21
Πόσο διαφορετικό περιβάλλον ήταν αυτό από το κελί στις φυλακές που τον είχε γνωρίσει, σκέφτηκε καθώς το αυτοκίνητο διέσχιζε την τεράστια καγκελόπορτα με τα πιο σύγχρονα ασφαλείας που υπήρχαν. Βασικά στο κομμάτι της ασφάλειας δεν διέφερε και πολύ από το σωφρονιστικό ίδρυμα , κατέληξε κυνικά ακούγοντας την βαριά σιδερόπορτα να κλείνει πίσω τους με ένα γδούπο και μπροστά της να ανοίγεται ένα υπέροχο θέαμα μιας μοντέρνας έπαυλης. Όχι τεράστιας αλλά ούτε μικρής. Ένα δίπατο σπίτι σε λιτές μοντέρνες γραμμές την υποδεχόταν φωτισμένο.
«Πως άντεξες στο κελί όταν είχες αυτό;» ξέφυγε αυθόρμητα από τα χείλη της πριν προλάβει να συγκρατηθεί και ένοιωσε το χέρι του να σφίγγει το δικό της- το οποίο δεν είχε αφήσει καθ' όλη την διάρκεια της διαδρομής τους- και αισθάνθηκε να την παρατηρεί.
«Είχα εσένα.»
Η Δανάη αρκέστηκε στην απάντηση αυτή με γλυκιά ευχαρίστηση.
«Από το ύφος σου καταλαβαίνω ότι σου αρέσει", τον άκουσε να της λέει ενώ είχε σταθμεύσει με την Δανάη να γνέφει θετικά και κατέβηκε βοηθώντας την να κατέβει και η ίδια. Φόρτωσε την αποσκευή της στον ώμο του και πιάνοντας ξανά το χέρι της την οδήγησε προς το σπίτι του. Στο οποίο ήταν ξεκάθαρο τι θα γινόταν μέσα σε αυτό σκέφτηκε η Δανάη και τον ακολούθησε αργά αλλά σταθερά. Η αδρεναλίνη πλημμύρισε το κορμί της .
Η Δανάη ότι και να είχε δει ως τώρα δεν την είχε προετοιμαστεί για αυτό που θα αντίκριζε με το που θα πέρναγε το κατώφλι της κύριας εξώπορτας. Χλιδή, πλούτος, πολυτέλεια δίχως υπερβολές σε λιτές γραμμές. Λευκά μάρμαρα που έλαμπαν, τοίχοι σε ουδέτερους τόνους που τους κοσμούσαν πίνακες και άλλα έργα τέχνης, έπιπλα προσεχτικά τοποθετημένα στις θέσεις τους δίνοντας της την σιγουριά ότι όλα ήταν αποτέλεσμα κάποιου επαγγελματία. Κανένα προσωπικό γούστο, τίποτα παρατημένο στο χώρο ,τίποτα παράταιρο και αταίριαστο. Καμία σχέση με το δικό της σπίτι. Η Δανάη ήξερε καλά ότι αν υπάρχει κάτι που φανερώνει πολλά για το ποιοι είμαστε και τον τρόπο ζωής μας, αυτό είναι το σπίτι μας, μιας και αντανακλά την προσωπικότητά μας, ενώ ταυτόχρονα επηρεάζει σε τεράστιο βαθμό το πώς αισθανόμαστε, ανεβάζοντας ή ρίχνοντας τη διάθεση μας. Και αυτή μπροστά της είχε ένα σπίτι κενό συναισθημάτων που δεν φανέρωνε το παραμικρό για τον ιδιοκτήτη του. Εκτός και αν δεν τον ενδιέφερε ιδιαίτερα το πού ζει, σκέφτηκε η κοπέλα και τρόμαξε.
Ποιος ήταν ο Βίκτωρ πραγματικά και με τι ασχολούταν; Πώς είχε συγκεντρώσει τόσο πλούτο στα χέρια του εφόσον της είχε δηλώσει ότι ήταν γέννημα μεταναστών που απεβίωσαν όταν ήταν ακόμα μικρός , με εκείνον να μεγαλώνει στο ορφανοτροφείο; Τα νυχτερινά μαγαζιά έχουν τέτοια δύναμη; Κάτι μέσα της βροντοφώναζε όχι , ότι έστω χωρίς παρανομίες δεν καταφέρνεις να φτάσεις σε τέτοιο επίπεδο. Μέσα της αυτό το όχι την χλεύαζε και την περιγελούσε στο σημείο που γεννήθηκε η απαισιόδοξη σκέψη ότι η έλξη που ένοιωθε για εκείνον, ναι έστω αυτή η πρωτόγνωρη έλξη, ίσως την είχε κάνει να πάρει λανθασμένες αποφάσεις. Δεν ήταν τίποτα ξεκάθαρο με τον Βίκτωρ και όμως τον ακολούθησε. Τίποτα δεν ήταν διαυγή μαζί του. Όλα φάνταζαν ασαφή, περίπλοκα και δυσνόητα τούτη την στιγμή. Τι είχε κάνει; Ποιον είχε ακολουθήσει; Μα ήταν εντελώς μα εντελώς απερίσκεπτη;
«Δεν σε ξέρω καθόλου...» η διαπίστωση της ήχησε σκληρά στο μεγάλο λευκό χώρο που αντανακλούσε το φως από τις πολυάριθμες λάμπες στο ταβάνι στο μαρμάρινο δάπεδο όπου στεκόταν η ίδια γεμάτη αρνητικά συναισθήματα. Άκουσε τα βήματα του να την πλησιάζουν και σύντομα τον αισθάνθηκε καθώς την έκλεινε στην αγκαλιά του με την πλάτη της να εφάπτεται στο στέρνο του.
«Εμπιστεύσου με...»
«Αυτό κάνω και φοβάμαι ότι είναι λάθος.» απάντησε ψιθυριστά με την ανάσα της ίσα να ακούγεται.
«Τίποτα που αφορά εμάς τους δύο δεν είναι λάθος.» απάντησε το ίδιο σιγανά και εκείνος και την γύρισε προς το μέρος του. Την κοίταξε καθησυχαστικά πίσω από την μαύρο σκοτάδι των ματιών του «Σου ορκίζομαι ότι δεν έχεις τίποτα να φοβάσαι και κυρίως εμένα.»
Η Δανάη παρέμεινε ακίνητη στην αγκαλιά του. Σήκωσε τα χέρια της και έσφιξε με τις παλάμες της τα μπράτσα του λες και θα της έφευγε αλλά χρειαζόταν να σιγουρευτεί ότι ο Βίκτωρ που στεκόταν μπροστά της ήταν αληθινός και όχι αποκύημα της φαντασίας που θα χανόταν . Βυθίστηκε στο βλέμμα του. Δεν το πίστευε ότι ήταν εδώ, στο σπίτι του ,με εκείνον, ακόμα ,ούτε ότι δεν ονειρευόταν. Γνώριζε ότι δεν ήξερε τίποτα για αυτόν και ούτε τι θα έφερνε το αύριο όμως αυτή η μικρή ανησυχία διαλυόταν όποτε κοίταζε τα μάτια του, όποτε ένοιωθε τον χτύπο της καρδιάς του, όπως ήθελε να αισθανθεί τώρα , είχε ανάγκη και έγυρε το κεφάλι της στο στέρνο του με το μάγουλο της να τρίβεται στο απαλό ύφασμα του πουκαμίσου που φόραγε. Χαμογέλασε ανακουφισμένη ακούγοντας το χτύπο της καρδιάς του.
Το αύριο θα ερχόταν αύριο σκέφτηκε θολωμένη και ας ήξερε ότι αυτό ήταν παιδιάστικο. Δεν άντεχε όμως να τιθασεύει το κορμί της περισσότερο από το να διεκδικήσει εκείνον και όλες τις υποσχέσεις που το κορμί του της έταζε από το πρώτο λεπτό της γνωριμίας τους. Για λίγες μέρες θα ήταν δικός της, για λίγες μέρες θα ταξίδευε στο δικό του κόσμο , για λίγες μέρες θα αφηνόταν στα χέρια του, στην αγκαλιά του, στην ασφάλεια και προστασία που της πρόσφερε. Για λίγες μέρες θα ονειρευόταν με τα μάτια της ανοικτά. Ανασηκώθηκε στις μύτες των παπουτσιών της και χάιδεψε με τα χείλη της το πιγούνι του σε μια σιωπηλή συμφωνία. Εκείνη ήταν σύμφωνη.
«Δεν θα μπορούσα να σε φοβάμαι.»
Ο Βίκτωρ με ένα βρυχηθμό ανακούφισης κατέθεσε την συγκατάθεση του και αστραπιαία το κορμί του χαμήλωσε, τα χέρια του πέρασαν κάτω από τα γόνατα της και η Δανάη βρέθηκε στην αγκαλιά του με το στόμα του να ρουφάει το δικό της απεγνωσμένα. Ναι, όταν δεν είναι λάθος η δίψα για νερό, δεν είναι λάθος η πείνα για φαγητό, δεν είναι λάθος η ανάγκη για ύπνο ,δεν θα μπορούσε να είναι η ανάγκη της για εκείνον λάθος.
Δεν θα μπορούσε τέτοια ανάγκη να είναι λάθος.
Δίχως να πούνε κάτι άλλο, δεν χρειαζόταν κιόλας μιας και η κοινότυπη επικοινωνία των λέξεων είχαν περάσει στην ανταλλαγή των συναισθημάτων τους , μιας επικοινωνίας βαθύτερης και ουσιαστικότερης η Δανάη μεταφέρθηκε μες στην αγκαλιά του στη κρεβατοκάμαρα του.
Την ακούμπησε απαλά στο δάπεδο και ένοιωσε την κοπέλα να ανατριχιάζει. Ο Βίκτωρ την κράτησε στην αγκαλιά του με το βλέμμα του να καρφώνεται στα χέρια του που έτρεμαν ελαφριά και πήρε μια κοφτή ανάσα .Αυτό το μικροσκοπικό πλάσμα τον επηρέαζε σε τέτοιο βαθμό που ότι ήξερε για τον εαυτό του το αναιρούσε με την παρουσία της, με μια της ανάσα ή με ένα της βλέμμα. Είχε τρομάξει πριν όταν οι αμφιβολίες της την είχαν πλημμυρίσει. Είχε φοβηθεί ότι θα την έχανε, ότι η Δανάη θα έκανε μεταβολή και θα έφευγε με εκείνον να μην την αδικεί αλλά όσο και να είχε φοβηθεί ότι θα την έχανε πριν καλά καλά την αποκτήσει δεν θα έτρεχε ξοπίσω της , δεν θα προσπαθούσε να της αλλάξει γνώμη, δεν θα την πίεζε. Θα σεβόταν την απόφαση της και την επιλογή της όπως θα έπρεπε να κάνει κάθε άντρας που τιμούσε τα παντελόνια του.
Χαιρόταν που είχε μείνει. Χαιρόταν πολύ που η Δανάη που είχε να νικήσει τόσους δαίμονες είχε πάρει την απόφαση να τον ακολουθήσει. Γνώριζε πόσο δύσκολο ήταν αυτή της η απόφαση , στο κάτω κάτω ήταν ένα κορίτσι του χωριού, άσχετα ότι εκείνη την έκανε να μοιάζει πανεύκολη και ότι καμία άλλη στη θέση της δεν θα διακινδύνευε την καριέρα της, την φήμη της ακολουθώντας ένα πρώην φυλακισμένο.
Αυτό που δεν γνώριζε ο Βίκτωρ ήταν γιατί ο Θεός του έπαιζε αυτό το παιχνίδι σε αυτή την δύσκολη φάση της ζωής του που είχε μείνει ολομόναχος απέναντι σε όλους. Γιατί ειδικά τώρα που ήταν μόνος του είχε στείλει αυτόν τον άγγελο. Δεν πίστευε ότι του άξιζε μιας και δεν είχε κάνει κάτι καλό στη ζωή του ώστε να του χρωστούσε ανταμοιβή το σύμπαν αλλά θα του συμπεριφερόταν όπως άρμοζε σε ένα άγγελο : Θα τον δόξαζε.
Τράβηξε τα χέρια του και έδωσε εντολή στα δάχτυλα του να σταματήσουν να τρέμουν κάτι που δεν είχαν κάνει ούτε κατά την πρώτη του ερωτική επαφή με γυναίκα και να ξεφορτωθούν ότι κάλυπτε τα σώματα τους με το πουκάμισο της κοπέλας να αποδεικνύεται τη χειρότερη επιλογή ρούχου για την κατάσταση του μιας και τα κουμπιά ξαφνικά είχαν γίνει μικροσκοπικά και γλίστραγαν μέσα από τα τραχιά δάχτυλα του.
"Άφησε το σε εμένα."
Ο Βίκτωρ πήρε μια κοφτή ανάσα ανακουφισμένος και έριξε τα χέρια του άψυχα στο πλάι του σώματος όσο θαμπωμένος παρακολούθησε τα λεπτά της δάχτυλα να ξεκουμπώνουν το πουκάμισο της με αργές αλλά σταθερές κινήσεις αποκαλύπτοντας κάθε τόσο περισσότερο δέρμα, περισσότερη λευκή επιδερμίδα προκαλώντας του μεγαλύτερη ταραχή από αυτήν που ήδη είχε. Πως λίγη σάρκα τον έκανε να νοιώθει τόσο...παιδί λες και όλη του η εμπειρία είχε ξαφνικά σβηστεί τραβώντας μια κόκκινη γραμμή; Πως λίγη επιδερμίδα κατάφερνε να κάνει το μυαλό του να έχει χαθεί και στη θέση του να υπάρχει ένα κενό;
"Απίστευτο", γρύλισε την στιγμή που το ύφασμα του ρούχου γλίστραγε και έπεφτε στα πόδια τους έχοντας του προσφέρει το πιο υπέροχο θέαμα που θα μπορούσε να δει στη ζωή του με το δεξί του χέρι να απλώνεται και να αγγίζει το στήθος της Δανάης πάνω από τον στηθόδεσμο της. Έσυρε αργά τα δάχτυλα του απαλά στην λευκή δαντέλα με τα κεντημένα σχέδια που δεν θα μπορούσε να είχε δείξει περισσότερο ερωτική από ότι αυτή την στιγμή , στην συγκεκριμένη κοπέλα. Ήταν ένα τέλειο δείγμα στήθους κατέληξε και βόγκηξε καθώς ήδη κατέβαζε τις τιράντες της με την ευχή να μην σταμάταγε αυτή την στιγμή η καρδιά του που την ένοιωθε έτοιμη να ξεκολλήσει από την θέση της. Πήρε μια βαθιά ανάσα και άφησε με μια τρεμάμενη κίνηση τον αέρα να βγει από τα πνευμόνια του όσο κατάφερνε να αποκαλύψει τα δύο στήθη της.
"Υπέροχα", του ξέφυγε λες και μονολογούσε πιωμένος και δίχως περιττές αναβολές έσκυψε και έσπρωξε απαλά την κοπέλα προς το κρεβάτι ώστε να την ξαπλώσει και εκείνος να μπορέσει να τα γευτεί και να τα τιμήσει όπως τους άξιζε. Μόλις η Δανάη βρέθηκε στο πάπλωμα πάνω τον κυρίευσε απότομα το συναίσθημα της κυριαρχίας. Ήταν μοναδικά δική του ήταν η τελευταία εγωιστική μεν αλλά νηφάλια δε σκέψη του πριν καλύψει το σώμα της και βυθιστεί στο πιο γλυκό και ευπρόσδεκτο μεθύσι της ζωής του.
Η Δανάη βόγκηξε έχοντας παραδώσει το κάθε κομμάτι του σώματος της, κάθε εκατοστό του κορμιού της στον άντρα που κάλυπτε ελαφριά το κορμί της έχοντας στηρίξει το δικό του σώμα πάνω στο ένα του χέρι και είχε ανάμεσα στα δυο του χείλη την κορυφή του ενός από τα στήθη της δίχως να δείχνει κάποια προτίμηση μιας και ενάλλασσε τη θέση του σε τακτά χρονικά διαστήματα. Με την ανάγκη της να γιγαντώνεται ,μακάρισε που η αναπνοή είναι μια ακούσια διαδικασία αλλιώς θα ξέχναγε να ανασάνει και θα πέθανε από ασφυξία σκέφτηκε νοιώθοντας την θερμοκρασία της συνεχώς να ανεβαίνει και εκείνη να αρχίζει να ιδρώνει. Ανυπόμονη λύγισε τα πόδια της τα τύλιξε στα δικά του, σήκωσε τα χέρια της και με όσο γινόταν πιο σταθερές κινήσεις βάλθηκε να ξεκουμπώνει αυτή τη φορά τα κουμπιά του πουκάμισου του Βίκτωρ ο οποίος ακινητοποίησε το χέρι της στο δεύτερο κουμπί κοιτώντας την σκληρά.
"Αν το προχωρήσεις τόσο σύντομα ,θα είμαι γρήγορος. Δεν θα αντέξω να συγκρατηθώ."
"Τόσο το καλύτερο", ήταν η απόλυτη και κοφτή απάντηση της Δανάης που τον κοίταξε με τον ίδιο τρόπο. Ο Βίκτωρ γρύλισε κάτι ακατάληπτο στην ίδια ξένη γλώσσα που είχε ξαναχρησιμοποιήσει όσο εκείνη ικανοποιημένη επέστρεψε σε ότι είχε βάλει σκοπό να κάνει. Να νοιώσει το σώμα του πάνω στο δικό της.
Κουμπί με κουμπί ένα υπέροχο δείγμα αντρικής αρρενωπότητας ξετυλιγόταν μπροστά στα μάτια της και όσο εκείνη συνέχιζε το έργο της και απολάμβανε το θέαμα τόσο ο Βίκτωρ ξεφορτωνόταν τα υπόλοιπα ρούχα ανάμεσα τους κάνοντας πράξη την απειλή του. Δεν άντεχε περισσότερο της είχε πει εκτοξεύοντας την γυναικεία της φιλαρέσκεια στα ύψη. Όταν έφτασε η στιγμή τα τελευταία εμπόδια ανάμεσα τους να φύγουν και τράβηξε με μια κίνηση το παντελόνι με το εσώρουχο της άκουσε την ανάσα του να αλλάζει και διασταύρωσε το σκοτεινό της βλέμμα με το δικό του το οποίο συναγωνιζόταν στα ίσα εκείνη την στιγμή. Σκοτάδι πάνω σε σκοτάδι και φλόγα πάνω σε φλόγα, τέλεια αντίγραφα ο ένας του άλλου. Κανένας κυρίαρχος κανένας κυριαρχημένος.
«Τέλειος...» ψέλλισε κοιτώντας το σημείο του σώματος του που έδειχνε περισσότερο δραστήριο με την άκρη του να γυαλίζει που άθελα της σύγκρινε με αυτό του Κώστα. Δεν υπήρχε κανένα μέτρο σύγκρισης κατέληξε εκνευρισμένη κλοτσώντας σχεδόν βίαια την θύμηση του πρώην της, με την θερμοκρασία της να σκαρφαλώνει στα ύψη, το κορμί της να ριγεί και να νοιώθει τα σεντόνια στην πλάτη της να κολλάνε πάνω στην υγρασία του κορμιού της. Δεν θα ήταν μόνο εκείνος βιαστικός την πρώτη τους φορά.
«Δείχνεις ικανοποιημένη», απάντησε με τα χείλη του να ξεκινάνε να φιλάνε κάθε σπιθαμή της επιδερμίδας του λαιμού της με την Δανάη να δαγκώνει την γλώσσα της προσπαθώντας να καταφέρει να μην ξεστομίσει κάποια βρισιά. Αυτή δεν είχε το αβαντάζ της ξένης γλώσσας όπως εκείνος σκέφτηκε απελπισμένη μιας και ένοιωθε την ανάγκη να βρίσει έχοντας γίνει ολοένα και πιο ανυπόμονη, πιο μούσκεμα και πιο δραστήρια μιας και δεν σταμάταγε να κινείται . Τον χρειαζόταν μέσα της γαμώτο!
"Πες το", γρύλισε εκείνος έχοντας και ο ίδιος χάσει την ψυχραιμία και τον έλεγχο του εαυτού του " Πες το και θα γίνει" γρύλισε ανυπόμονα σχεδόν διατάζοντας την με την κοπέλα να καρφώνει το πυρακτωμένο βλέμμα της στο δικό του. Η ανάγκη της για εκείνον είχε σπάσει το όριο της αντοχής της. Τον χρειάζονταν. Τώρα. Τον ποθούσε. Από την πρώτη στιγμή. Τόσο σύντομα. Δίχως περιττά προκαταρτικά μιας και στο σμίξιμο τους θα όριζαν εκείνοι την σειρά των γεγονότων και εκείνη την στιγμή υπήρχε μόνο ένα που ζήταγαν και απαιτούσαν διακαώς.
"Μπες μέσα μου», διέταξε με μια κοφτή σιγανή ανάσα η Δανάη που έφερε το βάρος όμως όλης της έντασης που αισθανόταν και πριν βρεθεί να παρακαλεί ή να ικετεύει η υγρή άκρη του Βίκτωρ άγγιζε τον πυρήνα της θηλυκότητας της. Η Δανάη βόγκηξε γραπώνοντας το ύφασμα του κρεβατιού στις γροθιές της και δημιουργώντας ένα τόξο με το κορμί της προσφέροντας του κάθε δυνατή ευκολία με εκείνον να γλιστράει μέσα στο ρυάκι της λάβας που είχε δημιουργηθεί.
Η Δανάη βόγκηξε , έβρισε και κλαψούρισε μιας και ανακούφιση ταυτόχρονα με απελπισία δεν είχε νοιώσει ποτέ της και όμως καλά έλεγαν ότι για όλα υπήρχε η πρώτη φορά σκέφτηκε ενώ ένοιωθε την ανάγκη να ουρλιάξει, να τον παρακαλέσει να βιαστεί αντί να προσπαθεί να βολέψει το μέγεθος του μέσα της δίχως να της προκαλέσει δυσφορία ή την πονέσει . Κάθε έλεγχος από την δική της μεριά έστω είχε χαθεί. Λύγισε τα πόδια της και τα πέρασε γύρω από την μέση του.
"Μπορείς να με πηδήξεις όπως ένας άντρας μόνο μπορεί;!" ικέτευσε με ένταση το παράπονο της με τα χέρια της να χαϊδεύουν το σκληρό κορμί του που έκανε προσπάθεια να συγκρατηθεί. Τα μάτια της υγρά έσταζαν ικεσία. Δεν το είχε μόνο εκείνη τόσο μεγάλη ανάγκη. Ήταν και οι δυο τους σε αυτή τη παρτίδα χαμένοι από χέρι και συγχρόνως κερδισμένοι.
"Αν σε πονέσω θέλω να..." Η Δανάη κάλυψε με την βίαια το στόμα του διακόπτοντας τον
"Δώσε μου αυτό που έχεις." γρύλισε απόλυτη όταν το χέρι του την γράπωσε από τον αυχένα και κόλλησε το κορμί της πάνω του φέρνοντας την στύση του όσο πιο βαθιά γινόταν με τα μάτια της Δανάης να δακρύζουν.
"Αυτό ακριβώς." ψέλλισε η κοπέλα πριν δαγκώσει το κάτω χείλος του και κλείσει τα μάτια της αναστενάζοντας. Ο Βίκτωρ τραβήχτηκε ξανά με εκείνη να αφήνει ένα ήχο σαν κλαψούρισμα ο οποίος πνίγηκε στο λαιμό της όταν εκείνος την κάρφωσε ξανά με δύναμη. Η Δανάη αυτό λαχταρούσε. Χώρισε τα χείλη της από την ανάγκη της να πάρει μια βαθιά ανάσα και δέχτηκε το σκληρό φιλί του.
"Πάλι." μουρμούρισε μες στο στόμα του και χάιδεψε με την γλώσσα της το περίγραμμα των χειλιών του που είχαν κυρτώσει προς τα πάνω. Το κάθαρμα χαμογελούσε και όμως της έδινε ότι εκείνη λαχταρούσε. Πάλι , πάλι και πάλι...δίχως να σταματά...δίχως στιγμή να κλείνει τα μάτια του. Θα την έβλεπε να τελειώνει και μετά θα αφηνόταν και αυτός με τη σειρά του.
Το κορμί της έβραζε, δεν θα αργούσε να διαλυθεί. Να διαλυθεί για να γίνει ξανά από την αρχή μόνο που αυτή τη φορά δεν θα ήταν πια η ίδια. Η φωνή της που απαιτούσε ήδη είχε αλλάξει χροιά. Ήδη ζεμάταγε όποτε την άγγιζε. Ο Βίκτωρ μέσα σε όλα , ένοιωσε αγωνία. Ήθελε να είναι ο πρώτος που θα την έφτανε σε τέτοια ύψη.
"Εγωιστικό κάθαρμα".
Χαμογελώντας την τράβηξε άλλη μια φορά πάνω του καρφώνοντας την δυνατά και κάνοντας την να κραυγάσει. Θα την γαμούσε δίχως καμία επιείκεια. Θα την πηδούσε ανελέητα. Θα την έκανε να τον θυμάται για πάντα. Και στις δικές του σκέψεις κατάλαβε ότι έχανε και ο ίδιος τον έλεγχο. Οι ωθήσεις του επαναλήφθηκαν με μανία και οι ανάσες της τον τύλιξαν. Ο κόλπος της έσφιξε γύρω από την στύση του και είδε μαύρα σημάδια. Έκλεισε τα μάτια του στιγμιαία για να τα ξανανοίξει με πείσμα. Δεν ήθελε να χάσει την εικόνα της όταν θα εκτιναζόταν. Αλλά δεν υπολόγισε σωστά... στην επόμενη βίαιη ώθηση του δεν αφουγκράστηκε το κορμί του και την στιγμή που η Δανάη ξεκίναγε να σπάει σε κομμάτια, όταν ο πρώτος της σπασμός τύλιξε με δύναμη το μόριο του τον παρέσυρε διαλύοντας τον. Ίδια ηδονή. Όμοια λαχτάρα. Συγχρονισμός στην εκτίναξη. Κοινή πορεία. Τέλειο αποτέλεσμα.
Ώρα μηδέν αλλά και αφετηρία.
Η Δανάη έφερε το χέρι στο ιδρωμένο στήθος της με τους χτύπους της καρδιάς της να μην λένε να κοπάσουν. Αν σταμάταγε η καρδιά της εκείνη τη στιγμή και πέθαινε δεν την ένοιαζε πως θα δικαιολογούσαν το χαμόγελο της οι οικείοι της. Επιτέλους είχε ένα αληθινό οργασμό που δεν είχε προκληθεί από ένα άψυχο μηχάνημα με μπαταρίες. Και ήταν ανεπανάληπτος. Νοιώθοντας το κορμί του Βίκτωρ να χαλαρώνει άνοιξε τα μάτια της αναζητώντας το πρόσωπο του. Τα μάτια του την κοίταζαν με έκπληξη δίχως να μπορεί να καταλάβει η κοπέλα τι ήταν αυτό που τον είχε εκπλήξει. Τον κοίταξε και χαμογέλασε πονηρά. Ήταν νωρίς να ζητήσει άλλο ένα γύρο;
Ο Βίκτωρ την κοίταξε δηκτικά αλλά χαμογέλασε. Αν και βασιλιάς θα ικανοποιούσε κάθε απαίτηση αυτής την μικρής κοπέλας που είχε καταφέρει πρώτη φορά το μυαλό του να μοιάζει με κούφιο πηγάδι. Χάιδεψέ με τον αντίχειρα του τα χείλη της ενώ γεύτηκε την χάλκινη γεύση του αίματος στα δικά του δίχως να γνωρίζει με βεβαιότητα αν μόνος του τα δάγκωσε ή του το είχε προκαλέσει η Δανάη.
"Πάλι;" ρώτησε ρητορικά για να δει τα μάγουλα της να ροδίζουν περισσότερο και να εισπράξει το γέλιο της
"Πάλι" ,ήταν η αναμενόμενη και άκρως ικανοποιητική απάντηση της με εκείνον να χαμογελάει και να τραβιέται.
"Δώσε μου ένα λεπτό." είπε σιγανά και σηκώθηκε με κατέυθυνση του μπάνιο προσφέροντας στην Δανάη ένα υπέροχο θέαμα του κορμιού του και την σκέψη ότι αυτά τα φτερά στην πλάτη του θα τα φιλούσε σπιθαμή για σπιθαμή. Γέλασε σιγανά ενώ έκρυβε το πρόσωπο της στο μαξιλάρι ξαφνιασμένη που δεν ένοιωθε σταλιά ντροπής αλλά ήδη έπλαθε εικόνες με τους δύο τους στις πιο κρυφές της φαντασιώσεις. Ευχαριστημένη έσβησε το χαμόγελο από τα χείλη της. Σιγά μην ντρεπόταν. Εκείνη είχε έρθει να διεκδικήσει.
Ο Βίκτωρ χρειαζόταν να ρίξει λίγο δροσερό νερό στο πρόσωπο του μετά από όλο αυτό. Είχε διαλυθεί μαζί της και είχε ίσως τον πιο δυνατό ξέσπασμα που είχε ποτέ στην ερωτική ζωή του. Είχε τρομάξει ότι θα την πόναγε και αντιθέτως εκείνος ήταν που ένοιωθε στραγγισμένος. Είχε φτάσει στο σημείο να μην πάρει καμία προφύλαξη αλλά με την Δανάη ενεργή σεξουαλικά μέχρι πριν λίγο καιρό και γιατρό ήταν σίγουρος ότι στο θέμα της αντισύλληψης αλλά και των μεταδιδόμενων σεξουαλικών νοσημάτων ήταν καλυμμένος. Γέμισε την χούφτα του ξανά νερό και το έριξε στο πρόσωπο του πριν πιάσει την πετσέτα και σκουπιστεί βιαστικά και κοίταξε το είδωλο του στον καθρέπτη ξαφνιασμένος. Αυτή η μικρή κοπέλα ήταν πολύ επικίνδυνη.
"Πέρασε το ένα λεπτό."
Ο Βίκτωρ ξαφνιασμένος πήρε μια κοφτή ανάσα κοιτώντας τα χέρια της που τον αγκάλιασαν από πίσω και γρύλισε όταν το ένα από αυτά χαμήλωσε ξεδιάντροπα και τύλιξε το μόριο του στη χούφτα της χωρίς καμία συστολή. Το γιατρουδάκι του ήταν αχόρταγο και εκείνος βλάκας για όλες τις ανήσυχες σκέψεις που είχε κάνει για το λεπτεπίλεπτο πλασματάκι που είχε αφήσει πίσω στην Κρήτη σκέφτηκε και γρύλισε καθώς το χέρι της Δανάης γλίστρησε κατά μήκος του κάνοντας όποια χαλάρωση υπήρξε να χαθεί και να σκληρύνει κατευθείαν.
"Μετρούσες;" ρώτησε με μια κοφτή ανάσα νοιώθοντας τα χείλη της να ακολουθούν το σχέδιο που υπήρχε στην πλάτη του και για ελάχιστα τα χείλη της έμειναν στάσιμα νοιώθοντας τα να χαμογελούν.
"Κάθε δευτερόλεπτο του λεπτού που ζήτησες." άκουσε την βραχνή φωνή της σημάδι της κατάστασης της και θα χαμογέλαγε αν δεν ένοιωθε την ίδια αναστάτωση με εκείνη. Ανάθεμα αλλά την ήθελε ξανά και η σκέψη ότι δεν θα την χόρταινε ποτέ έπαιξε στο μυαλό του σε πινακίδα νέον.
Με μια κίνηση άρπαξε το σβέρκο της και την τράβηξε μπροστά του για να έχει γυμνό το πιο αθώο και πιο ερωτικό ταυτόχρονα πλάσμα να τον κοιτάζει με τα πανέξυπνα μάτια του γεμάτα σπίθες και δίχως να έχει απομακρύνει το χέρι του από το σβέρκο της την πίεσε προς τα κάτω και εκείνη πιάνοντας το νόημα χαμογέλασε πονηρά και δάγκωσε τα χείλη της.
Τα βλέμματα τους στάθηκαν καρφωμένα του ενός στον άλλο όσο η Δανάη αφού φίλησε την άκρη του μορίου του και έσυρε την γλώσσα της σε όλο του το μήκος δίχως προειδοποίηση το τράβηξε στο στόμα της προκαλώντας του ηλεκτρική εκκένωση με τον Βίκτωρ να απλώνει το ελεύθερο χέρι του και να γραπώνει το νιπτήρα ώστε να στηριχτεί. Η μικρή θα τον πέθαινε. Αυτή θα ήταν το τέλος του σκέφτηκε με τον ιδρώτα να ξεκινάει να νοτίζει το μέτωπο του και το βλέμμα του να μην αποχωρίζεται το πιο ωραίο θέαμα που είχε δει ως τώρα. Ένα θέαμα τόσο μοναδικό που ορκίστηκε ότι δεν θα ανοιγόκλεινε τα μάτια του ούτε μια φορά μη τυχόν και δεν καταφέρει να αποτυπώσει την έκταση του μεγαλείου του της εικόνας της στο πίνακα του νου του.
Ένας άγγελος γονατισμένος με το πούτσο του στο στόμα.
"Χαϊδέψου" ,στην διαταγή του η Δανάη χρειάστηκε λιγότερο από πέντε δευτερόλεπτα για να χαμηλώσει το ένα της χέρι και να το φέρει στην περιοχή που είχε συγκεντρωθεί όλο το αίμα του σώματος της. Έτρεμε. Ένοιωθε τα πόδια της να τρέμουν και ευτυχώς που ήταν γονατισμένη αλλιώς ήταν σίγουρη ότι θα είχε σωριαστεί. Έτρεμε από ηδονή και λαχτάρα , από απόλαυση ενώ γλίστραγε το δάκτυλο της μέσα της. Το βογκητό της πνίγηκε στο στόμα και επανέλαβε την κίνηση ενώ συγχρόνιζε το στόμα της με το χέρι της.
Είχε πάει και τον είχε βρει στο μπάνιο με αυτό ακριβώς το σκοπό και καθόλου δεν την είχε ενοχλήσει, ούτε στο ελάχιστο που ο Βίκτωρ την είχε αναγκάσει να γονατίσει και εκείνος ως κυρίαρχος στεκόταν όρθιος και απολάμβανε το θέαμα της ως υποταγμένη. Τον εμπιστευόταν και του το είχε επιτρέψει γνωρίζοντας ότι θα την οδηγούσε σε τέτοιο σημείο απόλαυσης που δεν φανταζόταν καν. Και όμως δεν το είχε φανταστεί καν αυτό που αισθανόταν κατέληξε με το δάχτυλο της να παραμένει μέσα της ακίνητο. Ήταν εντελώς μούσκεμα. Ήταν τόσο πολύ αυτό που ένοιωθε που για μια στιγμή είχαν όλα μαυρίσει γύρω της. Έκλεισε τα μάτια της και τα άνοιξε ξανά. Ήταν τόσο κοντά στον οργασμό που ήξερε ότι με μια κίνηση της ακόμα θα γινόταν κομμάτια εκεί μπροστά στα πόδια του και αυτό δεν την πείραζε καθόλου. Αντιθέτως...ήθελε να του χαρίσει αυτή την εικόνα της.
Κάρφωσε το βλέμμα της στο αρπαχτικό βλέμμα το δικό του και έδωσε την χαριστική κίνηση σέρνοντας το δάχτυλο της προς τα πάνω και φτάνοντας στο μικρό εξόγκωμα που λαχτάραγε για εκτόνωση ξεκίνησε να το κυκλώνει βασανιστικά αργά. Αισθάνθηκε τον πρώτο σπασμό να συνταράσει το κορμί της και την στιγμή που απελευθέρωνε από τα χείλη της το μόριο του, ο Βίκτωρ γράπωσε τα μαλλιά της εμποδίζοντας την να σκύψει το κεφάλι και στάθηκε ακίνητη εκεί χαμηλά στα πόδια του γονατισμένη, όσο ο οργασμός της κορυφωνόταν και οι σπασμοί την χτύπαγαν σαν κύματα. Με τα μάτια της θολά από την απόλαυση να προσπαθούν να μην χάσουν το βλέμμα του Βίκτωρ που δεν μπορούσε σε αυτή τη φάση που βρισκόταν να το αποκωδικοποιήσει.
Πριν καταφέρει να πάρει μια ανάσα και τη καρδιά της ακόμα να χτυπάει τρελά, με τον οργασμό που είχε ζήσει να φέρει ακόμα στις φλέβες της τα σημάδια του, ένοιωσε το έδαφος να χάνεται κάτω από τα πόδια της και εκείνη βρέθηκε στην αγκαλιά του. Ή σχεδόν μέσα σε αυτή.
Με τα πόδια της να τυλίγονται ενστικτωδώς γύρω από τη μέση του αισθάνθηκε τη δροσερή επιφάνεια του μάρμαρου στη πλάτη της και την καυτή ανάσα του Βίκτωρ στο πρόσωπο της.
"Πάλι", ήταν η μόνη λέξη που ξέφυγε από τα χείλη του που την έβρισκαν ξεδιάντροπα σύμφωνη και ενώ τα χείλη του εφορμούσαν στα δικά της ότι είχε στο στόμα της μέχρι πριν λίγη ώρα βρέθηκε μέσα της με μια κίνηση που την έκανε να βογκήξει βαθιά. Θα τρελαινόταν. Αυτός ο άντρας θα ήταν το τέλος της.
Δεν πίστευε ότι θα μπορούσε να φτάσει σε σημείο οργασμού ξανά έπειτα από τόσο λίγη ώρα αλλά η σκέψη της έσβησε σαν αστέρι που έκανε βουτιά στο κενό στην επόμενη δυνατή ώθηση του Βίκτωρ. Μες στη ζάλη της ηδονής που έσβηνε και της επόμενης που ερχόταν κατάφερε μόνο να δέσει τα χέρια της γύρω από το σβέρκο του όσο η γλώσσα του έπαιζε με την δική της. Ήταν απελπιστικά μούσκεμα και έτοιμη ξανά και ένα ρίγος διέτρεξε την ραχοκοκαλιά της με την ενέργεια του να συγκεντρώνεται και αυτή στο μοναδικό σημείο στο κορμί της που ήταν πρωταγωνιστής εκείνη την στιγμή.
Ένοιωσε να κυλάει, να λιώνει για να ξαναγίνει από την αρχή με μια γλύκα που έρεε προς όλες τις κατευθύνσεις να γεμίζει κάθε ίντσα του κορμιού της. Αισθάνθηκε πόσο ξεδιάντροπα μούσκεμα είχε γίνει και αισθάνθηκε την ανάσα του να αλλάζει. Το φιλί του να σβήνει και την δύναμη του κορμιού του να μετατρέπεται σε ενέργεια. Δυο σώματα χωρίς ύλη , καθάριο φως αναγέννησης, δύο ψυχές που ενώθηκαν σε χώρο και σε χρόνο, ίδια ένταση, ίδια ενέργεια.
Η Δανάη με το κορμί της παραδομένο πάνω σε αυτό του Βίκτωρ έσφιξε τα χέρια της γύρω του και έκλεισε τα μάτια της στη γλυκιά αποχαύνωση που της χάρισε η τρίτη της ολοκλήρωση. Ήταν σίγουρη ότι τέτοιο δεν θα μπορούσε να είναι λάθος.
Ο Βίκτωρ έκλεισε τα βλέφαρα του και κατάπιε δίνοντας χρόνο στο σώμα του να επιστρέψει στο φυσιολογικό όσο κράταγε ακόμα την Δανάη στην αγκαλιά του. Ακούσια έγυρε το μέτωπο του και το ακούμπησε στο δικό της. Το αίσθημα ότι κάτι άλλαζε μέσα του έγινε αισθητό προκαλώντας του αναστάτωση και βεβαιώνοντας τον ότι το πλάσμα που κράταγε στα χέρια του δεν ήταν όσο αθώο έδειχνε και σε καμία περίπτωση δεν ήταν άγγελος. Δαίμονας ίσως...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top