18

 «Σου έφερα φαγητό.»

Η φωνή του πατέρα της ξάφνιασε τις σκέψεις της που σαν τραπουλόχαρτα διασκορπίστηκαν παντού τρομαγμένες και έμεινε να κοιτάζει τον αγαπημένο, τεράστιο αρκούδο της να στέκεται στην πόρτα του ιατρείου και να την κοιτάζει με το τόσο οικείο βλέμμα του. Του χαμογέλασε δίνοντας του το ελεύθερο να κινηθεί, να μπει στο μικρό φωτεινό δωμάτιο ώστε να αφήσει την χάρτινη σακούλα που κράταγε σε μια άκρη στην επιφάνεια εργασίας της.

«Πως και δεν ήρθε να με σύρει από το αυτί πίσω στο κρεβάτι μου μόνο μου έδωσε άφεση αμαρτιών και μου έστειλε επιπλέον και πρωινό;» ρώτησε  με ένα ένοχο χαμόγελο για να εισπράξει το καταφατικό γνέψιμο του.

«Η μάνα σου έχει καταλάβει ότι δεν είσαι πια μωρό αλλά ενήλικη που ξέρει τι κάνει. Σου έχει εμπιστοσύνη για τις επιλογές σου και από την στιγμή που ένοιωσες ικανή να γυρίσεις στη δουλειά δεν έχει κάποιο λόγο να σου εναντιωθεί. »

«Αλήθεια τώρα; Αυτό μόνο;» ρώτησε παιχνιδιάρικα , περισσότερο ρητορικά μιας και γνώριζε πολύ καλά τι είχε προηγηθεί και ότι η μητέρα της σαφέστατα είχε αντιρρήσεις αλλά εκείνος θα είχε μπει μπροστά πάλι και θα την είχε σώσει  μιας και δεν ήταν η μοναδική φορά, και του έδειξε με το χέρι της την καρέκλα απέναντι από το γραφείο της να καθίσει, κάτι που έκανε αμέσως αναστενάζοντας δυνατά. Όλα δυνατά και έντονα. Πως αλλιώς θα συμπεριφερόταν μια αρκούδα;

«Δανάη την ξέρεις την μητέρα σου όπως και εγώ. Χρειάζεται χρόνο σε όλα για να τα δεχτεί και να τα χωνέψει και μέχρι να γίνει αυτό πρέπει να δείχνουμε υπομονή. Αλλά μάλλον στο σημερινό ότι της ξέφυγες , βοήθησε το ότι την πήρε τηλέφωνο ο Σωτήρης και της είπε ότι η μικρή ναι μεν ανάρρωσε σαν εμάς σε ικανοποιητικό βαθμό αλλά με αυτόν και την Λίλιαν να έχουν κρεβατωθεί. Άρα την άφησα να μας μαγειρέψει και με εντολή της  θα γυρίσω να την πάω στο Ηράκλειο να βοηθήσει τα παιδιά, να κρατήσει την μικρή και να τους μαγειρέψει. Και στην ερώτηση μου γιατί δεν ανησυχεί μήπως κολλήσει, μου απάντησε ότι αφού δεν κόλλησε από εμάς τα γαϊδούρια που δεν την ακούμε, δεν θα πάθει τίποτα.  » αναφώνησε αγανακτισμένος ο Μανώλης με το πρόσωπο του ολόκληρο ένα πίνακα συναισθημάτων. Η Δανάη γέλασε αυθόρμητα. 

«Ακριβώς. Για γέλια είμαστε μικρό μου.» υπερθεμάτισε και συνέχισε «Την φαντάζεσαι να κρυώσει την γκρίνια που θα υποστούμε; Άσε που δεν έχει γερή κράση. Αν η Καλλιόπη πέσει κάτω, πέφτει και δεν σηκώνεται. Τι θα γίνω εγώ χωρίς το γυναικάκι μου να με τυραννάει όλη μέρα μου λες;  » συνέχισε μουτρωμένος.

«Μπαμπά είσαι ερωτευμένος υπερβολικά με την μαμά.»

«Ναι είμαι. Ντροπή είναι να είσαι ερωτευμένος με την γυναίκα σου;  Και εκείνη είναι και ας με μαλώνει όλη μέρα. Ξέρεις τι θα ήθελα πραγματικά; Να την πάρω να φύγουμε ένα ταξίδι οι δύο μας.  Αλλά έχει κολλήσει το μυαλό της στην παιδική σας ηλικία όπως φαντάζομαι σε όλες τις μανάδες  και δεν συνειδητοποιεί ότι είστε πλέον ενήλικες. Λες και στα μάτια της έχει αποτυπωθεί η βρεφική εικόνα σας με μπεμπιλίνα και δεν μπορεί να περάσει στο μυαλό της η σημερινή  που είστε δύο μέτρα γαϊδούρια, με το συμπάθιο κιόλας Δανάη μου. Εσύ που είσαι σπουδασμένη δεν ξέρεις κανένα φάρμακο να της δώσω; Ένα γιατρικό που θα καθαρίσει το βλέμμα της και να δει την πραγματικότητα;»

«Για ποιο λόγο; Για να σταματήσει να μαγειρεύει; Δεν νομίζω ότι με συμφέρει αυτό μπαμπά αλλά και πάλι δεν υπάρχει.»

«Εμ βέβαια όλοι οι επιστήμονες που τα ανακαλύπτουν τα φάρμακα έχουν μια μάνα από πίσω τους και τους φροντίζει. Που να χάσουν την βολή τους. Δεν τους συμφέρει.» κατέληξε κοιτώντας την αυστηρά. Δήθεν αυστηρά. 

«Πως γίνεται να παραμένεις μετά από χρόνια τόσο ερωτευμένος με την γυναίκα σου μπαμπά;» ρώτησε αυθόρμητα και τον είδε να αναστενάζει, να φουσκώνει το στήθος του και να αδειάζει.

«Δεν ξέρω ρε μικρό να σου απαντήσω. Τύχη  είναι; Ευλογία είναι; Δεν ξέρω...απλά εύχομαι λίγο από αυτό να πάρουν και τα παιδιά μου και να είναι τυχερά σε αυτό το τομέα.» μονολόγησε και ανασήκωσε τους ώμους του παρατηρώντας την κόρη του.

«Αλήθεια μιας και μιλήσαμε για έρωτες, εσύ ερωτευμένη είσαι; Ξέρεις πόση ώρα έστεκα στη  πόρτα και σε παρακολουθούσα; Το μυαλό σου ήταν αλλού. Και όχι μόνο σήμερα αλλά εδώ και κάτι λίγες μέρες νοιώθω σαν κάτι να έχει αλλάξει. Λοιπόν;»

Η ερώτηση του την έπιασε απροετοίμαστη και η έκπληξη της ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο της. Όπως και η ενοχή της που έκανε τον πατέρα της να ξεσπάσει σε γέλια κάνοντας την να κοκκινήσει περισσότερο.

«Αν είναι ποτέ δυνατόν ρε μπαμπά....αυτές δεν είναι ερωτήσεις που μπορεί να κάνει ένας πατέρας στην κόρη του...» γκρίνιαξε η Δανάη άβολα ενώ μετακινήθηκε αμήχανα στην καρέκλα της.

«Νομίζω ότι από την στιγμή που ο δόλιος ο πατέρας την πληρώνει την νύφη και μπαίνει μπροστά  και σε σώζει κάθε φορά, πιστεύω ότι έχει το δικαίωμα της ερώτησης.» απάντησε  κάνοντας να τον κοιτάξει με ανασηκωμένο φρύδι κάτι που δεν τον πτόησε καθόλου μιας και συνέχισε « Μην απαντήσεις και η ενοχή σου έχει ζωγραφιστεί σε όλο το πρόσωπο σου. Απάντησε μου μόνο σε κάτι.» είπε και η Δανάη έδωσε την συγκατάθεση της κοιτώντας τον βουβή.

«Με τον Κώστα είσαι ερωτευμένη;»

Η Δανάη βόγκηξε απελπισμένη. Την οικειότητα και τον παράξενο δεσμό που του ένωνε τόσα χρόνια τον πλήρωνε αυτή τη στιγμή επιτρέποντας του να ρωτήσει τόσο προσωπικές ερωτήσεις, σκέφτηκε απελπισμένη. Και πως να πει ψέματα στον αρκούδο της; Δεν το είχε κάνει ποτέ, δεν πίστευε ότι μπορούσε να πει ψέματα δίχως να την τσακώσει και να χάσουν την εμπιστοσύνη που τους ένωνε. Μα και από την άλλη πως να το αρνιόταν αυτό που ένοιωθε; Ήταν σαν να ομολογούσε ότι ήταν ερωτευμένη με κάποιον άλλο. Και ήταν ερωτευμένη με τον Βίκτωρ; Είχαν φτάσει σε τέτοιο στάδιο τα συναισθήματα της; Έρωτας λοιπόν; Που την έκαιγε και την ζεμάταγε από την στιγμή που άνοιγε τα βλέφαρα της αλλά και μέχρι την στιγμή που τα έκλεινε αλλά και καθ' όλη την διάρκεια του ύπνου της μιας και εκείνος πρωταγωνιστούσε τα όνειρα της; 'Έρωτας ήταν και ο πόνος της απώλειας του ακόμα την έκαιγε σαν καρφί πυρακτωμένο; Ήταν έρωτας μάλλον. Το είχε καταλάβει μέχρι και ο πατέρας της και εκείνη έπρεπε να φύγει ο Βίκτωρ για να το καταλάβει. Σαν γιατρός ήταν καλή αλλά σαν γυναίκα...Βόγκηξε μια δεύτερη φορά και έριξε το κεφάλι της στο γραφείο της πάνω.

«Πω..πω...δράμα βρε μικρό....ένα ναι ή ένα όχι ήθελα μόνο.» σχολίασε παιχνιδιάρικα ο πατέρας της απολαμβάνοντας την αντίδραση της και συνέχισε. «Ποιος είναι ο λεγάμενος που έκανε την καρδιά της κόρης μου να χτυπήσει άτακτα επιτέλους;»

Η Δανάη ανασήκωσε το κεφάλι της κατάπληκτη για να δει τον πατέρα της να γελάει.

«Τόσο προφανές είναι ότι δεν είναι ο Κώστας;»

«Προφανές και ανακουφιστικό θα πρόσθετα μωρό μου που δεν είσαι ερωτευμένη με τον νεροκολοκύθα τον Κώστα. Αν ήσουν μαζί του θα ήσουν από την αρχή της σχέσης σας και όχι ξαφνικά μια μέρα.  Έχω ακούσει για επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος αλλά για επιφοίτηση έρωτα δεν έχω ξανακούσει.» συμπλήρωσε ο πατέρας της κάνοντας την να ξαφνιαστεί περισσότερο.

«Σταμάτα να με κοιτάς έτσι. Μου θυμίζεις τους χάνους, τα ψάρια που όταν τα τραβάς από το νερό ανοίγουν τα μάτια τους λες και θα πεταχτούν έξω από τις κόγχες τους.» δήλωσε γελώντας ο Μανώλης και η Δανάη απελπισμένη έφερε το χέρι της στο μέτωπο και έτριψε με την παλάμη της την επιφάνεια του. Θα αποτρελαινόταν με δαύτον.

«Ακόμα να χωνέψω το πόσο ωμός είσαι ώρες ώρες, μπαμπά.» ψέλλισε η κοπέλα ανήμπορη να βάλει τις σκέψεις της σε μια τάξη. Ίσως αυτό ήταν και το κόλπο του πατέρα της. Την ξάφνιαζε τόσο όποτε ήθελε να εκμαιεύει κάποια πληροφορία από εκείνη, που με μπλοκαρισμένο το μυαλό, και μιας και είχε διδαχτεί να λέει πάντα την αλήθεια από μικρή, ομολογούσε τα πάντα με απίστευτη αφέλεια. Λες και ήταν ακόμα μικρό πιτσιρίκι και δεν μπορούσε να του κρυφτεί.

«Δανάη ξέρεις καλά ότι εγώ δεν έχω πάει στο σχολείο, δεν έχω μάθει γράμματα πολλά για να έχω διδαχτεί πλάγιους μεθόδους για να μαθαίνω ότι θέλω παιδί μου. Έμαθα να είμαι ευθύς και  ειλικρινής όπως  έχω μάθει και εσάς να είστε. Και δεν σας έχει βγει σε κακό πιστεύω όπως και σε μένα. Τα ψέματα θέλουν...»

«Πολύ μεγάλη σπατάλη χρόνου και ενέργειας.» συμπλήρωσε την φράση του διακόπτοντας τον. Το είχε ακούσει αμέτρητες φορές άλλωστε. Ανασήκωσε το κεφάλι της δειλά και ίσιωσε το κορμί της απέναντι του. Ήταν ο πατέρας της. Ο πιο κοντινός και αγαπημένος της άνθρωπος. Η αδυναμία της και η αδυναμία του. Πως να του κρυφτεί; 

«Δεν ξέρω αν είμαι ερωτευμένη μαζί του μπαμπά.» 

Η Δανάη είχε μιλήσει αυθόρμητα με το που διασταυρώθηκαν τα βλέμματα τους. Χρειαζόταν να δει την αποδοχή, την αγάπη και την ασφάλεια μέσα στο βλέμμα του πατέρα της για να πάρει θάρρος και να του ξεφουρνίσει όλη την αλήθεια της. Χρειαζόταν να τα πει σε κάποιον και χρειαζόταν την συμβουλή του γιατί αν ακολουθούσε τον Βίκτωρ και χώριζε τον Κώστα θα έκανε μια στροφή ζωής 180 μοιρών. 

«Δεν ξέρω αν είμαι ερωτευμένη αλλά έχω  για αυτόν συναισθήματα  που δεν έχω ξανανιώσει με κανέναν άλλον και σίγουρα όχι με τον Κώστα , με ένα Κώστα που θα χωρίσω και στο ανακοινώνω πρώτα σε εσένα να το ξέρεις. Έχω διαβάσει για τον έρωτα και τα συμπτώματα του και ναι, εκείνον τον σκέφτομαι συνεχώς και  μου λείπει.  Θέλω να πάω να τον βρω αψηφώντας τα πάντα. Την δουλειά μου πρώτη φορά σκέφτομαι να την βάλω σε δεύτερη μοίρα και να κλείσω το ιατρείο να πάω να τον βρω και να περάσω χρόνο μαζί του. Δεν με νοιάζει τίποτα που μέχρι πριν λίγες μέρες με ενδιέφερε. Το κακό είναι ότι εκείνος δεν μένει εδώ, δεν είναι ντόπιος αλλά ούτε καν από το νησί μας και έφυγε για Αθήνα και από εκείνη την στιγμή νοιώθω ότι κάποιος μου έχει στερήσει το οξυγόνο και μόνο κοντά του θα μπορέσω να αναπνεύσω ξανά.» είπε με μια ανάσα.

Ο Μανώλης κράτησε την ανάσα του στο στήθος. Η μικρή του ήταν μπερδεμένη, ταραγμένη, συγχυσμένη. Μα πάνω απ όλα ερωτευμένη.

«Και αναρωτιέσαι αν είσαι ερωτευμένη ακόμα μικρό μου;» είπε νοιώθοντας ταυτόχρονα μια γλυκιά αίσθηση αλλά και φόβο. Ευτυχία που η Δανάη του είχε ερωτευτεί και φόβο μιας και ήξερε ότι ο μονόπλευρος έρωτας θα την πόναγε.  Όπως θα την πόναγε αν αυτή η σχέση δεν μπορούσε για κάποιο λόγο να λειτουργήσει. Και αν...

«Είναι καλό παιδί;»

Στη αυθόρμητη ερώτηση του πατέρα της- και του κάθε πατέρα που νοιάζεται το παιδί του – η Δανάη χαμήλωσε το βλέμμα. Τι θα μπορούσε να του απαντήσει; Η μόνη ανησυχία ενός γονιού είναι το παιδί του να κάνει όταν είναι μικρό παρέα με καλά παιδιά και όταν μεγαλώσει ο σύντροφος του να είναι εξίσου καλός άνθρωπος. Όπως και να εννοεί το καλό κάποιος. Θα μπορούσε να του απαντήσει έτσι αλλά ο πατέρας της ήταν ξεκάθαρος πάντοτε, σιχαινόταν τις υπεκφυγές και τις πονηρές μεθόδους παραπλάνησης. Αρκέστηκε να γνέψει αρνητικά με το κεφάλι της μία φορά αποφεύγοντας μια ευθεία αντιπαράθεση μαζί του κοιτώντας τον. Δεν ήθελε να δει την απογοήτευση στο βλέμμα του.

Δεν ήταν ο Βίκτωρ "καλό παιδί." Ήταν σίγουρη γι αυτό μίας και η ζωή του ήταν δύσκολη από όταν ήταν εκείνος παιδί και για να φτάσει να κάνει τα μαγαζιά του - τα νυχτερινά μαγαζιά του- δεν το έκανε με νόμιμες διαδικασίες πάντα. Όπως και το να βρεθεί στη φυλακή. Αυτό σίγουρα μαρτυρούσε πόσο "καλό παιδί" ήταν. Αλλά και πάλι όλα αυτά την άφηναν αδιάφορη, ξεκάθαρο σημάδι ότι λειτουργούσε πλέον με την καρδιά και όχι με την λογική. 

Η σιωπή που απλώθηκε ανάμεσα τους ήταν βαριά και την τρέλαινε. Ήξερε ότι όταν θα τον κοίταζε θα έβλεπε την δυσαρέσκεια του, την ενόχληση του και πιθανόν την αναστάτωση του. Ήταν σίγουρη ότι η απάντηση της, έστω και αυτή με τη γλώσσα του σώματος θα τον είχε αναστατώσει. Ποιος πατέρας δεν θα αντιδρούσε με καθαυτό το τρόπο;

«Όταν δεν μπορείς να κοιτάξεις κατάματα τον πατέρα σου και να υπερασπίσεις αυτό που νοιώθεις για εκείνον και εκείνον κατ επέκταση, πως σκατά θα το κάνεις με τους υπόλοιπους;»

Το κεφάλι της τινάχτηκε. Ο πατέρας της, στην θέση του ακόμα την κοίταζε αυστηρά. Και όχι δήθεν πλέον. Πραγματικά είχε εκνευριστεί. Και αυτό που δεν μπορούσε με τίποτα να χωνέψει η Δανάη ήταν ότι δεν ήταν ενοχλημένος που ο Βίκτωρ ήταν κακό παιδί όπως είχε αφήσει να εννοηθεί η κόρη του αλλά μαζί της, με την ίδια και με την αδυναμία της.

«Ξέρεις ότι είναι κακό παιδί. Δεν σου κρύφτηκε αν και υποθέτω ότι δεν γινόταν να σου κρυφτεί μιας και πρέπει να τον γνώρισες στη φυλακή μιας και μόνο εκεί πήγες τώρα τελευταία.  Άρα δεν του αξίζει πιστεύω που δεν θα μπορείς να βουλώσεις τα στόματα που θα ανοίξουν να τον καταπιούν. Γιατί αυτό θα κάνουν. Θα μπορέσεις να υπερασπιστεις την σχέση σας; Να σταθείς δίπλα του περήφανη και να τον στηρίξεις;»

Η Δανάη ανατρίχιασε. Η κατηγορία του πατέρα της την συντάραξε. Ναι, είχε δίκιο σε όλα. Δεν είχε σκεφτεί τίποτα. Αλλά και από την πλευρά της ο Βίκτωρ απλά της είχε ζητήσει να πάει να τον βρει δίχως βαρύγδουπες υποσχέσεις και μεγαλεπήβολα και μακροχρόνια σχέδια. Δεν μιλούσε αυτή τη στιγμή για σχέση κανείς από τους δύο.

«Δεν μπορείς να καταλάβεις μπαμπά. Είναι περίπλοκο.» ψέλλισε ανήμπορη να του πει περισσότερα και σε αυτή την διαπίστωση τρόμαξε και ένοιωσε την ραχοκοκαλιά της να παγώνει. Ήδη το έκανε αυτό που την είχε κατηγορήσει ότι θα κάνει ο πατέρας της. Ήδη αποτραβιόταν. Ήδη στεκόταν αδύναμη απέναντι στον Βίκτωρ. Βλαστήμησε σιγανά κάτι που κατάφερε να ακούσει ο Μανώλης και χαμογέλασε πικρά.

«Δεν θέλω να πληγωθείς μικρό και αυτό θα γίνει αφού πρώτα εσύ θα τον έχεις πληγώσει. Να είσαι σίγουρη και να το ξέρεις ότι έτσι θα γίνει ακριβώς, με αυτή τη σειρά. Έτσι ακριβώς. »

«Σε ενοχλεί περισσότερο ότι θα τον πληγώσω  και δεν σε πειράζει που είναι κακό παιδί; Ναι, έχει δίκιο ότι τον γνώρισα  στην φυλακή, μπαμπά. Στην φυλακή. Μακάρι να ήταν φρουρός ή κάποιος άλλος υπάλληλος αλλά δυστυχώς για όλους μας και περισσότερο για μένα ήταν κρατούμενος. Άσχετα που βγήκε και γύρισε στην Αθήνα όπου ανήκει. Δεν ξέρω αν αποφυλακίστηκε, αν απόσυραν τις κατηγορίες, αν βγήκε με εγγύηση. Δεν είμαι σίγουρη για τίποτα αλλά για ένα μόνο είμαι . Ότι δεν είναι καλό παιδί. Μες στη νύχτα ζει και τριγυρνάει σαν σκιά ανάμεσα σε άλλες σκιές. Πως να τον υπερασπιστώ από την στιγμή που ζει στα σκοτάδια;»

«Δεν σε έχω για χαζή Δανάη! Ακούς  τι λες παιδί μου τώρα; !Η σκιά δεν ζει στα σκοτάδια αλλά στο φως! Έχεις δει σκιές την νύχτα; Για να υπάρξει μια σκιά χρειάζεται φως. Άρα αν με ρωτήσεις θεωρώ απόλυτα φυσιολογικό εσάς τους δύο να είστε μαζί. Εσύ φως και εκείνος σκιά όπως εσύ τον ονόμασες. Και από την στιγμή που η καρδιά σου χτύπησε για εκείνον κάποιο λόγο θα είχε. Κάτι θα είδε. Κάτι θα υπάρχει που να του αξίζει η θέση του σε αυτήν. Εσένα φοβάμαι σου ξαναλέω.»

Σιωπή. Σιωπή που σπάει ο ήχος της βροχής, που είχε ξεκινήσει πάλι ,στο πλαστικό ταβάνι και το αλύχτισμα κάποιου σκυλιού αραιά και που.

«Μπαμπά φοβάμαι.»

«Εγώ φοβάμαι εσένα.»

«Όχι για μένα;»

«Όχι Δανάη. Φοβάμαι εσένα.»

Σιωπή. Απόλυτη. Επιβεβλημένη. Οι σκέψεις και των δύο στην ταχεία λωρίδα του μυαλού τους.

«Θέλω να το ζήσω μπαμπά. Κάτι με τραβάει σε εκείνον. Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Σαν μαγνήτης έλκομαι...αλλά φοβάμαι. Και εμένα και εκείνον και όλα γύρω μας. Δεν θα είναι εύκολο. Ούτε απλό. Δεν ξέρω αν αξίζει. Αξίζει να χωρίσω τον Κώστα που μου προσφέρει ότι μια γυναίκα επιθυμεί και να βρεθώ πάλι στο μηδέν; Και αν παραμείνω στο μηδέν με εκείνον; Θα μου είναι αρκετό; »

Μαλάκωσε το βλέμμα του πατέρα απέναντι στο παιδί του. Σε όλες τις φοβίες του παιδιού του είχε μπει μπροστά σαν ιππότης με αστραφτερή πανοπλία να πολεμήσει και να νικήσει  διώχνοντας τες. Σε αυτήν την μάχη όμως η κόρη του έπρεπε να παλέψει μονάχη της. Και στο τέλος της αν στεφόταν νικήτρια ευχόταν το έπαθλο να είναι αρκετό ώστε να γιατρέψει τις πληγές της. Αν έπεφτε στη μάχη...απλά θα ήταν εκεί να την σηκώσει.

«Τις απαντήσεις θα της δώσεις εσύ Δανάη.» απάντησε συλλογισμένος αλλά έστρεψε κατευθείαν την προσοχή του στο τηλέφωνο του ιατρείου που χτύπαγε και παρακολούθησε την κόρη του να απαντάει.

«Μπαμπά η μαμά ήταν.» τον ενημέρωσε η Δανάη τερματίζοντας την κλήση και ο Μανώλης ανήσυχος ,ανασηκώθηκε αμέσως.

«Τι έγινε; Έπαθε η μητέρα σου τίποτα;»

«Όχι, όχι μην ανησυχείς. Αν και απείλησε ότι θα πάθει νευρικό κλονισμό αν δεν πας αμέσως να μαζέψεις την γιαγιά που το έβαλε σκοπό σήμερα να βάψει την κουζίνα της.» τον πληροφόρησε η Δανάη γελώντας για να τον δει να σμίγει τα φρύδια του εκνευρισμένος.

«Πως θα το κάνει η τρελόγρια που δεν μπορεί να σταθεί όρθια μόνη της, μου λες;» γρύλισε

«Έχει πάρει μια πλαστική καρέκλα μου είπε, έχει ακουμπήσει την μπογιά στο κάθισμα και όσο με το ένα χέρι στηρίζεται στο μπράτσο της καρέκλας στο άλλο κρατάει το ρολό και βάφει το τσιμεντένιο στηθαίο γύρω από το τζάκι .»

«Αν είναι ποτέ δυνατόν! Η τρελόγρια δεν έχει το Θεό της! Της είπα θα της βάψω ότι θέλει  όταν φτιάξει ο καιρός και αυτή το πήρε για όχι! Μα πότε με άκουσαν αυτές οι γυναίκες; Ένα σόι είναι μάνα και κόρη και θα με τρελάνουν!» άρχισε να μουρμουρίζει έξαλλος ο πατέρας της.

«Αν δεν μπορείς να της γράψεις ηρεμιστικά της γιαγιάς σου να γράψεις σε εμένα που την έχω πεθερά και την παλεύω όλη μέρα γιατί έτοιμος είμαι να την κρεμάσω να ηρεμήσω μια ώρα αρχύτερα!» απείλησε και έκανε να φύγει όταν φάνηκε σαν κάτι να θυμήθηκε και γύρισε βιαστικός, έκλεισε την Δανάη στην αγκαλιά του " Μην μείνεις με τα ερωτήματα. Αν δεν μπορείς να απαντήσεις εσύ τώρα, κυνήγησε την επιθυμία σου και άσε εκείνη να σου δώσει τις απαντήσεις. Ότι και αν γίνει θα είμαστε εδώ για σένα όλοι. Μην φοβάσαι τίποτα και κανένα."  είπε ,την φίλησε δυνατά κι έφυγε ακόμα πιο γρήγορα μουρμουρίζοντας, βρίζοντας και ξεφυσώντας.

«Πόσο χαίρομαι που δεν πήγες σχολείο μπαμπά να μάθεις γράμματα...» μουρμούρισε η Δανάη κοιτώντας τον πατέρα της να απομακρύνεται και κάθισε πίσω στη καρέκλα της ενώ βυθιζόταν με ταχύτητα στις σκέψεις της.

*

Αθήνα. Το ίδιο βράδυ. 



Πως την ίδια μέρα μπορεί κάποιος να βρεθεί και στο παράδεισο και στη κόλαση αναρωτήθηκε κοιτώντας το σημείο που είχε βρεθεί το πτώμα στο γραφείο του. Και όμως στην δική του ζωή όλα γίνονται, σκέφτηκε και άδειασε μια γενναία ποσότητα από το μπουκάλι μπροστά του στο άδειο ποτήρι του με ένα κοφτερό χαμόγελο στα χείλη του που παρόλη την σκοτεινιά που επικρατούσε στο χώρο εκείνος κατάφερε και δεν έριξε ούτε σταγόνα απέξω και να το σπαταλήσει. 

Το μέρος ήταν κλειστό πλέον, το μαγαζί νεκρό  και το προσωπικό είχε μεταφερθεί στα υπόλοιπα δύο μαγαζιά τα οποία λειτουργούσαν άψογα από τους συνεργάτες του. Από την μέρα που είχε συμβεί το περιστατικό το μαγαζί του είχε σφραγιστεί από την αστυνομία και πλέον με την αποφυλάκιση του άνηκε στον Μάρτιν. Θα του το παρέδιδε σε λίγο. Ήταν άντρας και οι άντρες κρατούν το λόγο τους. 

Άδειασε το ποτήρι στο στόμα του με μια  κίνηση. 

Στριφογύρισε το γυάλινο ποτήρι ανάμεσα στα δάχτυλα του όσο σκεφτόταν εκείνη. Παράδεισος και τώρα μόνος στην κόλαση του. Άραγε έτσι να ένοιωθε και ο Άδης μακριά από την Περσεφόνη του; 

Το ποτήρι έγινε θρύψαλα στο τοίχο απέναντι.

Ο Βίκτωρ με παγωμένο βλέμμα , γυάλινο σχεδόν, ανασηκώθηκε από την καρέκλα του αθόρυβα. Η ώρα της ανταλλαγής είχε φτάσει. Λυπόταν που το μπουκάλι όσο και αν είχε αδειάσει το σκοπό του δεν τον είχε καταφέρει μιας και το μυαλό του δούλευε ακόμα χωρίς να είναι μουδιασμένο και η καρδιά του χτύπαγε ακόμα άτακτα. 

Πόναγε που θα έδινε το στολίδι του. Πόναγε όμως περισσότερο για την πλεκτάνη που είχε στηθεί γύρω από το άτομο του. Δεν του άξιζε. Αλλά όταν είσαι μέσα σε υπόνομο κάποια στιγμή θα σε λερώσουν τα σκατά. 

Ο Βίκτωρ πάτησε το κουμπί στο γραφείο του και η πόρτα άνοιξε αυτόματα. Μες στο σκοτάδι , απέξω στο διάδρομο έστεκαν οι φιγούρες  τριών ανδρών. Πλησίασε ένα μέτρο ακόμα , όσο χρειαζόταν για να δει τα πρόσωπα τους πιο καθαρά και σταμάτησε εκεί απέναντι τους με την οργή να κοχλάζει στο κορμί του. Καμιά φιγούρα δεν ήταν αυτή που έψαχνε να βρει. 

"Σου είπα ποιος είναι. Δεν θα στον φέρω εγώ όμως. Βρες τον μόνος σου."

Ο Βίκτωρ δίχως να φανερώσει κανένα συναίσθημα από όσα ένοιωθε, πέταξε τα κλειδιά που κράταγε στον αέρα για να προσγειωθούν στο χέρι ενός που απλώθηκε.  Η κίνηση που διέγραψαν στον αέρα θα έμενε χαραγμένη στη μνήμη του για πάντα.  Πλησίασε τον Μάρτιν αλλά δεν του χάρισε δεύτερη ματιά μόνο τον προσπέρασε. Αθόρυβα και  αγέρωχα. 

Όπως ήξεραν να αποχωρούν μόνο οι ηττημένοι βασιλιάδες και συνέχισε το διάβα του μες στη νύχτα σαν τον θάνατο που έψαχνε τροφή. 







Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top