28
Όταν ήταν μικρή και θυμόταν ως παιδί τον εαυτό της , θυμόταν να της αρέσει να ξοδεύει όσο περισσότερο από τον ελεύθερο χρόνο του καλοκαιριού της στη θάλασσα. Και σε ποιο παιδί δεν άρεσε άλλωστε αυτό και γι αυτό το λόγο όταν ο πατέρας σχολούσε από την οικοδομή, έτρωγε βιαστικά και αμέσως φόρτωνε στο αγροτικό αυτοκίνητο όλα τα παιδιά του και τα μετέφερε στην αγαπημένη της παραλία. Θυμόταν ώρες ατελείωτες κάτω από το καυτό ήλιο και πάνω στον αγαπημένο της βράχο, με εκείνη και τα αδέρφια της να κάνουν βουτιές από ψηλά , με ανοικτά μάτια να εξερευνούν το βυθό και τα κοιλώματα των βράχων και με γυμνά χέρια να προσπαθούν να ξεκολλήσουν πεταλίδες και να πιάσουν τα μικρά ψαράκια του αφρού. Και μετά από τόση εμπειρία κάθε μέρα η Δανάη είχε στις παλάμες της ψαράκια κάνοντας τ αδέρφια της να την ζηλεύουν με την καλή έννοια πάντα μιας και καθημερινώς τους έδινε τα ψαράκια της για να χαρούν. Δεν τα κράταγε για εκείνη. Η χαρά της ήταν να καταφέρει να τα αιχμαλωτίσει. Πάντα τα ελευθέρωνε στο τέλος. Όλα. Υγιής και στο περιβάλλον που τα είχε αιχμαλωτίσει εξαρχής. Μετά την παράδοση τους ξεκίναγε να κυνηγάει καβούρια ανάμεσα στις αιχμηρές προεξοχές των βράχων με ξυλαράκια που έχωνε μέσα. Θυμόταν πεντακάθαρα την μικρότερη αδερφή της, την Άρια που ήταν η γενναία σα και την ίδια να προσπαθεί να την μιμηθεί. Και ξεκαρδιζόταν στα γέλια κάθε φορά που θυμόταν την τριχωτή καβουρομάνα να κρέμεται από το δάχτυλο της.
Εκείνο όμως που την ξετρέλαινε κυριολεκτικά ήταν όταν βυθιζόταν ολόκληρη στο νερό και έμενε εκεί για όσο άντεχε, πολύ περισσότερο από τα υπόλοιπα παιδιά και πάντα όλο και κάποιο την τράβαγε νομίζοντας ότι είχε πνιγεί έτσι όπως επέπλεε. Θυμόταν τις υπέροχες ραβδώσεις στην άμμο και τα ψάρια να κολυμπάνε αμέριμνα κάτω από το σώμα της.
Αυτό που την μάγευε όμως ήταν να ακούει τους ήχους που έφταναν στα αυτιά της αλλοιωμένοι. Τους παφλασμούς των κυμάτων, τις φωνές των υπόλοιπων κολυμβητών και λουόμενων, τα τζιτζίκια που ξέφρενα γιόρταζαν την σύντομη ζωή τους. Και αυτή τη στιγμή όμως χωρίς να γνωρίζει γιατί ,είχε την ίδια αίσθηση: Ότι βρίσκονταν βυθισμένη στο νερό μιας και οι ήχοι έφταναν στα αυτιά της φιλτραρισμένοι, αλλά επιπλέον είχε και την αίσθηση ότι κάτι ήταν λάθος, κάτι υπήρχε που της διέφευγε και δεν μπορούσε να το απολαύσει όπως όταν ήταν παιδί.
«Δανάη άνοιξε τα μάτια σου.»
Η παράκληση έφτασε στα αυτιά της πεντακάθαρη. Αφιλτράριστη. Με μια βαθιά ήρεμη φωνή που την καθησύχαζε και της πρόσφερε γαλήνη και εκείνη απλά αρνήθηκε ψελλίζοντας ένα σιγανό όχι κουρνιάζοντας βαθύτερα στην τόσο φιλόξενη αγκαλιά. Δεν ήθελε να αφήσει αυτή την αίσθηση. Κάπου γνώριζε ότι όταν την τελευταία φορά το είχε κάνει όλα είχαν γίνει χαμός. Λοιπόν όχι και εκείνη.
«Κορίτσι μου ξέρω καλά ότι τα βράδια δεν κοιμάσαι και σου λείπει ύπνος και ξεκούραση αλλά δεν νομίζω ότι είναι το κατάλληλο μέρος και η σωστή ώρα να το κάνεις. Ειδικά όταν έχω να αντιμετωπίσω δύο που ισχυρίζονται ότι είναι ο πατέρας του εγγονιού μου.»
Η Δανάη πετάχτηκε από την νιρβάνα της σε χρόνο που άνηκε σε υπερηχητικό αεροσκάφος. Πολεμικό. Τραβήχτηκε από την αγκαλιά που την κράταγε μόνο για να ζαλιστεί με την φόρα της, να κλείσει τα μάτια της, να βογκήξει και να νοιώσει ένα χάδι στο μέτωπο που την γαλήνεψε ξανά και ηρεμώντας την ,άνοιξε τα βλέφαρα αυτή τη φορά αργά.
«Θα γίνω παππούς ξανά;» συνέχισε συγκινημένος ο πατέρας της όρθιος μπροστά της και γύρισε το βλέμμα της σε αυτόν που την κράταγε για να λιώσει μπρος στο μεγαλοπρεπέστατο χαμόγελο του Βίκτωρ. Βόγκηξε ξανά απελπισμένη.
«Μπαμπά να σου εξηγήσω....τώρα το έμαθα και εγώ δεν είναι λίγες μέρες...δεν ήθελα να το μάθεις με αυτό το τρόπο..." ψέλλισε ζαλισμένη η Δανάη και αναστέναξε σιγανά " ήθελα πρώτα να πάω στη γιατρό μου, να βεβαιώσει ότι όλα είναι σωστά και μετά θα σας το έλεγα» συνέχισε αγανακτισμένη προσπαθώντας να ανασηκωθεί " Αλλά μας πρόλαβαν οι εξελίξεις " γρύλισε και έστρεψε το βλέμμα της στο Βίκτωρ "Βοήθησε με να σηκωθώ να βάλω τα πράγματα στη θέση τους γιατί παρατράβηξε το αστείο " διέταξε και και με την βοήθεια του Βίκτωρ ανασηκώθηκε. Χαιρόταν που βρισκόταν στην αγκαλιά του αλλά ήταν κάτι που θα προσπαθούσε να μην το φανερώσει.
«Θα γίνω παππούς. Μα τον Αρχάγγελο μου, χίλιες δόξες να έχει!» σχολίασε ο πατέρας της και συνέχισε δείχνοντας τους δύο άντρες εναλλάξ «Εσύ Δανάη απλά πρέπει να μας πεις ποιος από τους δυο θα παρευρίσκεται ως πατέρας στην εκκλησία» ολοκλήρωσε αυστηρά και κάρφωσε την κόρη του στη θέση της. Δεν υπήρχε περιθώριο διαφυγής και ας τον κοίταγε με το πιο ικετευτικό της ύφος. Ίσως μετά τη λιποθυμία της να την λυπόταν και να της έδινε περιθώριο χρόνου, σκέφτηκε και ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα της θέλοντας να δείχνει όσο το δυνατόν περισσότερο θλιμμένη.
«Αλήθεια τώρα; Εμένα πας να κοροϊδέψεις Δανάη;» της πέταξε και ενοχλημένη η κοπέλα απελευθέρωσε το σώμα της από του Βίκτωρ και στάθηκε ευθυτενής απέναντι στον πατέρα της που κάγχασε δικαιωμένος. «Πες ένα όνομα να τελειώνουμε με αυτό το θέατρο του παραλόγου να πάμε στις δουλειές μας.»
Η Δανάη στάθηκε εκνευρισμένη στο κέντρο του ιατρείου της. Τώρα που της δινόταν η ευκαιρία πρόσεξε το πρόσωπο του Κώστα και τον μεγαλοπρεπή μώλωπα που κοσμούσε το μάγουλο του κάτω ακριβώς από το μάτι , την ματωμένη μύτη του και το χαρτί που προσπαθούσε να σφηνώσει στο ένα του ρουθούνι και το ξεσκισμένο πουκάμισο του που κρέμονταν τσαλακωμένο έξω από το παντελόνι του.
«Τον χτύπησες;» της ξέφυγε όπως ήταν ήδη εκνευρισμένη, έσφιξε τις γροθιές της και γύρισε προς τον Βίκτωρ που μειδιούσε ικανοποιημένος.
«Και το ευχαριστήθηκα. Αν δεν ήταν ο πατέρας σου να μπει να μας χωρίσει στην καλύτερη στιγμή θα του είχα ρίξει κι άλλες να ξέρεις. »
«Δεν μπορείς να λύνεις τις διαφορές σου πάντα με το ξύλο!» ξέσπασε έξαλλη, «Αύριο, μεθαύριο αυτό θα έχει σαν παραδειγμα το παιδί σου;» συνέχισε στον ίδιο χωρίς να αντιλαμβάνεται τι είχε μόλις ομολογήσει και συνέχισε «Δεν βρίσκεσαι στη φυλακή που ίσως τέτοιες συμπεριφορές δικαιολογούνται!» ολοκλήρωσε με τον Κώστα να οργίζεται και να ξεσπά
"Στη φυλακή ! Είχα δίκιο εξαρχής! Πήγες εκεί πετώντας στα σκουπίδια την σχέση μας για να βρεις μέσα από το σωρό με τα σκατά ένα σκατό να πηδ..." φώναξε και ο Βίκτωρ τον έκοψε οργισμένος προσγειώνοντας τη γροθιά του στο σαγόνι του και ρίχνοντας το σώμα του πάνω του!
"Δεν είμαστε στην εποχή των σπηλαίων για να αντιδράς έτσι όποτε σε προσβάλουν!" ούρλιαξε εκνευρισμένη η Δανάη με την εξέλιξη όσο γύρισε το βλέμμα της στον πατέρα της και στον Λούκας που παρακολουθούσαν δείχνοντας ευχαριστημένοι τον Βίκτωρ να έχει στριμώξει τον Κώστα στην γωνία και να του πιέζει το στομάχι με την γροθιά του "Μπορείτε να κάνετε κάτι αντί να κάθεστε να το απολαμβάνετε ;! Σε λίγο θα μου ζητήσετε να σας φέρω μέχρι και ποπκορν !" γρύλισε δείχνοντας με το δάχτυλο της τους άντρες που αντάλλαζαν γροθιές. Η τουλάχιστον από πλευράς του Κώστα προσπαθούσε να ανταποδώσει αλλά άμαθος όπως ήταν έτρωγε παρά έδινε. Νεροβραστος μέχρι το τέλος...
"Ορίστε γιατί δεν πρέπει να παίρνουμε τις γυναίκες μαζί όταν θέλουμε να περάσουμε καλά. Μια ζωή να μας το χαλάνε..." γκρίνιαξε ο Λούκας με τον κυρ Μανώλη να συμφωνεί χαμογελώντας αχνά
"Άσε παιδί μου το νεαρό να βάλει στη θέση του τη νεροκολοκύθα που έβγαλε και γλώσσα" συμφώνησε ο πατέρας της προσηλωμένος στο καβγά με την Δανάη να κοντεύει να βγάλει αφρούς από το στόμα της "Που να ήταν η μάνα σου εδώ να το ευχαριστηθεί και εκείνη..."μουρμούρισε με την Δανάη αγανακτισμένη να εγκαταλείπει την θέση της και να κάνει ένα βήμα προς το καβγά θέλοντας να προσπαθήσει να τον διακόψει και με τον πατέρα της να της φράζει τον δρόμο με βλέμμα κοφτερό "Κάθισε στη θέση σου μην σε χτυπήσουν ανόητο κορίτσι. Σε πρόσβαλε ο βλάκας που είχες μαζέψει και πρόσβαλε και τον νεαρό, και μιας και ομολόγησες ότι είναι αυτός ο πατέρας έχει κάθε δικαίωμα να βάλει τα πράγματα στη θέση του. Έτσι κάνουν οι άνδρες" της είπε αυστηρά χωρίς να σηκώνει αντιρρήσεις και την τράβηξε στην άκρη όσο ο Βίκτωρ παρέσερνε τον Κώστα στην είσοδο με τόση ευκολία λες και μετέφερε κούκλα όπου με μια μεγαλειώδη σπρωξιά τον πέταξε έξω από το ιατρείο με την Δανάη να κοιτάξει με ορθάνοικτα μάτια την εξέλιξη χωρίς να πιστεύει τι βλέπει
"Τον πέταξες πάνω στα λουλούδια μου!" τον κατηγόρησε προσπαθώντας να περάσει από δίπλα του και να δει τι καταστροφή είχε γίνει με τον Βίκτωρ να φράζει με το σώμα του την είσοδο θυμίζοντας ξαφνικά υπερμεγέθη αρκούδα ή γορίλα με την Δανάη να μπορεί να δει μονάχα την πλάτη του να ανεβοκατεβαίνει στο ρυθμό της μανιασμένης του ανάσας.
«Αν ακούσω να αποκαλείς ξανά την Δανάη οτιδήποτε , ή φτάσουν στα αυτιά μου λόγια σου που την μειώνουν , να ξέρεις ότι θα σε βρω και αλίμονο σου. Εγώ βλέπεις έχω μπει στη φυλακή και δεν με τρομάζει να ξαναβρεθώ εκεί. Έγινα κατανοητός;»
Στην έμμεση απειλή του Βίκτωρ με αλλοιωμένη φωνή από την οργή , η Δανάη αντίκρυσε τα χαμόγελα στα πρόσωπα των δύο ανδρών που είχαν μείνει πίσω, στο ιατρείο μαζί της και έσμιξε τα φρύδια της απογοητευμένη «Είναι η πρώτη φορά που εύχομαι να κάνω κόρη» τους δήλωσε με τον πατέρα της να θυμάται ξανά ότι θα γίνει παππούς, σχεδόν να δακρύζει από συγκίνηση και να την τραβά στην αγκαλιά του
«Δεν ξέρεις τι χαρά μου έδωσες σήμερα παιδί μου! Που να το μάθει και η μάνα σου! Ψητό θα κάνει από την χαρά της !" είπε ο κυρ Μανώλης φιλώντας την κορυφή του κεφαλιού της κόρης του με αγάπη" Τώρα που τακτοποιήθηκαν όλα, ξεφορτωθήκαμε και τον παρείσακτο, είναι καιρός να πάρουμε όλοι μια ανάσα και να ηρεμήσουμε. Είναι πολλά αυτά που πρέπει να σκεφτούμε» πρότεινε βιαστικά ο Μανώλης χαμογελώντας . «Και περισσότερα έχετε να συζητήσετε εσείς που είστε οι οι γονείς. Κοιτάξτε λοιπόν να ηρεμήσετε ώστε να γίνει ένας διάλογος που θα βγάλει κάπου και μετά νεαρέ σε περιμένω από το σπίτι να γνωριστούμε και να τα πούμε και εμείς οι δυο» είπε και στράφηκε προς τον Λούκας και χτυπώντας στη πλάτη τον παρέσυρε προς την εξώπορτα όπου ο Βίκτωρ παραμέρισε και ο Λούκας πριν βγει ,φρέναρε το σώμα του προβάλλοντας αντίσταση παραξενεύοντας τον ηλικιωμένο.
«Και μην ξεχάσεις να περάσεις και από την καλύβα μου όταν θα τελειώσεις με όλους » είπε και αποχώρησε δίχως να περιμένει να πάρει απάντηση από τον Βίκτωρ που δεν είχε ηρεμήσει ακόμα με τις φλέβες να έχουν διογκωθεί στα χέρια και στο λαιμό του.
«Τι ήταν και αυτό το ξαφνικό παιδί μου τώρα;" ρώτησε ο ηλικιωμένος βγαίνοντας από το ιατρείο " Ήξερες εσύ τίποτα από όλα αυτά; Αλλά και να ήξερες σιγά μην μου έλεγες...Είχα μαζέψει για τον αδερφό σου αρκετά αν μάθαινα και αυτό δεν θα με κρατούσαν χίλιοι δαιμόνοι. Θα είχα πάει να τον δω και αλίμονο του που έχει αφήσει το κορίτσι μου μόνο του να στενοχωρείται με ένα παιδί στα σωθικά της. Θα έφευγα και θα πήγαινα πάνω και θα του έδειχνα εγώ» ψιθύρισε συλλογισμένος ο ηλικιωμένος έτοιμος να ανοίξει την πόρτα από το αυτοκίνητο του "Αλλά κέρδισε μερικούς πόντους στην εκτίμηση μου όταν είδα τα μούτρα του νεροκολοκύθα του Κώστα. Άραγε τι να του είπε και ξέσπασε ο καβγάς ήθελα να ξερα ...Άκουσες μήπως εσύ που ήσουν εδώ ήδη;"
«Τίποτα δεν άκουσα» σχολίασε ο Λούκας ανασηκώνοντας τους ώμους του και συνέχισε «Ήμουν μακριά και δεν άκουσα.»
Ο Μανώλης στάθηκε και τον κοίταξε συλλογισμένος "Ώστε δεν άκουσες ε;" ρώτησε και χώθηκε στη θέση του οδηγού βάζοντας μπροστά το αγροτικό του αυτοκίνητο. «Νομίζετε όλοι ότι είμαι γέρος και δεν καταλαβαίνω... Ας είναι. Θα σας αφήσω να δω τι ξετελέματα* θα έχετε αλλά αν τα θαλασσώσετε μην περιμένετε να μην επέμβω."
*
«Και τώρα οι δύο μας. Θα ήθελες να καθίσεις;»
Η ευγένεια του Βίκτωρ, χρωματισμένη με μια κρυφή απειλή, άναψε το προειδοποιητικό σήμα στο μυαλό της κοπέλας που τον κοίταξε με στενευμένα μάτια άπειρα συλλογισμένη. Τώρα ήξερε ότι περίμενε το παιδί του. Ένας άντρας σαν τον Βίκτωρ που έβαζε το καθήκον πάνω από όλα ήταν σίγουρη ότι θα έθετε το θέμα της αποκατάστασης της προτείνοντας γάμο. Με μάτια ορθάνοικτα από την σκέψη της αυτή ένοιωσε να ανακατεύεται. Να παντρευτεί από έρωτα ναι, από αγάπη θα την έβρισκε σύμφωνη αλλά να αναγκαστεί κάποιος να την αποκαταστήσει επειδή πρέπει, αυτό την αρρώσταινε. Έκανε μερικά βήματα ως το γραφείο της και έριξε το σώμα της στη καρέκλα και χωρίς να το θέλει είχε υπακούσει ήδη στον άντρα που βρισκόταν στο ιατρείο της. Σε τι ακόμα να υπόκυπτε δίχως την θέληση της; Η ναυτία έγινε πιο αισθητή. Κάτι που δεν ξέφυγε από το αετίσιο βλέμμα του Βίκτωρ.
«Τι συμβαίνει; »
«Ανακατεύομαι...ζαλίζομαι....» παραδέχτηκε με δυσκολία θέλοντας να διώξει από το μέτωπο του το σταυρό που είχε σχηματιστεί. Μπορεί να μην του το παραδεχόταν ποτέ αλλά εκείνη μοναχά ήξερε πόσο τον αγαπούσε και πόσο δεν ήθελε να τον βλέπει να υποφέρει. Τον αγαπούσε. Τόσα ξάγρυπνα βράδια μόνο με την σκέψη του. Τόσες νύχτες να κοιτάει το φεγγάρι μοναδική παρηγοριά στις σκέψεις της. Στην αγωνία της για το τι κάνει, πως περνάει. Για τον πόνο που της έλειπε από δίπλα της. Για τα αναρίθμητα γιατί της ζωής και τις ανησυχίες της για το μέλλον όχι το δικό της αλλά του αγέννητου παιδιού της. Του παιδιού τους.
«Φαίνεσαι καταβεβλημένη. Άκουσα ότι δεν κοιμάσαι, δεν τρως...εγώ ευθύνομαι ή αποκλειστικά το παιδί ;»
«Μεγάλη ιδέα έχεις για τον εαυτό σου Βίκτωρ» απάντησε σκληρά η Δανάη. Ναι, ήθελε να του φωνάξει ότι εκείνος ευθυνόταν για την ανορεξία και την αϋπνία της αλλά δεν θα παραδεχόταν έτσι εύκολα πόσο την επηρέαζε! Θα έριχνε το φταίξιμο και για αυτά στο παιδί. Τόσο είχε ταλαιπωρηθεί εξαιτίας του αυτές τις βδομάδες ας την βοήθαγε και εκείνο λιγάκι να διατηρήσει την αξιοπρέπεια της. «Ναυτίες έχουν οι περισσότερες γυναίκες στην κατάσταση μου το πρώτο τρίμηνο απλά το δικό μου παιδί δεν με αφήνει να κρατήσω το παραμικρό στο στομάχι μου. Όλα το ενοχλούν.» γκρίνιαξε και προσπάθησε να εστιάσει στο πίνακα πίσω από το κεφάλι του άντρα που κάποιες φόρες είχε δείξει ότι την χαλάρωνε.
«Να δοκιμάσεις τσάι τζίντζερ.» πρότεινε κερδίζοντας το ενδιαφέρον και την προσοχή της χλωμής κοπέλας μπροστά του «Από τα λίγα που θυμάμαι από την μητέρα μου είναι το πόσο ταλαιπωρήθηκε στην εγκυμοσύνη της με τον Λούκας και μονάχα το τσάι με τζίντζερ την ηρεμούσε. Το ίδιο συνέβαινε και με την γιαγιά μου και από όσο μου έλεγε με όλες τις προγόνους της. Και αφού μόλις παραδέχτηκες ότι είναι δικό μου παιδί είμαι σίγουρος ότι θα έχει αυτή η συμβουλή αποτέλεσμα.» είπε ανασηκώνοντας το ένα από τα δύο του φρύδια με νόημα εκνευρίζοντας την περισσότερο.
«Άρχισες τις πατρικές συμβουλές Βίκτωρ; Προσπαθείς να μπεις στο ρόλο του πατέρα; Κανένας δεν στο ζήτησε.»
«Μην με καταδικάζεις Δανάη.»
«Μόνος σου καταδίκασες όποια εικόνα έχω για σένα που αφορά την οικογένεια Βίκτωρ. Γιατί γύρισες την πλάτη σου στο πρόβλημα, έκλεισες τα μάτια σηκώνοντας τα χέρια ψηλά. Παραιτήθηκες! Αυτό δεν είναι οικογένεια Βίκτωρ. Οι δεσμοί που σε ενώνουν με τον αδερφό σου είναι δεσμοί αίματος. Δεν σπάνε. Ποιος μου λέει ότι δεν έχεις μάθεις να συμπεριφέρεσαι έτσι και ότι δεν θα το ξανακάνεις στο μέλλον αν σου δώσω πρόσβαση με θύμα αυτή τη φορά το παιδί; Δεν σε εμπιστεύομαι Βίκτωρ. Τόσο απλά.» σχολίασε σκληρά καταθέτοντας την αλήθεια της κοιτώντας τον ξεκάθαρα κατάματα.
Λίγες ανάσες της έδωσε περιθώριο να πάρει πριν αρπάξει τον ώμο της με την παλάμη του και την τραβήξει κοντά του σηκώνοντας την από την θέση της. Λίγες στιγμές που δεν πρόλαβαν να την προετοιμάσουν και ξαφνιάστηκε με την κραυγή να πνίγεται στο ίδιο της το στόμα τελευταία στιγμή.
«Μην με καταδικάσεις Δανάη.» επανέλαβε επιμένοντας εκείνος, «Αν δεν θεωρούσα δυνατό το δεσμό αίματος δεν θα ήμουν εδώ τώρα. Δεν θα ήμουν τότε που με την ενηλικίωση μου υπέγραψα τα χαρτιά κηδεμονίας του Λούκας. Γίνεσαι άδικη!» της φώναξε και η κοπέλα τράβηξε το χέρι του από πάνω της απότομα. Οργή την κατέκλισε. Ήταν εκεί γιατί ένοιωθε υπεύθυνος για το αγέννητο παιδί της. Όπως τότε για τον αδερφό του. Δεν ήταν εκεί για εκείνη. Ήταν τελείως τυφλός και βλάκας! Ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της, ορθώνοντας το ανάστημα της και στάθηκε στο ύψος του.
«Άδικος ήσουν εσύ απέναντι στην αρρώστια του Βίκτωρ! Δέχομαι ότι τον πήρες από το ορφανοτροφείο αλλά μετά τι έκανες; Αναλώθηκες δουλεύοντας. Αυτό έκανες ως κηδεμόνας! Δύο και τρεις δουλειές. Πρόσφερες ασταμάτητα υλικά με εσένα να είσαι απών. Αυτό δημιούργησε συναισθηματικό κενό στον ήδη ευαίσθητο ψυχικό του κόσμο. Ο Λούκας δεν ήθελε χρήματα, οικογένεια ήθελε , να νοιώθει ότι ανήκει κάπου. Και όταν αντιτάχθηκε απέναντι σου δεν αναρωτήθηκες γιατί; Γιατί παρουσίασε αυτή την συμπεριφορά; Γιατί κατέφυγε στις ουσίες; Δεν νοιάστηκες αρκετά Βίκτωρ! Αν κάποιον θα έπρεπε να κατηγορήσεις για την αρρώστια του ήσουν εσύ! Εσύ και η ζωή που τον έβαλες! Τα μπαρ και η εύκολη πρόσβαση στις ουσίες, στο αλκοόλ , στα χάπια...» η φωνή της πνίγηκε καθώς εκείνος, ένα σύννεφο οργής την κατέκλισε έχοντας την αρπάξει πλέον και με τα δύο χέρια. Το πρόσωπο του είχε χαθεί μέσα στις αστραπές. Η Δανάη ντράπηκε που του έριξε την ευθύνη του Λούκας αλλά δεν είχε συγκρατηθεί. Και τώρα ήταν αργά να το πάρει πίσω.
«Ξέρεις πόσες φορές έχω κατηγορήσει εγώ ο ίδιος εμένα Δανάη; Αμέτρητες φορές! Δεν χρειάζομαι άλλη πέτρα όμως στο τάφο μου! Ειδικά από εσένα! Περίμενα να καταλάβεις. Ότι ήσουν διαφορετική! Τι άλλο θα μπορούσα να κάνω στα δεκαοκτώ μου για να βρω γρήγορα χρήματα και να εξασφαλίσω την κηδεμονία του αδερφού μου; Για πες μου εσύ η μορφωμένη! Γιατί εγώ αυτό είχα σκεφτεί με το λίγο μυαλό μου! Τον έβαζα για ύπνο και έτρεχα κι δούλευα όλη την γαμημένη νύχτα για να είμαι το πρωί στην θέση μου να τον ξυπνήσω , να τον πάω σχολείο και να τρέξω μετά σε άλλες χαμαλοδουλειές για να εξασφαλίσω το νοίκι, το φαγητό, τα είδη πρώτης ανάγκης! Ρώτα τον πατέρα σου αν είναι εύκολο μιας και εσύ στα πουπουλένια σου σκεπάσματα δεν έχεις την παραμικρή ιδέα πως είναι! Εύκολα με κατηγορείς ότι εγώ ευθύνομαι και ναι, έχω μέρος της ευθύνης αλλά όχι εξολοκλήρου! Γιατί και εγώ κουρασμένος, απελπισμένος θα μπορούσα να βρω ανακούφιση στην χρήση ! Δεν το έκανα όμως! Δεν είχα εγώ να αντιμετωπίσω συναισθηματικό κενό Δανάη; Είχα ανάθεμα και αν είχα! Και κενό είχα και ευθύνες είχα όμως!» φώναξε οργισμένος και την άφησε απότομα όπως αρχικά την είχε αρπάξει και έκανε έξαλλος μερικά βήματα στο στενό ιατρείο με το χέρι του στο σβέρκο. Η Δανάη ντράπηκε. Είχε φερθεί άνανδρα απέναντι του. Ήταν άδικη. Ήθελα να τον πληγώσει ισορροπώντας κάπως τον πόνο που είχε εκείνη νοιώσει τόσο καιρό μακριά του. Το μόνο που ήθελε τώρα ήταν να τον πλησιάσει, να ανακόψει την φόρα του και να χωθεί στην αγκαλιά του ζητώντας του συγγνώμη. Συγκρατήθηκε βρίζοντας για πολλοστή φορά τις ορμόνες της.
«Με κατηγόρησες ότι του γύρισα την πλάτη γιατρουδάκι αλλά εκείνος μου κάρφωσε μαχαίρι κατάστηθα πρώτα. Με έστειλε φυλακή το αρρωστημένο του μυαλό. Την ίδια μοίρα είχαμε με τον Λούκας αλλά εγώ δεν θέλησα ποτέ το κακό του όπως εκείνος. Και αν τον άφησα να φύγει μαζί σου την ίδια ώρα έφυγε μαζί σας και η καρδιά μου. Και σε ενημερώνω ότι ήξερα μέχρι και το κάθε λεπτό πόσες φορές χτυπάει η καρδιά σας. Έβαλα άνθρωπο και μου έδινε αναφορά καθημερινώς. Δεν θα άφηνα ότι πιο σημαντικό έχω δίχως την προστασία μου" ομολόγησε αυθόρμητα θέλοντας να της δείξει πόσο σημαντική του ήταν με την Δανάη να τα χάνει
"Με παρακολουθούσες; Ήξερες τα πάντα; Τώρα εξηγούνται πολλά..." ψέλλισε σαστισμένη προσπαθώντας να σκεφτεί με την οργή να φουντώνει ξανά μέσα της "Δεν έχεις ίχνος ντροπής μέσα σου;" ρώτησε με το σφυγμό της να σφυροκοπάει στα μηλίγγια της "Από πότε με παρακολουθεί ο άνθρωπος σου;"
"Από την μέρα που αποφυλακίστηκα" απάντησε με την Δανάη να δέχεται με σοκ την απάντηση και να κουμπώνει τα χαμένα κομμάτια στο μυαλό της
"Ήθελες να σιγουρευτείς ότι δεν θα γυρνούσα στο Κώστα..." ψέλλισε συλλογισμένη με την ναυτία να μεγαλώνει" Είσαι ένα εγωπαθή κάθαρμα που ήθελε να διασφαλίσει την κυριαρχία του πάνω μου ...χωρίς να μου δείχνεις ίχνος εμπιστοσύνης..." μονολόγησε κοιτώντας τον με αποστροφή "Φύγε από μπροστά μου" γρύλισε με τον Βίκτωρ να μην κάνει βήμα αλλά να παραμένει ακίνητος στη θέση του "Εξαφανίσου όπως ήρθες Βίκτωρ" συνέχισε η Δανάη πλησιάζοντας τον απειλητικά "Πήγαινε στο διάολο που ήσουν και ακόμα παραπέρα!" του φώναξε κατάμουτρα χτυπώντας με τις γροθιές της στο στήθος του με όλη της την δύναμη "Δεν μου χρειάζεται άλλο ένα καθοίκι σαν αυτό που έδειρες μόλις! Εγώ θέλω να με αγαπούν και να με εμπιστεύονται και εσύ δεν κάνεις τίποτα από τα δύο!"
"Σε αγ.." ξεκίνησε να λέει με την Δανάη να κλείνει με την χούφτα της το στόμα του" Μην λερώσεις αυτή τη λέξη από συμφέρον κάθαρμα! Εμφανίστηκες μόλις ο άνθρωπος σου, σου μίλησε για το μωρό και ήρθες να αναλάβεις τις ευθύνες σου αλλά σε πληροφορώ ότι δεν σε χρειάζομαι! Μου είσαι περιττός! Δεν μ αγαπάς! Πότε πρόλαβες να με αγαπήσεις;! Τις ελάχιστες ώρες που συναντηθήκαμε στη φυλακή ή τις τρεις μέρες στο σπίτι σου που βγάζαμε τα μάτια μας;! Μην γίνεσαι γελοίος !Μια υποχρέωση με βλέπεις όπως έβλεπες και τον αδερφό σου τότε! Δεν ξέρεις να κάνεις αλλιώς εσύ! Εξαφανίσου! Φύγε!" ούρλιαξε με την Δανάη να τρέμει και τον Βίκτωρ να τρίζει τα δόντια του προσπαθώντας να συγκρατηθεί και να μην αναστατώσει περισσότερο το ξεροκέφαλο πλάσμα που δεν ήξερε τι έλεγε. Ήταν ευάλωτη, ήταν σε ενδιαφέρουσα, μόνο κακό θα έκαναν οι εντάσεις στο έμβρυο , το ήξερε και συγκρατήθηκε.
"Θα ερχόμουν για σένα ήσουν δεν ήσουν έγκυος το παιδί μου. Θα ερχόμουν ακόμα και αν το παιδί ήταν του Κώστα. Από την πρώτη στιγμή που σε αντίκρυσα στο κελί χαράχτηκες μέσα μου, δεν έγραψες απλά για να μπορώ να σε σβήσω. Και δεν θα φύγω. Δεν έχω μάθει να τα παρατάω και δεν θα το κάνω τώρα, την σημαντικότερη στιγμή στη ζωή μου που οι σημαντικότερα άνθρωποι της ζωής μου με έχουν ανάγκη. Σε αφήνω να ηρεμήσεις για χάρη του εμβρύου, δεν θέλω να σε ταράξω περισσότερο και σε παρακαλώ τώρα που θα μείνεις μόνη, να καθίσεις να σκεφτείς ήρεμα και θα δεις γιατί είμαι πραγματικά εδώ" την ενημέρωσε κοιτώντας την έντονα χωρίς να μπορεί να επιμείνει.
Η Δανάη απλά έτρεξε και άδειασε το περιεχόμενο του στομαχιού της στο νιπτήρα. Δεν άντεξε περισσότερο. Η αποκάλυψη ότι την παρακολουθούσε , η αποκάλυψη της εγκυμοσύνης της στον πατέρα της, στον Βίκτωρ τον ίδιο και οι κατηγορίες του Κώστα, ο καβγάς...Ο Βίκτωρ που επέμενε ότι την αγαπούσε με τον τρόπο του, ήταν πολλά για εκείνη, πάρα πολλά.
Ο Βίκτωρ την κράτησε απαλά από την μέση όσο η κοπέλα έκανε εμετό κρατώντας της στα μαλλιά που είχαν πέσει μπροστά κρατώντας τα μακριά από το πρόσωπο της. Τα είχε θαλασσώσει. Είχε μεγάλο δρόμο μπροστά του να κερδίσει την καρδιά της γνωρίζοντας το πείσμα της αλλά θα έδινε ότι είχε και δεν είχε για αυτό το σκοπό.
"Φύγε Βίκτωρ...σε παρακαλώ φύγε...." η φωνή της Δανάης γεμάτη παράπονο και πίκρα έκανε το στομάχι του να σφιχτεί από πόνο. Έπρεπε να φύγει , να της δώσει χρόνο να ηρεμήσει για να μην κινδυνέψει το παιδί τους, με εκείνη να αξιολογήσει τη νέα κατάσταση και με εκείνον να τακτοποιεί ένα -ένα τα θέματα που είχαν προκύψει. Του έφτανε που είχαν ξεφορτωθεί το κάθαρμα τον Κώστα. Θα ερχόταν και η σειρά για τα υπόλοιπα. Μια μάχη κάθε φορά . Με ένα απαλό χάδι στα μαλλιά του μοναδικού πλάσματος που τον είχε κάνει να χάσει τον ύπνο του και θα του χάριζε μια νέα ευκαιρία για ζωή αποχώρησε, με πρόσωπο σκοτεινό, καρδιά σφιγμένη , με ελπίδες αρκετές και ανυπομονησία για την μέρα που η Δανάη θα τον συγχωρούσε. Και επειδή δεν είχε σκοπό να σπαταλήσει το χρόνο του πήρε το σοκάκι που οδηγούσε προς το πατρικό της Δανάης.
Μια μάχη κάθε φορά.
*ξετελέματα= έκβαση
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top