει πιο βαθιά ,πιο αργή. Έχοντας τελειώσει με τα χέρια ανασηκώθηκε θέλοντας να ελέγξει την πλάτη του Βίκτωρ.  Τα φτερά του βρίσκονταν ανοικτά , αλώβητα ευτυχώς και μεγαλοπρεπή. Άθελα της έσυρε τα δάχτυλα της πάνω στις γραμμές από μελάνι  βυθισμένη στη λαχτάρα της. Ο Βίκτωρ ήταν αυτός που την τίναξε καθώς αιχμαλώτισε βίαια κάποια στιγμή το χέρι της από τον καρπό του και την έσυρε πίσω στο ίδιο ύψος με εκείνον κοιτώντας της με την ίδια φλόγα στο βλέμμα με την δική της.

" Σταμάτα " Μια κοφτή εντολή από δύο χείλη που έδειχναν λαχανιασμένα, καυτά και πρόθυμα κάνοντας την Δανάη να χαμογελάσει λοξά 

"Αλλιώς;" Η Δανάη ήξερε ότι έπαιζε με την φωτιά αλλά δεν μπορούσε να κάνει πίσω. Όχι όταν το βλέμμα της είχε καρφωθεί στα χείλη του , όχι όταν η λαχτάρα της την είχε τυλίξει θολώνοντας την όποια λογική της "Αλλιώς τι , Βίκτωρ;" επέμεινε με μια ελπίδα μέσα της πρωτόγνωρη να γεννιέται και να την οδηγεί σαν ένα κατακτητή σε κάποιο φρούριο επιθυμώντας την κατάκτηση και την κατάληψη του.  

Η απάντηση δεν ήρθε με λέξεις από το στόμα του αλλά με τα ίδια του τα χείλη να πέφτουν πάνω στα δικά της πεινασμένα, μια ανάγκη δική του όμοια με την δική της. Μια πάλη για διεκδίκηση. Χείλη που άνοιξαν και ανάσες που μπλέχτηκαν σε ένα συνονθύλευμα συναισθημάτων και αναγκών. Χέρια που με ορμή τράβηξαν στο κορμί τους το άλλο σώμα και καρδιές που ξεκίνησαν να τρέχουν ενθουσιασμένες σε μια κοινή διαδρομή με τον ίδιο στόχο. 

Η Δανάη διεκδικούσε ότι στοίχειωνε τα όνειρα της. Βάθυνε το φιλί τους με τον Βίκτωρ να βρυχάται σαν λιοντάρι που κατασπαράζει την λεία του και την ίδια να ανατριχιάζει ολόκληρη από ηδονή. Φωτιά την είχε τυλίξει, φωτιά που δεν την έκαιγε, δεν την κατέστρεφε αλλά την ξαναγεννούσε . Ο Βίκτωρ απελευθέρωσε τα χείλη της , την γράπωσε και την σήκωσε τόσο όσο χρειαζόταν για να τυλίξει τα πόδια της γύρω από την μέση του με εκείνον να ορμάει  στο λαιμό της, από εκεί στο στέρνο της και να φτάνει  μέχρι το στήθος της. Η Δανάη τέντωσε την πλάτη της προσφέροντας του το κορμί της. Μια ακόρεστη, λυσσασμένη ανάγκη να  τον νοιώσει. Να γίνει δικός της και εκείνη να του παραδοθεί χαρίζοντας του το ίδιο. Τα δάχτυλα του ήταν αυτά που πρώτα, άνοιξαν το μονοπάτι με ορμή και δύναμη και χώθηκαν μέσα από το ύφασμα , με εκείνα να αρπάζουν σαν θηρευτής το στήθος της  με την Δανάη να βογκάει από ευχαρίστηση. 

Ποιος ισχυρίζεται  ότι ο χρόνος δεν είναι διάσταση; Είναι  και οι δυο τους είχαν βγει από αυτήν. Χαμένοι ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.

Το ποδοβολητό στη σκάλα ήταν αυτό που τους επανάφερε στη πραγματικότητα, τινάχτηκαν και χώρισαν με την Δανάη  να αφήνει ένα λυγμό ενώ ριγούσε από την απώλεια της ζεστασιάς του κορμιού του Βίκτωρ ο οποίος την βοήθησε ενώ σηκωνόταν και ο ίδιος να σταθεί και εκείνη δίπλα του ακόμα ζαλισμένη από όσα είχε ζήσει. 

"Δεν υπάρχει ιδιωτικότητα σε αυτό το σπίτι; Δεν έχεις κλειδί για το δωμάτιο σου;" αναρωτήθηκε λιγάκι εκνευρισμένος ο Βίκτωρ καθώς ίσιωνε με το χέρι του το μπλουζάκι της που είχε γίνει ένα κομμάτι τσαλακωμένο ύφασμα

"Δεν έχουν κλειδιά οι πόρτες στο σπίτι μου" μουρμούρισε ενημερώνοντας τον η Δανάη και έσκυψε να πιάσει μια νέα γάζα "Κάθισε γιατί αιμορραγείς πάλι " 

"Δεν με ενδιαφέρει " γρύλισε ο Βίκτωρ με την Δανάη να σκύβει να πιάσει μια νέα γάζα με το βλέμμα της να αντικρίζει το χάλι που του είχε δημιουργήσει. Καθόλου κακό, κατέληξε πνίγοντας το χαμόγελο της όσο η φασαρία και οι φωνές δυνάμωναν σημάδι ότι κάποιοι πλησίαζαν

"Εσύ φταις γι αυτό" την ενημέρωσε ο Βίκτωρ έχοντας παρατηρήσει το βλέμμα της ότι είχε σκαλώσει σε ένα συγκεκριμένο σημείο της ανατομίας του με την Δανάη να σηκώνει το βλέμμα της πάνω του όσο ξεκινούσε να ταμπονάρει την πληγή στο μάγουλο του

"Θα σου έλεγα ψέματα αν σου έλεγα ότι δεν χαίρομαι και ψέματα δεν ξέρω να λέω "απάντησε την στιγμή που στην πόρτα εμφανιζόντουσαν τα πρόσωπα  της Άριας , της Λίλιαν και της Ροδάνθης που έδειχναν ενθουσιασμένα και γελαστά με πρώτη την Άρια να μπουκάρει στο δωμάτιο με ανάλαφρο βηματισμό κάνοντας την τσιγγάνικη φούστα να χορέψει γύρω από τους γυμνούς της αστραγάλους 

"Τι κάνετε όλες εσείς εδώ;" πρόλαβε να αναρωτηθεί δυνατά η Δανάη προτού μπουν και τα υπόλοιπα κορίτσια στο δωμάτιο γεμίζοντας το

"Μην μου πεις ότι περίμενες να μην έρθουμε!" αναφώνησε η αδερφή της έχοντας την φτάσει, τραβώντας την αυθόρμητα  στην αγκαλιά της όσο το βλέμμα της έπεφτε αχόρταγο πάνω στον μοναδικό άντρα στο δωμάτιο "Μας πήρε ο μπαμπάς να μας πει τα νέα! Η Δανάη μας είναι έγκυος και έχει έρθει ο πατέρας του παιδιού και την διεκδικεί με εκείνη να του λέει όχι στη  πρόταση γάμου του! Αδιαμφησβήτητα ιστορικό γεγονός για την οικογένεια Δρακάκη.  " απάντησε η Άρια με μια ανάσα και κοίταξε τον Βίκτωρ με περιέργεια "Γιατί του λες όχι καλέ; Αυτός είναι μπουκιά και συχώριο!"   αναφώνησε με τα κορίτσια να γελάνε.

"Δεν μπορείς να καταλάβεις Άρια" γρύλισε εκνευρισμένη η Δανάη έχοντας εντοπίσει το στραβό χαμόγελο του Βίκτωρ και προσπάθησε να τραβηχτεί από την αγκαλιά της αδερφής της κάτι που κατάφερε με αποτέλεσμα να πέφτει στην αγκαλιά της Λίλιαν και της Ροδάνθης" Θα με πνίξετε...τι πάθατε καλέ;" γκρίνιαξε αν και το χαμόγελο άνθιζε στα χείλη της

"Ρωτάς τι πάθαμε;! Είμαστε ενθουσιασμένες! Δεν θα μας μείνεις στο ράφι τελικά όπως φοβόταν ο μπαμπάς! Έφερα μια απίστευτη τούρτα να το γιορτάσουμε! Προοριζόταν βέβαια για το ξενοδοχείο και ένα ιδιαίτερο πελάτη του  αλλά δεν κρατήθηκα! Τα παράτησα όλα, πήρα ρεπό από την σημαία , πιθανότατα αύριο  θα πάρω και κάρτα από τον οαεδ  και την τούρτα σεμιφρέντο και ήρθα!" φώναξε ενθουσιασμένη πριν πάει και σταθεί  δίπλα στον Βίκτωρ σκουντώντας τον παιχνιδιάρικα με τον αγκώνα της "Εγώ είμαι η Άρια, η κοκκινομαλλα η Λίλιαν γυναίκα του Σωτήρη και η ξανθιά η αδερφή μας η Ροδάνθη. Εσύ είσαι ο Βίκτωρ.Χαρηκαμε. Τώρα εσύ όμορφε θα πρέπει να μου πεις  τι της έχεις κάνει και σου είπε όχι. Και μετά θα μου πεις ποιος σε έκανε έτσι. Πρέπει να έχω ολοκληρωμένο το στόρυ!" αναφώνησε με την Δανάη να γρυλίζει κάτι μέσα από τα δόντια της "Μην κάνεις έτσι μεγάλη! Θέλω στο ανίψι μου να λέω ακριβώς πως συνέβη το love story των γονιών τους!" 

"Άρια πιο μαλακά κορίτσι μου...είναι έγκυος και δεν πρέπει να την ταράζουμε" την συμβούλεψε η Λίλιαν χαμογελώντας έχοντας στην αγκαλιά της ακόμα την Δανάη που έδειχνε να μην είναι άνετη με ότι εξελισσόταν "Ροδάνθη μου να της φέρεις ένα ποτήρι χυμό γιατί είναι χλωμή;" πρότεινε και η Ροδάνθη χαμογελώντας ένευσε.  

"Μην ανησυχείς γαμπρούλη μου και θα στο φτιάξουμε το κορίτσι" είπε η Άρια κοιτώντας το ανήσυχο πρόσωπο του Βίκτωρ και τον γράπωσε από το μπράτσο απότομα προκαλώντας του περισσότερη  σύγχυση "Πήγαινε κάτω με τα αγόρια εσύ γιατί εμείς έχουμε να πούμε πολλά με την Δανάη μας. Άντε στο καλό!" του είπε βιαστικά και τον έσπρωξε έξω από το δωμάτιο με τα βραχιόλια στα χέρια της να κουδουνίζουν σαν τρελά" Πάρε και αυτό να το ρίξεις πάνω σου μην έχουμε καμιά λιποθυμία ακόμα!" φώναξε και του πέταξε ένα αντρικό πουκάμισο που βρήκε στη καρέκλα του γραφείου της Δανάης και προοριζόταν για αυτόν.  

"Επιτέλους μόνες!" αναφώνησε γελώντας και κοπάνησε την πόρτα γυρνώντας προς το μέρος της Δανάης που την κοίταζε εκνευρισμένη" Τι;! Δεν τον έδιωξα για πάντα για να έχεις τέτοια μούτρα! Λέγε τώρα τι έχει συμβεί εδώ! " συνέχισε και έριξε το σώμα της στο κρεβάτι όπου ξάπλωσε πετώντας τα σανδάλια της στο πάτωμα βγάζοντας τα  "Μην με κοιτάτε έτσι! Όλη νύχτα έφτιαχνα την τούρτα και τώρα το πρωί οδήγησα τρεις ώρες για να έρθω! Δεν έχω κουράγιο να κάνω υπομονή αλλά ζητάω κατευθείαν το ταψί με το ψητό!  Έλα κάθισε και εσύ που είσαι έτοιμη να σωριαστείς χάμω να μας εξηγήσεις τι έχει συμβεί και δεν τον θες. Γιατί αν δεν τον θες εσύ μπορώ να τον πάρω εγώ..." νιαούρισε για να δεχτεί στο πρόσωπο ένα μαξιλάρι από την Δανάη και τα κορίτσια να γελάσουν δυνατά καθώς όλες έπεφταν στο κρεβάτι.

"Περιμένετε την Ροδάνθη να έρθει..." πρότεινε η Λίλιαν όσο όλες βολευόντουσαν στο κρεβάτι δίπλα από την Δανάη που έδειχνε ακόμα αμήχανη "Μετά θα σας τα πω όλα." 

*
"Να το χαρώ εγώ το μικιο μου, το μωρό μου, που φορεί κοντά βρακιά και χορεύει και πηδά σαν τον χοίρο στα πηλά*!
Το παιδί μου να ναι καλά και ας ψοφήσουν χίλια αρνιά! Χίλια αρνιά, χίλια κατσίκια και του Μπέη τα κορίτσια!" ταχτάριζε ο κυρ Μανώλης την εγγονή του στα πόδια του πάνω και βλέποντας το Βίκτωρ να εμφανίζεται,σταμάτησε.

"Δεν άντεξε ούτε πέντε λεπτά με τον γυναικείο ανεμοστρόβιλο της οικογένειας Δρακάκη" ήταν το χλευαστικό  σχόλιο του Σωτήρη που τον υποδέχτηκε στο καθιστικό  με τον πατέρα της Δανάης να γελάει σιγανά.

"Καλά του ήταν και τα πέντε "απάντησε ο κυρ Μανώλης και σήκωσε το χέρι του κάνοντας του σήμα να πλησιάσει "Έλα να καθίσεις μαζί μας και μην τον ξεσυνερίζεσαι το Σωτήρη. Τι έγινε πάνω όσο ήσασταν μόνοι σας;  Κατάφερες τίποτα;" 

Ο Βίκτωρ δεν είχε σκοπό να πει στον πατέρα της Δανάης τι είχε συμβεί αλλά ούτε και σε κανέναν, σκέφτηκε εκνευρισμένος και κάθισε βαριά σε μια πολυθρόνα παραμένοντας στη σιωπή δίνοντας την απάντηση του με διαφορετικό τρόπο με τον ηλικιωμένο ο οποίος μόρφασε.

"Δεν θα είναι εύκολο" σχολίασε ο Σωτήρης με τον Βίκτωρ να τον κοιτά θυμωμένος. Θα ήταν εύκολο αν δεν υπήρχαν τόσοι άνθρωποι μες στα πόδια τους να τους διακόπτουν κάθε λίγο, ήθελε να του πει αλλά συγκρατήθηκε. Η Δανάη του ακόμα έτρεφε συναισθήματα για εκείνον και έπρεπε να σκεφτεί με ποιο τρόπο θα την προσέγγιζε γρηγορότερα. 

"Ας πάμε να φάμε γιατί με όλα αυτά έχει ζεστάνει το φαγητό δύο φορές ως τώρα η Καλλιόπη" πρότεινε μετά από λίγο ο κυρ Μανώλης σταματώντας να παίζει με την εγγονή του και σηκώθηκε όπου τον μιμήθηκαν όλοι. Ο Βίκτωρ δεν πεινούσε,  το στομάχι είχε κλείσει. Μόνο φαγητό που δεν ήθελε αυτή την στιγμή, σκέφτηκε ακόμα εκνευρισμένος και παρατήρησε τον κυρ Μανώλη να τηλεφωνεί όσο καθόταν στην κεφαλή του τραπεζιού της τραπεζαρίας. 

Σύντομα όλοι είχαν καθίσει στο τραπέζι που αν και ήδη έμοιαζε τεράστιο είχε ακόμα μερικές θέσεις αδειανές. Το βλέμμα του Βίκτωρ δεν ξεστράτισε ούτε μια φορά από το πρόσωπο της Δανάης που είχε κατέβει με τα κορίτσια από το δωμάτιο της δείχνοντας πιο χαμογελαστή. Τον ανησυχούσε το χλωμό πρόσωπο της αλλά πίστευε ότι απλά ήταν αποτέλεσμα των όσων είχαν γίνει εκείνη την ημέρα και την είχαν ταράξει. Την παρακολούθησε να προσπαθεί να φάει, να κόβει το φαγητό της μικρές μπουκιές και να το βάζει με δισταγμό στο στόμα της και να το μασάει αργά. Κανείς δεν μπορούσε να προσέξει την αποστροφή που έδειχνε κοιτώντας το πιάτο της . Κανείς δεν έδειχνε να προσέχει ότι η Δανάη κατάπινε και χλόμιαζε περισσότερο. 

Το κουδούνι  που χτύπησε και η άφιξη του Λούκας δεν ήταν αρκετή για να κάνει τον Βίκτωρ να τραβήξει το βλέμμα του από πάνω της. Το πιάτο του είχε παραμείνει ανέγγιχτο. Παρατήρησε τον αδερφό του να κάθεται στο τραπέζι σαν  πραγματικό μέλος εκείνης της οικογένειας , δίπλα ακριβώς στην λιγομίλητη Ροδάνθη και να απολαμβάνει το φαγητό του με ιδιαίτερη όρεξη. Είχε προσέξει  το πρωί πόσο είχε αλλάξει εμφανισιακά ο Λούκας ξεκάθαρο σημάδι σωματικής και ψυχικής υγείας ανακουφίζονταν τον. Τώρα είχε μόνο να νοιαστεί για ένα άτομο κατέληξε και πετάχτηκε πάνω απότομα όσο απότομα η Δανάη είχε βάλει την παλάμη της στο στόμα της παγώνοντας προς στιγμή τους υπόλοιπους όσο ο Βίκτωρ με σίγουρες κινήσεις την αγκάλιασε και την μετέφερε στο μπάνιο. 

Η Δανάη δεν τον είχε διώξει.  Δεν τον είχε σπρώξει. Δεν είχε αρνηθεί την βοήθεια του όσο εκείνος αγκάλιαζε το κορμί της που έτρεμε, την μετέφερε στο μπάνιο  και την κρατούσε  όσο εκείνη σκυμμένη στη λεκάνη άδειαζε το περιεχόμενο του στόμαχου της. Την ανακούφιζε το χάδι του στη πλάτη της και την γέμιζε ασφάλεια η αίσθηση του κορμιού της πάνω της. Η ντροπή για την κατάσταση της ήταν κάτι που ίσως το σκεφτόταν μετά, σκέφτηκε με τα δάχτυλα της να έχουν ασπρίσει από την δύναμη που κράταγε τον Βίκτωρ. 

"Είμαι εδώ γιατρουδάκι μου" τα λόγια του χάδι στα αυτιά της έδειξαν να καταπραΰνουν  από την καρδιά της ως το στομάχι της με εκείνη να ηρεμεί από τα κύματα ναυτίας και να ρίχνει το βάρος της όλο στην αγκαλιά του Βίκτωρ συνειδητοποιώντας για πρώτη φορά ότι είχαν καθίσει στο πάτωμα και οι δύο τους. Δέχτηκε το χαρτί που της έδωσε ο Βίκτωρ και σκούπισε το στόμα της προσεχτικά. Μετά αμέσως έριξε το χέρι της κάτω άψυχα και έμεινε εκεί, στην αγκαλιά του ανασαίνοντας βαθιά.

"Είσαι καλύτερα;" 

Η Δανάη ένευσε απαλά και κούρνιασε το κεφάλι της στο στέρνο του που ανεβοκατέβαινε αργά. Ήταν πολύ καλύτερα. Ήταν βασικά τέλεια. Αλλά δεν θα το ομολογούσε. Δεν θα έλεγε τίποτα. Τα λόγια θα έφερναν εντάσεις και δεν τις ήθελε καθόλου τώρα. Ειδικά τώρα που ένοιωθε τόσο ευάλωτη.

"Θα πρέπει να πας σε ένα γιατρό, να σου δώσει κάτι να σε βοηθήσει...έχεις αδυνατίσει υπερβολικά πολύ"

Η Δανάη το ήξερε αυτό. Δεν γινόταν να συνεχιστεί έτσι. Ήταν πολύ νωρίς για να κρατήσει και τρεις μήνες η ίδια κατάσταση. 

"Έχεις δίκιο. Θα τηλεφωνήσω για ραντεβού αμέσως στη γιατρό μου" ψέλλισε με δυσκολία με το λαιμό της να την καίει και να την γδέρνει ενοχλητικά όσο ο Βίκτωρ συνέχιζε να την κρατά και να χαϊδεύει  με το ένα του χέρι την κοιλιά της τώρα πλημμυρίζοντας τα μάτια της με υγρασία. Θα γινόταν καλός πατέρας άραγε, αναρωτήθηκε για να δώσει πάλι μόνη της την απάντηση που γύρευε. Ήταν σίγουρη ότι θα γινόταν ένας σωστός και καλός πατέρας κατέληξε και ένα δάκρυ της έτρεξε χαράζοντας ένα υγρό μονοπάτι με αυτό να χάνεται στην πορεία. Τον αγαπούσε υπερβολικά πολύ και σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Λες και ο έρωτας ερχόταν ποτέ με δόσεις...σκέφτηκε απελπισμένη και σφίχτηκε στην αγκαλιά του.

"Θέλω να σε συνοδεύσω εγώ στη γιατρό σου" τον άκουσε να της λέει με την ανάσα του καυτή και ένευσε. Ήταν δικαίωμα του να παρευρίσκεται και αυτός στην πρώτη τους επίσκεψη στην γυναικολόγο. Και εκτός αυτού η Δανάη ένοιωθε σιγουριά στο πλάι του. Τον χρειαζόταν. 

"Δανάη μου, όλα καλά εκεί μέσα; Ανησυχούμε.." 

Η ανήσυχη φωνή της Ροδάνθης ακούστηκε αλλοιωμένη έξω από την πόρτα του μπάνιου προκαλώντας θλίψη στην Δανάη που τους είχε αναστατώσει όλους αυτή τη φορά και εκνευρισμό στον Βίκτωρ που τον έδειξε προβληματίζοντας την Δανάη που τον κοίταξε

"Από το πρωί προσπαθώ να σου μιλήσω, να σε προσεγγίσω και μας διακόπτουν " γρύλισε εκείνος και η Δανάη χαμογέλασε αμυδρά 

"Δεν ζω μόνη μου Βίκτωρ...έχω οικογένεια.. μια μεγάλη φασαριόζικη οικογένεια...αυτό θα πρέπει να το συνηθίσεις"

"Μου είναι δύσκολο..." παραδέχτηκε με την Δανάη να εκτιμάει την ειλικρίνεια του. Δεν μπορούσε να φανταστεί καν πως ήταν να μπαίνει κάποιος από την απόλυτη μοναξιά που είχε ζήσει τόσα χρόνια ξαφνικά σε μια πολυμελής οικογένεια. Εκείνη είχε γεννηθεί εκεί μέσα, το είχε συνηθίσει όπως την ξένιζε και την φόβιζε η μοναξιά του σπιτιού του Βίκτωρ "Βοήθησε με να σηκωθώ να πλυθώ και άνοιξε την πόρτα σε παρακαλώ. Θα με αναλάβουν τα κορίτσια" 

"Αυτό είναι το πρόβλημα Δανάη" είπε εκνευρισμένος σηκώνοντας την προσεχτικά από το πάτωμα  και την κοίταξε που φαινόταν προβληματισμένη "Εγώ θα έπρεπε να σε προσέχω. Συνέχεια εγώ και να είμαι εγώ δίπλα σου σε ότι προκύψει" συνέχισε κρατώντας την ακόμα "Πάμε να φύγουμε . Να πάμε Αθήνα. Οι δύο μας. Δεν θα το μετανιώσεις. Θα έχεις ότι ζητάς από μένα  " ολοκλήρωσε κοιτώντας την με ελπίδα και η Δανάη που είχε ανοίξει την βρύση να πλυθεί  άφησε το νερό να τρέχει.

"Όποτε θυμώνεις με κάτι με αποκαλείς με το όνομα μου. Όποτε δεν γίνεται αυτό που θέλεις παύω να είμαι το γιατρουδακι σου..." του είπε σιγανά και έκανε μια μικρή παύση  " Δεν υπάρχει περίπτωση να φύγω για Αθήνα. Ούτε για σένα ούτε για κανένα άλλο λόγο Βίκτωρ. Η οικογένεια μου είναι εδώ και έχω κάνει πολλές θυσίες για να βρίσκομαι κοντά τους" συνέχισε κοιτώντας τον μέσα από καθρέπτη του νιπτήρα "Αν θες να διεκδικήσεις και να γίνεις μέλος αυτής της οικογένειας θα πρέπει να δεχτείς αυτό πρώτα . Εγώ και το παιδί θα μείνουμε εδώ στο νησί .Εσύ μπορείς να γυρίσεις οποία στιγμή θελήσεις στην Αθήνα, στο σπίτι σου και στα μαγαζιά σου. "

Ο Βίκτωρ την κοίταξε παγωμένα μέσα από τον καθρέπτη ανταλλάσσοντας την θυμωμένη ματιά του μαζί της. 

"Δανάη ανησυχώ , άνοιξε σε παρακαλώ" η επίμονη παράκληση της Ροδάνθης διέκοψε την ένταση που είχε δημιουργηθεί ανάμεσα τους και ο Βίκτωρ γύρισε το χερούλι ανοίγοντας την πόρτα 

"Κανόνισε να βρεθούμε σύντομα με το γιατρό Δανάη" γαύγισε σιγανά και βγήκε από το μπάνιο σκουντώντας την Ροδάνθη που δεν πρόλαβε να κάνει στην άκρη και να αποφύγει την ορμή του.

*Πηλά= λάσπες

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top