22
Είχε ξημερώσει και η Δανάη το κατάλαβε από τις ακτίνες που έπεφταν στο πρόσωπο της και το ζέσταιναν, αναγκάζοντας την να μετακινήσει το πρόσωπο της ενοχλημένη αλλά χωρίς αποτέλεσμα μιας και ο ήλιος δεν της έκανε το χατίρι να σταματήσει να παίζει μαζί της. Η κοπέλα εφόσον είχε ξυπνήσει άνοιξε τα βλέφαρα της με το βλέμμα της να καρφώνεται στην αιτία του ξυπνήματος της που δεν ήταν άλλο από μια ακάλυπτη γυάλινη επιφάνεια που κάλυπτε απ άκρη σ άκρη τον τοίχο απέναντι από το κρεβάτι. Δεν είχε ξαναδεί κάτι παρόμοιο και το μυαλό της την μάλωσε θυμίζοντας της ότι ούτε είχε ξαναβρεθεί σε έπαυλη για να έχει ξαναδεί. Αν της άρεσε; Δεν ήξερε κατέληξε παρατηρώντας νωχελικά ένα σύννεφο στον ουρανό που άλλαζε όψη αργά καθώς μετακινούνταν και το παρακολούθησε καθώς αυτό χωριζόταν και ένα μεγάλο του κομμάτι του ενωνόταν με το νεφέλωμα του γκρίζου ουρανού. Αν και ο καιρός ήταν μουντός η θερμοκρασία του δωματίου ήταν καλή, τόσο καλή που εκείνη είχε κοιμηθεί γυμνή με μοναδικό σκέπασμα το σώμα του Βίκτωρ και ένα πάπλωμα που εκείνος είχε ρίξει πάνω τους κάποια στιγμή τα ξημερώματα όταν αποκαμωμένη ήταν έτοιμη να αποκοιμηθεί. Ο Βίκτωρ συνηθισμένος στα ξενύχτια ήταν αυτός που αναζήτησε το πάπλωμα και την είχε κλείσει στην αγκαλιά του όσο εκείνη απόλυτα χορτασμένη και ικανοποιημένη βρισκόταν ήρεμη στην αγκαλιά του. Ο Βίκτωρ....σκέφτηκε και αναδεύτηκε σαν ευτυχισμένη γάτα. Ο Βίκτωρ είχε δώσει άλλη υπόσταση στον ρόλο του ερωτικού παρτενέρ μιας και όλα, κινήσεις και λόγια είχαν ένα σκοπό, να την λατρέψουν. Πρώτη φορά είχε συναντήσει άντρα να κάνει πρωταρχικό σκοπό του την ικανοποίηση της συντρόφου του πρώτα και μετά την δική του απόλαυση. Πόσο τυχερή αισθανόταν τώρα που είχε υπερνικήσει τις αμφιβολίες της και τον είχε ακολουθήσει.
Ο Βίκτωρ...σκέφτηκε ξανά και τον αναζήτησε σέρνοντας το πόδι της προς την πλευρά του και γυρνώντας το πρόσωπο της προς τα εκεί απογοητευμένη μιας και το κρεβάτι ήταν αδειανό και ο Βίκτωρ απουσίαζε. Έσμιξε τα φρύδια της απορημένη και ανασηκώθηκε. Φοβήθηκε ότι είχε παρακοιμηθεί και σηκώθηκε με κατεύθυνση το μπάνιο της κρεβατοκάμαρας. Θα έκανε ένα γρήγορο, ζεστό ντους και θα τον αναζητούσε μιας και δεν υπήρχε χρόνος για χάσιμο.
Γλίστρησε προς το μπάνιο και φρέναρε το σώμα της απέναντι από το καθρέπτη ξαφνιασμένη ευχάριστα από την εικόνα της. Τα μάτια της έλαμπαν παρότι είχε κοιμηθεί ελάχιστες ώρες όπως και η επιδερμίδα της που έδειχνε πιο φωτεινή από ποτέ. Τα χείλη της ήταν πρησμένα λες και είχε κάνει ενέσεις υαλουρονικού και γέλασε στη διαπίστωση αυτή. Αν γινόταν γνωστό ότι το καλό σεξ είχε τέτοια αποτελέσματα πολλοί πλαστικοί χειρούργοι θα έχαναν την δουλειά τους και σε αρκετές εταιρείες καλλυντικών θα μειωνόντουσαν τα έσοδα. Μετά κοίταξε το σώμα της και ένοιωσε την κάψα χαμηλά στη κοιλιά της να ανάβει μιας και αν παρατηρούσες προσεχτικά ο Βίκτωρ είχε αφήσει τα σημάδια του πάνω στο κορμί της κάτι που δεν την ενόχλησε και της θύμισε και εκείνη την φορά που την είχε φιλήσει δυνατά και δεν ήξερε πως να δικαιολογήσει το σημάδι στον Κώστα που το είχε δει. Δεν της άρεσε να την σημαδεύουν αλλά αν ήταν τέτοια η ανάγκη του εκείνη δεν είχε πρόβλημα κανένα με αυτό.
Έχοντας ολοκληρώσει το ντους έριξε ένα μπουρνούζι που βρήκε στο μπάνιο γύρω από το σώμα της και ξεκίνησε να περιηγείται στα δωμάτια προσπαθώντας να τον εντοπίσει. Ησυχία επικρατούσε στο σπίτι και δεν είχε την παραμικρή ιδέα που θα μπορούσε να είναι. Το μόνο που ήξερε και αυτό γιατί είχε δει τυχαία ένα ρολόι ήταν ότι η ώρα ήταν έντεκα και σε όλα τα δωμάτια επικρατούσε η πλήρη τάξη και η παντελής απουσία προσωπικών αντικειμένων ,ούτε καν κάποιας φωτογραφίας που να δηλώνει ότι ο ιδιοκτήτης αυτού του σπιτιού είχε προσωπική ζωή.
«Εδώ είσαι! Έφαγα το σπίτι για να σε βρω. » αναφώνησε αυθόρμητα βρίσκοντας τον επιτέλους πίσω από μια πόρτα από τις πολλές που είχε ανοίξει τρομάζοντας τον μιας και ο Βίκτωρ ενστικτωδώς τράβηξε το πρώτο συρτάρι του γραφείου ανοίγοντας το. Οι κινήσεις του ήταν τόσο γρήγορες που η Δανάη στάθηκε ακίνητη, σοκαρισμένη από το γεγονός ότι ο εραστής της κράταγε ένα περίστροφο στο χέρι του, έστω δίχως να την σημαδεύει.
"Τόσο χαίρεσαι που με βλέπεις;" αναρωτήθηκε με σιγανή φωνή δίχως να αποστρέφει το βλέμμα της από το όπλο του το οποίο ο Βίκτωρ έκρυβε ξανά πίσω στο συρτάρι.
"Καλό θα ήταν να χτυπάς πρώτα. Έχω συνηθίσει να είμαι μόνος."
"Το καλό θα ήταν γενικά να μην υπήρχε όπλο. Συγγνώμη που δεν χτύπησα αλλά είχα πάρει φόρα καθώς σε ψάχνω αρκετή ώρα και δεν σε έβρισκα." απολογήθηκε η Δανάη με θάρρος και τον πλησίασε αργά κερδίζοντας το βλέμμα του που την χάιδεψε από τα ακροδάχτυλα των ποδιών της ως το πρόσωπο της. Η Δανάη ένοιωσε την δύναμη της βλέποντας τι του προκαλούσε και φούσκωσε από περηφάνια. Φτάνοντας τον πέρασε τα πόδια της δεξιά και αριστερά του κορμού του και κάθισε πάνω του με τα χέρια της να δένονται στο πίσω μέρος του σβέρκου του.
"Θα σου συνιστούσα αυτές τις μέρες που θα είμαι εδώ εγώ να το κλειδώσεις κάπου μιας και συνηθίζω να κάνω φασαρία και να μην χτυπάω πόρτες και δεν θέλω να βρεθώ με μια σφαίρα στο κεφάλι ειδικά όταν ο γιατρός είμαι εγω", είπε σιγανά σκύβοντας το κεφάλι της και ξεκινώντας να φιλάει αργά την επιδερμίδα του λαιμού του "Γιατί αν πάρω φόρα δεν με σταματάει κανείς, Βίκτωρ" συνέχισε δαγκώνοντας το λοβό του αυτιού του και χαμογέλασε νοιώθοντας να την καλωσορίζει ένα συγκεκριμένο όργανο του σώματος του "Ούτε τα όπλα... ούτε τα σίδερα της φυλακής από ότι έχεις διαπιστώσει και μόνος σου" είπε και χαίδεψε με την άκρη της γλώσσα της τα χείλη του.
"Το μόνο όπλο που χρειάζεσαι όταν θα είσαι μαζί μου ...και επιτρέπεται να χρησιμοποιείς...είναι ήδη οπλισμένο και θα καλοδεχτω την εκπυρσοκρότηση του " τον ενημέρωσε και έτριψε την λεκάνη της πάνω στην λεκάνη του Βίκτωρ ο οποίος γρύλισε κάτι , πιθανόν βρισιά, στην γλώσσα που χρησιμοποιούσε συχνά κάνοντας την Δανάη να ανάψει για τα καλά. Βλακείες λέγανε όσοι ισχυρίζονταν ότι η πιο ερωτική γλώσσα είναι τα γαλλικά, κατέληξε ακούγοντας την ανάσα της να αλλάζει.
"Καλημέρα;"
"Θα είναι σε λίγο." απάντησε η κοπέλα καθώς έλυνε την ζώνη από το μπουρνούζι της με τον Βίκτωρ να κάνει την υπόλοιπη δουλειά απομακρύνοντας το εντελώς και προσφέροντας του τη σάρκα της που έκαιγε λες και είχε ανεβάσει πυρετό. Με κείνον να καλοδέχεται ότι του πρόσφερε μιας και βούτηξε και άρπαξε στα χείλη του το στήθος της κάτι που λαχταρούσε η Δανάη και της ξέφυγε στην επαφή ένας αναστεναγμός ανακούφισης. Όσο ο Βίκτωρ έπαιζε με τα στήθη της δεξιοτεχνικά εκείνη έσερνε τα δάχτυλα της μέσα από το απλό μακό που φόραγε. Θα του έκανε έρωτα γυμνή ενώ εκείνος θα φόραγε ακόμα τα ρούχα του σκέφτηκε και χαμογέλασε πονηρά καθώς τα χέρια της χαμήλωναν και τράβαγαν το λάστιχο της φόρμας που φόραγε. Αισθανόταν πεινασμένη, ακόλαστη...σαν εθισμένη στο κορμί του.
"Πάλι" ήταν ο μόνος ψίθυρος που κατάφερε να ξεστομίσει νοιώθοντας την άκρη του Βίκτωρ να βρίσκει την δική της πύλη εσόδου και ανασηκώθηκε για να κατέβει πάνω του απότομα κάνοντας εκείνον να πάρει μια κοφτή ανάσα, να βρίσει στη γλώσσα του και εκείνη να αναστενάξει από απόλαυση.
«Θέλω να με κοιτάς.»
Μια προσταγή με βαριά βραχνή φωνή γεμάτη ερωτισμό από την πλευρά της Δανάης χωρίς να ευθύνεται ότι βρίσκονταν με εκείνη από πάνω. Η Δανάη πλέον διεκδικούσε και το έκανε με πρωτόγνωρη απόλαυση μιας και ο Βίκτωρ κάρφωσε το σκοτεινό βλέμμα του σε εκείνη με την ανάσα του να έχει αρχίσει να γίνεται πιο κοφτή, πιο βίαια, πιο ασυγχρόνιστη. Η Δανάη έδινε τον ρυθμό. Στα κορμιά που είχαν ενωθεί. Στις ανάσες που είχαν μπερδευτεί. Στις καρδιές που χτυπάγανε ακανόνιστα. Στην θερμοκρασία που συνεχώς ανέβαινε. Όταν η Δανάη ένοιωσε τα χέρια του να γραπώνουν τους γλουτούς της βοηθώντας την στο ρυθμό ήξερε ότι θα έχανε τον έλεγχο αλλά παραδόθηκε άνευ όρων. Διάβαζε το σώμα της όσο και εκείνο του Βίκτωρ. Βρίσκονταν πολύ κοντά νοιώθοντας μια γλυκιά ζάλη να την τυλίγει.
"Χαϊδέψου." Άνοιξε τα βλέφαρα της και χάθηκε στο βάθος του σκοταδιού του Βίκτωρ και με μυαλό κενό έριξε το χέρι της μπροστά και έκανε αυτό που την είχε διατάξει. Πληρότητα. Δυο απολαύσεις που η μια συμπλήρωνε την άλλη.
"Δεν θα ..." ξεκίνησε να πει όταν μια ώθηση του Βίκτωρ έκοψε αυτό που ήθελε να πει στην μέση.
"Το ξέρω" , ήταν η φειδωλή απάντηση του " Αυτό θα είναι το πρόβλημα πάντα ανάμεσα μας" συνέχισε με κόπο και δάγκωσε τα χείλη της.
Λίγες κινήσεις από εκείνη ακόμα γύρω από τον πυρήνα της και μερικές ωθήσεις ακόμα από εκείνον που είχε αναλάβει τα ηνία του ερωτικού σμίξιμου τους, ήταν αρκετές . Τα σώματα τους διάβασαν το σημείο μηδέν και ταυτόχρονα την αφετηρία που ερχόταν. Εκείνη την στιγμή ένοιωσαν την ίδια ανάγκη. Να δουν καθαρά ο ένας τον άλλον γιατί με τα μάτια της ψυχής όλα φαινόντουσαν πιο αληθινά. Με όση δύναμη είχαν συγκρατήθηκαν και δεν έκλεισαν τα βλέφαρα τους. Ούτε όταν ο πρώτος σπασμός χτύπησε δυνατά την Δανάη και την έκανε να κραυγάσει το όνομα του, ούτε όταν εκείνος την ακολούθησε ανοίγοντας τα φτερά του και πέφτοντας στο κενό ούτε όταν η Δανάη βρέθηκε στην αγκαλιά του με το κορμί της κομμάτια και ταυτόχρονα αναγεννημένο. Ήταν η στιγμή που από τα θρύψαλα δημιουργείται κάτι υπέροχο. Όπως η σκόνη της άμμου που με την θερμοκρασία δίνει το γυαλί. Έτσι και αυτοί οι δύο τους. Δυο ανόμοια πλάσματα που θα αναγεννιόντουσαν για να δημιουργηθεί κάτι νέο, κάτι υπέροχο και ξεχωριστό.
*
Η Δανάη του είχε βάλει δύσκολα και το γνώριζε αλλά δεν ήξερε να λέει ψέματα και στην ερώτηση του τι συνήθως αποτελούσε το πρωινό της είχε μείνει άφωνος όταν είχε ακούσει να απαριθμεί τι συνήθως έτρωγε και μουρμουρίζοντας κάτι στην γλώσσα του είχε χωθεί στο ψυγείο για να το κλείσει εκνευρισμένος αμέσως μετά.
"Μόνο μπύρες έχει και ένα κρασί", ήταν η απάντηση του κάνοντας την Δανάη να γελάσει σιγανά και να σηκωθεί από το τραπέζι.
"Με ξαφνιάζει που έχεις έστω και αυτά" του είπε και τον πλησίασε "Που είναι η τροφοθήκη σου;" ρώτησε για να δει την απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του που την έκανε να γελάσει " Κάθισε και θα την βρω μόνη μου" ,είπε προσπερνώντας τον, γελώντας. Θα την ξάφνιαζε αν ήξερε που ήταν η τροφοθήκη του και ακόμα περισσότερο αν ήταν γεμάτη σκέφτηκε ξεκινώντας να ανοίγει ντουλάπια... άδεια.
"Μπορούμε να πάμε να φάμε έξω" ,τον άκουσε να προτείνει έπειτα από λίγο ενώ βρισκόταν χωμένη σε ένα ντουλάπι που στο βάθος του είχε ανακαλύψει ένα μέλι , ένα πακέτο φρυγανιές και ένα πακέτο με έτοιμο τσαι σε φακελάκια τα οποία έπιασε στην αγκαλιά της και σηκώθηκε ευχαριστημένη. Πείναγε τόσο που ακόμα και αυτά που είχε βρει, που ποτέ δεν αποτελούσαν πρωινό στο σπιτικό τους, ευχόταν να κάλυπταν την πείνα της.
"Θα προσποιηθούμε ότι πονάει ο λαιμός μας. Αν μπορείς βράσε μου λίγο νερό ", πρότεινε δείχνοντας του με την άκρη του μαχαιριού που κράταγε τον βραστήρα πάνω στο πάγκο και ξεκίνησε να ετοιμάζει μερικές φρυγανιές με το μέλι.
«Πραγματικά δεν υπάρχει θέμα αν θες να παραγγείλουμε καφέ. Έχει αρκετά εδώ τριγύρω. "
"Δεν χρειάζεται. Δεν είμαι λάτρης του καφέ. Αντιθέτως έχουμε μάθει να κάνουμε καλό πρωινό αλλιώς δεν ξεκινάει η μέρα μας. Χωρίς καφέ ζω άνετα όπως και τα αδέρφια μου ,χωρίς φαγητό όχι όμως." απάντησε ενώ σέρβιρε σε ένα πιάτο αρκετές φρυγανιές λουσμένες κυριολεκτικά με μέλι όσο ο Βίκτωρ σέρβιρε δυο φλιτζάνια από τα οποία προεξείχαν τα κορδόνια από τα φακελάκια.
"Είστε πολλά αδέρφια;"
"Πέντε " απάντησε και κοιτώντας τα μάτια που που την κοίταζαν με έκπληξη συνέχισε "Δυο αγόρια και τρία κορίτσια. Έχεις δει τον Σωτήρη, τον μεγάλο αδερφό την μέρα που είχες την συμπλοκή στο κελί με τον Ιβάν. Αυτός που με συνόδευε εκείνη την πρώτη μου μέρα και όλοι υποθέσατε ότι είναι ο δεσμός μου, ήταν απλά ο μεγάλος υπερπροστατευτικός αδερφός μου", ολοκλήρωσε και ξεκίνησε να τρώει την πρώτη της φρυγανιά με όρεξη. "Εσένα ο αδερφός σου δεν ζει εδώ μαζί σου;"
Ποτέ δεν φανταζόταν ότι μια ερώτηση θα μπορούσε να αλλάξει σχεδόν να χαρακτηριστικά του προσώπου του συνομιλητή της κατέληξε κοιτώντας προσεχτικά το πρόσωπο του Βίκτωρ να αλλάζει.
"Είναι ενήλικας. Μια από εδώ και μία από εκεί είναι", ήταν η σκληρή του απάντηση που έκανε την Δανάη να πιει μια γουλιά από το τσάι της συλλογισμένη.
"Χωρίς να ξέρεις που είναι;"
"Τι χρειάζεται να ξέρω; Η ζωή του και η ζωή μου."
Η Δανάη ανασήκωσε τους ώμους της και ξεκίνησε να τρώει άλλη μια φρυγανιά. Ήταν ουσιαστικά μόνος του. Χωρίς γονείς και χωρίς τον αδερφό του. Άραγε είσαι ζεσταθεί ποτέ η καρδιά του από αγάπη;
"Αν μια μέρα δεν θα μπορούν να ξέρουν οι γονείς μου που είναι τα παιδιά τους θα τρελαθούν πιστεύω." μουρμούρισε η κοπέλα και πρόσθεσε ,«Λυπάμαι για την απώλεια των γονιών σου».
«Μην λυπάσαι άδικα γιατρουδάκι. Είναι απώλεια όταν έχεις κάτι να χάσεις. Όταν έχεις ζήσει με τον άλλον, όταν έχεις μοιραστεί την καθημερινότητα σου μαζί του, όταν έχεις δημιουργήσει στιγμές, τότε αν τον χάσεις, τότε ναι, νοιώθεις απώλεια. Εμείς και κυρίως ο Λούκας που ήταν τόσο μικρός που δεν τους θυμάται καν ,δεν νοιώσαμε κάτι τέτοιο».
«Πόσο χρονών ήσουν εσύ όταν τους έχασες;» ρώτησε αυθόρμητα και κοίταξε αμήχανη τον Βίκτωρ να την κοιτάζει με αδιευκρίνιστο βλέμμα . Έσπευσε να μπαλώσει τον αυθορμητισμό της. «Συγγνώμη, αν θες μου απαντάς...δεν σου κάνω ανάκριση.» Ο Βίκτωρ της χάρισε ένα στραβό χαμόγελο, σημάδι ότι δεν τον είχαν πειράξει οι ερωτήσεις της και ήπιε λίγο από το τσάι του.
«Ασυγχώρητα μικρος» είπε, έκανε μια μεγάλη παύση και συνέχισε διαλέγοντας προσεχτικά τα λόγια του μιας και δεν ήθελε η Δανάη να μάθει πόσο καιρό ζούσαν στους δρόμους και έτρωγαν από τα σκουπίδια μέχρι να τους εντοπίσουν. «Ευτυχώς η κοινωνική λειτουργός που μας ανέλαβε όταν πέσαμε στην αντίληψη κάποιων πολιτών , δεν θέλησε να μας χωρίσει και είμασταν μαζί στο ορφανοτροφείο με τον Λούκα. Επιπλέον, είχε δηλώσει για το καλό της ψυχολογίας μας, να μην χωριστούμε. Όπως καταλαβαίνεις κανένας δεν θέλησε να υιοθετήσει δύο αγόρια από την Σερβία και παραμείναμε στο ίδρυμα μέχρι την ενηλικίωση μου που τον ανέλαβα έπειτα από λίγους μήνες αφού πρώτα είχα βρει την πρώτη μου δουλειά και είχα νοικιάσει το πρώτο μας σπίτι. »
"Φαντάζομαι πόσο δεμένοι είστε έπειτα από όλα αυτά που έχετε ζήσει", συμπέρανε η Δανάη με τον Βίκτωρ να παραμένει σιωπηλός δίνοντας της το συμπέρασμα ότι κάτι υπήρχε περισσότερο εκεί ανάμεσα σε εκείνον και τον αδερφό του που δεν ήταν έτοιμος να της πει.
«Και εδώ κάπως τελειώνουν οι προσωπικές πληροφορίες », σχολίασε η κοπέλα σπάζοντας τη σιωπή ,έχοντας σιγουρευτεί από το βλέμμα του που είχε σκοτεινιάσει ότι υπήρχαν πολλά, πολλά περισσότερα.
«Πάντα τόσο γλωσσού ήσουν;»
Η Δανάη γέλασε στο άκουσμα της κατηγορίας του. «Έτσι ισχυρίζονται όσοι με ξέρουν και καλό είναι να με μάθεις και εσύ. Δεν αφήνω τίποτα να πέσει κάτω , ούτε εγώ αλλά ούτε κανένας από την οικογένεια μου. Αλλά προς υπεράσπιση μου, εσύ δεν μου λες τίποτα. Δεν ξέρω ουσιαστικά τίποτα για σένα.» Ο Βίκτωρ άφησε το φλιτζάνι του στο τραπέζι και την κοίταξε προσεχτικά σμίγοντας τα μάτια του.
«Και το χρειάζεσαι αυτό;»
"Όχι ακόμα", απάντησε ειλικρινά, του έκλεισε το μάτι παιχνιδιάρικα και μάσησε την υπόλοιπη φρυγανιά της που κρατούσε, παρακολουθώντας το βλέμμα του, που ακολούθησε την κίνηση του χεριού της και καθόλου δεν την ξάφνιασε η επόμενη κίνηση του που ήταν να πάρει το χέρι της και να αρχίσει να γλύφει το μέλι που είχε στάξει στην παλάμη της. Με τις αισθήσεις σε εγρήγορση ξεκίνησε να ανατριχιάζει και να νοιώθει στην κοιλιά της να ξυπνάνε οι πεταλούδες που ζούσαν εκεί.
"Πάλι ή έχεις χορτάσει;" ρώτησε ο Βίκτωρ και η Δανάη χαμογέλασε στραβά ενώ σηκωνόταν από την θέση της. Πάλι και πάλι και πάλι ήθελε να του απαντήσει αλλά κάποιες φορές καλύτερα μιλάνε οι πράξεις, ειδικά με ένα τέτοιο άνθρωπο σαν τον Βίκτωρ που τα λόγια του είναι πάντα μετρημένα , σκέφτηκε και αφού τον πλησίασε στάθηκε ακριβώς μπροστά του. Θα του...η σκέψη της διαγράφηκε μονομιάς ακούγοντας το γνωστό ήχο που κάνει το τηλέφωνο της όταν την καλούν και βιαστικά, σχεδόν τρέχοντας ακολούθησε τον ήχο βγαίνοντας από την κουζίνα. Το βρήκε εύκολα χάρη στην τάξη που υπήρχε ,μαζί με την τσάντα του ώμου της και την μικρή χειραποσκευή της ,παρατημένα σε ένα καναπέ στο καθιστικό και απάντησε κατευθείαν βρίζοντας σιγανά.
«Ευτυχώς στις ειδήσεις δεν είπαν τίποτα ούτε για συντριβή αεροσκάφους, ούτε για αεροπειρατεία. Όμως η κόρη μου δεν μπήκε στο κόπο να ενημερώσει τον καημένο τον πατέρα της για την πτήση της άρα δίκαια συμπεραίνει και αυτός ότι πιθανότατα συνεχίζει να πετάει στα σύννεφα ». Στο άκουσμα της σοβαρής φωνής του πατέρα της που προσπαθούσε να την μαλώσει για την αμέλεια της να τον πάρει τηλέφωνο να του πει ότι είχε φτάσει ασφαλής Αθήνα η Δανάη ξέσπασε σε ένα ασυγκράτητο γέλιο που έκανε τον Βίκτωρ να εμφανιστεί στο καθιστικό και να την παρατηρήσει αμίλητος.
«Μπαμπά. Μπαμπάκα μου ,συγγνώμη! Ήμουν περισσότερο ανήσυχη εχτές και ξεχάστηκα να σε πάρω τηλέφωνο» κατάφερε να πει μεταμελημένη μιας και μόνο στη σκέψη ότι είχε κάνει τον πατέρα της να ανησυχήσει ένοιωθε άσχημα χωρίς να νοιώθει όμως ντροπή που ακόμα έπρεπε να δίνει λογαριασμό στο πατέρα της για τις κινήσεις της. Ο Βίκτωρ είχε εν τω μεταξύ στηριχτεί στην μεσόπορτα και η Δανάη τον πλησίασε σαν μαγνητισμένη. Ήταν οδυνηρά σέξι, κατέληξε η κοπέλα ενώ χωνόταν στην αγκαλιά του που την καλοδέχτηκε αμέσως.
«Πιστεύω ότι κάτι θυμάμαι από αυτά. Όλα καλά, λοιπόν μικρή; Να κοιμηθώ ήσυχος τουλάχιστον σήμερα; Το βρήκες το παλικάρι σου;»
«Νομίζω ότι δεν το είχα χάσει ποτέ».
«Αυτό είναι ευχάριστο. Λοιπόν, δεν θέλω να σε καθυστερώ και θα σε αφήσω. Απλά επειδή πετάς στα σύννεφα ακόμα ,σου υπενθυμίζω ότι σε δύο βράδια επιστρέφεις για είσαι Δευτέρα πίσω στα καθήκοντα σου. Αν δεν αλλάξει κάτι από την ώρα πτήσης σου θα σε περιμένω στο αεροδρόμιο .Μόνο θυμήσου να μου κάνεις μια κλήση πριν επιβιβαστείς να υπολογίσω τον χρόνο ώστε να έρθω να σε πάρω από το αεροδρόμιο», ολοκλήρωσε ο κυρ Μανώλης καθησυχασμένος που άκουγε την κόρη του και η Δανάη τερμάτισε την κλήση χαιρετώντας τον . Αμέσως άφησε το τηλέφωνο της στο έπιπλο που υπήρχε δίπλα της και ανασηκώθηκε φιλώντας τις άκρες των χειλιών του Βίκτωρ.
«Συγγνώμη γι αυτό. Ήταν ο μπαμπάς μου. Απλά ξέχασα να τον πάρω εχθές που προσγειώθηκα και ανησύχησε για μένα όπως πάντα » ,δικαιολογήθηκε καθώς εισέπνεε το άρωμα του κορμιού του που τόσο την αναστάτωνε.
«Μην ζητάς συγγνώμη γι αυτό. Αν είχα τους γονείς μου δεν θα ζήταγα συγγνώμη για καμία στιγμή που θα είχαν νοιαστεί για μένα».
Η Δανάη έκανε πίσω και σήκωσε το βλέμμα της πάνω του θλιμμένη με την δήλωση του. Η δική της οικογένεια ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την παντελή απουσία αυτής του Βίκτωρ.
«Οι γονείς μου είναι ιδιαίτεροι. Ανησυχούν υπερβολικά πολύ κάποιες φορές αλλά συνήθως και αυτό χάρη στον μπαμπά μου υπάρχει μια σχετική ισορροπία άρα καταλαβαίνεις ότι με εκείνον υπάρχει ένα ξεχωριστό δέσιμο. Τον συμβουλεύομαι για όλα και παίρνουμε μαζί τις αποφάσεις που αφορούν τα πάντα. Εκτός από μία φορά ,όταν του ανακοίνωσα ότι διέκοψα την βίζα μου στην Αγγλία, παραιτήθηκα από την δουλειά μου και γύρισα για να είμαι κοντά στην οικογένεια μου. Αυτό μόνο δεν του το είχα πει από πιο πριν και με μαλώνει κάποιες φορές από τότε αλλά πιστεύω ότι βαθιά μέσα του ξέρει ότι αυτό έπρεπε να κάνω. Απλά δεν είχε το θάρρος να μου το προτείνει μόνος του. Ήθελε να είμαστε όλοι μαζί και χάρηκε που γύρισα στο χωριό μαζί τους. Είμαστε μια μεγάλη οικογένεια, φασαριόζικη αλλά κρατάμε τις ισορροπίες και δεν ανακατευόμαστε στις αποφάσεις του άλλου. Τα σαββατοκύριακα γίνεται κυριολεκτικά χαμός στο σπίτι με την μητέρα μου να μαγειρεύει να φτιάχνει γλυκά και να μας κακομαθαίνει και τον πατέρα μου να ονειρεύεται να μας δει αποκαταστημένους όπως είναι το όνειρο κάθε γονιού και εμάς να ρίχνουμε το μπαλάκι από τον έναν στον άλλον. Εξαιρείται βέβαια τώρα πια ο Σωτήρης που παντρεύτηκε και απέκτησε μια κόρη. Δεν ξέρω πως είναι να μην έχεις οικογένεια, δεν μπορώ να φανταστώ καν πως είναι να ζεις στη σιωπή όπως εσύ. Πως μπόρεσες και μεγάλωσες χωρίς οικογένεια; Πώς είναι να είσαι τόσο μόνος;»
«Είχα μια ιδέα της ευθύτητας σου αλλά τώρα βεβαιώθηκα», σχολίασε με στραβό χαμόγελο ο Βίκτωρ και η Δανάη χαμογέλασε συγκρατημένα.
«Παρουσιάζομαι όπως ακριβώς είμαι από την αρχή. Δεν μου χρειάζονται μετά τύπου δικαιολογίες :δεν ήξερα, δεν γνώριζα. Αυτή είμαι. ».
Ο Βίκτωρ γέλασε σιγανά και την τράβηξε στην αγκαλιά του. Με το κεφάλι της κουρνιασμένο στη βάση του λαιμού του η Δανάη έκλεισε τα μάτια ευτυχισμένη. Ένοιωθε σαν να βρίσκονταν εκεί που έπρεπε να βρίσκεται για να ολοκληρωθεί η ύπαρξη της. Δεν θα τον ξαναρωτούσε τίποτα. Εκείνη θα ήταν, αν της το επέτρεπε εκείνος , ο ένας άνθρωπος να τον νοιάζεται.
«Δανάη, δεν γνώρισα κάτι διαφορετικό για να μπορώ να το συγκρίνω για να σου απαντήσω.» είπε και πέρασε το χέρι του χαμηλά στη κοιλιά της, «Μικρός ζήλευα τα παιδιά που είχαν οικογένεια αλλά και αυτά που τα υιοθετούσαν και έφευγαν από το ίδρυμα αλλά όλα είναι θέμα συνήθειας, επιβίωσης και αυτοσυντήρησης τελικά γιατί για να σταματήσεις να πληγώνεσαι και να συνεχίσεις παρακάτω αναγκάζεται το μυαλό σου να το δεχθεί. Ή αυτό ή θα τρελαθείς. Έτσι έγινε και με μένα και έγινα πατέρας για τον αδερφό μου και μετά δεν υπήρχε χρόνος για οτιδήποτε άλλο έκτοτε εκτός από το να δουλεύω να μπορώ να του παρέχω τα πάντα».
«Τα κατάφερες Βίκτωρ και δημιούργησες την δική σου οικογένεια. Πέτυχες και επαγγελματικά. Πρέπει να είσαι πολύ περήφανος", σχολίασε η Δανάη με τον Βίκτωρ να παραμένει σιωπηλός με την κοπέλα να συνεχίζει βρίσκοντας την ευκαιρία μιας και για πρώτη φορά είχε ανοίξει ο Βίκτωρ μια μικρή δίοδο επικοινωνίας. " Το μαγαζί που με πήγες εχτές είναι πολύ ωραίο. Αν και δεν ξέρω από νυχτερινά μαγαζιά μιας και δεν είναι η επιλογή μου τέτοιος τρόπος διασκέδασης , μου άρεσε πολύ το χθεσινό.»
«Αυτό είναι ένα από τα δύο που έχω. Είχα και ένα τρίτο, το πρώτο μου και καλύτερο από όλα ... αλλά πες ότι το χάρισα» ,σχολίασε κάνοντας μια μικρή παύση και συνέχισε «Αρκετά με εμένα. Πες μου τι θες να κάνουμε. Αν δεν κάνω λάθος σε άκουσα να λες ότι φεύγεις μεθαύριο.»
«Ναι, την Δευτέρα έχει εμβόλιο η Εμμανουέλα. Η κόρη του αδερφού μου του Σωτήρη και πρέπει να είμαι εκεί», απάντησε χαρίζοντας του ένα φιλί στη βάση του λαιμού του.
«Θα ήθελα να είχα μια θεία σαν εσένα...» ψιθύρισε με το χέρι του να τρυπώνει μες στο μακό της και να ανεβαίνει προς το στήθος της.
«Μα δεν θα είμαι εκεί για την μικρή...» είπε και χαχάνισε κρύβοντας το κεφάλι της στο λαιμό του. Ο Βίκτωρ τράβηξε το πρόσωπο της και την κοίταξε ερωτηματικά.
«Θα είμαι για τον βλάκα τον αδερφό μου που πρώτα λιποθυμά όποτε βλέπει την βελόνα να πλησιάζει το σπλάχνο του και μετά όταν συνέλθει γραπώνει τον άμοιρο παιδίατρο από το λαιμό μιας και η μικρή παίζει θέατρο και σπαράζει δίχως τέλος.» απάντησε γελώντας παρασύροντας και τον Βίκτωρ.
Ένα γέλιο που σύντομα έσβησε μιας και δύο βλέμματα ενώθηκαν, χίλιες σπίθες δημιουργήθηκαν και τα χείλη τους έσμιξαν με πρωτόγνωρη λαχτάρα πάλι και πάλι...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top