10


Κάποιοι άνθρωποι όταν έχουν να ασχοληθούν με πολλά πράγματα που τους βαραίνουν, αποφασίζουν αρχικά να ασχοληθούν με το πιο εύκολο κομμάτι από αυτά  και να αφήσουν το δύσκολο κομμάτι για το τέλος  ώστε να επικεντρωθούν με όλη τους την προσοχή σε αυτό και υπάρχουν κάποιοι άλλοι που ασχολούνται με το δύσκολο εξαρχής θέλοντας να δώσουν όλες τις δυνάμεις τους και έπειτα έχοντας το ολοκληρώσει να βγάλουν τα υπόλοιπα με ευκολία.

Η Δανάη εκείνη την ημέρα έστω αποφάσισε να ανήκει  στην πρώτη κατηγορία.

Με τόσα που υπήρχαν να την πιέζουν και έπρεπε να ασχοληθεί  είχε τρέξει στο αγροτικό ιατρείο και ανάμεσα σε δύο περιστατικά άνευ ιδιαίτερης σημασίας ευτυχώς είχε επικοινωνήσει με τον κύριο Ιωάννου ώστε να του ζητήσει να μεταφερθεί σε μια ώρα ο Ιβάν στα επείγοντα του νοσοκομείου εξηγώντας του την αναγκαιότητα που υπήρχε που δεν χώραγε αναβολή.  Έτσι ξεμπερδεύοντας και με τον Ιβάν είχε σκοπό να καθίσει έπειτα αρκετά στο ιατρείο της στη φυλακή και να προχωρούσε τις όποιες εκκρεμότητες είχε εκεί που δεν τις έλεγες και λίγες. Θα της έπαιρνε χρόνο, ναι, αλλά είχε σκοπό ν α τα τακτοποιήσει όλα. 

Και όλα κύλησαν βάση του σχεδιαγράμματος της και σε μια ώρα πέρναγε και η ίδια την πύλη των επειγόντων περιστατικών έχοντας παρατηρήσει την κλούβα των μεταγωγών σταθμευμένη ακριβώς  απέξω, δίπλα στο πάρκινγκ των  ασθενοφόρων. Μπήκε βιαστικά ξετυλίγοντας το κασκόλ γύρω από το λαιμό της μιας και  εκείνη την ημέρα βρήκε το τζάμι του αυτοκινήτου της να μην ανεβαίνει, ψάχνοντας με το βλέμμα να βρει κάποιο αστυνομικό ενώ διέσχιζε ασταμάτητη τον κόσμο που είχε πλημμυρίσει τα επείγοντα.  Τελικά ο Κώστας είχε δίκιο που της έλεγε ότι στη κλινική παρότι και μικρή  υπήρχαν μέρες που δεν έπαιρνες ανάσα.

Δεν άργησε ευτυχώς να εντοπίσει το φύλακα έτσι ευθυτενής που στεκόταν δίπλα από τον κρατούμενο του που βρίσκονταν καθισμένος σε μια καρέκλα με χειροπέδες ακόμα περασμένες στα χέρια.  Συνειδητοποίησε με θλίψη στην αρχή και με εκνευρισμό αργότερα  ότι παρόλο τον κόσμο τριγύρω στο διάδρομο, γύρω από τους δύο άντρες, τον ένστολο και τον κρατούμενο,  είχε σχηματισθεί ένα κενό. Κοίταξε όσο πλησίαζε με τα χείλη σφικτά ενωμένα τα πρόσωπα του περίγυρου και ξεφύσησε. Άλλοι δεν καταδέχονταν να ρίξουν στον Ιβάν ούτε την ματιά τους, ενώ κάποιοι άλλοι τον κοίταγαν υπεροπτικά τρομάζοντας την. Πόση ικανοποίηση μπορεί να  αντλήσει κάποιος όταν βλέπει κάποιον να υποφέρει από την στιγμή που δεν είναι αυτός στη θέση του, αναρωτήθηκε. Και πόση περιφρόνηση μπορεί να στάξει το βλέμμα κάποιου κοιτώντας κάποιον που εκτίει ποινή φυλάκισης με την παρήγορη σκέψη του ότι καλά να πάθει εφόσον είχε πέσει σε αδίκημα ενώ εκείνος διατηρεί την ελευθερία του ως καλός και χρήσιμος πολίτη ς της χώρας. Δίχως να ξέρει το αδίκημα που μπορεί να είναι απλά χρέη προς το δημόσιο έχοντας τους  κερδίσει ο καθωσπρεπισμός. Δεν τους ενδιαφέρει ποιοι είναι πραγματικά οι άλλοι, αλλά τους ενδιαφέρει ποιοι φαίνονται ότι είναι. Αυτός είναι ο λόγος που οι άνθρωποι είναι επιφανειακοί. Οι σχέσεις είναι επιφανειακές, οι φιλίες είναι επιφανειακές, τα συναισθήματα είναι επιφανειακά. " Αλίμονο στους τίμιους που είναι τίμιοι επειδή δεν μπορούν να είναι άτιμοι και στους ηθικούς που είναι ηθικοί επειδή δεν μπορούν να είναι ανήθικοι.", θυμήθηκε τα λόγια του Παντελή Ζερβού σε μια από τις αγαπημένες της ταινίες και χαμογέλασε πικρά. 

«Καλημέρα και σε εσάς!» χαιρέτησε η Δανάη τους δύο άντρες έχοντας τους φτάσει ,κοιτώντας λίγο περισσότερο τον Ιβάν  που ναι μεν της χαμογέλασε αλλά το χαμόγελο του δεν κατάφερε να φτάσει στα μάτια του όπως την είχε συνηθίσει. Ακούμπησε προστατευτικά το χέρι της στον ώμο του και ανασήκωσε το φρύδι της.

«Για κάποιον που είναι εκδρομή δεν ξεχειλίζεις από ευτυχία.»

«Φταίει που το θέαμα το απολαμβάνουν οι πραγματικοί θεατές μιας και εγώ ανήκω ,σε αυτή την εκδρομή, στα εκθέματα.» σχολίασε ο Ιβάν κοιτώντας με νόημα την Δανάη ανασηκώνοντας τους ώμους του αδιάφορα και εκείνη χαμογέλασε πικρά με την ευθύτητα και την ειλικρίνεια του. Όντως, τον κοίταζαν λες και ήταν κάποιο είδους εκθέματος, κατέληξε εκνευρισμένη.

«Πόση ώρα περιμένετε για ακτινογραφία;» ρώτησε τον αστυφύλακα για να της απαντήσει κάτι που την έκανε να αρπάξει το φάκελο του Ιβάν που ήταν ακουμπισμένος στα γόνατα του πάνω.

«Σήκω. Αφού θέλουν παράσταση θα τους την δώσουμε.» είπε αποφασιστικά και τον τράβηξε από το μπράτσο ενώ πέρναγε μπροστά από το πλήθος παραγκωνίζοντας τους. Φτάνοντας στη πόρτα του ακτινολογικού την άνοιξε και όρμισε μέσα τινάζοντας τον ακτινολόγο και τον βοηθό του που βρίσκονταν σκυμμένοι πάνω από ένα υπολογιστή.

«Χαίρετε. Γιατρός Δρακάκη Δανάη. Θέλω ακτινογραφία κρανίου για τον κρατούμενο.»

«Γιατρέ γίνεται χαμός σήμερα, δεν βλέπετε έξω τι γίνεται; Στο κάτω- κάτω ας περιμένει τη σειρά του... Σάμπως έχει δουλειές και θα καθυστερήσει.» σχολίασε ειρωνικά ο ένας από τους δύο και η Δανάη έσφιξε το μπράτσο του Ιβάν καθησυχαστικά νοιώθοντας την αλλαγή στο κορμί του.

«Αναγνωρίζω το φόρτο εργασίας σας αλλά καταλάβετε την θέση μου. Του έχω χορηγήσει για να γίνει η μεταφορά του μια αρκετά μεγάλη δόση ηρεμιστικού η οποία δυστυχώς αρχίζει να περνάει. Και έχουμε να κάνουμε με ένα ένα αρκετά βίαιο άτομο. Ικανός είναι να τα σπάσει όλα εδώ μέσα από λεπτό σε λεπτό..." είπε δυνατά δείχνοντας τρομαγμένη ενώ με την άκρη του παπουτσιού της πάτησε δυνατά το πόδι του Ιβάν που τινάχτηκε ξαφνιασμένος ενώ οι ακτινολόγοι το απέδωσαν σε βίαιο ξέσπασμα έχοντας το πρόσωπο τους ασπρίσει περισσότερο από τις λευκές ρόμπες που φόραγαν. 

"Ενημέρωσα ως όφειλα . Μην μου πει κανείς ότι δεν προειδοποίησα και με κατηγορήσει για το παραμικρό που θα συμβεί.» απάντησε ήρεμα η Δανάη παριστάνοντας την προβληματισμένη, "Μάλλον πρέπει να ζητήσω ενισχύσεις από την αστυνομία..." μουρμούρισε και έκανε μεταβολή παρασέρνοντας και τον Ιβάν μαζί της αλλά πριν προλάβει να φτάσει καν στην πόρτα τους άκουσε να την φωνάζουν πίσω και να της παραχωρούν προτεραιότητα. 

Έχοντας επιτύχει το σκοπό της, πριν επιστρέψει πίσω,   χαμογέλασε νικηφόρα και  έκλεισε το μάτι της στον Ιβάν συνωμοτικά όταν συνοφρυώθηκε και τον κοίταξε αγανακτισμένη  "Σταμάτα να χαμογελάς Ιβάν. Χρειάζομαι ένα Λόρδο Βόλντεμορτ και εσύ μοιάζεις με τον  Φρόντο." τον μάλωσε δήθεν αυστηρά πριν γυρίσει και τον σπρώξει  προς το μηχάνημα με εκείνη να παίρνει θέση πίσω από το ειδικό παραβάν που την προστάτευε από την ακτινοβολία.

Δεν χαιρόταν που είχε πει ψέματα. Ούτε ότι κάποιοι απέξω ίσως πονούσαν περισσότερο από τον Ιβάν και τους είχε πάρει την θέση αλλά μισούσε τα βλέμματα γεμάτα οίκτο, ειρωνεία, περιφρόνηση και καθωσπρεπισμό. Και ο Ιβάν εκείνη την στιγμή ήταν ασθενής της. Και έπρεπε να κοιτάξει το συμφέρον του δικού της ασθενούς. Τελεία και παύλα. 

«Σε πέντε λεπτά θα την έχεις την ακτινογραφία σου. Εύχομαι να καθίσει φρόνιμα μέχρι τότε.» γρύλισε ο ένας άντρας έχοντας ολοκληρώσει την εξέταση και η Δανάη βγαίνοντας πίσω από τον ειδικά διαμορφωμένο χώρο, χαμογελώντας πλατιά , πλησίασε τον Ιβάν τον πήρε αγκαζέ και αποχώρησαν χαμογελαστοί και οι δύο.

«Λυπάμαι αν τυχόν σε ενόχλησε που σε παρουσίασα ως αιμοδιψή κάθαρμα με πρόβλημα διαχείρισης θυμού αλλά θύμωσα έτσι που σε αντιμετώπισαν. Από μικρή έχω πρόβλημα διαχείρισης θυμού ,βλέπεις." είπε και γέλασε σιγανά ενώ καθόταν στην άδεια θέση δίπλα του.

«Καλέ, εσύ γιατρέ είσαι τζιμάνι. Ας με παρουσίαζες και ως γορίλα αρκεί να τελειώναμε μια ώρα αρχύτερα. Έτσι όπως πήγαινε θα με βάζανε τελευταίο και θα έχανα το μεσημεριανό. Μα πως τα έλεγες και εσύ έτσι; Λες και ήσουν ηθοποιός. Μέχρι και εγώ σε πίστεψα!» τον άκουσε να της απαντάει και γελώντας έτοιμη ήταν να του απαντήσει κάτι όταν αντίκρισε εμπρός της τον Κώστα που την κοιτούσε με το σοκ να αλλοιώνει το σύνηθες ήρεμο, όμορφο πρόσωπο του.

«Δανάη.»

«Καλημέρα Κώστα. Πως πάει εδώ; Πολύ κόσμο βλέπω. Χαμός.» παρατήρησε σχεδόν νευρικά, χαμογελώντας του ανεπαίσθητα  ενώ εκείνος κοίταξε τον Ιβάν και τον αστυφύλακα εναλλάξ με την απέχθεια να καθρεπτίζεται στο βλέμμα του.

«Ξέρεις ότι θα μπορούσες να ανήκεις στο προσωπικό και να βοηθάς στην αποσυμφόρηση αυτού του χάους.»

«Θα μπορούσα φυσικά αλλά δυστυχώς είμαι μία και ήδη χωρισμένη στα δύο. Τρίτο χάος δεν νομίζω να άντεχα. Αυτό το αφήνω στα ικανά σου χέρια να το διαχειριστείς.» απάντησε με παγωμένο το χαμόγελο της και μια κίνηση του χεριού της που απέρριπτε το περιβάλλον τους.

Αντιλήφθηκε το σώμα του που πάγωσε και διαπίστωσε ότι και ο τρόπος που την κοίταγε ήταν εξίσου παγωμένος, ψυχρός, και αναρωτήθηκε αυτόματα αν αυτός ο άντρας που έστεκε μπροστά της ήταν ο ίδιος με αυτόν που τους τελευταίους μήνες μοιραζόταν το κορμί της. Δεν τον αναγνώριζε. Δεν ήταν ο Κώστας έτσι. Ή ήταν αλλά εκείνη δεν το είχε δει μέχρι που  πήγε κόντρα στις επιθυμίες του; Έσκυψε το κεφάλι της μπερδεμένη. Δεν έπαιρνε καμία ευχαρίστηση από τους διαξιφισμούς τους. Την έφθειραν, την αποστράγγιζαν από κάθε θετικό. Δεν τους ήθελε, δεν της χρειάζονταν. Μόνο κακό της έκαναν. Έπρεπε να το τελειώσει μαζί του όσο καλή προοπτική και να είχε μια σχέση και ένας πιθανός αργότερα γάμος μαζί του.

Πρώτα συνειδητοποίησε ότι το κεφάλι της σηκωνόταν και μετά ένοιωσε το άγγιγμα του στο πιγούνι της. Και το άγγιγμα του φαινόταν τόσο λάθος ξαφνικά!

«Να περάσω να σε πάρω το βραδάκι σχολώντας από το ιατρείο σου να πάμε για φαγητό;» ρώτησε απαλά με τα μάτια του να έχουν γλυκάνει αισθητά και η Δανάη αφού τον κοίταξε λίγο ένευσε καταφατικά. Ναι, έπρεπε να μιλήσουν. Έπρεπε να δώσει ένα τέλος. 

«Το αγόρι σου είναι;» άκουσε τον Ιβάν να ρωτάει δίπλα της και κοιτάζοντας ακόμα τον Κώστα που απομακρυνόταν κούνησε το κεφάλι της καταφατικά δίχως να μιλήσει. Θα ήταν το αγόρι της από το βράδυ. 

«Μαλάκας είναι να ξέρεις, δεν του αξίζεις εσύ. Και εγώ αναγνωρίζω τους μαλάκες, πίστεψε με. Προτιμώ τον χθεσινό γκόμενο.»

«Τον ποιόν;» τσίριξε σχεδόν η Δανάη προσπαθώντας να σκεφτεί λογικά σε ποιόν αναφερόταν μιας και το κεφάλι της εκείνη τη στιγμή είχε παραπάνω σκέψεις ελεύθερες από όσες μπορούσε να δαμάσει.

«Τον χθεσινό ντε. Τον αυστηρό με το κουστούμι  που σε συνόδευε εχτές στη φυλακή.»

«Τον Σωτήρη λες;»

«Μωρέ δεν ξέρω πως τον λένε αλλά φαινόταν αστερίας και αρσενικός. Αλήθεια τώρα εσύ δεν λέω όμορφο κορίτσι είσαι και το γατάκι σου όπως το θες το διαθέτεις ,αλλά δεν φαίνεσαι για τύπισσα από αυτές που το παίζουν σε διπλό ταμπλό.»

«Τι λες άνθρωπε μου;! Ποιος αστερίας, ποιο γατάκι και ποιο ταμπλό;» τσίριξε σχεδόν η Δανάη κερδίζοντας την προσοχή μερικώς ασθενών που την κοίταξαν ενοχλημένοι και δάγκωσε τη γλώσσα της όταν  την ίδια στιγμή ο Ιβάν και ο φύλακας γέλαγαν. Δεν είχε καταλάβει και πολλά πράγματα η αλήθεια είναι αν και με λίγη σκέψη μπορούσε να καταλάβει σε τι αναφερόταν ο Ιβάν. Εντάξει, με όσα ήξερε είχε προσπαθήσει να πει κάτι όμορφο για εκείνη. Χαμογέλασε στη σκέψη ότι πέρασαν τον Σωτήρη για σύντροφο της. Άραγε την ίδια σκέψη είχε κάνει και ο Βίκτωρ αναρωτήθηκε και αισθάνθηκε το στομάχι της να μπερδεύεται. Γιατί την ένοιαζε τι πίστευε και τι όχι αυτός; Δεν την ένοιαζε είπε αυστηρά στο μυαλό της και στο σώμα της  βλέποντας το να αποσυντονίζεται και μόνο στη σκέψη του. Κάτι της προκαλούσε ο συγκεκριμένος άντρας. Κάτι βαθύ, μυστήριο. Της άρεσε αυτό; Ναι.  Αλλά ήταν επικίνδυνο. Έπρεπε να τιθασεύσει τα συναισθήματα της. Τελεία και παύλα. 

Πάντως αν ήθελε να εργαστεί σε φυλακή θα έπρεπε να συνηθίσει τον τρόπο που μίλαγαν οι τρόφιμοι και γιατί όχι να καθίσει να μάθει την διάλεκτο τους. Να μάθαινε τα βασικά έστω για να συνεννοείται και να μην την κοροϊδεύουν. Δεν είναι όλοι σαν τον Ιβάν, καλά παιδιά. Θα ζήταγε από τον Ιβάν να της μάθει μερικές λέξεις. Γιατί όχι; Κάτι που δεν έκανε αμέσως όπως είχε σκοπό μιας και η πόρτα του ακτινολογικού άνοιξε και η ακτινογραφία βρέθηκε στα χέρια της και επικέντρωσε την προσοχή της σε αυτή.

«Σαν να μου φαίνεται ότι οι ελπίδες σου για μόντελιγκ δεν χάθηκαν τελείως..» σχολίασε ανακουφισμένη "Μπορούμε να γυρίσουμε στη φυλακή. Δεν χρειάζεται ούτε νάρθηκα ούτε κάτι άλλο. Θα υποχωρήσει σταδιακά το αιμάτωμα, δεν έχει πειραχτεί το διάφραγμα.  " 

*

«Τζιμάνι παιδί η γιατρός, σου λέω.»

Ο Βίκτωρ όπως καθόταν απλωμένος στη πλαστική καρέκλα  πέταξε βαριεστημένα το μπαλάκι στο τοίχο απέναντι για να το πιάσει στην επιστροφή  δυνατά στη χούφτα του και να το σφίξει ακούγοντας τον Ιβάν  να εξυμνεί την γιατρό από την ώρα που είχε επιστρέψει. Και τι δεν είχε ακούσει από την ώρα που είχε επιστρέψει από την κλινική για το μικροσκοπικό γιατρουδάκι με τα ελαφίσια μάτια.  Είχε καταλάβει τι αντράκι θα έπρεπε να ήταν στην ζωή της αλλά το διαπίστωσε κιόλας με την αφήγηση του Ιβάν. Δεν τον ξάφνιασε όταν άκουσε ότι ο μικρός τσαμπουκάς μόλις είδε τον Ιβάν να στέκει στην ουρά δίχως να του δίνουν προτεραιότητα πέρασε όλο το κόσμο και έχωσε στο ακτινολογικό . Μετά ο Ιβάν, μαγεμένος από την γιατρό του, την είχε στολίσει με τόσα επίθετα περισσότερα και από ότι την ίδια του την μάνα! Ο Βίκτωρ δεν μιλούσε. Άκουγε μονάχα. Όχι ότι του είχε δοθεί η ευκαιρία να μιλήσει με τον Ιβάν να μιλάει ακατάπαυστα. 

«Φίνο γιατρουδάκι σου λέω, το λέει η ψυχούλα της. Γιατρός με τα όλα της.  Αλλά για γκομενάκι τα έχει μπλεγμένα.»

Σε ένα τέτοιο σχόλιο όμως, ο Βίκτωρ,  δεν μπόρεσε να διατηρήσει την σιωπή του.

«Τι εννοείς;» ρώτησε κοφτά, σχεδόν γαυγίζοντας,  πετώντας ξανά το μπαλάκι με δύναμη στο τοίχο.

«Έχει γκόμενο γιατρό, ντε. Παρουσιάστηκε εκεί μπροστά μας με ένα αέρα τι να σου λέω. Αυτός είναι και άλλος κανένας. Να βγούνε για φαγητό σήμερα της είπε και εκείνη δέχτηκε αλλά να την πηδήξει θέλει μόνο. Τον έκοψα εγώ.»

Ο Βίκτωρ έσφιξε στην παλάμη του το μπαλάκι μέχρι που αυτό συρρικνώθηκε εντελώς. Κάτι τον είχε ενοχλήσει σε αυτή την είδηση. Άραγε το ότι είχε γκόμενο γιατρό; Όχι, δεν θα μπορούσε να είναι αυτό. Γιατρός ήταν η ίδια ,με γιατρό θα πηδιόταν . Ότι πηδιόταν γενικά; Όχι , ούτε αυτό ήταν που τον είχε πειράξει. Ας πηδιόταν με τον καθένα.  Αυτό που τον είχε πειράξει ήταν που αν και υπήρχαν άντρες δίπλα της κανένας δεν φαινόταν διατεθειμένος να ενδιαφερθεί αληθινά για την ίδια, να την αποτρέψει από το να δουλέψει σε φυλακή. Ήταν παιδί γαμώτο! Το καημένο το γιατρουδάκι το λυπόταν σίγουρα έτσι που δεν είχε καμία προστασία.

«Τα έχει μπλεγμένα σου λέω...Τον χθεσινό τον ξέχασες; Η πριγκίπισσα μας έχει παραπάνω από έναν. Ο χθεσινός βέβαια μου φάνηκε περισσότερο αρσενικός και της το είπα κιόλας. Πολύ ξηγημένη σου λέω.  Εσύ τι λες;»

Ο Βίκτωρ στη διαπίστωση αυτή , την οποία δεν είχε προλάβει να σκεφτεί ο ίδιος , πέταξε το μπαλάκι με όση δύναμη είχε στο τοίχο. Εκείνο έσκασε πάνω του, συγκρούστηκε στη σκληρή επιφάνεια του έβγαλε ένα ήχο σαν πάγος που έσπαγε και κατρακύλησε μακριά του.

«Δεν με νοιάζει τι έχει, πόσους έχει, τι κάνει και πως το κάνει. Παράτησε με και έχω σοβαρότερα πράγματα να ασχοληθώ από τη γιατρό σου.  » γαύγισε εκνευρισμένος κοιτώντας το μπαλάκι να κυλάει ακόμα στο βρώμικο δάπεδο δίχως  να κάνει την παραμικρή  κίνηση να το πιάσει μιας το μυαλό του είχε κολλήσει σε εκείνη. Δεν την λυπόταν καθόλου αυτή τη στιγμή. Ότι ψήγματα λύπης είχε, σβήστηκαν αστραπιαία στη διαπίστωση ότι το αθώο κοριτσάκι, όπως τουλάχιστον παρουσιαζόταν, μόνο αθώο δεν ήταν αλλά είχε δύο γκόμενους.   Δανάη την είχε πει ο χθεσινός συνοδός της. Και ναι, και σε εκείνον είχε φανεί εντάξει τύπος. Με το κουστούμι του, το παράστημα του, μορφωμένος και με κύρος αν έκρινε από τον τρόπο που του απευθύναν τον λόγο οι φρουροί που τους συνόδευαν. Αρχοντικός. Της ταίριαζε δίπλα της. Αλλά δύο; Το γιατρουδάκι που του είχε φανεί τόσο αθώο νταραβεριζόταν με δύο, αναρωτήθηκε ξανά χωρίς να μπορεί να το χωνέψει. Ε, αυτό δεν της το είχε. Αλλά πλέον δεν υπήρχε γυναίκα με μπέσα, σκέφτηκε και έφερε στο νου του τις τελευταίες που είχε πηδήξει. Γκόμενες που είχε ψαρέψει σε κάποιο από τα μπαρ του. Άνευ ουσίας, κενού περιεχομένου και ορθάνοικτων μηρών. Από αυτές που παρακαλείς να ανοίγουν το στόμα τους μόνο για να στον πάρουν πίπα. 

Τα νυκτερινά μαγαζιά του...Στη σκέψη αυτών έτριξε τα δόντια του οργισμένος. Ό,τι με κόπο είχε φτιάξει μόνος του ήταν έτοιμος να το χάσει. Γεννημένος σε μια φτωχική συνοικία του Νόβι Σαντ, οι γονείς του είχαν μεταναστεύσει ακούγοντας για την όμορφη και φιλόξενη  Ελλάδα για να βρεθούν μετά από πολλές δυσκολίες και κακουχίες στα βρώμικα σοκάκια της Αθήνας και να καταλάβουν ότι η ελληνική φιλοξενία άνηκε στην αρχαιότητα και στα βιβλία. Ο πατέρας τους είχε κρυώσει στη διαδρομή να φτάσουν και είχε ξεψυχήσει ένα βράδυ δίπλα σε ένα σκουπιδοτενεκέ. Η μητέρα τους πάλεψε να τους προσφέρει ασφάλεια αλλά ένα βράδυ την μαχαίρωσε ένας που δεν τον βρήκαν ποτέ. Όπως και δεν έμαθαν ποτέ για ποιο λόγο είχε χάσει την ζωή της. Τους χώσανε στο ορφανοτροφείο. Δύο αγρίμια ήταν. Δυο ξένοι. Εκείνος μίλαγε Σέρβικα και ο αδερφός του, μικρός ακόμα , ήξερε μόνο μερικές λέξεις να λέει. Κανείς δεν τους υιοθέτησε. Αν και μεγαλώνοντας από μόνοι τους διάλεξαν να  γίνουν ανεπιθύμητοι. Μέχρι που ενηλικιώθηκε. Βρήκε δουλειά . Του ποδαριού για αρχή μέχρι να μισθώσει ένα δωμάτιο και υπογράψει και πάρει τον αδερφό του μαζί του.  

Τρία νυχτερινά μαγαζιά και αρκετά ακίνητα είχε πλέον. Αυτός, το ορφανό προσφυγόπουλο από την Σερβία. Τρία μαγαζιά  που δέσποζαν στην νυχτερινή ζωή της πρωτεύουσας και τώρα ένα από αυτά θα θυσιαζόταν για να βρει τον ένοχο και να κερδίσει πίσω την ελευθερία του. Για αρχή. Αυτό του είχε ζητήσει ο Μάρτιν όπως και άλλα πολλά που δεν ήθελε να τα θυμάται αλλά κάποια στιγμή θα έπρεπε να σκεφτεί τα νέα δεδομένα. Βρήκε ευκαιρία και τον είχε χτυπήσει ο Μάρτιν. Όταν  είχε ακούσει τι του ζήταγε  είχε συμφωνήσει με βαριά καρδιά. Το στολίδι του. Το πρώτο του μαγαζί για αρχή θα θυσιαζόταν. Μετά θα έπαιρναν σειρά τα υπόλοιπα. Ο δικηγόρος του δεν μπορούσε να τον σώσει ούτε και αυτοί που εργάζονταν σε εκείνον και όσο για τον αδερφό του τον  Λούκα...Αναστέναξε ξανά και έπιασε το τηλέφωνο του να τον καλέσει για πολλοστή φορά. Κάπου θα βρισκόταν λιώμα από τις καταχρήσεις και την τοξικότητα των ναρκωτικών κατέληξε αγανακτισμένος ενώ το τηλέφωνο κουδούνιζε δίχως ο αδερφός του να δίνει σημεία ζωής. Και όσο σκεφτόταν ότι δεν είχε  τον έλεγχο της κατάστασης του τρελαινόταν. Αν πάθαινε κάτι ο αδερφός του δεν θα το συγχωρούσε ποτέ σε αυτόν που τον είχε κλείσει εκεί μέσα! Θα τον ισοπέδωνε.  Τερμάτισε την κλήση και προσπάθησε να καλέσει τον Γκόραν, δεξί του χέρι , υπεύθυνο της ασφάλειας και βοηθό του, σε όλα.  Εκείνος έπρεπε να επωμιστεί εκτός από την φροντίδα των μαγαζιών και την εξιχνίαση της δολοπλοκίας σε βάρος του, επιπλέον  και τον Λούκα τον αδερφό του. Να τον βρει, να τον προσέχει όσο μπορεί , να...

«Βίκτωρ άσε το τηλέφωνο και σήκω."

"Τι θες;" το γρύλισμα του δεν πτόησε καθόλου τον φρουρό που τον κοίταξε εχθρικά.

"Σε θέλουν  στο ιατρείο.»

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top